..Με λίγα λόγια

Ρε, μήπως είσαι εσύ ο μεταλλάς που αναφέρω στο κείμενό μου;

Μ’ “έκαψες” με τα νυν και πρώην!

Επίσης, “rEVOLVEr” > “The Dead Eye”

3 Likes

:smiley:
Όχι γιατι τους θεωρώ εξαιρετικούς ακόμα και στο Unseen :smiley:
Ο Ερλαντσον φταίει που εγινε πρωην από νυν, και νυν από πρώην
!

Επίσης rEVOLVEr = Dead Eye. Δεκάρια ξεκάθαρα και τα 2.
Εκαστο στο είδος του.

3 Likes

Από αυτά που ειπώθηκαν από τον @Sevek θα διαφωνίσω για το One Kill Wonder. Θεωρώ ότι οι 5 πρώτοι δίσκοι των Haunted είναι κορυφαίοι όλοι, απλά παίζουν μπάλα σε διαφορετικά υποείδη. Αλλά γενικά δεν είμαι καθόλου αντικειμενικός με Haunted, αποτελούν μεγάλο έρωτα, ο οποίος ξεκίνησε από το The Haunted Made me do it. Και έχω εξομολογήσει τον έρωτά μου για αυτούς στο δικό τους thread πιο παλιά…

Και πλάκα πλάκα, με ένα γρήγορο search που έκανα, είδα ότι πάλι είχαμε την ίδια διαφωνία και το 2017! χαχαχα!

3 Likes

Τουλάχιστον είμαστε σταθεροί στα γούστα μας!

1 Like

Αλλο επίπεδο η μπάντα με dolving, φάνηκε και τότε και τώρα… από τα μεγαλύτερα μπαμ της εποχής εκείνης το ντεμπούτο που βγήκε αν θυμάμαι καλά πάνω κάτω την ίδια εποχή με το ντεμπούτο το Soad (που κατά κάποιο τρόπο και τα δυο συναγωνίζονται σε παλαβομαρα) και λίγο πριν το Slipknot… ωραίες εποχές

3 Likes

Συγχωρέστε μου το back-to-back, αλλά έπρεπε.

Πόσο μαγευτικό είναι να γράφεις τη μία μέρα για τους The Haunted και την επομένη για το:

image

Φαινομενικά, αποτελεί «παράξενη» επιλογή από τη μνημειώδη δισκογραφία των Pink Floyd. Ωστόσο, θεωρώ πως πρόκειται για μία από τα πιο παρεξηγημένες και υποτιμημένες κυκλοφορίες των Βρετανών. Κατά την άποψή μου, πρόκειται για έναν δίσκο που κέρδισε δικαιωματικά τη θέση που του αρμόζει στην ιστορία του rock, προϊόντος του χρόνου και όχι κατά την εποχή της κυκλοφορίας του.

Η ανωτέρω τελική διαπίστωση αιτιολογείται βάσει δύο παραγόντων: Πρώτον, το “The Division Bell” «όφειλε» -σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη- να ανταποκριθεί στο «βάρος» της πρότερης δισκογραφίας του συγκροτήματος. Δεύτερον, δεν συμμετείχε σε αυτό ο Waters, με όση βαρύτητα επιφέρει αυτή η (δεύτερη) απουσία. Συνεπώς, πολλοί μίλησαν για προσωπικό δίσκο του Gilmour, για δίσκο που δεν δύναται να φέρει το όνομα Pink Floyd. O «μεγάλος» (Waters), δε, τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις το δίσκο, αναφέροντας ότι πρόκειται για «σκουπίδι» από την αρχή έως το τέλος και για κάτι που μοιάζει με Pink Floyd, αλλά δεν είναι.

Όσο και αν αγαπάμε τον Waters (αχ, αυτό το αλησμόνητο βράδυ του Ιουνίου του 2006 στη Μαλακάσα), δεν έχει δίκιο. Οι δηλώσεις του γίνονται, μάλλον, περισσότερο υπό το θυμικό των πρότερων (και σχετικά πρόσφατων την εποχή εκείνη) δικαστικών προστριβών του με τους υπολοίπους και λιγότερο ως αντικειμενική κριτική.

Ο χρόνος, όμως, «γιατρεύει» (ή τουλάχιστον «απαλύνει») σχεδόν τα πάντα. Άρα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το συγκεκριμένο album δεν είναι Pink Floyd υλικό; Ασφαλώς και όχι. Είναι το “The Division Bell” το καλύτερο Pink Floyd album; Ούτε καν. Ωστόσο, είναι μία αυθεντικότατη Pink Floyd κυκλοφορία κι ένας πολύ ωραίος δίσκος συνολικά.

Το “The Division Bell” έχει μία εγγενή ήπια προδιάθεση, η οποία οδηγεί σε χαλαρές ατμόσφαιρες, λυτρωτικού χαρακτήρα. Διακατέχεται από μία γλυκιά αίσθηση θαλπωρής και λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Στα αυτιά μου και στα μάτια μου (λόγω εξωφύλλου) απευθύνεται στους απόντες σαν να επιθυμεί να «ξορκίσει» το bad blood των προηγουμένων ετών, να «θάψει το τσεκούρι του πολέμου» και να τονίσει ότι οι Pink Floyd (και ο ήχος τους) δεν ανήκουν σε κανέναν, αλλά αποτελούν μία ανεξάρτητη ύπαρξη που δεν ορίζεται από τους δημιουργούς της, αλλά καθοδηγεί αυτούς, εν είδει μίας αόρατης, μυστικιστικής ενέργειας. Ο δίσκος φαντάζει σαν το επιστέγασμα όλων όσων προηγήθηκαν. Αν σκεφτόμουν έναν παραλληλισμό, θα έλεγα ότι μοιάζει σαν τα βαθύτατα φιλοσοφημένα αποφθέγματα που μας δίνουν στα στερνά τους άνθρωποι οι οποίοι έχουν βιώσει αμέτρητες εμπειρίες και δύνανται πλέον να ξεχωρίζουν τα σημαντικά από τα επουσιώδη.

Θεωρώ δευτερεύον να αναφερθώ σε μεμονωμένα τραγούδια, αν κι έχω τις προτιμήσεις μου (“Keep Talking”, “Wearing the Inside Out”, “Marooned”, “What Do You Want from Me”).

Ήσασταν πάντα όλοι μαζί, ανεξαρτήτως του ποιος έλειπε.

14 Likes

Έχοντας ήδη ξεκινήσει μια αναδρομή στα ένδοξα nineties, νομίζω ότι είναι κατάλληλη η ώρα να επισκεφτούμε το…

Όταν, το 1993, οι Saviour Machine έκαναν το ντεμπούτο τους με τον ομώνυμο δίσκο, παρουσίασαν ένα σύνολο τραγουδιών με θαυμαστή ποικιλομορφία και ωριμότητα, κερδίζοντας με άνεση τις εντυπώσεις. Το συγκρότημα από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά που, ενώ σκιαγραφούσαν πιστά την προσωπικότητα του, ταυτόχρονα όμως μπορούσαν να λειτουργήσουν παραπλανητικά, περιορίζοντας και αδικώντας τελικά την προσπάθεια τους. Οξύμωρο; Ίσως όχι και τόσο.

Κατ’ αρχήν οι Saviour Machine ήταν θιασώτες του gothic metal, μιας από τις κυρίαρχες “τάσεις” στα mid nineties. Ήταν όμως από τους λίγους που κατάφεραν να φτάσουν στην ουσία του, αυτή που ανιχνεύεται στην σκοτεινή ατμόσφαιρα και το ανάλογο συναίσθημα που σου υποβάλλει, χωρίς υπερβολικούς μελοδραματισμούς και γλυκερές μελωδίες, παραμένοντας πάντοτε metal όπως τo υπέροχο “Force of Entity” ή το “The Widow and the Bride” για παράδειγμα, προφανώς καταδεικνύουν. Δεν διηγούνταν ιστορίες για “καταδικασμένες αγάπες”, ούτε φλέρταραν με την ηλεκτρονική μουσική. Τέλος, δεν είχαν γυναίκα στα φωνητικά (αποκλειστικά ή μοιρασμένα) – είχαν όμως τον Eric Clayton.

O εν λόγω, εκτός από στιχουργός και βασικός συνθέτης (μαζί με τον κιθαρίστα αδελφό του Jeff) είναι ευλογημένος με μια καταπληκτική φωνή, η οποία στοιχειώνει τα τραγούδια είτε ακούγεται βαρύτονος, είτε παθιασμένος, οπερετικός, να ψιθυρίζει τις μελωδίες κλπ. Ο άνθρωπος είναι παντού και πάντα άψογος. Ο Eric Clayton ήταν το μεγάλο ατού των Saviour Machine, αφού πέραν της υπέροχης φωνής, διέθετε και μια ξεχωριστή σκηνική παρουσία.

Το δεύτερο στοιχείο που τους καθόριζε ήταν ότι επρόκειτο για χριστιανική μπάντα. Ούτε εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την συνηθισμένη θεματολογία εν είδει κηρύγματος που επαναλαμβάνει, μάλλον αβασάνιστα, τις γνωστές ηθικολογίες. Οι Saviour Machine στέκονταν με σκεπτικισμό και κριτική διάθεση απέναντι σε αυτά που τους δίδαξαν ως χριστιανικό δόγμα (την παπική δηλαδή εκδοχή του).
Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα το – ούτως ή άλλως διαχρονικό τους αριστούργημα – “Jesus Christ”, μια “σκοτεινή” προσευχή όπου, αφού παρατεθούν όλα όσα απαράδεκτα κάνουν οι άνθρωποι εν ονόματι Του, ακολουθεί η παράκληση για τη λύτρωση. Με τέτοιους στίχους επόμενο ήταν το συγκρότημα να μην γίνει δεκτό με ενθουσιασμό ούτε από πολλούς “σατανικούς” metalheads, ούτε από τους φανατικούς χριστιανούς.

Όλοι όσοι τους απέρριψαν δεν ευτύχησαν να γίνουν κοινωνοί του εξαίρετου πρώτου δίσκου τους (που θα μπορούσε πάντως να διαρκεί λιγότερο από 70΄ – άλλη μια “τάση” της εποχής εκείνης!). Δεν έλαβαν μέρος στη μυσταγωγία που εκπορεύεται από την μελωδία του πιάνου του “Legion”, δεν παρασύρθηκαν από το χείμαρρο των συναισθημάτων που μπορεί να εκμαιεύσει το “Carnival of Souls”, δεν αφέθηκαν στην ακαταμάχητη γοητεία του “Christians and Lunatics”, ούτε βίωσαν το μεγαλείο του “A World Alone”.

Ου γαρ οίδασι…

11 Likes

Επισης να αναφερω αν δεν τοχα γραψει ο CLAYTON ηταν ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΣ στη συναυλια τους!Δεν θυμαμαι τραγουδιστη σε συναυλια να με εχει συνεπαρει τοσο!Μιλαμε για τη περσινη ετσι:Δυστυχως δεν ειχα παει τη πρωτη φορα που ειχαν ερθει και ακομα δεν εχω καταλαβει γιατι τους εχασα τοτε

4 Likes

Το 98 ηταν αν θυμαμαι καλα στον μυλο που τους ειχα δει κ αυτό το NO ORDER που εγραψε στην σημαια του ΟΗΕ -μετα απο μια ιεροτελεστια που εκανε με κατι σαν δισκοποτηρο κ κατι σαν αιμα το οποιο χρησιμοποιησε για να το γράψει- μου εχει καρφωθει στο μυαλο από τοτε.

4 Likes

Πρέπει να ΄σαι το πρώτο άτομο στην ιστορία που μιλώντας για το “The division bell” δεν αναφέρει το “High hopes”!

5 Likes

Χα, χα, χα, λες να είμαι ο πρώτος και τελευταίος;

Σίγουρα, πάντως, δεν το έκανα για να φανώ διαφορετικός, ψαγμένος ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο.

M’ αρέσει το “High Hopes”, αλλά σίγουρα όχι τόσο, όσο τα υπόλοιπα που ανέφερα.

Αλλά, τι περιμένεις από έναν άνθρωπο σαν εμένα που το αγαπημένο του Pink Floyd κομμάτι όλων των εποχών είναι το “Set the Controls for the Heart of the Sun”;

2 Likes

Υμνος
Τελος

3 Likes

Έγινε μία κουβεντούλα στο topic της μπάντας, έχει και μέρες να «κουνηθεί» το συγκεκριμένο thread, άρα, αναπόφευκτα, ας μιλήσουμε για το:

image

Οι Anathema έχουν ήδη προβεί στο πρώτο crossover της καριέρας τους, την προηγούμενη τριετία, αφήνοντάς μας ως παρακαταθήκη ένα (1) album-«σταθμό» (“Alternative 4”) κι ένα (1), επίσης, καταπληκτικό album (“Judgement”).

ΟΙ Βρετανοί, όμως, είναι εξαιρετικά ανήσυχοι (ή ανασφαλείς, ή ακομπλεξάριστοι, ή ειλικρινείς, ή…, προσθέστε ό,τι άλλο θέλετε, σύμφωνα με την ερμηνεία σας) καλλιτεχνικά, επομένως, «αγκαλιάζοντας» σφιχτά τον alternative ήχο, θεωρούν ότι είναι «μία καλή ημέρα για ν’ αποδράσουν», πραγματοποιώντας το δεύτερο crossover της -έως τότε- καριέρας τους.

O Patterson έχει «χαιρετίσει» προ πολλού, ομοίως και οι παλιοί/σκληροπυρηνικοί οπαδοί του πρώιμου ήχου. Ο δίσκος θα «ξενίσει» ακόμα και τους οπαδούς των αμέσως προηγούμενων πονημάτων. Ωστόσο, ο Douglas θα αναλάβει αρκετό «γράψιμο», το εξώφυλλο θα δώσει τη συνήθη «αισιόδοξη» οπτική και ο δίσκος θα «κυλήσει». Τον κάνει αυτό εύκολο; Ασφαλώς και όχι. Πρόκειται για πολύ ιδιαίτερο album, το οποίο, αναντίρρητα, δέχεται εξαιρετική πίεση απ’ ό,τι προηγείται αυτού. Μολαταύτα, η δεδομένη χρονική απόσταση από την κυκλοφορία του, «δικαιώνει» την τότε αλλοπρόσαλλη «απόδραση» της μπάντας, καθώς ο δίσκος «στέκεται αυτόφωτος» πια, γεγονός που φαίνεται ότι αποτελούσε εξ αρχής την πρόθεση των Anathema.

Προσωπικά, ξεχωρίζω τα “Release” (ίσως το καλύτερο κομμάτι τους τα τελευταία 20 χρόνια), “Leave No Trace”, “Underworld” και το σπαρακτικό ομώνυμο. Πολύ καλό, αλλά περισσότερο άνισο από το “A Fine Day to Exit”, και το “A Natural Disaster” που ακολούθησε δύο χρόνια μετά.

Ένας, ακόμη, δίσκος που «ξεριζώνει» την καρδιά, από μία σπουδαία μπάντα.

7 Likes

Πολύ θάψιμο είχε φάει ο παραπάνω δίσκος απ’ ό,τι θυμάμαι. Ακόμα και τώρα, δεν ξέρω κατά πόσο μνημονεύεται. Για 'μένα είναι το τελευταίο καλύτερο τους, το αγαπάω και το ακούσω συχνά. Radiohead-ίλα, αλλά ΟΚ.

2 Likes

A Fine Day to Exit και A Natural Disaster για 'μένα οι καλύτεροι δίσκοι των Anathema, καθώς δεν ακούγονται dated. Μου αρέσουν όλοι μεν, αλλά αυτοί οι 2 στέκονται στο χρόνο σα να βγήκαν φέτος.

2 Likes

Η τελευταία «στροφή» που πραγματικά αγάπησα από αυτές που παίρνουν από αλμπουμ σε αλμπουμ, είναι το a fine day…

Το natural disaster μου αρέσει, αλλά όχι όσο τα προηγούμενα τους.

Από το natural και μετά (δυστυχώς) άρχισε να ξεθωριάζει η υπερβολική αγάπη που τους είχα.

Θα μπορούσα να γράφω για ώρες για την πάρτη τους, αλλά καλύτερα να το αποφύγω γιατί θα χτυπήσει κόκκινο η γραφικότητα μου :joy:

Πάντως μιας και ο λόγος για το a fine day και το natural, θα ήθελα να σημειώσω ότι θα ήθελα περισσότερα τραγούδια σαν το Panic και το Pulled under at 2000 meters a second. Τους πάνε πολύ και προσωπικά με «διαλύουν».

3 Likes

Στο σωστο τοπικ εισαι :stuck_out_tongue:!

2 Likes

Καλό και “άγιο” το καλοκαίρι, ωστόσο, ας απολαύσουμε αυτές τις τελευταίες ημέρες ψύχρας, βροχής, υγρασίας, συννεφιάς και μουντάδας, προτού επανέλθει ο λίβας. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά, προσωπικά, προτιμώ το χειμώνα από το καλοκαίρι. Αν και τα ταξίδια και το κολύμπι συγκαταλέγονται στις αγαπημένες μου δραστηριότητες, ο ερχομός το καλοκαιριού και τα συνεπαγόμενα “εγγενή” χαρακτηριστικά του (ραθυμία, εξωστρέφεια, κοινωνικότητα, αργοί ρυθμοί κ.λπ.) μού προκαλούν μία διάθεση εσωστρέφειας και μελαγχολίας, καθώς και μία τάση για απολογιστικές σκέψεις και επαναπροσδιορισμό ή/και επανακαθορισμό στόχων. Μοιραία, λοιπόν, η ατμόσφαιρα των τελευταίων ημερών φέρνει στο νου “οπτικά” album, με σαφή αναφορά στις κρύες εποχές του χρόνου. Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, εγώ μπορώ να τα ακούω και σε συνθήκες καύσωνα, όχι για να “δροσίζομαι”, αλλά για να συλλογίζομαι (αποτυχημένη ρίμα intended).

Πάμε μία βόλτα, λοιπόν, στα παγωμένα δάση του:

image

Μέγιστη λατρεία οι Agalloch. Λείπουν πολύ, αλλά αναγνωρίζουμε το μεγαλείο της απόφασής τους να λήξουν το ζήτημα στο peak του και όχι “αργοσβήνοντας”.

Στα του album τώρα, από πού να ξεκινήσεις και πού να τελειώσεις; Κατά την άποψή μου, είναι περιττό να κάνουμε επιμέρους αναφορά στα τραγούδια, όσο και αν το θέλουμε ή το μουσικό μεγαλείο μάς αναγκάζει (“In the Shadow of Our Pale Companion”, “…And the Great Cold Death of the Earth”). To album ακούγεται, βιώνεται, αντιμετωπίζεται και “μιλάει”, μόνο ως ολότητα. Αυτά τα σχεδόν 70 λεπτά μουσικής λειτουργούν αδιαίρετα και λογίζονται ως μία και μοναδική “ύπαρξη”. Τι πρέπει να κάνεις ιδανικά; Κάθεσαι στο σκοτάδι, βάζεις τα ακουστικά σου, κλείνεις τα μάτια και αφήνεις τον εαυτό σου να “κυλήσει” στους post, black και folk “δρόμους” των Αμερικανών. Αν δεν “δεις” τις εικόνες και τα τοπία, δεν “ακούσεις” τους ήχους και δεν ΝΙΩΣΕΙΣ, τότε θα πρέπει να αρχίσεις να σκέφτεσαι μήπως είσαι cyborg και όχι άνθρωπος.

Από τους Isis έως τους In the Woods…, με όλους τους ενδιάμεσους ατμοσφαιρικούς σταθμούς, και πάλι πίσω, ο John Haughm και οι συν αυτώ μάς δίνουν τη δυνατότητα να προβούμε σ’ έναν βαθύ διαλογισμό, με μουσικό “μανδύα” τα καθαρτικά, “παγωμένα” και “κρυστάλλινα” ηχοτοπία τους.

Οι Primordial παρατήρησαν, κάποια χρόνια μετά την κυκλοφορία του “The Mantle”, πως “The Wilderness is Gathering all its Children in…”. Οι Agalloch είχαν ήδη προλάβει να μας μαζέψουν και να μας αμολήσουν κάπου εκεί στην απεραντοσύνη. Από τα πιο συνεκτικά “εικονοπλαστικά” metal album που ακούσαμε ποτέ.

9 Likes

Να προσθέσω ότι αν και οι Agallogh πάτησαν πάνω στην σκιά του πρώτου δίσκου των Ulver κατά την γνώμη μου το τελικό αποτέλεσμα τους δικαιώνει απόλυτα.

3 Likes

Οταν πρωτοακουσα Agalloch αυτη ηταν η πρωτη μου σκεψη