Άδει ο άνθρωπος με τις χίλιες φωνές:
Because I’m somewhere in between
My love and my agony
You see, I’m somewhere in between
My life is falling to pieces
Somebody put me together
Αυτός, βέβαια, αναφέρεται στα αδιέξοδα και τις δυσκολίες της ζωής. Ωστόσο, χωρίς να το ξέρει (ή μήπως όχι;), δίνει και μία περιληπτική περιγραφή του τι εστί η μπάντα στην οποία έχει προ ολίγου καιρού ενταχθεί.
Τι είναι οι Faith No More; Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλές σελίδες, οι οποίες να περιλαμβάνουν την απάντηση (εάν, βέβαια, θεωρήσουμε ότι αυτή υφίσταται) στην συγκεκριμένη ερώτηση. Αν απλοποιήσουμε τη διαδικασία και αρκεστούμε στις ανωτέρω αράδες, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι πρόκειται, απλά, για μία τρελοπαρέα, η οποία βρίσκεται « κάπου στο ενδιάμεσο » και διαθέτει μία σπάνια (ίσως και μοναδική) ικανότητα να « συναρμολογεί/ενώνει » τα αναρίθμητα « κομμάτια » της ευρύτερης rock (και όχι μόνο) «παλέτας», δημιουργώντας ένα ηχητικό κράμα, το οποίο αν δεν αναγνωρίζεται από ορισμένους (ως θα όφειλε) ως απόλυτα εθιστικό, θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να λογίζεται ως πρωτοπόρο και ιδιοφυΐες.
Πιθανόν να ακολούθησαν καλύτερες κυκλοφορίες από το παρακάτω, αλλά, αν με ρωτάτε, εγώ αυτό το album θα έβαζα σε κάποιον που θέλει να μάθει (ή έστω να προσεγγίσει) το συγκρότημα. “The Real Thing”, όνομα και πράμα.
Η μούρλα του Patton συναντά για πρώτη φορά τους υπάρχοντες παικταράδες και το αποτέλεσμα προσιδιάζει σε έκρηξη σουπερνόβα. Η μία κομματάρα διαδέχεται την άλλη και σου έρχονται όλα από εκεί που δεν το περιμένεις. Απανωτές εκπλήξεις, με κάθε τραγούδι να αποτελεί κι ένα είδος από μόνο του, γεγονός το οποίο θα ανέμενε κανείς να καταστήσει τον -ομολογουμένως ετερόκλητο- δίσκο «δυσκολοχώνευτο» και μπερδεμένο. Αμ δε! Ο δίσκος παρουσιάζεται εκπληκτικά ομοιογενής, «κυλάει σαν νεράκι» και πιστοποιεί την διαχρονική πεποίθηση ότι οι -κατά τα φαινόμενα- «τρελοί» είναι αυτοί που σπρώχνουν τον κόσμο μπροστά, διαθέτοντας πολύ περισσότερη λογική και συνοχή από τους (δήθεν) γνωστικούς. Ποια «αυτόφωτη» τραγουδάρα να πρωτοδιαλέξεις; Το επικό “Epic”, το απίστευτα αισθαντικό “Zombie Eaters” (δεύτερο αγαπημένο μου κομμάτι από ολάκερη τη δισκογραφία τους, μετά το “Evidence”), το εκρηκτικό ομώνυμο, το «εξωγήινο» (pun intended) “Woodpecker from Mars”; Αν ρωτήσεις 10 άτομα, θα λάβεις 10 διαφορετικές απαντήσεις, διόλου τυχαία.
Η εντεκάδα του δίσκου εμπεριέχει και τη διασκευή στο κλασσικό “War Pigs” (υποθέτω ότι κανείς δεν αναρωτήθηκε ποιων). Μουσικά, η εν λόγω επιλογή ίσως και να φαντάζει «λίγη» και περιοριστική, για τα μέτρα του συγκροτήματος. Κατ’ εμέ, εμπεριέχει μία τεράστια σημειολογική αναφορά. Βρισκόμαστε στο τέλος της «χρυσής» δεκαετίας του σκληρού ήχου και σχεδόν 20 χρόνια μετά τη «θεμελίωσή» του, δομικό στοιχείο της οποίας (της «θεμελίωσης») υπήρξε και το “War Pigs”. Η ανάγκη για «ανακαίνιση» και για τη χάραξη νέων διαδρομών είναι παραπάνω από επιτακτική. Οι Faith No More πηγαίνουν στην βάση, διαλύουν και ανασυνθέτουν όλον τον σκληρό ήχο της προηγούμενης εικοσαετίας, τον «μπολιάζουν» με νέα, φαινομενικά παράταιρα, στοιχεία και προσφέρουν απλόχερα το στίγμα της κατεύθυνσης του ήχου εν συνόλω (και όχι σε επίπεδο επιμέρους ιδιωμάτων) για τα επόμενα 20 και πλέον χρόνια. Αν κάποιος πιστεύει ότι το nu, οι SoaD, η progressive κατεύθυνση των ‘90s ή μετέπειτα το djent και τα κάθε τύπου core δεν σχετίζονται άμεσα με αυτή καθαυτή την ύπαρξη των Faith No More και τον παραπάνω δίσκο εν προκειμένω, ας μου προσάψει υπερβολικές ή/και άστοχες απόψεις. Επίσης, για όσους κλαίγονται και οικτίρουν το grunge, μήπως έπρεπε να έχουν ακούσει λίγο περισσότερο Faith No More όταν έπρεπε;
Τεράστιος δίσκος. Τεράστια μπάντα.