..Με λίγα λόγια

ετσι ακριβως!

Ειλικρινά σε ευχαριστώ για αυτόν τον δίσκο. Δεύτερο τραγούδι είμαι και έχω ανατριχιάσει…

2 Likes

Πω, εξαιρετικος δισκος. Ειχα ξεχασει το συγκροτημα, τον ηχο του, τα συναισθηματα που εβγαζε. Ισψυει ακριβως ο,τι εγραψε ο sotos παραπανω: τοτε αγοραζες με ελαχιστο δειγμα ακουσματων απο ενα δισκο, με στομα-με-στομα διαφημιση ή στην τυχη.

Φοβερη επιλογη, μπραβο.

3 Likes

Fixed for me :stuck_out_tongue: Ακόμη ένας που το πήρε χωρίς να έχει ιδέα αν και πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, ίσως και να είχα διαβάσει κάτι σε κανα χάμερ αλλά δεν θυμάμαι…πάντως ήταν ευχάριστη έκπληξη, πολύ συναίσθημα αν και στην αρχή δεν μου πολυάρεσε, ήθελα ταχύτητες τότε. Μετά όμως νίκησε το συναίσθημα :slight_smile:

2 Likes

λολ, δεν ξερω κατα ποσο ειναι τυχαιο οτι βρεθηκαμε 4 ηδη να το ειχαμε αγορασει τοτε…

1 Like

Πόσες είναι οι μπάντες για τις οποίες μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι έχουν ταράξει τα νερά, άμα τη εμφανίσει τους, από την έναρξη της νέας χιλιετίας κι εντεύθεν; Να μετριούνται με τα δάχτυλα των δύο χεριών, αν όχι του ενός;

Εξέχουσα θέση στο παραπάνω ολιγομελές γκρουπ κατέχουν σίγουρα οι The Mars Volta. Είναι πολύ πιθανό, δε, πολλοί να ισχυριστούν ότι οι Τεξανοί (ή ορθότερα Λατινοαμερικάνοι, κατά πλειοψηφία, στην καταγωγή, αλλά και στην «ουσία» τους) αποτελούν την «κεφαλή» της εν λόγω ομάδας και η αλήθεια είναι ότι τα αντεπιχειρήματα αυτού του ισχυρισμού είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν.

Αν ρωτήσετε 6 ανθρώπους για το καλύτερο album του συγκροτήματος, είναι αρκετά πιθανό να λάβετε 6 διαφορετικές απαντήσεις. Και τούτο διότι ο ήχος τους είναι τόσο πολυποίκιλος, τόσο «ταξιδεμένος» μέσα σε διαφορετικά ηχοτοπία και τόσο ενάντια σε κάθε νόρμα και επαναληπτικότητα, που σε κάθε ακροατή προσφέρεται μία τεράστια παλέτα μουσικών ερεθισμάτων για να (υπερ)καλύψει τα αισθητικά του γούστα. Προφανώς, ο προσδιοριστικός όρος προοδευτικός εκστομίζεται αβίαστα σε κάθε συζήτηση γύρω από την μπάντα, ωστόσο θα μπορούσε να είναι μέχρι και περιοριστικός για το μουσικό της εύρος. Τέλος, η στιχουργία των The Mars Volta θα μπορούσε να αποτελεί είτε αντικείμενο ανάλυσης σε σχετική συζήτηση μεταξύ δύο φιλοσόφων, είτε την απομαγνητοφώνηση της ηχογράφησης κάποιου ψυχικά ασθενούς από τον θεράποντα ψυχίατρό του. Μπάντα των άκρων, ή των πόλων καλύτερα…

Στην ουσία, λοιπόν, προσωπικός μου αγαπημένος δίσκος τους είναι ο:

image

Αν είχαμε «πιεί» πολλά ναρκωτικά, θα μπορούσαμε να κρίνουμε το album ως μεγαλειώδες, απλά χαζεύοντας το εξώφυλλο επί ώρες και κάνοντας απόπειρες να το ερμηνεύσουμε, χωρίς καν να ακούσουμε νότα. Μετά από πολλά ναρκωτικά (τα οποία οδήγησαν δυστυχώς και σε μοιραίες καταστάσεις), η μπάντα πραγματοποιεί το ντεμπούτο της, παραδίδοντας ένα προοδευτικό αριστούργημα, γεμάτο ατμόσφαιρες και ηχητικές εκπλήξεις. Θα είναι μέγιστη αμαρτία να μην εξάρουμε την τεχνική αρτιότητα των μουσικών, όσο και αυτήν τη ΦΩΝΗ, της οποίας η εκφραστικότητα και οι εν γένει απίστευτες ερμηνείες καταφέρνουν να προκαλούν ταυτόχρονα συναισθήματα θαυμασμού και αμηχανίας. Ο ήχος του δίσκου είναι περιττό να σχολιαστεί, καθώς αρκεί να αναφέρουμε το όνομα του Rick Rubin στη (συμ)παραγωγή. Η παρουσία του συγκεκριμένου γκουρού αποτελεί από μόνη της στοιχείο (διαπίστευση, ορθότερα) για το βεληνεκές και την μουσική αξία της μπάντας. Α, ναι… Μπάσο παίζει ο Flea, ενώ συμμετέχει και ο Frusciante… Προσωπικές αγαπημένες μου στιγμές αποτελούν τα: “Inertiatic ESP”, “Drunkship of Lanterns”, “Eriatarka” (πόσο κομματάρα, ρε;) και “Cicatriz ESP”.

Η παράδοξη, πρώτη επαφή μου με το ως άνω αριστούργημα (και γενικά με τους The Mars Volta) ήταν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης υπηρεσίας, παραλλήλως του ατενίσματος του απέραντου μπλε του Αιγαίου, κάπου σ’ ένα ξεχασμένο φυλάκιο. Απόκοσμη, οξύμωρη και δυνατή εμπειρία, που για πολλούς ίσως θα κρινόταν και ακατάλληλη/μη συνιστώμενη για την συγκεκριμένη περίοδο της ζωής τους, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς, αν στις «μαστουρωμένες» ατμόσφαιρες του συγκροτήματος συνυπολογίσουμε και τις «μαστουρωμένες» ατμόσφαιρες του στρατού. Ευτυχώς, εγώ δεν είχα επιπτώσεις από αυτό το εκρηκτικό μείγμα, επομένως, ορίστε κι ένα αντεπιχείρημα για όσους ισχυρίζονται ότι η στρατιωτική θητεία δεν έχει κανένα καλό.

Ένα τέτοιο συγκρότημα, με τόση «τάση» πάνω του, δεν μπορούσε παρά να «κάνει άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά», επομένως, λίγο μετά τη δεκαετία ύπαρξης το εκρηκτικό πανηγύρι έλαβε τέλος. Έχουν ακουστεί αρκετά για επανένωση. Αν υπήρχε στοιχηματική απόδοση γι’ αυτό, τη μία μέρα θα ήταν στο 1,01 και την επομένη στο 250. Είπαμε… μπάντα των άκρων και του απρόσμενου οι The Mars Volta.

13 Likes

Καρδούλα με το που είδα το εξώφυλλο και κατάλαβα περί τίνος πρόκειται! Το “κακό” είναι ότι δεν μπορώ να βάλω και δεύτερη τώρα που έχω διαβάσει και το κείμενο!
Πράγματι, οι δύο “αφάνες” κατάφεραν να φέρουν το καινοτόμο, το υβριδικό στο rock, σε μια εποχή όπου η πεποίθηση ότι “έχουν παιχτεί όλα” είχε εν πολλοίς επικρατήσει - και όχι μόνο τότε βέβαια, ποιος ξεχνάει ότι το 1962 μόλις, οι ανυπόγραφοι τότε Beatles απορρίφθηκαν από την Decca επειδή “αυτή η μουσική με τις κιθάρες δεν έχει μέλλον”;

3 Likes

Αναντίρρητα, το να κινείσαι στην Αττική με λεωφορείο αποτελεί από μόνο του ένα heavy metal statement. Και αν θεωρήσουμε ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, προσεγγίζοντας τα όρια του ανεκτού (άποψη που επιδέχεται έντονη αμφισβήτηση), μπορούμε κάλλιστα να φανταστούμε την «ποιότητα» των μετακινήσεων προ σχεδόν 20 ετών. Έχοντας κάμποση εμπειρία από πολλές και διάφορες γραμμές, μία έχω στην καρδιά μου και η πρωτοκαθεδρία της δεν μεταβάλλεται στον αιώνα τον άπαντα. Δύο, ένα και οκτώ, το λεν’ και δύο δεκαοκτώ.

Περνώντας, τότε, η γραμμή από επτά (7) από τους μεγαλύτερους δήμους της Αττικής, προσέφερε σε όποιον είχε την «τύχη» (αφήνετε ή αφαιρείτε τα εισαγωγικά, αναλόγως ερμηνείας) να είναι επιβάτης σε ολόκληρη τη διαδρομή ή σε μεγάλο μέρος αυτής, μαθήματα προσανατολισμού και αφομοίωσης κεντρικών σημείων και διαδρομών, σε αγνές -προ GPS- εποχές. Αποτέλεσμα αυτής της γνώσης ήταν να παίρνεις το δίπλωμα και να γνωρίζεις λεωφόρους και στενά, σε επίπεδο έμπειρου ταξιτζή, όταν τη σήμερον ημέρα δεν μπορούμε να πάμε τρία στενά, χωρίς να βάλουμε στο κινητό διεύθυνση, αριθμό, περιοχή, ΤΚ και αεροφωτογραφία και χωρίς να σταματήσουμε για να ζητήσουμε κι επιπλέον οδηγίες για τον προορισμό μας από περαστικούς. Επιπροσθέτως του προαναφερθέντος πλεονεκτήματος, υπήρχε και έντονο το στοιχείο της πολυσυλλεκτικότητας των επιβατών, γεγονός το οποίο για κάποιον ο οποίος αρέσκεται στο να παρατηρεί, αποτελούσε από μόνο του σημαντική γνώση κι εμπειρία. Όλες οι φυλές του κόσμου, συζητήσεις που χτυπούσαν κόκκινα στο μετρητή σουρεαλισμού, τσαμπουκάδες και μανούρες, κρίσεις κι επικρίσεις, φιγούρες αλλοτινών εποχών που -δυστυχώς- έχουν μειωθεί πολύ και πολλά άλλα. Στο τσακίρ κέφι (απεργίες, ώρες συμφόρησης, καταιγίδες κ.λπ.) η πλήρης εκδοχή της διαδρομής ενδέχεται να διαρκούσε μέχρι και δύο (2) ώρες, επομένως, μιλάμε για μία live παράσταση μαύρης κωμωδίας ενώπιόν σου. Στα προσωπικά μου highlights, συγκαταλέγω την ζωντανή παρακολούθηση -κατά τη διαδρομή πάντα, ε;- του πλήρους set (μετά χορογραφίας) του Σάκη Ρουβά του Πειραιά, όπως και πλήρους set παραληρήματος (μετά αντεγκλήσεων με έτερους επιβάτες) «Αγίου Πέτρου» (λυπάμαι ειλικρινά για όσους αναρωτιούνται ποιοι είναι οι προαναφερθέντες / δεν κατανοείτε για τι μεγέθη μιλάμε). Τελειώνοντας, σημειώνω ότι η πρώτη μου διαδρομή ever, ήταν προ 25 ετών περίπου, όταν και ζήτησα από τον οδηγό να μου υποδείξει πού πρέπει να κατέβω για Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (στο οποίο θα φτάναμε σε καμία ώρα, ξέρω ‘γω, μετά από 50 στάσεις). Ένιωθα λες και είχα πάρει κάποιο υπεραστικό ΚΤΕΛ, ιδιαίτερα δε όταν ο άρχων του οχήματος φώναξε για να ακούσω εγώ (και όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες, προφανώς): «Το παλικαράκι για Δημοτικό να κατέβει τώρα!». Τα αυγά στο δισάκι μού έλειπαν μόνο…

Προς τι τα ανωτέρω; Μία, δύο, τρεις, τα σκηνικά άρχισαν να γίνονται επαναλαμβανόμενα, ιδιαίτερα για εμένα που «τιμούσα» τη γραμμή για πολλά χρόνια. Συνεπώς, χανόταν το στοιχείο της έκπληξης και η (από)μόνωση φάνταζε σαν ένα ασφαλές καταφύγιο (ημι-pun intended). Δίσκος συνυφασμένος με την περίοδο της (απο)μόνωσης (στις ύστερες διαδρομές) είναι ο ακόλουθος:

image

Προσωπικά, και για τα δικά μου γούστα, κατατάσσω το “Fiction” στην «Αγία Τριάδα» της δισκογραφίας των Dark Tranquillity, μαζί με τα “Projector” και “Haven” (εξ ου και το αποτυχημένο λογοπαίγνιο ανωτέρω). Μεγάλο «παράσημο» αυτό για κάθε album, ιδιαίτερα δε από ένα σύνολο κυκλοφοριών τόσο ποιοτικών και ιδιαίτερων, όπως το αντίστοιχο των Σουηδών αρχόντων του μελωδικού death metal. Άραγε, υπάρχει κακός δίσκος Dark Tranquility; Πολύ αμφιβάλλω…

Στα του album, προσπαθώ ιδιαιτέρως να εντοπίσω κάτι που να υστερεί και δυσκολεύομαι είναι η αλήθεια. Μα, τόσα κομμάτια και ούτε ένα filler; Επίσης, αδυνατώ να κατατάξω. Εν ολίγοις, τον λατρεύω αυτόν το δίσκο. Και ακούγεται τόσο «φρέσκος» ο γ@μ#μένος, ακόμη και σήμερα, παρά τα σχεδόν 15 χρόνια που έχουν παρέλθει. Πολλή ατμόσφαιρα, πολλή πώρωση, in-your-face κομματάρες, να διαδέχονται η μία την άλλη. Σεμιναριακή παραγωγή, ο Stanne «φτύνει» τα σωθικά του, οι λοιποί ξεχειλίζουν από έμπνευση και γράφουν τρομερά πράγματα (δώστε βάση σε riffs, «κοψίματα» και μελωδίες / πραγματικά κομψοτεχνήματα), ενώ οι ατμόσφαιρες δίνουν και παίρνουν. Σουηδική εγγύηση, όχι μ@λ@κίες!

Θέλω να πιστεύω πως όταν γράφανε το album δεν περίμεναν ότι το ρεκόρ ακροάσεων αυτού θα γινόταν εντός ενός λεωφορείου στην Ελλάδα, γύρω από ανυποψίαστους «σαρδελοποιημένους» επιβάτες, οι οποίοι τσακώνονταν για μία θέση, για τα πολιτικά ή κουνούσαν συγκαταβατικά στο κεφάλι, ακούγοντας τη διαπίστωση «Μα, πώς χάλασε έτσι η νεολαία μας;»…

17 Likes

Να προσθεσω για το 218 οτι η συχνοτητα διελευσης έβγαινε με ακατανοητο αλγοριθμο (ακομα και σημερα), οτι στην ευθεια της δαβακης (απο συγγρου μεχρι τρενο) εβλεπες και βλεπεις γεροντακια με μαγκουρες να το προσπερνανε καθως και οτι πολλοι επιβατες γερασαν μεσα στο λεωφορειο στο μοσχατο περιμενοντας να ξεπαρκαρει ο μαλακας για να στριψει το λεωφορειο.

4 Likes

Tέτοια χρονογραφήματα από την σουρεαλιστική Ελλάδα και τους κατοίκους της τα λατρεύω, ευχαριστώ

4 Likes

Πολλές αλήθειες μαζεμένες σε λίγες γραμμές. Και πολλά ακόμα που δεν γράφεις (αν και υποθέτω ότι ξέρεις).

Εγώ να δεις! Και άφησα έξω πολλά, διότι θα θέλαμε “σετ σεντονιών” για να καλύψουμε όλες τις εμπειρίες (μόνο για την συγκεκριμένη λεωφορειογραμμή / αν αρχίσουμε γενικά τις ιστορίες-εμπειρίες, δεν τελειώνουμε ούτε σε κανέναν μήνα).

Έγραψα και για έναν δίσκο, είπαμε, ε;

Αν δεν κάνω τραγικό λάθος, ξέχασες μονόλογους Μητσάρα μέσα σε αυτό το λεωφορείο. Επίσης, για ποιον δίσκο μιλάς;

1 Like

Cult μορφη της καλλιθεας (μαζι με τον βουγιουκλακη)
Οχι τοσο χαζος οσο φαινοταν

@The_Black_League ψαχνω φωτο απο αγιο πετρο αλλα δεν μπορω να βρω, τον ρουβα δεν τον ξερω (ή δεν τον θυμαμαι)

1 Like

Αυτος ειναι :grimacing:

1 Like

Θενκς, τον θυμήθηκα

Δυστυχώς για εμένα, δεν τον πέτυχα ποτέ σε διαδρομή.

Δεν πειράζει. Πάρε video.

1 Like

Συμπαθάτε με που έχω πάρει “εργολαβία” το topic, αλλά λίγο ότι οι διακοπές τελείωσαν, λίγο οι χαλαροί εργασιακοί ρυθμοί… Αν συνυπολογίσουμε, δε, ότι ακούσαμε και λίαν συμπαθητικό, νέο κομμάτι από Running Wild… ε, δεν θέλει και πολύ.

Αξιωματικά, Running Wild = Rolf Kasparek (aka Rock ‘n’ Rolf). Ωστόσο, κατά την ταπεινή μου άποψη, στον εν λόγω δίσκο ο ηγέτης της μπάντας πλαισιώνεται από το καλύτερο line-up (τσεκάρετε ονόματα και βιογραφικά) που είχε ποτέ (και από αλλαγές μελών, άλλο τίποτε το συγκρότημα / ενδεχομένως να έχουν περάσει και 30 άτομα από όλες τις θέσεις, ανά τα χρόνια), το οποίο συνεισφέρει σημαντικά, και κυρίως ποιοτικά, στις συνθέσεις.

Όσον αφορά τη θεματολογία, το πειρατικό έχει ήδη σαλπάρει από τον προηγούμενο δίσκο, τα βαρέλια είναι γεμάτα ρούμι και η νεκροκεφαλή είναι στο ιστίο της, προκαλώντας τρόμο και δέος στους πλέοντες ανά τις επτά θάλασσες.

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι αναφερόμαστε στο:

image

Ενδεχομένως ορισμένοι να θεωρούν κάποιον έτερο δίσκο της μπάντας ως τον καλύτερό τους. Για εμένα, το “Port Royal” κερδίζει ασυζητητί ετούτη τη μάχη.

Pirate metal, λέει… Αλήθεια, από πότε η στίχοι και το image αποτελούν τον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα της μουσικής κατεύθυνσης ενός album; Βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, στο “Port Royal” (και στους Running Wild εν γένει) εντοπίζουμε κάποια από τα ωραιότερα και πιο πωρωτικά power/heavy/speed δείγματα των '80s, άμεσα συγγενεύοντα με την “τευτονική” σχολή (Accept και πάει λέγοντας). Υιοθετώντας μία πιο προχωρημένη και τολμηρή άποψη, θα μπορούσαμε ακόμα και να ισχυριστούμε ότι ορισμένα “σιδηροδρομικά” riffs των Γερμανών “μπόλιασαν” τη μισή και πλέον δισκογραφία του black metal, αλλά ας μην προκαλέσουμε ταχυκαρδίες κι εκρήξεις…

Λίαν εκρηκτική, λοιπόν, η πυρίτιδα των βαρελιών στα αμπάρια του πλοίου της τρελοπαρέας αυτού του δίσκου και αυτό φαίνεται από τις καταπληκτικές συνθέσεις. Τα “Port Royal” και “Conquistadores” είναι instant classics. “Raging Fire” (τι σολάρα, ρε πούστη μου) και “Blown to Kingdom Come” γ@μ@ν^ και δέρνουν, ενώ στο “Calico Jack” η επικούρα του πράγματος (όχι του ήχου, του feeling) χτυπάει κόκκινα. Τα “Warchild” και “Mutiny” αποτελούν εκμαγεία όλου του συναφούς, κλασσικού γερμανικού (και όχι μόνο) ήχου, ενώ στο “Final Gates”, το μπάσο οργιάζει, πλαισιωμένο από ένα ωραιότατο lead. Το μπάσο είναι γενικά αρκετά πάνω στη μίξη στον δίσκο και αυτό μόνο καλά προσθέτει στον ήχο του (του δίσκου). Τι αφήσαμε ασχολίαστο; Το “Into the Arena” (η μοναδική αδύναμη, κατ’ εμέ, στιγμή του album) και το “Uaschitschun”…

Επιτρέψτε μου να αναφέρω ότι η σχέση μου με το “Uaschitschun” υπερβαίνει τα όρια της λατρείας ενός κομματιού. Ενέχει στοιχεία βιώματος, καθώς αποτελεί μία από τις 3 πρώτες εμπειρίες μου στον κόσμο τούτης της μουσικής. JVC βίντεο, αρχές δεκαετίας του ‘90, η κασσέτα “Death Or Glory Tour Live” παίζει κι εγώ όρθιος σ’ έναν καναπέ χτυπιέμαι σαν δαιμονισμένο 6χρονο υπό τους ήχους του προαναφερθέντος κομματιού. Έρωτας (ή καλύτερα ζημιά) με την πρώτη ματιά και ακρόαση. Ύμνος ύμνων και σόλο “διδαχή” για ολάκερο τον ήχο.

Επιγραμματικά, δισκάρα ολκής το “Port Royal” από μία αρκετά σημαντική μπάντα (και μάλλον ελαφρώς υποτιμημένη).

18 Likes

Αποφεύγω να γράφω δύο φορές για το ίδιο συγκρότημα, σήμερα όμως θα κάνουμε μια εξαίρεση, εις μνήμιν ενός πραγματικά σπουδαίου…

Το τέλος της περιοδείας για το “Run to the Light” βρήκε τους Trouble σε οριακή κατάσταση και με εξαιρετικά αμφίβολο μέλλον. Τότε ήταν που o Rick Rubin άδραξε την ευκαιρία για να τους υπογράψει στην Def American ενώ ανέλαβε και καθήκοντα παραγωγού για το επόμενο LP που κυκλοφόρησε αρχές του 1990, είχε τίτλο το όνομά τους και ένα νέο drummer, τον Barry Stern από τους Zoetrope.

Όταν ένα συγκρότημα κυκλοφορεί τον ομώνυμο δίσκο του – και δεν είναι το πρώτο τους – δύο τινά μπορεί αυτό να σημαίνει. Ή έχουμε μια επιστροφή στις ρίζες, ή μια δραστική αλλαγή (να σηματοδοτεί δηλαδή ένα νέο ξεκίνημα). Στην περίπτωση των Trouble επαληθεύεται το δεύτερο ενδεχόμενο. Εδώ τα τραγούδια είναι πιο εστιασμένα στη δομή τους και οι αργόσυρτοι ρυθμοί έχουν δώσει τη θέση τους σε πιο γρήγορα tempo – πάντα heavy όμως – σε περισσότερο groove και στις έως τότε υποβόσκουσες ψυχεδελικές τάσεις τους, που πλέον εκδηλώνονται ανοιχτά.

Έτσι, στο εναρκτήριο “At the End of My Daze” (τραγική συγκυρία να ακούς τον μακαρίτη σε τραγούδι με τέτοιο τίτλο) θα βρούμε τις απαρχές του stoner ήχου, στο “The Misery Shows (Act II)” μια υπέροχη ψυχεδελική μπαλάντα (ο λόγος το λέει) που λατρεύει τους Beatles, ενώ το “Psychotic Reaction” προσκυνάει τους Sabbath και το “A Sinner’s Fame” ειδικά, την bluesy πλευρά τους. Το παλιότερο στυλ ανιχνεύεται σε σημεία όπως στο μεσαίο μέρος του “Heaven on My Mind” ή στην εισαγωγή του “E.N.D.” πριν αυτό παρασυρθεί σε thrash ατραπούς! Όλα αυτά βέβαια, χωρίς να τεθεί ποτέ εν αμφιβόλω ο τόσο προσωπικός χαρακτήρας του συγκροτήματος από το Illinois.

Και πως θα μπορούσε, όταν εδώ έχουμε το ντουέτο των Rick Wartell και Bruce Franklin που συνεργάζονται τόσο αρμονικά, είτε μιλάμε για διπλές κιθαριστικές “ολομέτωπες επιθέσεις” (βλ. “The Wolf” ή το “R.I.P.”) είτε στoν τομέα των solos (με το “All is Forgiven” να είναι ένα χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μοναδικό παράδειγμα) και, εννοείται, την πάντα υποβλητική ερμηνεία του μοναδικού Eric Wagner - με λιγότερη πάντως…απόγνωση απ’ όσο έβγαζε στις προηγούμενες κυκλοφορίες τους!

Έχοντας το προνόμιο να περιέχει τόσο αξιόλογο και ποικιλόμορφο υλικό, το τέταρτο album των Trouble σήμανε αδιαμφισβήτητα μια αναγέννηση για τους εν λόγω, παρά την αλλαγή κατεύθυνσης. Άλλωστε, ούτε κι οι Sabbath, το μέτρο των πάντων, παρέμειναν εσαεί προσκολλημένοι στον ήχο των τριών πρώτων δίσκων τους!

10 Likes

Σ’ ένα παλιό αφιέρωμα στο Hammer έλεγε ότι το συγκεκριμένο album των Trouble ήταν το πρώτο στην ιστορία που πήρε 4 (ή 5 -δε θυμάμαι ακριβώς) “Κ” σε δισκοκριτική του Kerrang!, πράγμα που μου είχε κάνει εντύπωση.

Τεραστιο συγκροτημα. Τεραστιο. Για εμενα το Run to the light ήταν μία από τις κορυφαίες στιγμές τους κι ας θεωρείται αδύναμο σε σχέση με τα άλλα δύο. Ναι είναι αδύναμο, επειδή είναι διαφορετικό.

1 Like