..Με λίγα λόγια

Tέτοια χρονογραφήματα από την σουρεαλιστική Ελλάδα και τους κατοίκους της τα λατρεύω, ευχαριστώ

4 Likes

Πολλές αλήθειες μαζεμένες σε λίγες γραμμές. Και πολλά ακόμα που δεν γράφεις (αν και υποθέτω ότι ξέρεις).

Εγώ να δεις! Και άφησα έξω πολλά, διότι θα θέλαμε “σετ σεντονιών” για να καλύψουμε όλες τις εμπειρίες (μόνο για την συγκεκριμένη λεωφορειογραμμή / αν αρχίσουμε γενικά τις ιστορίες-εμπειρίες, δεν τελειώνουμε ούτε σε κανέναν μήνα).

Έγραψα και για έναν δίσκο, είπαμε, ε;

Αν δεν κάνω τραγικό λάθος, ξέχασες μονόλογους Μητσάρα μέσα σε αυτό το λεωφορείο. Επίσης, για ποιον δίσκο μιλάς;

1 Like

Cult μορφη της καλλιθεας (μαζι με τον βουγιουκλακη)
Οχι τοσο χαζος οσο φαινοταν

@The_Black_League ψαχνω φωτο απο αγιο πετρο αλλα δεν μπορω να βρω, τον ρουβα δεν τον ξερω (ή δεν τον θυμαμαι)

1 Like

Αυτος ειναι :grimacing:

1 Like

Θενκς, τον θυμήθηκα

Δυστυχώς για εμένα, δεν τον πέτυχα ποτέ σε διαδρομή.

Δεν πειράζει. Πάρε video.

1 Like

Συμπαθάτε με που έχω πάρει “εργολαβία” το topic, αλλά λίγο ότι οι διακοπές τελείωσαν, λίγο οι χαλαροί εργασιακοί ρυθμοί… Αν συνυπολογίσουμε, δε, ότι ακούσαμε και λίαν συμπαθητικό, νέο κομμάτι από Running Wild… ε, δεν θέλει και πολύ.

Αξιωματικά, Running Wild = Rolf Kasparek (aka Rock ‘n’ Rolf). Ωστόσο, κατά την ταπεινή μου άποψη, στον εν λόγω δίσκο ο ηγέτης της μπάντας πλαισιώνεται από το καλύτερο line-up (τσεκάρετε ονόματα και βιογραφικά) που είχε ποτέ (και από αλλαγές μελών, άλλο τίποτε το συγκρότημα / ενδεχομένως να έχουν περάσει και 30 άτομα από όλες τις θέσεις, ανά τα χρόνια), το οποίο συνεισφέρει σημαντικά, και κυρίως ποιοτικά, στις συνθέσεις.

Όσον αφορά τη θεματολογία, το πειρατικό έχει ήδη σαλπάρει από τον προηγούμενο δίσκο, τα βαρέλια είναι γεμάτα ρούμι και η νεκροκεφαλή είναι στο ιστίο της, προκαλώντας τρόμο και δέος στους πλέοντες ανά τις επτά θάλασσες.

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι αναφερόμαστε στο:

image

Ενδεχομένως ορισμένοι να θεωρούν κάποιον έτερο δίσκο της μπάντας ως τον καλύτερό τους. Για εμένα, το “Port Royal” κερδίζει ασυζητητί ετούτη τη μάχη.

Pirate metal, λέει… Αλήθεια, από πότε η στίχοι και το image αποτελούν τον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα της μουσικής κατεύθυνσης ενός album; Βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους, στο “Port Royal” (και στους Running Wild εν γένει) εντοπίζουμε κάποια από τα ωραιότερα και πιο πωρωτικά power/heavy/speed δείγματα των '80s, άμεσα συγγενεύοντα με την “τευτονική” σχολή (Accept και πάει λέγοντας). Υιοθετώντας μία πιο προχωρημένη και τολμηρή άποψη, θα μπορούσαμε ακόμα και να ισχυριστούμε ότι ορισμένα “σιδηροδρομικά” riffs των Γερμανών “μπόλιασαν” τη μισή και πλέον δισκογραφία του black metal, αλλά ας μην προκαλέσουμε ταχυκαρδίες κι εκρήξεις…

Λίαν εκρηκτική, λοιπόν, η πυρίτιδα των βαρελιών στα αμπάρια του πλοίου της τρελοπαρέας αυτού του δίσκου και αυτό φαίνεται από τις καταπληκτικές συνθέσεις. Τα “Port Royal” και “Conquistadores” είναι instant classics. “Raging Fire” (τι σολάρα, ρε πούστη μου) και “Blown to Kingdom Come” γ@μ@ν^ και δέρνουν, ενώ στο “Calico Jack” η επικούρα του πράγματος (όχι του ήχου, του feeling) χτυπάει κόκκινα. Τα “Warchild” και “Mutiny” αποτελούν εκμαγεία όλου του συναφούς, κλασσικού γερμανικού (και όχι μόνο) ήχου, ενώ στο “Final Gates”, το μπάσο οργιάζει, πλαισιωμένο από ένα ωραιότατο lead. Το μπάσο είναι γενικά αρκετά πάνω στη μίξη στον δίσκο και αυτό μόνο καλά προσθέτει στον ήχο του (του δίσκου). Τι αφήσαμε ασχολίαστο; Το “Into the Arena” (η μοναδική αδύναμη, κατ’ εμέ, στιγμή του album) και το “Uaschitschun”…

Επιτρέψτε μου να αναφέρω ότι η σχέση μου με το “Uaschitschun” υπερβαίνει τα όρια της λατρείας ενός κομματιού. Ενέχει στοιχεία βιώματος, καθώς αποτελεί μία από τις 3 πρώτες εμπειρίες μου στον κόσμο τούτης της μουσικής. JVC βίντεο, αρχές δεκαετίας του ‘90, η κασσέτα “Death Or Glory Tour Live” παίζει κι εγώ όρθιος σ’ έναν καναπέ χτυπιέμαι σαν δαιμονισμένο 6χρονο υπό τους ήχους του προαναφερθέντος κομματιού. Έρωτας (ή καλύτερα ζημιά) με την πρώτη ματιά και ακρόαση. Ύμνος ύμνων και σόλο “διδαχή” για ολάκερο τον ήχο.

Επιγραμματικά, δισκάρα ολκής το “Port Royal” από μία αρκετά σημαντική μπάντα (και μάλλον ελαφρώς υποτιμημένη).

18 Likes

Αποφεύγω να γράφω δύο φορές για το ίδιο συγκρότημα, σήμερα όμως θα κάνουμε μια εξαίρεση, εις μνήμιν ενός πραγματικά σπουδαίου…

Το τέλος της περιοδείας για το “Run to the Light” βρήκε τους Trouble σε οριακή κατάσταση και με εξαιρετικά αμφίβολο μέλλον. Τότε ήταν που o Rick Rubin άδραξε την ευκαιρία για να τους υπογράψει στην Def American ενώ ανέλαβε και καθήκοντα παραγωγού για το επόμενο LP που κυκλοφόρησε αρχές του 1990, είχε τίτλο το όνομά τους και ένα νέο drummer, τον Barry Stern από τους Zoetrope.

Όταν ένα συγκρότημα κυκλοφορεί τον ομώνυμο δίσκο του – και δεν είναι το πρώτο τους – δύο τινά μπορεί αυτό να σημαίνει. Ή έχουμε μια επιστροφή στις ρίζες, ή μια δραστική αλλαγή (να σηματοδοτεί δηλαδή ένα νέο ξεκίνημα). Στην περίπτωση των Trouble επαληθεύεται το δεύτερο ενδεχόμενο. Εδώ τα τραγούδια είναι πιο εστιασμένα στη δομή τους και οι αργόσυρτοι ρυθμοί έχουν δώσει τη θέση τους σε πιο γρήγορα tempo – πάντα heavy όμως – σε περισσότερο groove και στις έως τότε υποβόσκουσες ψυχεδελικές τάσεις τους, που πλέον εκδηλώνονται ανοιχτά.

Έτσι, στο εναρκτήριο “At the End of My Daze” (τραγική συγκυρία να ακούς τον μακαρίτη σε τραγούδι με τέτοιο τίτλο) θα βρούμε τις απαρχές του stoner ήχου, στο “The Misery Shows (Act II)” μια υπέροχη ψυχεδελική μπαλάντα (ο λόγος το λέει) που λατρεύει τους Beatles, ενώ το “Psychotic Reaction” προσκυνάει τους Sabbath και το “A Sinner’s Fame” ειδικά, την bluesy πλευρά τους. Το παλιότερο στυλ ανιχνεύεται σε σημεία όπως στο μεσαίο μέρος του “Heaven on My Mind” ή στην εισαγωγή του “E.N.D.” πριν αυτό παρασυρθεί σε thrash ατραπούς! Όλα αυτά βέβαια, χωρίς να τεθεί ποτέ εν αμφιβόλω ο τόσο προσωπικός χαρακτήρας του συγκροτήματος από το Illinois.

Και πως θα μπορούσε, όταν εδώ έχουμε το ντουέτο των Rick Wartell και Bruce Franklin που συνεργάζονται τόσο αρμονικά, είτε μιλάμε για διπλές κιθαριστικές “ολομέτωπες επιθέσεις” (βλ. “The Wolf” ή το “R.I.P.”) είτε στoν τομέα των solos (με το “All is Forgiven” να είναι ένα χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μοναδικό παράδειγμα) και, εννοείται, την πάντα υποβλητική ερμηνεία του μοναδικού Eric Wagner - με λιγότερη πάντως…απόγνωση απ’ όσο έβγαζε στις προηγούμενες κυκλοφορίες τους!

Έχοντας το προνόμιο να περιέχει τόσο αξιόλογο και ποικιλόμορφο υλικό, το τέταρτο album των Trouble σήμανε αδιαμφισβήτητα μια αναγέννηση για τους εν λόγω, παρά την αλλαγή κατεύθυνσης. Άλλωστε, ούτε κι οι Sabbath, το μέτρο των πάντων, παρέμειναν εσαεί προσκολλημένοι στον ήχο των τριών πρώτων δίσκων τους!

10 Likes

Σ’ ένα παλιό αφιέρωμα στο Hammer έλεγε ότι το συγκεκριμένο album των Trouble ήταν το πρώτο στην ιστορία που πήρε 4 (ή 5 -δε θυμάμαι ακριβώς) “Κ” σε δισκοκριτική του Kerrang!, πράγμα που μου είχε κάνει εντύπωση.

Τεραστιο συγκροτημα. Τεραστιο. Για εμενα το Run to the light ήταν μία από τις κορυφαίες στιγμές τους κι ας θεωρείται αδύναμο σε σχέση με τα άλλα δύο. Ναι είναι αδύναμο, επειδή είναι διαφορετικό.

1 Like

Ο δημιουργός του topic @Sevek είχε τονίσει στο αρχικό του post ότι:

Χωρίς πολλά-πολλά, λοιπόν, ας δούμε κομμάτι-κομμάτι το:

image

17ο album για τη λαοφιλέστερη και σπουδαιότερη metal μπάντα του πλανήτη μας και 6ο της μετά επανένωσιν εποχής. Διαδέχεται, 6 χρόνια μετά (χαλώντας ψυχαναγκασμούς) το πολύ καλό “The Book of Souls” και η αναμονή -είναι η αλήθεια- είχε «βαρέσει κόκκινα», ιδιαίτερα δε αν συνυπολογίσουμε ότι στο ενδιάμεσο της συγκεκριμένης περιόδου οι 6 τύποι (ηλικίας 60+, παρακαλώ) άφησαν ολάκερο τον πλανήτη με τα «σαγόνια στο πάτωμα», με τις εμφανίσεις τους στα πλαίσια της “Legacy of the Beast” περιοδείας τους. 6ο μετά επανένωσιν, 6 χρόνια μετά, 6 τύποι… 666. Καλά θα πάει αυτό…

"Senjutsu": Δεν αλλάζω ούτε κόμμα από την αρχική μου εντύπωση.

Απλά, είμαι σίγουρος, πλέον, ότι πρόκειται για το σπουδαιότερο κομμάτι τους από το 1988 κι εντεύθεν. Να προσθέσω ότι το outro του κομματιού με το παραληρηματικό solo κρατάει την τρίχα «κάγκελο» για κάνα δύο λεπτά αφού έχει τελειώσει το τραγούδι. Μακροπρόθεσμες οι παρενέργειες.

"Stratego": Επίσης, δεν αλλάζω κάτι από την αρχική μου εντύπωση.

Πολύ ωραίο κομμάτι κι έχει τεράστιο νόημα η θέση του, μετά το ομώνυμο του δίσκου. Ξαλαφρώνουμε λίγο απ’ ό,τι προηγήθηκε. Επίσης, δίνεται συνέχεια στο σερί ποιοτικότατων κομματιών του συνθετικού διδύμου.

"The Writing on the Wall": Να με συμπαθάτε, αλλά απορώ με όσους βρίσκουν το κομμάτι μέτριο. Άλλα κόλπα στην εισαγωγή… και -αλήθεια- τα όργια που γίνονται στο κομμάτι από το 03:30 και μετά, τα ακούσατε, ρε αδέρφια; Φωνάζουμε για κάτι διαφορετικό από τη μανιέρα του Harris και τώρα που μας προσφέρεται απλόχερα στραβομουτσουνιάζουμε; Άντε να δεχτώ το να διαρκούσε λιγότερο. Judas meets Maiden κι εγένετο κομμάταρος.

"Lost in a Lost World": Πρώτο αυτό-καθεαυτό κομμάτι του Αρχηγού. Δυστυχώς, εδώ «στραβοπατήσαμε». Τα κραξίματα για τη μανιέρα του Steve (ιδιαίτερα από το 2000 και πέρα) βρίσκουν εδώ πεδίο δόξης λαμπρό. Επανάληψη στην επανάληψη, προβλέψιμα και χιλιοακουσμένα πράγματα. Μία κάποια προοπτική χάνεται πριν καν εμφανιστεί. 0/1 ο Chief.

"Days of Future Past": Ωραίο κομμάτι, τόσο εν όλω, όσο και για «ξεμπούκωμα» εν προκειμένω. Ροκάδικες καταστάσεις και όπως πολύ σωστά παρατηρήθηκε κι από έτερους συμφορουμίτες (@mike_blackie) το πιο αντιπροσωπευτικό Dickinson δισκογραφίας κομμάτι του δίσκου. Καμία έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι υπογράφεται από Smith και Dickinson.

"The Time Machine": X-factor vibes all the way. Ιδιαίτερο κομμάτι. Κάποια σημεία του μου άρεσαν πολύ, κάποια άλλα, όχι και τόσο. Ακούγεται κάπως ασύνδετο… σαν να αποτελεί μία συρραφή διακριτών ιδεών, η οποία δεν ήταν και πολύ επιτυχημένη. Όπως και να ‘χει, ακούγεται με ενδιαφέρον.

"Darkest Hour": Η εισαγωγή μού προκαλεί αμηχανία και δεν μου αρέσει. Στη συνέχεια ακούμε μία ωραία, mid-tempo μπαλάντα, η οποία θα μείνει στην αιωνιότητα για ό,τι συμβαίνει από το 4ο λεπτό και μετά. Όπως πρώτος ανέφερα:

Για να τα πούμε απλά τα πράγματα: Ο Adrian Smith, ο σπουδαιότερος και πιο cool metal κιθαρίστας όλων των εποχών και 3ο σημαντικότερο μέλος της μπάντας μετά από Steve και Bruce, παραδίδει ίσως το καλύτερο solo της καριέρας του (μεγάλος ο ανταγωνισμός με το “Stranger in a Strange Land”, μεταξύ άλλων τελειοτήτων που έχει γράψει κι έχει εκτελέσει) και σίγουρα το καλύτερο Maiden solo μετά το 1988 (δεν θα μπω καν στη διαδικασία να εξηγήσω τα αυτονόητα για τα «αραβουργήματα» του ομωνύμου στο “Seventh Son of a Seventh Son”).

"Death of the Celts": Αρχηγού το ανάγνωσμα υπ’ αριθμ. 2 (και ακολουθούν άλλα δύο σερί έως ότου κλείσει ο δίσκος). Όπως ορθότατα παρατήρησε ο @Greektrooper και υπερθεματίσαμε αρκετοί, εδώ έχουμε μία φωτοτυπία του “The Clansman”. Κατανοώ όσους γουστάρουν το κομμάτι (έχει ωραίες ιδέες, μελωδίες και lead), αλλά, δυστυχώς, σε εμένα το κομμάτι προκαλεί αμηχανία. Το 1998 να το συζητούσαμε (μα, το κάναμε τότε), το 2021 όχι. 0/2 ο Αρχηγός, έως τώρα.

"The Parchment": Εδώ κάτι αρχίζει να κάνει ο Αρχηγός, αλλά κρατάει πολύ, ρε γαμώτο. Ωραίες ιδέες, επικούρα στο φουλ και o Bruce προκαλεί κάποιες ανατριχίλες σε σημεία. Πολύ ωραίο κομμάτι, το οποίο αν διαρκούσε λιγότερο, θα μιλούσαμε για ύμνο. 1/3 ο Αρχηγός, πριν το κλείσιμο. Για να δούμε…

"Hell on Earth": Μάλιστα… Για τι έχουμε μιλήσει έως τώρα; Μανιέρες, επαναλήψεις, κούραση, αχρείαστα synth κ.λπ. κ.λπ. Αναφερόμενοι σε ποιον; Στον Αρχηγό. Επαναλαμβάνω: στον Α-ΡΧΗ-ΓΟ. Στον Steve, τον Harris, τον γεννήτορα του πράγματος. Στον άνθρωπο που έχει γράψει κι έχει γράψει. 1/3 λέω παραπάνω, ε; Και θα συμβιβαστεί ή/και θα δεχτεί τώρα ο Chief αυτό το ποσοστό; Αστειότητες… Την Κόλαση επί της Γης θα φέρει η μάνητα του Αρχηγού. Πόσο ύμνος, πόσο κομματάρα, πόσα τα πάντα όλα, ρε πούστη μου; 11 λεπτά ατελείωτων ονειρώξεων, από αυτές που ΜΟΝΟ ο Αρχηγός μπορεί να προσφέρει. Ο ΑΡΧΗΓΟΣ, Ο ΑΡΧΗΓΟΣ, Ο ΑΡΧΗΓΟΣ. Το εν λόγω θα στέκεται στον αιώνα τον άπαντα δίπλα στα χρυσά μεγαθήρια της τεράστιας δισκογραφίας των Βρετανών. Απλά, λιτά κι απέριττα. Υποθέτω (ή καλύτερα θέλω να πιστεύω) ότι τεράστιοι θα μας παραδώσουν ένα studio album ακόμα, πριν τερματίσουν την όμορφη ιστορία που έχει αποτελέσει σημαντικό κομμάτι της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων ανά την υφήλιο. Αν αυτό δεν ισχύσει, τότε το “Hell on Earth” είναι το κομμάτι που αρμόζει για το studio κλείσιμο. Κραδαίνοντας ψηλά την αυθεντική σημαία της μπάντας. Περήφανα κι ένδοξα. 666/4.

Μόνο κλάματα. Μόνο Maiden.

7 Likes

Κοιτάξτε, εμείς είπαμε να έρθουν να παίξουν και αυτοί είπαν ότι Όλοι οι άντρες παίζουν σε φουλ ένταση. Εμείς είπαμε εντάξει, παίξτε, αλλά αυτοί έπαιζαν σα Ζώα. Τότε εμείς φωνάξαμε το Θωρ, αυτός είπε έρχομαι, αλλά πρώτα θέλω να ανέβω στα Βουνά. Εμείς πήγαμε στο ημίχρονο και μετά στο δεύτερο ήρθαν αυτοί κρατώντας το Σημάδι του Σφυριού. Εμείς δε θέλαμε, αλλά αυτοί έδωσαν τον Όρκο κι έτσι κι εμείς πήγαμε. Μετά έπεσε ένας Κεραυνός στο γήπεδο και είπαμε να φύγουμε, αλλά αυτοί είπαν όχι, έχει κι άλλο. Εμείς δε θέλαμε και τότε είπαν ότι στη λήξη έχει τη Λατρεία των Καταραμένων. Εμείς σκιαχτηκαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε και τότε αυτοί έφυγαν ουρλιάζοντας Μητέρα. Αυτό, τίποτα άλλο…

ΥΓ ΣΑΣ ΓΑΜΑΕΙ Ο ERIC ADAMS που θέλετε και φωτογραφία του δίσκου…

5 Likes

Κάπου 13 χρόνια πριν…

Διανύω αισίως το δεύτερο τρίμηνο της στρατιωτικής μου θητείας, η οποία -μέσα στην απλοχεριά της- μού έχει ήδη προσφέρει ένα φυλάκιο στη μέση του πουθενά, κάπου στο Αιγαίο, ως πρώτη τοποθέτηση. Σήμα κινητού μόνο σ’ ένα σημείο, εμβαδού 0,5 τ.μ., κάπου στο χιλιόμετρο (όλο ανηφόρα) από το κεντρικό κτήριο, γεννήτριες να βαράνε επί 24ωρου βάσεως, μυρωδιά πετρελαίου και αναθυμιάσεις παντού (ακόμα και στους κοιτώνες), οι υπόλοιποι να βαριούνται να μαγειρέψουν και ως εκ τούτου η κονσέρβα (aka σκορβούτο) να πηγαίνει «σύννεφο», μπάνιο με καταμετρημένο χρόνο και ροή που να προσιδιάζει στο κινέζικο μαρτύριο της σταγόνας, 10+ ώρες υπηρεσίας σε καθημερινή βάση, με ποδαράτη την προαναφερόμενη, ανηφορική διαδρομή. Από την άλλη, βέβαια, απέραντο γαλάζιο μέχρι όπου φτάνει το μάτι σου, ελεύθερα αιγοπρόβατα να εμφανίζονται από το πουθενά, απίστευτη ηρεμία (εκτός κτηρίου), μπάνιο σε ιδιωτική παραλία-όρμο με κρυστάλλινα νερά, μόνιμοι να εμφανίζονται σε αρκετά αραιά χρονικά διαστήματα, ελεύθερη διαχείριση εβδομαδιαίας τροφοδοσίας (τι ζυγούρι στα κάρβουνα έπαιξε, όταν υπήρχε κέφι και διάθεση, άλλο πράγμα) κι ένα laptop φουλ από μουσική μπας και «σκοτωθεί» ο χρόνος λίγο ευκολότερα.

Pas mal, λοιπόν. Τώρα που το σκέφτομαι, αν είχε συμβεί κάτι ή εάν κάποιος από την πεντάδα είχε ήδη, ή αποκτούσε, Jack “The Shining” Nicholson διαθέσεις, μάλλον θα ανακάλυπταν (ή και όχι) τα κουφάρια των υπολοίπων καμιά βδομάδα από το πετσόκομμα, οι δημοσιογράφοι θα αποκτούσαν θεματολογία για τον επόμενο μήνα και οι καθηγητές Εγκληματολογίας ένα συμβάν αναφοράς για τα βιβλία. Σκηνικό για θρίλερ, για stress test του mindset και λοιπών ομορφιών. Μόνο ο Ε.Σ., ρε, τα προσφέρει αυτά!

Anyway, ένα μεσημέρι, μετά τη λήξη της υπηρεσίας και την καθοδική πορεία του χιλιομέτρου (φουλ φορτωμένος, ε) μέσα στο λιοπύρι, μπαίνω στο κτήριο. Οι ένδοξες ένοπλες δυνάμεις μας είχαν φροντίσει ώστε τα κακομαθημένα θρεφτάρια της (εμείς) να έχουμε Nova (μπορεί να λεγόταν και Filmnet ακόμα, δεν το θυμάμαι) στο χώρο του μαγειρείου (ήταν-δεν ήταν 15 τ.μ.), full-pack παρακαλώ (μην ανησυχείτε, δεν υπήρχε κίνδυνος για παρά φύσει «εκτροπές», λόγω του adult pack, καθώς τσάι-αντικούκου αφού). Μπαίνοντας μέσα κάθιδρος, βλέπω τους επίλοιπους να έχουν αράξει και μία γνώριμη φωνή να ακούγεται από τα ηχεία της τηλεόρασης. James -fuckin’- Hetfield και δεν είμαι καλά, λέμε.

Πεζοναύτες, και όπλα στις οθόνες… «Τι στο πέος συμβαίνει εδώ;», αναρωτιέμαι. Ήρθε το ΥΠΕΘΑ σε συμφωνία με την μπάντα, για συνεργασία προς ενίσχυση της ψυχολογίας των στρατευμένων; OK, παρακολουθούμε το βίντεο του “The Day That Never Comes”. Όσο το κομμάτι προχωράει, νιώθω ανατριχίλες και αρχίζει να σχηματίζεται η εντύπωση ότι κάτι πάει πολύ καλά εδώ… ιδιαίτερα δε αν συνυπολογίσουμε πως ό,τι είχε προηγηθεί καλείται “St. Anger”. Όταν, δε, η ιστορία έφτασε στο σημείο με το διπλό, μελωδικό lead, χαμογέλασαν και τα κωλομέρια μου. Έλα, όμως, που στην ομήγυρη υπήρχε ο ξερόλας… «Τι μαλακία είναι αυτό», «Προσπαθούν να παίξουν, όπως στα παλιά και ξεφτιλίζονται», «Το lead είναι κόπια Maiden”, «Έκτρωμα, έκτρωμα, έκτρωμα»! «Ρε, γαμώτο», σκέφτηκα… «λες να τα λέει σωστά ο φίλος και απλά να έχω πάθει στέρηση, λόγω της παραζάλης της θητείας, και να μην κατανοώ τι ακούω;».

“Death Magnetic”, λοιπόν.

image

Το αστείο είναι ότι μία εκ των ανωτέρω κατηγοριών που εξαπέλυσε εκείνο το μεσημέρι η σειρούλα, αποτελεί έως και σήμερα το σημαντικότερο «επιχείρημα» στη φαρέτρα των πολέμιων της εν λόγω ΔΙ-ΣΚΑ-ΡΑΣ. Προσπαθούν, λέει, επιτηδευμένα οι Metallica (επαναλαμβάνω: οι Metallica) να ξαναπαίξουν όπως στα παλιά τους και το αποτέλεσμα ακούγεται αμήχανο, αν όχι γελοίο και παράταιρο. Η ακυρότητα αυτού του συλλογισμού δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Οι δημιουργοί του όλου θέματος, καθίστανται «γελοίοι» (ω θεοί!) όταν απλά και μόνο διδάσκουν πώς δημιουργείς ένα album-εθισμό, το οποίο αποτελεί το ιδανικότερο αμάλγμα όλων όσων έχουν παράξει από την αρχές της δεκαετίας του ’90 κι εντεύθεν. Εντελώς υποκειμενικά, θεωρώ ότι το “Death Magnetic” είναι το τέλειο αποτέλεσμα, όπως αυτό προέκυψε, όταν ανακατεύθηκαν στη «μαρμίτα» τα ωραιότερα στοιχεία των “Metallica” (ω, ναι!) και των “Load” (περισσότερο) και “Reload” (λιγότερο). Αναντίρρητα, η συγκεκριμένη κυκλοφορία ενέχει και μία τεράστια συμβολική σημασία, καθώς τερματίζει την ταραχώδη περίοδο εσωστρέφειας της μπάντας και διαγράφει μονοκοντυλιά την ντροπή του προηγούμενου δίσκου. Οι τεράστιοι Αμερικανοί αντικρύζουν ξανά στον καθρέφτη το πραγματικό τους πρόσωπο και το μέγεθός τους και πάνε με «σπασμένα φρένα» την επόμενη περίοδο, επισφραγίζοντας την θηριώδη επιστροφή τους με το επετειακό live-ονείρωξη στο Fillmore, τον Δεκέμβρη του 2011 (τι δεν θα ‘δινα, να ήμουν εκεί μέσα).

Όσο για τον δίσκο, έχουμε ακούσει σχόλια για την παραγωγή και λοιπά καλούδια. Πραγματικά, ποιος νοιάζεται, όταν οι άρχοντες γράφουν την μία κομματάρα μετά την άλλη; Μαλάκα μου, μιλάμε για δίσκο που διαρκεί σχεδόν όσο μία ταινία μεγάλου μήκους και ακούγεται μονορούφι, χωρίς να βαριέσαι ούτε ένα δευτερόλεπτο (άντε, για να μη βαράτε, ας πούμε ότι το “My Apocalypse” θα μπορούσε και να λείπει, αλλά είναι το τελευταίο, επομένως, δεν χαλάει η ροή και δεν χρειάζεται skip… σας την έφερα). Για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, τον προαναφερθέντα άθλο (ήτοι το να έχει ο δίσκος Ben-Hur διάρκεια και να μην καταντάει βαρετός σε σημεία), ενδέχεται να τον έχει πετύχει μόνο το “Death Magnetic”, συγκρινόμενο ακόμα και με δίσκους με μεγάλες διάρκειες από άλλες τεράστιες μπάντες (τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται / καμία διάθεση να προκαλέσω flame, την προσωπική μου άποψη καταθέτω). Προσωπικά μου αγαπημένα αποτελούν τα “The End of the Line”, “The Day That Never Comes” (ψιτ, σειρούλα, δεν ξέρεις πού πάνε τα τέσσερα), “All Nightmare Long” (ύμνος), “The Unforgiven III” (πανάξιο και καλύτερο από το II για εμένα), “The Judas Kiss” (λατρεία) και “Suicide & Redemption”. Όχι ότι τα υπόλοιπα υστερούν, απλά τονίζω αυτά στα οποία στάζει το σαλάκι.

Α, και μεταξύ μας, εντελώς β(λ)αμμένα (ή και όχι), το “Death Magnetic” το ψιλο-κατουράει, για την πλάκα του, το “Hardwired… to Self-Destruct”, αλλά μην το λέτε παραέξω…

14 Likes

Θέλω να σταθώ σε 2-3 σημεία μόνο:

Dafaq, όντως?

Στα αυτιά μου τουλάχιστον, είναι μεταξύ όλων των δίσκων που περιέχονται στην περίοδο …and justice με load.

Eίμαι από αυτούς που μου αρέσει πολύ το Death Mangetic.Δεν μπορώ να το ακούσω όμως στην κανονική του παραγωγή - παραμορφώνει εμφανώς και αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν να άφησαν κατι τέτοιο να πάει στην παραγωγή. Δηλαδή το άκουσε σε καλά ηχεία ο Λαρς και δεν κατάλαβε ότι πραγματικά μπουκώνει ο ήχος? Όχι το “μου φαίνεται ότι πιάνει όλο το εύρος των συχνοτήτων”, αλλά το “αυτό παραμορφώνει τον ήχο σε πολλά του σημεία”. Τεσπά, δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτηκαν εδώ. Στο ΣΤΑΓΚΕΡ, οκ, είναι θέμα ύφους ο ήχος. Μπορεί να έχει περίεργο ταμπούρο, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο σοβαρά, όσο εδώ.
Ευτυχώς που βγήκε μια έκδοση από Moderus III , που ο ήχος είναι τραγικά καλύτερος και μπορεί κάποιος να ακούει τον δίσκο χωρίς να του σπάνε τα νεύρα εντελώς.

1 Like

Έλα, μωρέ, τον αιώνιο μύθο διακωμωδώ, ότι δηλαδή βάζανε στο τσάι στο κέντρο αντικούκου (κανείς δεν ήξερε, βέβαια, τι ήταν αυτό) για να μην έχουνε οι φαντάροι σεξουαλικές ορμές, δεδομένου ότι γυναίκα θα ξαναέβλεπαν Κύριος οίδε πότε. Μας ψεκάζουν, ρε!

Στην αρχή, έγραψα τα περασμένα 20 έτη (άρα, συμπεριλαμβάνοντας και το Justice). Εν συνεχεία, το έσβησα και ξεκίνησα από την Black περίοδο. Στην ουσία, συμφωνώ μαζί σου, αλλά scripta manent. Άσε που μπορεί να άνοιγε μεγαλύτερη κουβέντα.

Για τον ήχο τώρα, ΟΚ, κατανοώ όσα λες, απλά, εμένα η κ@υλα μου (δεν “έπιασε” το αντικούκου σε εμένα) ήταν τέτοια με τα κομμάτια και τον δίσκο ως σύνολο, που τα τεχνικά ζητήματα μπήκαν σε 17η μοίρα.

Ναι παιδιά, χρειάζεται αντικούκου στον στρατό για να μην καυλώνεις μέσα σε άλλους 500 άντρες :stuck_out_tongue:

13 Likes

Ναι αλλά δε μπορεί να μη καυλώνεις με τα G3A3…

3 Likes

Διακρίνω αρκετά κοινά, θητεία τη χρονιά κυκλοφορίας του DM, Αιγαίο, μικρό νησάκι- φυλάκιο (εγώ ήμουνα Κω και φυλάκιο 2-3 βδομάδες Ψέριμο) λιώσιμο του δίσκου σε όλη τη διάρκεια της θητείας κτλ κτλ.

Είναι χιλιόειπωμενο, αλλά ναι συμφωνώ και εγώ με την άποψη πως το DM είναι δισκαρος μεν, αλλά αδικείται κατάφορα από την παραγωγή του.Α, και το my apocalypse είναι καβλαντικο και πολύ ωραίο κομμάτι, μόνο εδώ μας τα χαλάς λιγο :stuck_out_tongue:

Είναι δίσκος που αν τον είχε βγάλει άλλη μπάντα θα λέγαμε Ω να σου γαμησω τι υποσχόμενη νέα μπάντα, αλλά το βγάλανε οι μεταλλικα και είναι το 2ο χειροτερο τους (και γαμει).

Όσο για το HWTSD… φανμποη αλερτ

Πόσο γαμαει το Hardload δεν λέγεται, μεγάλη δισκαρα και φαίνεται να γερνάει και εξαιρετικά

2 Likes

Συγκεκριμένα, το αποτέλεσμα ακούγεται επιτηδευμένο. Και είναι ο μόνος τους δίσκος στον οποίο ακούγονται έτσι. Other than that, δίκαιο το κράξιμο για τη γελοία παραγωγή, ο δίσκος έχει μέσα μερικά πολύ ωραία κομμάτια και ναι, μάλλον είναι το δεύτερο λιγότερο καλό τους. Δισκάρα :sunglasses:.

1 Like