..Με λίγα λόγια

Το 2002 ήμουνα και εγώ εκει. Τη θυμάμαι σαν πολύ δυνατή συναυλία, αν και μάλλον πιο σύντομη σε διάρκεια απ’ ότι θα ήθελα. Με είχε κάνει να ψαχτω στη συνέχεια και με το παλιότερο υλικό τους, όταν έγινε η συναυλία πρέπει να είχα μόνο τα still life, bwp και deliverance (το θεϊκό damnation κυκλοφόρησε λίγους μήνες μετά)

Ασύλληπτο το δισκογραφικο σερί των opeth από το morningrise (για να μην πω και από το θεϊκό για ντεμπούτο orchid) μέχρι το heritage, 8 δισκαρες στη σειρά (αααχ Μιχαλακη γάμησε τα τα 70s αν θέλω να ακούσω old school prog rock ακούω τους γίγαντες του παρελθόντος όχι το καινούργιο των οπεθ. Ψησου λίγο να γυρίσεις σε πιο σκληρό υλικό σου πάει περισσότερο γαμω τον έκπτωτο το δαίμονα)

2 Likes

Κι εγώ ήμουν στο Ρόδον εκείνη τη νύχτα το 2002 Πάνε σχεδόν 19 χρόνια ε, δεν ξέρω αν μπορείτε να το συλλάβετε πως έχει περάσει ο καιρός…

Απ ότι βλέπω είχαν παίξει 9 (κυρίως μεγάλα) κομμάτια, επομένως θα έπαιξαν 1,5 ώρα πάνω κάτω συν μισή ώρα - πες - που μιλούσε ο Akerfeldt… ε κάνα 2ωρο δεν είναι άσχημα!

Πολλές δισκάρες στη σειρά, όντως, αλλά όχι όλες ισάξιες.

3 Likes

Βέβαιως… καλό θέμα για συζήτηση στο τοπικ των οπεθ που το έχουμε και λίγο παραμελημένο θεωρώ!

Έχω επανειλημμένα δηλώσει την λατρεία μου για τους (κλασικούς, προφανώς) Genesis, ίσως είναι ώρα να πιάσουμε και τις καλύτερες solo δουλειές των πρώην μελών τους, αρχής γενομένης από το…

voyage of the acolyte

Ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Steve Hackett κυκλοφόρησε ενώ ο κορυφαίος κιθαρίστας ήταν ακόμη μέλος των Genesis. Για την ακρίβεια, ηχογραφήθηκε μετά το πέρας της περιοδείας για το “Lamb…” και την αποχώρηση του Peter Gabriel που έθεσε εν αμφιβόλω το μέλλον του συγκροτήματος. Υπό εκείνες τις συνθήκες, ο Steve αποφάσισε να διοχετεύσει τη δημιουργικότητα του σε ένα άλλο project.

Σε αυτό χρειάστηκε, μεταξύ άλλων, τη συνδρομή του αδελφού του John στο φλάουτο, της μέλλουσας συζύγου του Kim Poor που επιμελήθηκε το εξαιρετικό εξώφυλλο, όπως και των Mike Rutherford και Phil Collins στην rhythm section. Ο δεύτερος μάλιστα ανέλαβε και τα φωνητικά (και τα ενοχλητικά “να-να-να”) στο “Star of Sirius”!

Στο “Voyage of the Acolyte” λοιπόν, όπως και στη περίπτωση των solo δίσκων του Peter Gabriel, μας δίνεται η ευκαιρία να ξεδιαλύνουμε ποιος έφερνε ποιες ιδέες στα αριστουργηματικά LPs των Genesis, όπου τα credits μοιραζόντουσαν εξίσου. Εδώ βέβαια δεν θα βρούμε τον κιθαρίστα που εξαπέλυε “ηλεκτρικές εκκενώσεις” στο “Nursery Cryme”, αλλά τον πιο ώριμο των μετέπειτα ετών.

Πολλοί, ορμώμενοι από κάποιες προφανείς αναφορές στο “κανονικό” του συγκρότημα (π.χ. το “The Lovers” είναι η συνέχεια του “Horizons”, ενώ το “A Tower Struck Down” είχε θέση στο “Lamb…”, συγκεκριμένα στην ενότητα των Slippermen!), έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το “Voyage…” ως άτυπο μέρος της δισκογραφίας των Genesis. Παρά όμως τις πολλές όμορφες ιδέες που περιέχει – στο εξαιρετικό, φρενήρες “Ace of Wands” μάλιστα, ασφυκτιούν για να χωρέσουν σε μόλις 5΄25΄΄ - η απουσία π.χ. της δημιουργικής παράνοιας του Peter Gabriel και του απαραίτητου ραφιναρίσματος από τον “αρχιτέκτονα” Tony Banks είναι ενίοτε εμφανής.

Όλα αυτά μέχρι να φτάσουμε στο τελευταίο κομμάτι, το “Shadow of the Hierophant”. Το συγκεκριμένο υπέρτατο αριστούργημα με τα αιθέρια φωνητικά της Sally Oldfield και την άψογη ενορχήστρωση, αφυπνίζει στον ακροατή μνήμες παιδικής αθωότητας και εγείρει ευαισθησίες των οποίων δεν γνώριζε καν την ύπαρξη. Ποιος δημιουργικός οίστρος κατέλαβε εξαπίνης τον συνθέτη; Ποιας Μούσας ο τρυφερός εναγκαλισμός ενέπνευσε τέτοια επουράνια αλληλουχία από νότες; Οι εντυπώσεις έμελλε να κερδηθούν οριστικά και αμετάκλητα λίγο πριν την αυλαία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι τίτλοι των τραγουδιών προέρχονται από (ή σχετίζονται με) τις κάρτες Tarot, που συγκαταλεγόταν στα ενδιαφέροντα του Hackett εκείνη την εποχή.
Όπως και το ότι η αποδοχή της οποίας έτυχε το “Voyage…” από κοινό και κριτικούς, σε συνδυασμό με την επιστροφή στις τάξεις των Genesis και τον συλλογικό έλεγχο πάνω στη μουσική, έφεραν νομοτελειακά την αποχώρηση του κιθαρίστα δύο χρόνια αργότερα προκειμένου να επικεντρωθεί στη solo καριέρα του.

15 Likes

Ας μιλήσουμε για αλήθειες, να έχουμε πλέον ένα καθαρό πεδίο. Ο Άγιος Βασίλειος υπάρχει, αλλά το τρίτο “Keeper…” δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει ποτέ. Αρέσει δεν αρέσει σε κάποιους, έτσι έχουν τα γεγονότα. Η ιστορία ανέδειξε ένα άλλο όνομα: Gamma Ray κι εκεί γράφτηκε ένα άλλο κεφάλαιο. Πάμε, όμως, τώρα σε κάτι πιο σύγχρονο, που πραγματοποιήθηκε εννιά χρόνια πριν. Οι Unisonc και το ομότιτλό τους ντεμπούτο.

Ευτυχώς, όταν ο Kai βρίσκεται σε μία σύνθεση και δεν γράφει μόνος τους, αλλά συνδράμουν με θάρρος, πυγμή και σθένος και οι υπόλοιποι, γίνονται σπουδαία μουσικά πράγματα. Δε θα πω ψέματα, όλοι περιμέναμε κάτι σε power metal. Το αποτέλεσμα, όμως, μερικά χρόνια μετά εμένα με δείχνει ότι είναι αρκετά δυναμικό για να χωρέσει μέσα στην κατηγορία power metal, η οποία ηχητικά και δισκογραφικά έχει ξεθυμάνει. Οπότε, καλώς έπραξαν οι κύριοι και απέδωσαν υπέροχες hard rockin’ power στιγμές με τον Kiske στα φωνητικά.

Το επιπρόσθετο καλό και θετικό είναι ότι ο Kai δεν βασίστηκε στο “Painkiller” για ακόμη μια φορά. Πήρε από τους Rays, όμως. Βέβαια, αυτό λειτούργησε υπέρ του, καθώς προσωπικά με λείψανε εκείνες οι μέρες που έγραφε κάπως πιο ξέγνοιαστα. Μπορεί, δηλαδή, το “Never too Late” να είναι ο χαμένος δίδυμος αδερφός του “Time to Brake Free”, αλλά για να είμαστε ως κατεργάρηδες ειλικρινείς, το συνέθεσε άψογα. Και πάλι καλά που είχε δίπλα του τους Ward και Meyer να βάζουν τις πινελιές τους.

Δεν είναι δίσκος για όλους τους power-άδες και είμαι σίγουρος ότι μετά από δέκα χρόνια, αν υπάρχουμε προτίστως εμείς, λίγοι θα είμαστε αυτοί που θα το θυμόμαστε και θα του δίνουμε σημασία. Θα γνέφουμε, όμως, θετικά με αυτά τα riff-άκια και τα ωραία ρεφρέν, όπως των “Star Rider” και “We Rise”. Ακόμη και η πιο metal εκδοχή της μπάντα στον διάδοχο του ντεμπούτο τους δεν υπήρξε ικανή να με ελκύσει και να υπερασπίζομαι αυτό εδώ. Ήλπιζα, βέβαια, ότι και μετά από αυτό τον δίσκο οι Rays θα είχαν μία πολύ καλή επιστροφή, αλλά οι ελπίδες μου βρήκαν τοίχο.

Δεν πειράζει. Αυτά παθαίνεις όταν έχεις υπεράνω προσδοκίες και δεν εκτιμάς περισσότερο έστω και το “λίγο” του Unisonic. Μεταξύ μας (μην το πείτε παρά έξω), είναι καλύτερο από αρκετά Rays της ύστερης περιόδου και ας μην είναι metal.

13 Likes

Και τι κομματάρα αυτο το Renegades, επίσης εδώ ο Kai μας έχει χαρίσει μια μεγαλειώδης στιγμή, το King For A Day όπως επίσης και το bonus Over The Rainbow. Δισκάρα!

Μου αρέσει και το επόμενο όμως πάρα πολύ!

2 Likes

Καλά, το “Over the Rainbow” ήταν από εκείνα τα τραγούδια, όπου με το που δημοσιεύτηκε βρισκόταν συνέχεια στην επανάληψη ακροάσεων. Είναι κάτι ανάμεσα σε Rainbow και το “18 Years”.

Το επόμενο δε λέω ότι είναι άσχημο, αλλά δε με τραβάει όπως το ντεμπούτο. Εκτός, βέβαια, από ένα άσμα. Ένα υπέρτατο άσμα ονόματι “Exceptional”. Τραγουδάρα.

1 Like

Έχει και For The Kingdom, Night Of The Long Knives, Throne Of The Dawn… κάτσε καλά, κομματάρες όλα!

2 Likes

Περιδιαβαίνοντας τα μαγικά μονοπάτια των seventies συνειδητοποίησα, με κάποια φρίκη ομολογώ, ότι μετά από τόσες αναφορές, τα βήματα μας δεν έτυχε να μάς οδηγήσουν μέχρι το Canterbury!
Είναι καιρός να επανορθώσουμε…

Έχοντας γνωρίσει μια σχετική επιτυχία με το πρώτο τους album οι Caravan συνέχισαν να περιοδεύουν στο κύκλωμα των πανεπιστημίων της πατρίδας τους και της ηπειρωτικής Ευρώπης, όταν η δισκογραφική τους Verve αποφάσισε να διακόψει τις εργασίες της στο Η.Β. αφήνοντας τους μετέωρους. Σε μια από αυτές τις εμφανίσεις όμως, συνέπεσε να τους δει ο David Hitchcock, μετέπειτα γνωστός παραγωγός της prog σκηνής, υπάλληλος ακόμη τότε της Decca, κι έπεισε την εταιρεία του να τους υπογράψει - ευτυχώς και για τα δύο μέρη!

Ευτυχώς, διότι το “If I Could…” τους βρίσκει να έχουν κάνει άλματα εξέλιξης στο μεσοδιάστημα και αποτελεί όχι απλώς μια από τις πρώτες κυκλοφορίες της σκηνής του Canterbury (μαζί με αυτές των Διόσκουρων τους, Soft Machine), αλλά και μια από τις κορωνίδες του είδους.

Σε αντίθεση με το χιουμοριστικής διάθεσης, όμορφο κατάλοιπο των sixties ομώνυμο που ανοίγει τον δίσκο, τα υπόλοιπα κομμάτια που θα βρούμε εδώ ακολουθούν την δομή μιας μίνι σουίτας, που αρχίζει ήρεμα, ενδοσκοπικά, μέχρι να έρθει το ξέσπασμα, όχι με την οργισμένη έννοια (σπάνια θα παρεκκλίνουν προς την heavy πλευρά), αλλά με αυτή της συναισθηματικής έκρηξης, περιλαμβάνοντας κατά κανόνα “μονομαχίες” όπου το ευρηματικό μπάσο του Richard Sinclair συνοδεύει και συμπληρώνει τα υπέροχα keys του εξαδέλφου του David.
Το εξάισιο “As I Feel I Die” αν και σχετικά μικρό σε διάρκεια, ακολουθεί στο ακέραιο αυτό το μοτίβο, ενώ τα τρία μεγαλύτερα έχουν και ανάλογα μεγάλους τίτλους για να αποδώσουν κάθε επιμέρους τμήμα τους.

Οι υπέροχες μελωδίες των “And I Wish I Were Stoned…” και “With An Ear to the Ground…” είναι τόσο λυτρωτικές που ακυρώνουν εν τη γενέσει της κάθε προσπάθεια περιγραφής τους, αλλά το 14λεπτο “…For Richard…” (για ποιόν από τους δύο;) έμελλε να γίνει ένα από τα γνωστότερα κομμάτια των Caravan και σταθερά στο setlist τους, με τα prog και jazz περάσματα που το διατρέχουν, τα solos του Jimmy Hastings (αδελφού του Pye) στο φλάουτο και το σαξόφωνο, αλλά και του ίδιου του Pye στην κιθάρα - σπάνιο σχετικά φαινόμενο, σε αντίθεση με την παρουσία του στα φωνητικά όπου έχει τη μερίδα του λέοντος.
Το “Hello Hello” τέλος, που παρ’ όλη την pop ευαισθησία του παραμένει ευφυές και καθόλου απλοϊκό, ήταν το single του δίσκου.

Πλημμυρισμένο από απαράμιλλης αισθητικής ιδέες, ιδιότροπο χωρίς όμως να έχει ίχνος επιτήδευσης, άψογα εκτελεσμένο, καινοτόμο και τόσο χαρακτηριστικά αγγλικό, το “If I Could…” είναι μια από τις υψηλότερες κορυφές του progressive rock. Το γιατί δεν έτυχε μεγαλύτερης αναγνώρισης και επιτυχίας παραμένει ένα μυστήριο…

9 Likes

Ανάθεμά σας, με το post-άρισμα των “Lost Tracks”, στο topic των Savatage. Με κάνατε να μπω σε μία λούπα (όχι ότι ήθελα και πολύ ή με χάλασε κιόλας) τις τελευταίες ημέρες, στην οποία παίζει δισκογραφία Savatage.

Τι να πρωτοπείς για αυτήν την μπαντάρα; Ποια περίοδο να πιάσεις; Πόσο μεγάλη συζήτηση εμπεριέχει το υποθετικό σενάριο του «Και αν…;», αναφορικά με τον αδόκητο χαμό του guitar-hero Criss Oliva και πώς αυτό το γεγονός επηρέασε το μέλλον της μπάντας (ή, αν προτιμάτε, την ψυχολογία, την σκέψη κι εν γένει την υγεία του αδερφού του αδικοχαμένου, ήτοι του ηγέτη Jon the “Mountain King”); Τι παικταράδες έχουν περάσει από τις τάξεις τους; Πόσο λείπουν, ακόμα και σήμερα; Μα πόσο γ@μ@$ι, τελικά, αυτή η μπάντα;!;

Σε αδρές γραμμές, η εκπληκτική δισκογραφία τους χωρίζεται σε δύο μέρη: Στο πρώτο, που αποτελεί τα Άγια των Αγίων του US metal και στο δεύτερο, όπου ο κλασσικός metal ήχος τους «μπολιάζεται» με οπερετικά, κλασσικότροπα στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν φιοριτούρες και φθηνά τρικ, αλλά αποδεικνύουν ουσιαστικά τη μουσική τους ιδιοφυΐα. Κάπου στο μεταβατικό στάδιο αυτών των περιόδων και μετά από την μοναδική κηλίδα του έργου τους (βλ. “Fight for the Rock”) εντοπίζουμε την άφιξη του μακαρίτη Paul O’Neill, ο οποίος -κακά τα ψέμματα- έδωσε την απαραίτητη ώθηση στην μπάντα και την «κουβάλησε» (κυρίως τον Jon) μετά τον θάνατο του Criss, βάζοντας και τις βάσεις για την ποιοτικότατη, money-making κομπανία των Trans-Siberian Orchestra, η οποία -επίσης, κακά τα ψέμματα- αποτέλεσε τροχοπέδη για την όποια εξέλιξη στο «στρατόπεδο» των Savatage κατά τη διάρκεια της νέας χιλιετίας.

Όπως και να ‘χει, η πρώτη περίοδος της μπάντας όφειλε να κλείσει με ένα μεγαλειώδες album, ώστε να σβήσει το όνειδος του προηγούμενου δίσκου και να μεταφερθεί με ασφάλεια η δάδα στην επόμενη περίοδο. Ποιος καλύτερος και πιο γαμηστερός δίσκος από το:

image

Μόνο και μόνο από το εμβληματικό εξώφυλλο, ο δίσκος «κραυγάζει» metal και η μπάντα είναι τόσο αγριεμένη όσο και το βλέμμα του μουσάτου βασιλιά. Οι δύο «κολώνες» (Jon και Criss) δέχονται το ευεργετικό στήριγμα της άφιξης του O’Neill (ο οποίος βάζει και το «μαγικό» του χέρι στις συνθέσεις, προσφέροντας και τα πρώτα ψήγματα της μετέπειτα κατεύθυνσης, βλ. “Prelude to Madness”) και απελευθερώνονται ολοκληρωτικά από τα γελοία «δεσμά» της made in the USA εμπορικότητας (ακόμα και το «επίφοβο» κι «εύκολο» “Strange Wings” είναι μία εθιστική κομματάρα από εδώ έως το υπερπέραν), επιστρέφοντας για τα καλά στον ήχο του οποίου αποτελούν δασκάλους. Ο Criss αφήνει τα δάκτυλά του να «βιάσουν» αλύπητα τις ταστιέρες, παράγοντας εμβληματικά riffs και οργιώδη solos. Ο Jon προσφέρει μαθήματα metal φωνητικών, ενώ το rhythm section της μπάντας κρατάει και βαράει γερά. Έχει νόημα να σταθούμε σε επιμέρους στιγμές; Αφήνω κατά μέρος τις αντικειμενικότητες και γράφω πώς το νιώθω εγώ: Τέρμα κλασσικό το ομώνυμο, «απάτητες» κορυφές τα “24 Hrs. Ago” και “Legions”, τέρμα κ@#λωτικ@ τα “Strange Wings”, “White Witch”, για πολύ «κοπάνημα» τα “The Price You Pay” και “Devastation”. Δεν μπορώ, όμως, να μην γράψω για το αγαπημένο μου Savatage κομμάτι: το απίστευτο “Beyond the Doors of the Dark”. Τι κομματάρα, Θεέ και Κύριε; «Στάζουν» metal μέχρι και τα ντουβάρια, γαμώ την μπαντάρα μου μέσα και την έμπνευση του Jon.

Κάποιοι σκληροπυρηνικοί, με τις ωτασπίδες κολλημένες στα αυτιά, θεωρούν τον συγκεκριμένο δίσκο ως τον τελευταίο μεγάλο των Savatage, διότι εκεί στα Γκράβαρα δεν αντέχεται η εξαίσια δεύτερη περίοδος, παρά μόνο η true-ίλα (sic) των πρώτων album. Ανάθεμα και αν αυτοί ποτέ κατάλαβαν το βάθος του συγκροτήματος. Από την άλλη πλευρά, πολλοί ισχυρίζονται ότι το εν λόγω album αποτελεί την επιτομή του US metal. Ας διορθώσουμε, επιτέλους, αυτήν την περιοριστική οπτική και ας είμαστε ειλικρινείς: Το “Hall of the Mountain King” είναι ο καλύτερος metal δίσκος που κυκλοφόρησε ποτέ από μπάντα της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού. Ρωτήστε και τις μισές heavy/power μπάντες ανά την υφήλιο, αν θέλετε.

13 Likes

Οντως υπάρχουν άτομα που “τον θεωρούν τον τελευταίο μεγάλο τους δισκο”;

Ω θεοί!!!

Μαλλον έχω καλές παρέες.

2 Likes

Άδει ο άνθρωπος με τις χίλιες φωνές:

Because I’m somewhere in between

My love and my agony

You see, I’m somewhere in between

My life is falling to pieces

Somebody put me together

Αυτός, βέβαια, αναφέρεται στα αδιέξοδα και τις δυσκολίες της ζωής. Ωστόσο, χωρίς να το ξέρει (ή μήπως όχι;), δίνει και μία περιληπτική περιγραφή του τι εστί η μπάντα στην οποία έχει προ ολίγου καιρού ενταχθεί.

Τι είναι οι Faith No More; Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλές σελίδες, οι οποίες να περιλαμβάνουν την απάντηση (εάν, βέβαια, θεωρήσουμε ότι αυτή υφίσταται) στην συγκεκριμένη ερώτηση. Αν απλοποιήσουμε τη διαδικασία και αρκεστούμε στις ανωτέρω αράδες, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι πρόκειται, απλά, για μία τρελοπαρέα, η οποία βρίσκεται « κάπου στο ενδιάμεσο » και διαθέτει μία σπάνια (ίσως και μοναδική) ικανότητα να « συναρμολογεί/ενώνει » τα αναρίθμητα « κομμάτια » της ευρύτερης rock (και όχι μόνο) «παλέτας», δημιουργώντας ένα ηχητικό κράμα, το οποίο αν δεν αναγνωρίζεται από ορισμένους (ως θα όφειλε) ως απόλυτα εθιστικό, θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να λογίζεται ως πρωτοπόρο και ιδιοφυΐες.

Πιθανόν να ακολούθησαν καλύτερες κυκλοφορίες από το παρακάτω, αλλά, αν με ρωτάτε, εγώ αυτό το album θα έβαζα σε κάποιον που θέλει να μάθει (ή έστω να προσεγγίσει) το συγκρότημα. “The Real Thing”, όνομα και πράμα.

image

Η μούρλα του Patton συναντά για πρώτη φορά τους υπάρχοντες παικταράδες και το αποτέλεσμα προσιδιάζει σε έκρηξη σουπερνόβα. Η μία κομματάρα διαδέχεται την άλλη και σου έρχονται όλα από εκεί που δεν το περιμένεις. Απανωτές εκπλήξεις, με κάθε τραγούδι να αποτελεί κι ένα είδος από μόνο του, γεγονός το οποίο θα ανέμενε κανείς να καταστήσει τον -ομολογουμένως ετερόκλητο- δίσκο «δυσκολοχώνευτο» και μπερδεμένο. Αμ δε! Ο δίσκος παρουσιάζεται εκπληκτικά ομοιογενής, «κυλάει σαν νεράκι» και πιστοποιεί την διαχρονική πεποίθηση ότι οι -κατά τα φαινόμενα- «τρελοί» είναι αυτοί που σπρώχνουν τον κόσμο μπροστά, διαθέτοντας πολύ περισσότερη λογική και συνοχή από τους (δήθεν) γνωστικούς. Ποια «αυτόφωτη» τραγουδάρα να πρωτοδιαλέξεις; Το επικό “Epic”, το απίστευτα αισθαντικό “Zombie Eaters” (δεύτερο αγαπημένο μου κομμάτι από ολάκερη τη δισκογραφία τους, μετά το “Evidence”), το εκρηκτικό ομώνυμο, το «εξωγήινο» (pun intended) “Woodpecker from Mars”; Αν ρωτήσεις 10 άτομα, θα λάβεις 10 διαφορετικές απαντήσεις, διόλου τυχαία.

Η εντεκάδα του δίσκου εμπεριέχει και τη διασκευή στο κλασσικό “War Pigs” (υποθέτω ότι κανείς δεν αναρωτήθηκε ποιων). Μουσικά, η εν λόγω επιλογή ίσως και να φαντάζει «λίγη» και περιοριστική, για τα μέτρα του συγκροτήματος. Κατ’ εμέ, εμπεριέχει μία τεράστια σημειολογική αναφορά. Βρισκόμαστε στο τέλος της «χρυσής» δεκαετίας του σκληρού ήχου και σχεδόν 20 χρόνια μετά τη «θεμελίωσή» του, δομικό στοιχείο της οποίας (της «θεμελίωσης») υπήρξε και το “War Pigs”. Η ανάγκη για «ανακαίνιση» και για τη χάραξη νέων διαδρομών είναι παραπάνω από επιτακτική. Οι Faith No More πηγαίνουν στην βάση, διαλύουν και ανασυνθέτουν όλον τον σκληρό ήχο της προηγούμενης εικοσαετίας, τον «μπολιάζουν» με νέα, φαινομενικά παράταιρα, στοιχεία και προσφέρουν απλόχερα το στίγμα της κατεύθυνσης του ήχου εν συνόλω (και όχι σε επίπεδο επιμέρους ιδιωμάτων) για τα επόμενα 20 και πλέον χρόνια. Αν κάποιος πιστεύει ότι το nu, οι SoaD, η progressive κατεύθυνση των ‘90s ή μετέπειτα το djent και τα κάθε τύπου core δεν σχετίζονται άμεσα με αυτή καθαυτή την ύπαρξη των Faith No More και τον παραπάνω δίσκο εν προκειμένω, ας μου προσάψει υπερβολικές ή/και άστοχες απόψεις. Επίσης, για όσους κλαίγονται και οικτίρουν το grunge, μήπως έπρεπε να έχουν ακούσει λίγο περισσότερο Faith No More όταν έπρεπε;

Τεράστιος δίσκος. Τεράστια μπάντα.

18 Likes

ομορφο κειμενο :+1:
δισκαρα,μπανταρα! :partying_face:

το αγαπημενο μου απο το δισκο

2 Likes

Καιρό έχουμε να τα πούμε από εδώ, πάμε άλλη μια πολύ ωραία σεβεντίλα…

Παραδόξως για συγκρότημα που φέρει το όνομα ενός θρυλικού παίκτη του baseball, οι Babe Ruth ήταν Βρετανικό σχήμα. Καθόλου παραδόξως, το ντεμπούτο τους είχε τον τίτλο “First Base”, και ένα ταιριαστό αλλά όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο εξώφυλλο, από τον “πολύ” Roger Dean (Yes, Asia).

Μεταξύ των έξι κομματιών που αποτελούν τον δίσκο, υπάρχουν… 2,5 (!) διασκευές. Η διασκευή στο απαιτητικό instrumental “King Kong” του Zappa που κλείνει την πρώτη πλευρά, είναι λιγότερο jazzy από το original, εξίσου ενδιαφέρουσα όμως, έχοντας μεταξύ άλλων να επιδείξει ένα υπέροχο keyboard/piano solo, στο δε “Black Dog” του Jesse Winchester μεταμορφώνουν ένα απλό folk κομμάτι σε κάτι εντελώς διαφορετικό (και καλύτερο!)

Το… 0,5 έχει να κάνει με το “The Mexican”, την με διαφορά μεγαλύτερη επιτυχία τους και ένα από τα πιο αγαπημένα κομμάτια των 70’s, που ενσωματώνει ιδανικά στη Latin/μεξικάνικη ατμόσφαιρα του, το θέμα από το “Per qualche dollaro di più” του Ennio Morricone!

Και το πρωτότυπο υλικό, που αποδίδεται εξ ολοκλήρου στον κιθαρίστα Alan Shacklock, είναι πολύ καλό. Το “Wells Fargo” είναι ένα εξαίσιο δείγμα του πιο δυναμικού ύφους της μπάντας, διαθέτοντας και μέρη με σαξόφωνο, ενώ το “The Runaways” που ακολουθεί είναι μια πανέμορφο μελωδικό κομμάτι συνοδεία κλασικών οργάνων. Για το τέλος έχουμε το bluesy hard rock του “Joker”.

Πέρα από την ηγετική παρουσία του Shacklock στο δίσκο, πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν και τα πλήκτρα (πιάνο ή keys). Αντίθετα, το rhythm section μοιάζει να περιορίζεται τον περισσότερο καιρό στα βασικά.
Αίσθηση όμως προκαλεί η Janita “Jenne” Haan η οποία πιστώνεται την “vocal power”, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο. Θυμίζοντας τη μακαρίτισσα Janis Joplin και εμφανισιακά (στο πιο όμορφο – κάτι μάλλον εύκολο), αλλά και φωνητικά – ειδικά όταν “τεντώνει” τον εαυτό της – η Janita με την επιβλητική ερμηνεία της δρα καταλυτικά στην γοητεία της μουσικής.

Μπορεί η μεγάλη ποικιλομορφία που παρουσιάζει το “First Base” (heavy rock με progressive τάσεις και jazz rock στοιχεία έως τα όρια της ψυχεδέλειας), να υποδήλωνε έλλειψη σαφούς κατεύθυνσης, όμως τελικά, αυτό ήταν το ύφος που έπρεπε να είχαν ακολουθήσει οι Babe Ruth, όπως κατέδειξε η μετέπειτα πορεία τους.

8 Likes

Κάπως έπεσε η κίνηση εδώ, για πάμε λίγο…

Ο συγκεκριμένος δίσκος τυχαίνει να είναι ο αγαπημένος του δημιουργού του. Υπάρχει μια σειρά από λόγους που καθιστούν αυτό τον ισχυρισμό ρεαλιστικό.

Η απόδοση του ίδιου του Mark Shelton είναι μια πρώτη ένδειξη. Τόσο στα φωνητικά όπου “ο άνθρωπος με το ελαττωματικό διάφραγμα” ακούγεται πιο πειστικός και με περισσότερη αυτοπεποίθηση από ποτέ, και στις επικές αλλά και στις “οργισμένες” στιγμές του, όσο και στην κιθάρα. Τα καθηλωτικά, ενίοτε ταχύτατα, riffs διαδέχονται το ένα το άλλο, ενώ τα πάντα ουσιαστικά solos κατακλύζουν τα κομμάτια και τους δίνουν πρόσθετο ενδιαφέρον.

Στο εκ των κορυφαίων π.χ. “Shadow in the Black”, που περιέχει όλα εκείνα (ήρεμες εισαγωγές, επιβλητικούς ρυθμούς, στιβαρές μελωδίες κλπ) που κάνουν τους Manilla Road τόσο σπουδαίους, το τελευταίο τμήμα είναι ένα φρενήρες solo που ρίχνει τον ρυθμό σε κάποια στιγμή δίνοντας στην εντύπωση ότι φτάνει στο τέλος του για να ξαναπάρει μπροστά αφήνοντας εμβρόντητο τον ανυποψίαστο ακροατή!
Το δε ακόμη καλύτερο ομώνυμο χωρίζεται σε τρία μέρη και, πέρα από τα άψογα leads, αφηγείται την ιστορία της Ατλαντίδος (απ’ όπου προήλθε και η ιδέα για το εξώφυλλο με τον μαινόμενο Ποσειδώνα) και τα 8 λεπτά της διάρκειας του καταλήγουν στον ήρεμο παφλασμό των κυμάτων, όταν πια η “χαμένη ήπειρος” έχει καταποντιστεί. Απίστευτη κιθάρα βρίσκουμε και στο γνωστότερο “Divine Victim” ή το “παρανοϊκό” instrumental “Rest in Pieces” που κλείνει τον δίσκο.

Ο σπουδαίος Randy “Thrasher” Foxe στα τύμπανα με την άψογη τεχνική του, στη δεύτερη δισκογραφική παρουσία του αποδεικνύεται ουσιωδέστατο συστατικό του ήχου των Manilla Road που είναι πλέον σε θέση να ενσωματώσουν ακόμη πιο πολλά thrash στοιχεία στα νέα τραγούδια. Αρκεί να τον ακούσει κάποιος να παρασέρνει στις ταχύτητες του τους υπόλοιπους. Στο “Friction in Mass” π.χ. (επιστημονικό… οξύμωρο προφανώς ο τίτλος!), που κυριαρχείται από μια αποκρυφιστική, σχεδόν χαοτική ατμόσφαιρα και θα ήταν άψογο αν η απαγγελία στη μέση δεν τραβούσε τόσο σε μάκρος.

Ούτε μεταξύ των υπόλοιπων κομματιών υπάρχει κάποιο αδιάφορο. Το “Hammer of the Witches” θα σε “αναγκάσει” να φωνάξεις “Burn them all!”, ενώ στο “απαραίτητο διάλειμμα” βρίσκουμε το “Morbid Tabernacle” ένα ορχηστρικό που αποτελείται από στρώσεις πλήκτρων.

Το δεύτερο ήμισυ των 80s ήταν η καλύτερη εποχή για το metal και η αμερικάνικη σκηνή μεσουρανούσε τότε χάρη σε δίσκους όπως το “The Deluge”. Είναι λοιπόν απορίας άξιο πραγματικά πως το σπουδαίο αυτό συγκρότημα από το Kansas δεν έτυχε ποτέ της αναγνώρισης που άξιζε.

11 Likes

Τι εκπληκτικός άνθρωπος αυτός ο Σελτον!!
Υπέροχος δίσκος και μαζί με open gates οι δύο αγαπημένοι μου!
Πάντα γράφεις όμορφα κείμενα φιλαράκι!!!

3 Likes

Αν και είναι κυκλοφορία 2021 και θα μπορούσε να πάει στις νέες κυκλοφορίες, είναι κρίμα να χαθεί εκεί.
Όχι ότι θα κάνω καμία τρελή παρουσίαση πάντως.
Μάλλον για μένα και τον @Ktn είναι :smiley:

Οι αγαπητοί Hacktivist λοιπόν, είναι κάτι παλικαράκια από Αγγλία μεριά, όπου κάπου στο 2012 πρωτοκυκλοφόρησαν τραγούδια εδώ και εκεί, παρουσιάζοντας κάτι καινούργιο (στα αυτιά μου τουλάχιστον): συνδίασαν το ραπ με τις βαριές κιθάρες, αλλά το έκαναν πολύ πετυχημένα.
Είχαν από τότε 2 τραγουδιστές, όπου να πω την αληθεια, αν και μου ήταν φυσιογνωμικά συμπαθητικοί και 2, δεν κατάλαβα τότε γιατί να έχουν 2 τραγουδιστές, αφού το ύφος τους ήταν πολύ παρόμοιο(spoiler alert ο ένας από τους 2 έχει αλλάξει και things makes much more sense now).

To χαρακτηριστικό τους λοιπόν, είναι οι βαριές κιθάρες, οι οποίες είναι ξεκάθαρα djent, όπου (στα αυτιά μου) έχει συνδιαστεί με το groove των RATM, το riffing των Korn, καθώς και τα καθαρά του djent (αυτές οι καθαρές πλάτες που έχουν σε πολλά σημεία οι μπαντες του είδους), αλλά και τα καθαρά των Korn (περίεργα εφφε-μελωδίες), με αρκετά καλού επιπέδου ραππινγκ - όχι βέβαια ότι μπορώ να είμαι κριτής για αυτό, απλά μου αρέσει αυτό που ακούω.

Όποιος είναι περίεργος να ακούσει κάτι μετά από αυτή την περιγραφή, να βάλει να ακούσει το Hacktivist EP του 2012, είναι ΤΡΟΜΕΡΟ. Το 2016 κυκλοφόρησαν τον πρώτο δίσκο τους, ο οποίος όμως δεν με άγγιξε σαν το EP, για την ακρίβεια ήταν τόσο τρομερό το ΕP, που αυτό με απογοήτευσε. Δεν μπορώ να κρύψω, πως ακριβώς εκεί κόπηκε η σχέση μου με αυτούς, γιατί με ξενέρωσαν - περίμενα δίσκο καταπέλτη και δεν ήρθε.

Και κάπου γίνονται κάποιες αλλάγές: ο κοκκινομαγουλής πολύ καλός κιθαρίστας τους έφυγε, όπως και ο ένας από τους 2 τραγουδιάρηδες - οπότε κάπου εδώ λέω, αυτό ήταν κρίμα, είχαν το potential, κρίμα.
Όμως BOOM, γιατί παίρνουν κιθαρίστα ο οποίος όσο αδιάφορος φαίνεται όταν παίζει, τόσο γαμάτα ριφφ ξερνάει και πέρνουν έναν αντιπαθέστατο τραγουδιάρη με 2 χρυσά δόντια, ο οποίος όμως στάζει χωλή, γδέρνει το λαρύγγι του παιδί και ξαφνικά makes sense ότι έχουν 2 τραγουδιάρηδες.
Οι Hacktivist λοιπόν του 2021 (από το 2019 είχαν αρχίσει να βγάζουν τραγούδια που είναι στον δίσκο), είναι improved, έχουν εντυπωσιακές (για το είδος) κιθάρες - το παιδί αγαπάει τους Periphery στα αργά και groovάτα τους, αγαπάει τους Korn, γενικά τα ριφφ του είναι ένα τρελό όπλο του δίσκου (δεν ξέρω τι μπορεί να περιμένει κανείς με αυτή την περιγραφή, τα παιδιά παίζουν rap-djent, κρατήστε το ανάλογο καλάθι). Σε συνδιασμό λοιπόν με την εκπληκτική μεταγραφή του τύπου, ο νέος τραγουδιάρης δίνει την παραπάνω οργή που χρειαζόταν ώστε να υπάρχουν διάφορες εκρήξεις.
Το σύνολο που παρουσιάζουν εδώ (12 τραγούδια), χωλαίνει μόνο σε 1-2 τραγούδια, πετάνε και 1-2 διακριτικές dubstep πινελιές που δένουν πανέμορφα. Ο δίσκος είναι πάαααρα πολύ καλός.
Το μόνο μείον που μπορώ να βρώ σε σχέση με παλιότερα, είναι πως ο παλιός κιθαρίστας δούλευε αρκετά τα καθαρά του, που τώρα ο καινούργιος δεν το κάνει.
Nα προσθέσω την ελαφρά πολιτικοποίηση τους, προς αριστερά μεριά.

Πάμε και 2-3 τραγουδάκια να γουστάρουμε(@QuintomScenario τσεκαρε το πρώτα, μόνο και μόνο για την background εικόνα ):

https://www.youtube.com/watch?v=zcjxxoJ8BHU
https://www.youtube.com/watch?v=kuN7AbgZzao
https://www.youtube.com/watch?v=oRCTVtnodvg
https://www.youtube.com/watch?v=oRCTVtnodvg

και ένα από το EP τους:

https://www.youtube.com/watch?v=qJrEBqTCK50
ξέχασα την υπερκομματάρα, το elevate, από το EP¨
https://www.youtube.com/watch?v=jFUizeNi7SI

3 Likes

ενδιαφερον…σαν να τραγουδαει ο Eminem σε djent μπαντα…

Μερακλής. :raised_hands:

Γέλασα δυνατά στο σχόλιο για το πόσο στραβά έσκασε το ντεμπούτο μετά το ΕΡ, περίμενα κι εγώ τότε να τα τινάξουν όλα, ε τα τίναξαν από την ανάποδη.

Το καινούριο δυο σκάρτες ακρόασεις και μη το ματιάσω φαίνεται να πέτυχαν τα πάντα, υφολογικά, συνθετικά, μεταγραφές, όλα. Για ένα εμφανισιακό δε θα τα χαλάσουμε.

Για το στιχουργικό/ιδεολογικό/πολιτικό κομμάτι αφήνω αυτό εδώ:

2 Likes

Τι πρόλογο να κάνω;;

Savatage κύριοι. Χάρισαν μοναδικές στιγμές στη μουσική. Ταρακούνησαν σώματα και ψυχές με το έργο τους. Προκάλεσαν έντονα συναισθήματα με τα πεπραγμένα τους εντός και εκτός σκηνής και όταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσουν, δημιούργησαν ΑΥΤΟ!

image

Που ο τίτλος του δίσκου είναι η ζωή τους όλη, όπως θα έλεγε κι ο Άκης ο Πάνου με τη φωνή του Στέλιου (κάποια στιγμή θα πρέπει να γράψω και για αυτό το έπος. Αφήστε που το poets and madmen, μπορεί να χαρακτηρίζει και το δίδυμο Άκη-Στέλιου εξίσου)

Που θα μπορούσε όμως να είναι και ο στίχος τους…
“I seek power, where the power remains”

Τι είναι αυτό όμως;; Το καλύτερο άλμπουμ τους; Όχι βέβαια. Έχει όμως τρία χαρακτηριστικά που το κάνουν μοναδικό. Πρώτον, είναι τίμιο Savatage. Δεύτερον, έχουμε την επιστροφή του (από κάθε άποψη) τεράστιου Jon Oliva στο μικρόφωνο. Και τρίτον, είναι ο επίλογος των Θεών.
"Stay with me, where the night offers amnesty
And the ending is tomorrow’s unborn child
Stay with me for a while"

(Καταλαβαίνετε ότι δεν καταφέρνω να παρουσιάσω συγκροτημένη σκέψη, όλα θα τα διαβάσετε όπως μου έρχονται, live with it)

Και εδώ, λοιπόν, υπάρχουν όλα τα μεγαλειώδη στοιχεία του γκρουπ. Όλα. Μόνο που είναι παιγμένα ένα επίπεδο πιο χαμηλά. Μπορεί και δύο. Και τι σημαίνει αυτό; ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ! Το 8 για τους Savatage είναι ακατέβατο, ασάλιωτο και αβάδιστο δεκάρι για το 95% του φάκινγκ χέβι μέταλ.

Αν θυμάμαι κάτι από το παλιό ορθόδοξο Metal hammer, είναι η περιγραφή της φωνής του Jon, νομίζω κάπου στην εποχή του Streets. Φωνή “ανταριασμένου ξωτικού”. Ε, υπάρχει κι εδώ σε τεράστιες δόσεις. Αυτό που σε ανατριχιάζει…
“Do you see commissar?”

Τραγούδια δομημένα με τον μοναδικό τρόπο των Αμερικανών θεών.
Και κιθάρες στο υπερπέραν υπάρχουν και μελωδίες χαρακτηριστικές υπάρχουν και τα πολυφωνικά μέρη υπάρχουν και το συναίσθημα ξεχειλίζει και και και…
"Noone remembers, noone denies
Noone asks questions, noone replies"
Και υπάρχουν και 4-5 κομμάτια που άνετα μπαίνουν σε best of,(που έτσι κι αλλιώς θα έχει διάρκεια 4 ώρες). Commissar, Morphine child, Man in the mirror, Stay with me awhile θα ήταν σημείο αναφοράς καριέρας για πολλούς.

Θα μπορούσα να γράφω ώρες ατελείωτες. Αλλά θα σταματήσω με δύο υστερόγραφα.

  1. Χρωστάω ένα ακόμα δίσκο του γκρουπ, εδώ, κάποια στιγμή.
  2. Οι Savatage έχουν τα δύο μεγαλύτερα “what if” στην ιστορία του μέταλ. Ένα για το πού θα έφταναν αν ζούσε ο Chris (όχι ότι δεν είχαν ήδη καταφέρει πολλά με αυτόν, ή ότι δεν κατάφεραν μετά το χαμό του). Και ένα εξίσου σημαντικό, αν θα έφταναν εδώ που έφτασαν χωρίς τον μακαρίτη Paul O’Neill.

"When in your life did you surrender
Late in the night do you remember
What were your dreams that you betrayed then
Would you go back if you could save them now"

17 Likes