Πώς ξεκινάει η σχέση οπαδού και μπάντας στην πλειοψηφία των περιπτώσεων; Ακούς δείγμα από τη μουσική του συγκροτήματος, σε ικανοποιεί αισθητικά κι εν συνεχεία -ευκαιρίας δοθείσης- παρακολουθείς την μπάντα ζωντανά, στην «αρένα της ικανοποίησης» (pun intended), εκεί που τα αξιολογικά κριτήρια γίνονται πιο ανελαστικά. Θεωρητικά πάντα, το ότι είμαστε τόσο αυστηροί στις ζωντανές εμφανίσεις (ενδεχομένως και περισσότερο απ’ ό,τι στις studio δουλειές ενός συγκροτήματος, όπου και υφίσταται πολύ περισσότερος χρόνος οργάνωσης, διόρθωσης λαθών, άνεσης δουλειάς και λοιπών ευνοϊκών παραμέτρων) θα ακουγόταν οξύμωρο, αν στη μουσική που παρακολουθούμε και αγαπάμε δεν είχαμε πλείστα όσα παραδείγματα θρυλικών μπαντών που απέδειξαν ότι οι ανατριχίλες του ακούσματος των ηχογραφήσεων στο studio, αυξάνονται εκθετικά, όταν συνοδεύονται από εκρηκτικές εμφανίσεις επί σκηνής, γεμάτες ενέργεια, αλληλεπίδραση με τον κόσμο και απουσία στοιχείων (προηχογραφημένα μέρη, «αρπαχτές» κ.λπ.) που μας κάνουν να μην είμαστε φίλοι άλλων μουσικών ειδών. Γι’ αυτό, όταν γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων γεγονότων, τα στηλιτεύουμε (ορθώς) και οι δεσμοί μας με την υπαίτια μπάντα διαρρηγνύονται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου (πάντα στην σκηνή).
Δυστυχώς, μία τέτοια περίπτωση έχουν αποτελέσει και οι λατρεμένοι W.A.S.P., κυρίως στα μεσο-ύστερα (sic) χρόνια τους. Ο φυσικός ηγέτης της μπάντας, ο θεόρατος (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κ. Blackie Lawless έχει πολλάκις αδικήσει εαυτόν και συγκρότημα, κηλιδώνοντας μία κατά τ’ άλλα σημαντικότατη μουσική παρακαταθήκη και δημιουργώντας δυσπιστία και απροθυμία σε πολλούς φίλους (και μη) της μπάντας, αναφορικά με την πρόθεσή τους να την παρακολουθήσουν ζωντανά. Όπως και να ‘χει, εδώ μιλάμε για δίσκους και σίγουρα το συγκρότημα θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί πολλάκις στο παρόν topic.
Προσωπικά, επιλέγω να αναφερθώ στον τρίτο κατά σειρά αγαπημένο μου δίσκο από την πλουσιότατη δισκογραφία τους. Αφήνω στην άκρη το ιστορικό, «λυσσασμένο», ομώνυμο ντεμπούτο, όσο και το μνημειώδες και καθαρτικό “The Crimson Idol” κι επιλέγω την κορυφαία δισκάρα του 2002, το δέκατο (επαναλαμβάνω: δέκατο!) πόνημά τους, το “Dying for the World”.
Εύκολα παρεξηγήσιμο στιχουργικώς και αναφορικά με την κεντρική ιδέα του. Βρισκόμαστε στον μουδιασμένο και μπερδεμένο, μετά 9/11, κόσμο. Θα μπορούσα να γράψω για τις συγχύσεις και τις προφανείς αντιφάσεις, αλλά τα έχει πει όλα ο «ποιητής» στο εισαγωγικό κείμενό του στο booklet του album (διαβάστε το, βρίσκεται εύκολα στο διαδίκτυο και υπάρχει και στο ΥΤ, σε full album βίντεο). Μέσα, λοιπόν, στην οργή του και το υπόλοιπο έντονο, συνονθύλευμα συναισθημάτων που τον κατακλύζει, ο Blackie ασπάζεται τα ετερόκλητα στοιχεία του, συμφιλιώνει -κατά το μέτρο του δυνατού- τις προφανείς αντιθέσεις και αφήνει το αποτέλεσμα να βγει αβίαστα, πρωτόλειο και ανεπιτήδευτο. Ασχέτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τη «φιλοσοφία» του δίσκου (υπό την αίρεση ότι υφίσταται τέτοια ή τουλάχιστον είναι ξεκάθαρη), θεωρώ ότι ηχητικό αποτέλεσμα δικαιώνει πλήρως τον Lawless. Κατά την ταπεινή μου άποψη, βρίσκω το “Dying for the World” ως το πιο ειλικρινές και «αγνό» πόνημα του ψηλού. Ναι, ακόμα περισσότερο και από το “The Crimson Idol”.
Χωρίς τον μεγάλο -αλλά και λίαν αυτοκαταστροφικό- Holmes στο πλευρό του, ο Blackie γράφει απίθανα πράγματα κι ερμηνεύει καταπληκτικά. Ο δίσκος κυλάει γρήγορα και χωρίς να πάρεις πρέφα ότι έχει ολοκληρωθεί, το χέρι κινείται αβίαστα προς το repeat. Τα κομμάτια-«δυναμίτες» έχουν την τιμητική τους, με το ένα να είναι καλύτερο από το άλλο. “Shadow Man”, “My Wicked Heart”, “Revengeance” και “Stone Cold Killers” μοιάζουν να γράφτηκαν καμία εικοσαετία πριν και κάνουν την μπάντα να ακουστεί εκ νέου λίαν επικίνδυνη κι έτοιμη να σπείρει πανικό. Εκεί, όμως, που ο ψηλός χαρίζει στιγμές μεγαλείου είναι στις ήπιες στιγμές. Πλημμυρισμένος από συναισθήματα, γράφει κι ερμηνεύει σπαρακτικά τόσο το “Hallowed Ground” (πρωτίστως), όσο και το “Trail of Tears” (δευτερευόντως), χαρίζοντας τα ιδανικά μουσικά «πέπλα» για να συνοδεύουν τις επαναλαμβανόμενες τραγωδίες, θηριωδίες ή όπως θέλετε να ονομάσετε όλα τα γεγονότα που μας υπενθυμίζουν με τον χειρότερο τρόπο ότι δυστυχώς τα ανθρώπινα καμώματα γράφουν τα πιο εκτρωματικά σενάρια που δεν θα κατέβαζε ο νους και του πιο ευφάνταστου συγγραφέα σε 1.000 χρόνια. Ειδικά το “Hallowed Ground” στέκεται επί ίσοις όροις δίπλα στα “Sleeping (In the Fire)” και “Hold On to My Heart”.
Είναι αλήθεια αδύνατον να αγνοηθεί αυτός ο εκπληκτικός δίσκος. Όσοι δεν τον έχετε ακούσει, πράξτε το άμεσα.