..Με λίγα λόγια

Για MAIDEN ψιλοϊσχύει από το “X-Factor” και μετά, για SLAYER με την καμία.

1 Like

Κείμενο υπ’ αριθμόν 666, αισίως.

Και αν ο συγκεκριμένος αριθμός «κραυγάζει» για αναφορά προς «θηρίο» μεριά, θα αποφύγω την προφανή και κλασσική επιλογή.

Σήμερα είναι η 109η επέτειος της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, μιας από τις πιο όμορφες πόλεις της χώρας και πρωτεύουσας της Περιφέρειας Ηπείρου η οποία και αποτελεί με τη σειρά της τον πρεσβευτή της -πιθανότατα- πιο περήφανης και λεβέντικης εκδοχής της ελληνικής παραδοσιακής/δημοτικής μουσικής.

Έλκοντας μέρος της καταγωγής μου από τα τιμημένα, ηπειρώτικα χώματα, αλλά και λόγω του ότι ο αρτιότερος συμμετέχων ετούτου του νήματος, ήτοι ο πολυγραφότατος, εξαιρετικός κος @Ian_Metalhead κατοικεί στα Ιωάννινα (δεν γνωρίζω αν κατάγεται από εκεί), ας γιορτάσουμε την περίσταση, αφιερώνοντάς του το παρόν κείμενο.

image

Καθίσταται προφανές ότι δεν υφίσταται έτερη κυκλοφορία η οποία να δύναται να καλύψει όσα επιθυμώ να επιτύχω και αναφέρω ανωτέρω, από την εν λόγω. Και αν το “Riza” θα μπορούσε να κριθεί κάπως πιο αντιπροσωπευτικό για ό,τι επιχειρείται σε αυτό το κείμενο, δεν μπόρεσα να αντισταθώ κι επέλεξα εντέλει το “Age of Aquarius”. Αν και σχετικά πρόσφατο, συγκριτικά με ό,τι συνήθως παρουσιάζεται στο topic, θαρρώ πως έχει κερδίσει επάξια τη θέση του να σταθεί επί ίσοις όροις πλάι σε κλασσικές κυκλοφορίες.

Breakthrough album, από όλες τις απόψεις, το οποίο εκτινάσσει την μπάντα στην στρατόσφαιρα, απαλλάσσοντάς την από στεγανά και «πρέπει» τα οποία κάποιοι (όχι τα μέλη, προφανώς) ανέμεναν να υπηρετηθούν. Και αν η συγκεκριμένη εξαιρετική κυκλοφορία ξένισε κάποιους «φασαίους» και ξίνισε τα μουτράκια τους, ακόμα καλύτερα.

Θυμάμαι ότι όταν είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος, είχα διαβάσει αποθεωτικές κριτικές (με αποκορύφωμα εκείνη του γνωστού περιοδικού) και κρατούσα μία κάπως επιφυλακτική στάση, μέχρι να τον ακούσω ολόκληρο, όχι διότι αμφέβαλλα για την αξία της μπάντας (ήδη τους είχα αγαπήσει πολύ, βλ. και παρακάτω), αλλά διότι θαρρούσα πως μέρος της αποθέωσης ίσως και να συνδεόταν με το μεγάλο κλικ που είχε κάνει το συγκρότημα σ’ ένα ευρύτερο κομμάτι του ελληνικού κοινού, μεγάλο μέρος του οποίου δεν συγκαταλέγεται στην rock/metal κατηγορία. Όλα τα σενάρια συνωμοσίας, οι δεύτερες σκέψεις και οι αμφιβολίες «πήγαν περίπατο» όταν άκουσα τον δίσκο. Α, και μετά από το πέρας της εφηβείας μου ήταν η πρώτη φορά που μου σηκώθηκε η τρίχα με μία κριτική (του Χρονόπουλου στο MH, που αναφέρω και παραπάνω) και δεν αισθάνθηκα διόλου αμήχανα με την γλαφυρότητα αυτής.

Στα της ουσίας, λοιπόν, ο δίσκος είναι απλά ένα μεγαλείο που δεν επιθυμείς να τελειώσει. Συγκεντρώνει φαινομενικά ετερόκλιτα στοιχεία και είδη και τα παραδίδει σ’ ένα τόσο ομοιογενές και αισθητικά/ηχητικά ελκυστικό σύνολο, που είναι δύσκολο να μην παραδεχτείς πως είναι αδύνατον να έχει διάρκεια πάνω από μία ώρα, όταν η ακρόασή του «κυλάει νεράκι». Αβίαστα, γάργαρα, λιτά και δωρικά. Κατ’ εμέ, δεν πρόκειται για δίσκο που χρειάζεται πολλές ακροάσεις για να «μεγαλώσει». Σε εμένα προκάλεσε μέγιστη εντύπωση από την πρώτη ακρόαση κι έκανε άμεσα αναγνωρίσιμες τις αρετές του. Ακόμα και τώρα, μετά από πάρα πολλές ακροάσεις, εξακολουθεί να μου προκαλεί την ίδια συγκίνηση, την ίδια πώρωση και να παράγει την ίδια μαγική ατμόσφαιρά του, χωρίς να έχει απωλέσει ίχνος αυτής.

Στα αμιγώς μουσικά/τεχνικά, διαλέγετε και παίρνετε. Post έχουμε, desert έχουμε, space έχουμε, blues έχουμε, reggae/ska έχουμε, rock ‘n’ roll έχουμε, όλα δοσμένα πάνω σε μία folk (ελπίζω να γίνεται πλήρως κατανοητό το πώς χρησιμοποιείται ο όρος) παλέτα, διανθισμένη με «κλασσικές» ηπειρώτικες μελωδίες και ηχοχρώματα, που ταιριάζουν γάντι, τιμούν τον ήχο και την παράδοση και σε καμία περίπτωση δεν χαρακτηρίζονται από επιπολαιότητα η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ευτελή και «γραφικά» αποτελέσματα. Προσωπικά μου αγαπημένα κομμάτια αποτελούν το ομώνυμο, το απόκοσμο και μελαγχολικό “Part V”, το εκπληκτικό “Dance of Night”, το ταξιδιάρικο “Father Sun” και φυσικά το ανυπέρβλητο, χορευτικό hit (ο προσδιορισμός χρησιμοποιείται εντελώς καταχρηστικά) “For the Innocent”.

Στα υπόλοιπα, τα περί «φασαίων», τα πολιτικοποιημένα κ.λπ. τα έχουμε ήδη συζητήσει σε έτερα νήματα και πραγματικά δεν υπάρχει λόγος να τα «σκαλίσουμε» εκ νέου εδώ. Ας αφεθούμε στη μαγεία της δισκάρας και ας ταξιδέψουμε στους προορισμούς που ποθεί η καρδιά του καθενός. Είτε αυτοί είναι τα ορεινά, ηπειρώτικα χωριά, είτε τα πέρατα του σύμπαντος.

Χρόνια πολλά στα Ιωάννινα λοιπόν και να χαίρονται τα άξια τέκνα τους.

Αντί επιλόγου, αφήνω κι ένα bonus κείμενο που είχα δημοσιεύσει προ ετών σε έτερη ιστοσελίδα, επί της πρώτης μου live επαφής με τους VIC και των τότε εντυπώσεών μου (δεν νομίζω ότι θα άλλαζα ούτε κόμμα):

Summary

VIC + GUESTS live @ TECHNOPOLIS

Τέλη Σεπτεμβρίου και σε μία ιδανική βραδιά για συναυλία σε ανοιχτό χώρο, κατηφορίσαμε στην Τεχνόπολη, στο Γκάζι, για να παρακολουθήσουμε το τι μας είχαν ετοιμάσει οι Villagers of Ioannina City (a.k.a. VIC), για τους οποίους πολύς «θόρυβος» έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, και όχι άδικα. Φτάνοντας στο χώρο, διαπιστώσαμε ότι υπήρχε ένα ενδιαφέρον μείγμα κοινού, το οποίο συμπεριελάμβανε από κλασσικούς «μεταλλάδες» και hipsters (σε αλλοτινές εποχές, η συγκεκριμένη συνύπαρξη θα «μύριζε μπαρούτι»), έως clean-cut μεσήλικες με τα παιδιά τους στους ώμους και μεγαλύτερης ηλικίας άτομα που αρέσκονται στους ήχους του παραδοσιακού κλαρίνου. Πλειοψήφησαν καθαρά οι οπαδοί του «σκληρού» ήχου. Στα θετικά, η άψογη διοργάνωση, χωρίς αχρείαστη αναμονή στην είσοδο και στα bar του χώρου. Ως κύριο αρνητικό του live καταγράφεται ο κακός ήχος κατά τη διάρκεια των πρώτων κομματιών της εμφάνισης των VIC.

Ξεκίνημα λοιπόν με τους Vavoura Band, οι οποίοι παραμένουν ακμαιότατοι και γεμάτοι ενέργεια. Με ήχο «κρύσταλλο», το power trio κέρδισε πραγματικά τις εντυπώσεις, αποδεικνύοντας ότι δεν αποτελεί «δεινόσαυρο» του χώρου που «μηρυκάζει» περασμένα μεγαλεία, αλλά έχει ενεργό παρόν. Παρουσιάζοντας μία μίξη πρωτόλειου phychedelic και progressive rock, με άμεσες αναφορές σε Aphrodite’s Child και Socrates και με γενναίες epic/heavy δόσεις στα lead σημεία των κομματιών τους, μας γύρισαν πίσω στο χρόνο και αποτέλεσαν ιδανικό support.

Συνέχεια με το πολυφωνικό σύνολο των Πλειάδων. Αν και αρχικά θεώρησα πως η συγκεκριμένη εμφάνιση θα αποτελέσει «κοιλιά» σε μία εκρηκτική βραδιά, μετά και την εξαιρετική εμφάνιση των Vavoura Band, ευτυχώς έσφαλα. Η εμφάνιση των κοριτσιών με τις εξαιρετικές φωνές, αποτέλεσε την ιδανική «ηρεμία πριν την καταιγίδα». Αν και με κάπως αδύναμο ήχο, που αδίκησε την προσπάθειά τους, κατάφεραν να μας «σεργιανίσουν» σε παραδοσιακά μονοπάτια των Βαλκανίων, της Μεσογείου και φυσικά της Ηπείρου. «Κέρδισαν» το κοινό και κατάφεραν να συνεισφέρουν στον folk (με την αυθεντική έννοια του όρου) χαρακτήρα της βραδιάς.

Η ώρα όμως είχε φτάσει για τους πρωταγωνιστές του event. VIC λοιπόν και το γκελ που έχουν κάνει στο μουσικό κοινό της χώρας, αποδείχτηκε πέρα για πέρα δικαιολογημένο. Με πολλή δουλειά και «χτίζοντας» το όνομά τους στη σκηνή (γεγονός που αποτυπώνεται και στην χαρακτηριστική τους άνεση κατά τη διάρκεια της εμφάνισης, ιδιαίτερα από πλευράς μπασίστα) και όχι μέσω PR τακτικών, κατάφεραν να γεμίσουν την κεντρική αυλή της Τεχνόπολης και να κάνουν ένα live που θα αποτελεί ορόσημο για τη μελλοντική τους πορεία. Το σημαντικό είναι να καταγράψει κανείς το μυστικό της επιτυχίας τους. Κατ’ αρχάς, αυτό που επιχειρούν είναι εκ προοιμίου δύσκολο και απαιτεί θάρρος, καθώς είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του να πετύχεις αυτό που κατάφεραν οι VIC και του να γελοιοποιηθείς. Κατά την άποψή μου, η μπάντα πέτυχε λόγω του σεβασμού που επέδειξε σε αυτό το -κατά τα φαινόμενα- «αταίριαστο πάντρεμα», εστιάζοντας την προσοχή της στην έννοια της αυθεντικότητας. Η VIC είναι μία folk rock -αν όχι folk metal (ω ναι!)- μπάντα, που μένει ωστόσο μακριά από «φιοριτούρες» και εξυπνακίστικες τακτικές. Γι’ αυτό άλλωστε κατάφερε να έχει χιλιάδες κόσμου να «παραληρεί», να χορεύει, να κάνει headbanging και να «ξελαρυγγιάζεται» στα hits της βραδιάς (Zvara, Karakolia, Ti Kako, Nova). Στις υπόλοιπες, εξίσου ανατριχιαστικές, στιγμές του live απολαύσαμε καίριες συμμετοχές καλλιτεχνών που κάθε φορά προσέθεταν ένα νέο στοιχείο στη μουσική των VIC. Συνδυάζοντας άψογα stoner και desert ηχητικά υποστρώματα, έως αντίστοιχα post και psychedelic, με solo κλαρίνου σε παραδοσιακές ηπειρώτικες κλίμακες κατάφεραν να «μεθύσουν» το κοινό και το «ταξιδέψουν».

Υιοθετώντας μία πιο τολμηρή προσέγγιση, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι VIC αποτελούν ένα φωτεινό παράδειγμα του πώς αξιοποιεί κανείς με σεβασμό τη μουσική παράδοση της χώρας του και την φέρνει στο σήμερα δίνοντας της μία νότα ανανέωσης μέσω της χάραξης νέων δρόμων, στάση που απαιτεί τόσο τόλμη, όσο και ικανότητα. Πανάξιοι!

7 Likes

Παρα πολυ δυνατος δισκος, breakthrough για την μπαντα, πολυ δυνατο και το live στο Φαληρο λιγες μερες πριν σταματησουν οι ζωντανες εμφανισεις λογω κοβιντ. Τους εμαθα αρκετα νωρις, λογω συγγενικης σχεσης φιλου μου με ενα απο τα μελη τους και τους παρακολουθω απο τοτε που ηταν σχετικα αγνωστοι, συνεχως ανοδικη η πορεια τους, σε καθε live ολο και καλυτεροι, με τιμιοτητα και αγαπη για τη μουσικη.

3 Likes

Κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω θερμά για όλα αυτά τα ευγενικά λόγια που μπήκες στον κόπο να γράψεις για εμένα. Ας συμπληρώσω εδώ ότι παρ’ όλο που κατάγομαι από τα Γιάννενα μόνο από την πλευρά του πατέρα μου, έχοντας ζήσει εδώ όλη μου τη ζωή έως τώρα (με την εξαίρεση των σπουδών και του μεγαλύτερου μέρους της στρατιωτικής μου θητείας) μπορώ να πω ότι συνειδησιακά είμαι σχεδόν 100% Γιαννιώτης, με ότι θετικό και αρνητικό αυτό συνεπάγεται!

Και όπως πολύ σωστά επισημαίνεις, είναι η επέτειος της Απελευθέρωσης της πόλης μας σήμερα, οπότε χρόνια πολλά στα ελεύθερα Ιωάννινα!

Αναφορικά με τους VIC τώρα, δύο χαρακτηριστικά σκηνικά να παραθέσω, που ήμουν αυτόπτης/αυτήκοος μάρτυς:
Πριν από 7 περίπου χρόνια ήταν να παίξουν live εδώ οι περί ων ο λόγος. Παίρνει λοιπόν ένας γνωστός τηλέφωνο στο μαγαζί που θα εμφανιζόταν και λέει το αμίμητο: “Θα ήθελα να κλείσω ένα τραπέζι για τους VIC”!
Από την άλλη, όταν τον Δεκέμβριο του ’15 πήγα σε ένα live τους, πάλι εντός έδρας, έπαθα πλάκα από το πόσο ένα ελληνικό συγκρότημα τέτοιου βεληνεκούς και ήχου μπορούσε να συγκεντρώσει αρχικά αλλά και να ξεσηκώσει με ευκολία ένα τόσο ευμεγέθες για τα δεδομένα τους κοινό - μιλάμε για αρκετές εκατοντάδες άτομα.
Οπότε και οι φασαίοι είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, αλλά και ταυτόχρονα, οι τύποι είναι πολύ καλοί σε αυτό που κάνουν

4 Likes

και με παιδια απο το εξωτερικο που μιλαω σε μουσικους σερβερ, οι VIC τους αρεσουν παρα πολυ

επισης πόσο πωρωση αυτο το σημειο

I came for recreation
Travelled through space and time
All over the ages
The planets aligned

I came for the salvation
Of soul and spirit and mind
All over the changes
My body revived

4 Likes

Μια και είχαν επέτειο αυτές τις μέρες:

UNHOLY “Rapture” (1998)

Οι UNHOLY από τη Φινλαδία υπήρξαν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση doom/death (αρχικά) και ατμοσφαιρικού (αργότερα) metal σχήματος μια και ποτέ δεν άνηκαν σε κάποια σκηνή και πάντα τραβούσαν έναν δικό τους, σχετικά αντιεμπορικό δρόμο. Ακόμα κι όταν “μαλάκωσαν” τις συνθέσεις τους και εισήγαγαν περισσότερα 70s σημεία, πλήκτρα, γυναικεία φωνητικά κτλ (πράγματα δηλαδή που έκαναν σχεδόν όλοι του συγκεκριμένου ήχου), πάντα οι αργόσυρτες και χρόνικά μεγάλες συνθέσεις τους έμοιαζαν δυσπρόσιτες.

Σε κάθε περίπτωση, το “Rapture” που ήταν και το άλμπουμ της επανένωσης μετά από ένα σύντομο διάλειμμά 4 ετών, είναι ίσως η κορυφαία στιγμή του σχήματος από την Imatra, για όποιον έχει την υπομονή και την προσήλωση.


AUSTERE “To Lay Like Old Ashes” (2009)

To 2009 ήταν μια φοβερή χρονιά για το black metal (“Maranatha”, “Engram”, “Seven Chalices” και πάρα, πάρα πολλά άλλα), αλλά ήταν και μια περίοδος που γινόταν μια όσμωση με πιο ατμοσφαιρικούς ήχους (κάτι για shoegaze λέγανε τότε, δεν κατάλαβα ποτέ τι ακριβως ήταν) ενώ για αρκετά χρόνια μας (καλά εμένα όχι ιδιαίτερα, αλλά κάποιους) απασχολούσε το λεγόμενο depressive/suicidal (SILENCER κανείς;). Καπού εκεί λοιπόν κινούνταν και οι AUSTERE, το “To Lay Like Old Ashes” των οποίων υπήρξε κατ’ εμέ από τα πολύ καλά δείγματα του υποϊδιώματος, πράγμα καθόλου περίεργο καθώς από το εξ Αυστραλίας ορμώμενο δίδυμο των Sorrow και Desolate, ο δεύτερος (Mitchel Keepin) μας έχει απασχολήσει ουκ ολίγες φορές, κυριότερα με τα όσα έχει κάνει ως ILL OMEN και TEMPLE NIGHTSIDE.


BLOOD OF THE BLACK OWL “A Banishing Ritual” (2010)

Ξαναλλάζουμε ήπειρο και πάμε τώρα στο Seattle, όχι όμως για grunge, αλλά για ενδοσκόπηση και drone/ambient καταστάσεις με τζούρες neofolk και σαφή αρχέγονη/παγανιστική προσέγγιση. Το σαμανικό όχημα των BLOOD OF THE BLACK OWL στην κατά τη γνώμη μου κορυφαία κυκλοφορία τους (δεν έχω ακούσει τα 2 τελευταία) προσφέρεται για διαλογισμό και βόλτες στη φύση, από το σούρουπο και μετά κατά προτίμηση, και γενικότερα όσο μακριά από τον σύγχρονο πολιτισμό (έστω για λίγο) τόσο το καλύτερο.

5 Likes

Καλό μήνα είπαμε;

Υπήρξε μια εποχή, πολύ πριν το internet, τις ευκολίες της “κατ’ οίκον” ηχογράφησης και της “ιδίοις αναλώμασι” έκδοσης μουσικής, όταν το να εξασφαλίσεις συμβόλαιο με δισκογραφική μπορεί να έπαιρνε χρόνο, ειδικά όταν επρόκειτο για μπάντες με καταγωγή από “τρίτες” χώρες, πολλώ δε μάλλον όταν αυτές διακονούσαν ένα στυλ μακριά από την τρέχουσα μόδα.

Στην περίπτωση των Ιταλών Domine το διάστημα αυτό ξεπέρασε την δεκαετία από την ίδρυση τους.
Ίσως γι’ αυτό τα τραγούδια που απαρτίζουν το πρώτο τους LP είναι βουτηγμένα στο παραδοσιακό metal αφ’ ενός, και μοιάζουν στην εντέλεια δουλεμένα αφ’ ετέρου, αφού είχαν το “προνόμιο” να υπάρχουν για αρκετό καιρό πριν.
Πάνω απ’ όλα όμως, το “Champion Eternal” έχει να επιδείξει μια μοναδική επική ατμόσφαιρα, απέχοντας παρασάγγας από το ακμαίο τότε euro power παρακλάδι με τα “ζαχαρένια” ρεφραίν και τα κυρίαρχα keyboards. Αντίθετα εδώ, όσο κι αν ο Morby (Time Machine) ερμηνεύει με το “ιδιαίτερο” στυλ του τις εμπνευσμένες μελωδίες του κιθαρίστα - αποκλειστικού συνθέτη και στιχουργού Enrico Paoli, ο πρωτεύων κινητήριος μοχλός που καθοδηγεί και δημιουργεί την τόσο ξεχωριστή ατμόσφαιρα είναι το rhythm section του αδελφού του Ricardo (μπάσο) και του, πρώην Death SS, Mimmo Palmiotta (drums).

Περιφρονώντας λοιπόν τις εύκολες λύσεις για να διεγείρουν τα συγκινησιακά αντανακλαστικά των ακροατών του είδους, οι Domine επένδυσαν σε συνθέσεις που απλώνονται σε διάρκεια και διαθέτουν διακριτά μέρη με δραματικές ενίοτε αλλαγές, που διαδέχονται το ένα το άλλο δημιουργώντας μια εμπειρία αν όχι μοναδική, τότε σίγουρα σπάνια. Οι δε στίχοι που πραγματεύονται την “καταραμένη μοίρα” του Elric του Melnibone (ο οποίος δεσπόζει και στο εξώφυλλο!) επιτείνουν το όλο συναίσθημα!

Η αλήθεια είναι ότι το “Champion Eternal” όχι μόνο έχει ξεχωριστό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί ένα “παράδοξο” για την εποχή που κυκλοφόρησε, ενώ υπήρξε και ο καταλύτης (ή έστω, ένας από αυτούς) για την άνθηση της ιταλικής σκηνής ειδικότερα, αλλά και του είδους γενικότερα.

10 Likes

4ο album των Muse και έχω γράψει πως πιστεύω ότι είναι το καλύτερο τους. Δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο να ισχυριστείς όταν έχεις βγάλει μέσα σε μια πενταετία το Origin και το Absolution, αλλά τα κατάφεραν και επιμένω στην άποψή μου. Κράτησαν όλα αυτά που τους έκαναν μοναδικούς, πειραματίστηκαν, έβαλαν καινούρια πράγματα στα τραγούδια τους και πάνω απ’όλα ακούς επιτέλους ένα “επαγγελματικό” album. Κάθε ένας ήχος είναι σωστά φτιαγμένος, η παραγωγή είναι καταπληκτική, και κυρίως ο Matt έχει φτιάξει τη φωνή του στα επίπεδα ενός τραγουδιστή που δεν τραγουδάει με το ταλέντο του κυρίως, αλλά με πλήρη έλεγχο του τι πρέπει να κάνει (αν και η κορυφή του θα έρθει με τα δύο επόμενα album τους). Album κορυφής και εδραίωσης κυριαρχίας.

Take A Bow: Αχ αυτά τα synths… Ένα space έπος, με όλα αυτά που έχει ένα κλασσικό Muse κομμάτι, αλλά όχι ένα αναγνωρισμένο Muse κομμάτι. Στα ίδια μήκη κύματος με το Space Dementia, μέχρι να αρχίσει τα σηκώματα ο Matt. Το είχαν ήδη έτοιμο απ’το 2004, στο live του Glastonbury είχαν παίξει μια early version. Buuuurn, you will buuuuurn in heeelllllllll. Pwopa. Είχα την τύχη να το δω live στην drone tour. Αχ αυτά τα synths…

Starlight: Τα έχω ξαναπεί, ένα υπερυπερυπερυπερχιτ και δικαιωματικότατα. Ένα ακατέβατο 10αρι (γιατί ρε Matt δεν κρατάς πια την κιθάρα γαμώ?). Μπορεί να το έχουμε βαρεθεί, μπορεί να είναι υπερπαιγμένο, αλλά είναι κομματάρα, ο τέλειος συνδυασμός Muse feeling, radio-friendly, rock κομματιού. Αχ αυτά τα synths… Αυτός ο σαν-compressed ήχος που ακούγεται στο background του πρώτου ρεφραίν, που έρχεται και φεύγει μου έχει μείνει καρφωμένος απ’την πρώτη στιγμή που τον άκουσα. Πριν πω για το αγαπημένο μου σημείο στο τραγούδι, ας δώσουμε τα εύσημα στον Dom για το πιο απλό drum beat που έχει φτιάξει ποτέ, αλλά είναι τόσο κολληματικό. Πάντα μου άρεσαν αυτά τα jamming περίπου πράγματα που μπαίνουν σε στούντιο εκτελέσεις, και εδώ είναι ό,τι καλύτερο έχω ακούσει και φυσικά μιλάω για το 2ο ρεφραίν, όταν ο Matt λέει “If you promise not to fade away” και πατάει μαζί με τη μελωδία της φωνής τις αντίστοιχες νότες στην κιθάρα και πριν το τελευταίο ξέσπασμα που κάνει αυτό το μπρρρρρρρρρρρρ ανεβαίνοντας την ταστιέρα. ΚΟΜΜΑΤΑΡΑ

Supermassive Black Hole: Μας το φάγαν λίγο οι βρυκόλακες του Twilight, αλλά μιλάμε για άλλη μια κομματάρα. Τραγούδι πάρτι 10000000%, α πι θα νο groove, καυλωτικότατο riff και με άψογα δεύτερα φωνητικά από τον Chris τον μάστορα. Ως είθισται ο μεγαλύτερος τρολάς και ιδιοφυία Matt, κάνει τα δικά του στο τραγούδι στο background, και είναι τόσο έξυπνο αυτό το Pe Pe Pe Pe Pe Pe Pe που ακούγεται σαν percussion στο τελευταίο ρεφραίν.

Map Of The Problematique: Τι να πεις, το πιο όμορφο τραγούδι τους. Ο Dom συνεχίζει να δίνει ρέστα, πάντα λάτρευα το βαθύ ήχο του ταμπούρου. Τι να πεις, το πιο όμορφο τραγούδι τους.

Soldier’s Poem: Μεχ και πολλά λέω

Invincible: Πρόγονος του Survival? Μπορεί, ένα από τα μεγαλεπήβολα τραγούδια τους, μπράβο για το slide guitar. Χεχε, έρχεται το τελευταίο μέρος όμως του τραγουδιού και σε κοπανάει στο κεφάλι με την ευγενική χορηγία της μπασογραμής του Chris και το tapping του Matt. Συγχαρητήρια στα παιδιά που ξέρουν να γράφουν τέτοια κομμάτια, γαμώ το κεφάλι μου.

Assassin: Το κρυφό διαμάντι του δίσκου, και λέω κρυφό γιατί η σωστή version είναι το Grand Omega Bosses που είναι b-side του Knights. Πως μπορούν να γράφουν τόσο διαφορετικά τραγούδια και να μη ξεφεύγουν απ’το ύφος του album και να είναι όλα Muse σήμα κατατεθέν? Ντάξει, το κόψιμο με το Rachmaninov είναι για να μας θυμίσει ο Matt από που πήρε πολλές απ’τις ιδέες του (γκουχ γκουχ) αλλά και πάλι γαμάει.

Exo-Politics: Δεν ξέρω γιατί μ’αρέσει τόσο πολύ, αλλά έχω τις υποψίες μου. Όπως στο Origin έχουμε το Bliss (άντε και το Plug In Baby) και στο Absolution το The Small Print, έτσι κι εδώ το πιο απλό κομμάτι τους riff, κουπλέ, ρεφραίν, γέφυρα/σόλο, κουπλέ, ρεφραίν είναι πιθανότατα το αγαπημένο μου, γιατί είναι απλά απλό. Ένα ωραίο rock κομμάτι, στη βασική του φόρμα από ένα συγκρότημα που αποδεδειγμένα μπορεί να γράψει πιο “δύσκολα” κομμάτια. Οι καραμούζες στο τέλος είναι άλλη μια ευχάριστη προσθήκη και φυσικά, το “oahghgheah” του Matt πριν το τελευταίο στίχο του ρεφραίν πάντα με κάνει να βήχω όταν προσπαθώ να το τραγουδήσω στο αμάξι τέρμα.

City of Delusion: Underrated 10000000000%. Ισπανικές (?) κιθάρες, τα ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ στο δεύτερο κουπλέ σπέρνουν (και σε κάνεις να αναρωτιέσαι τι άλλο θα σκεφτεί να βάλει στα τραγούδια του ο τύπος για να φτιάξει groove) κα μην ξεχνάμε έχουμε solo τρομπέτα (!). Τρομπέτα που στα live του 07 έχουν κανονικό τρομπετοπαίχτη, πιστεύω θα γέλαγα full αν το έβλεπα αυτό μπροστά μου. Βασικότατο κομμάτι της μηχανής του album, πιθανώς να μπορούσε και χωρίς αυτό αλλά δε θα πήγαινε και πολύ μακριά, είναι από αυτά τα δευτεροτρίτα τραγούδια που έχουν τόσο μεγάλη ποιότητα και ανεβάζουν τα album στα ύψη ως σύνολο.

Hoodoo: Εδώ έχουμε σίγουρα ισπανικό vibe, και μάλλον καταλαβαίνεις πως είναι λόγω concept, δηλαδή Αρειανοί καβαλάρηδες στις κοιλάδες σε extravaganza καταστάσεις. Δύσκολο κομμάτι, μία το σιχαίνομαι μία μου αρέσει, σίγουρα δεμ ακούγεται μόνο του αλλά στη ροή του album.

Knights of Cydonia: Από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια τους και δικαιωματικά. Δεν υπάρχει κάπου που να υστερεί. Τρελό groove, sing along στην κιθάρα (μέχρι να πιάσει τις ψιλές ο Matt) και ασταμάτητο build-up. Μπορεί να το παίζουν 238 σερί χρόνια ως κλείσιμο, αλλά το αξίζει. Στο riff στο τέλος, τα έχεις δώσει όλα, τραγουδάς μαζί με τον Matt “NOONE’S GONNA TAKE ME ALIIIIIIIIIIIVE” και απλά το περιμένεις σα λύτρωση. Έχει και τον καλύτερο στίχο που έχει γράψει ο (κακός συνήθως στους στίχους) Matt, δηλαδή το “Don’t waste your time, or time will waste you”.

Glorious: Μέρος της Japanese edition, το αγαπημένο τραγούδι του Dom, το παίξαν πρώτη φορά μετά το 2005, στο SBE το 2017 στην καλύτερη μάλλον συναυλία τους εδώ και πολλά χρόνια. Η μπασογραμή σπέρνει από πίσω και έχει δύο feat που πάντα μου άρεσαν, δηλαδή το riff της κιθάρας να συγχρονίζεται με τα χτυπήματα των drums και το tremolo picking. Στην ίδια κατηγορία με το City of Delusion ως προς την αξία του στο album.

Honorable mentions, τα 2 b-sides, δηλαδή το Easily και το Crying Shame. Το πρώτο είναι το αγαπημένο τραγούδι του Matt (και το παίξαν κι αυτό στην SBE, που προσπάθησα πάρα πάρα πολύ να πάω, περιμένοντας κοντά στις 9 ώρες σύνολο στην ούρα τις δύο μέρες που ήταν διαθέσιμα τα εισιτήρια αλλά δεν πρόλαβα) και είναι ένα ακόμη κλασσικό underrated Muse κομμάτι, ενώ το δεύτερο πιθανότατα είχε ξεμείνει απ’το Showbiz :stuck_out_tongue:

11 Likes

Πριν μερικά χρόνια, τότε που εξερευνούσαμε τον πλανήτη με γοργούς ρυθμούς, ενα καλοκαίρι (νομίζω το 2016 ή 2017) είχαμε πάει με τη γυναικά μου στην Ταυλάνδη. Εκεί, ανάμεσα σε όλα τα φοβερά (και ενίοτε επικίνδυνα για τη χλωριδα του γαστρεντερικού) εδέσματα που δοκιμάσαμε, ένα συγκεκριμένο με είχε σοκάρει με το πόσο γαμάτο ηταν. Αναφέρομαι στη σούπα tom yum, την εθνική (υποθέτω, λόγω omnipresence) σούπα της Ταυλάνδης. Tα βασικά συστατικά αυτής της σούπας είναι lemongrass, μανιτάρια, τσίλι, σκόρδο, γάλα καρύδας, ντομάτα, lime, γαρίδες, φρέσκος κόλιανδρος και κάποια ακόμα εξωτικά συστατικά (πχ galangal, fish sauce) στα οποία δεν έχει νοημα να αναφερθούμε εκτενέστερα, αλλα προσθέτουν σε μοναδικότητα.

Εκστασιασμένος λοιπόν με το πόσο γαμάτη μπορεί να είναι αυτή η σουπα, αναφώνησα στην ισοβίως (ελπίζω) καταδικασμένη να ακούει τα μέτρια αστεία και τους υπερβατικούς συλλογισμούς μου, πως “αυτή η σούπα έχει ακριβώς ότι πρέπει να έχει μια σούπα”. Η εύλογη απορία της ηταν “δηλαδή όλες οι σούπες πρέπει να έχουν αυτά τα ίδια συστατικά?” και η απαντηση μου (με χαρα και τσαχπινιά) ηταν “ναι!”. Ακόμα το θυμόμαστε καμιά φορά αυτό το διάλογο και γελάμε.

Οι Amorphis δημιουργήθηκαν το 1990 στη μεταλλομάνα (οκ οχι τόσο πολυ όσο οι εκ δυσμών γείτονες της, αλλα καθολου αμελητέα ποσότητα στο metal) Φινλανδια, σαν ένα αποτέλεσμα διάφορων ενώσεων και διασπάσεων σε πιο πρώιμα underground σχήματα στα οποία συμμετείχαν τέσσερις καταπληκτικοί μουσικοί, οι κιθαρίστες Esa Holopainen, Tomi Koivusaari (με τα φωνητικά στους πρωτους δισκους να είναι επίσης δικά του), ο drummer Jan Rechberger και ο μπασίστας Olli-Pekka Laine. Μετά από ένα πολύ δυνατό και πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο το Karelian Isthmus (1992), κυκλοφορούν το αριστουργηματικό Tales from the Thousand Lakes (1994), που δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε πως είναι από τους πιο σημαντικούς δίσκους των 90s. Και δύο χρόνια αργότερα αποφασίζουν να μαλακώσουν ακόμα περισσότερο τον ήχο τους, βάζοντας πολύ περισσότερα καθαρά φωνητικά, που τα αναλαμβάνει πλέον μια από τις καλύτερες χροιές στο rock/metal, ο Pasi Koskinen, και κυκλοφορούν το καταπληκτικό Elegy (1996).

Και ερχόμαστε πλέον στο 1999, όπου συναντιούνται και οι δρόμοι μου με τους Amorphis, με το αριστούργημα που πήρε το όνομα του από τον “κάτω κόσμο” της Φινλανδικής (και εσθονικής) μυθολογίας, Tuonela, για το όποιο ο φίλτατος @QuintomScenario με κάλυψε πλήρως πριν λίγο καιρό. Το οποίο ήταν και η πρώτη παρουσία του καταπληκτικού Santeri Kallio στα πλήκτρα, ο οποίος (προς τέρψην των αυτιών μας) παραμένει ακόμα στη μπάντα. Και δύο χρόνια αργότερα το επίσης καταπληκτικό Am Universum (2001), στο οποίο θα αναφερθώ σήμερα.

Ήρθε η ώρα να εξηγήσω και τη σύνδεση των δυο πρώτων παραγράφων της εισαγωγής με τους Amorphis ή με άλλα λόγια να απαντήσω στην απορία “μα καλά τι πίνει ο παργαλάτσος?” που ενδεχομένως αυτή η η περίεργη σύνδεση προκάλεσε. Οι Amorphis λοιπόν στούς δύο αυτούς δίσκους καταφέρνουν να συνδυάζουν πολύ διαφορετικά μουσικά είδη (doom/death metal- σαν επιρροή, heavy metal, ανατολιτικη μουσική, pop, jazz, και μια γενναία δόση 70s ψυχεδελικού rock), προκαλώντας ποικιλία συναισθημάτων στον ακροατή, κυρίως πάνω στους τρεις άξονες της πόρωσης, μελαγχολίας και επιθυμίας για ταξίδια, εξερεύνησης, wanderlust, όπως θέλετε το ονομάζετε. Αμεσότητας και πειραματισμού. Και πετυχαίνουν μια απροσδόκητα τέλεια ισορροπία ανάμεσα σε οικεία συστατικά, αλλά και πιο εξωτικά, όπως ακριβώς και εκείνη η σούπα της Ταυλάνδης. Και για να υπερθεματίσω, ποτέ καμία άλλη μπάντα δεν ακούστηκε σαν τους Amorphis των Tuonela και Am Universum (αν έχετε κάποια υπόψιν παρακαλώ συνδράμετε!). Χωρίς να μειώνω το πολύ ωραίο Far from the sun που ακολούθησε ή την περίοδο με τον Tomi Joutsen στη μπάντα που μας χάρισε δισκάρες όπως Eclipse, Silent Waters, Beginning of times, Queen of time- και όχι μόνο, αυτοί οι δύο προαναφερθέντες δίσκοι ήταν one of a kind, ή μάλλον two of a kind.


Am Universum στα γερμανικά σημαίνει “στο σύμπαν”, τιτλός πολύ ταιριαστός με την ψυχεδέλεια και εξωτικότητα του album

Προσπερνώντας τη συνηθισμένη για εμένα παρουσίαση ενός δίσκου σαν track by track ανάλυση, θα μπορούσα να πω πως το Am universum είναι μια συλλογή από 10 σχετικά απλά - σαν βασική ιδέα - και παρά πολύ εύληπτα στην επιφάνεια κομμάτια, με καταπληκτικές φωνητικές γραμμές και ρεφρενάρες που είναι σχεδόν αδύνατο να μην σιγοτραγουδήσεις. Σε αυτό τον κορμό λοιπόν, γεμάτο με ψυχεδέλεια και 70s rock περάσματα που ακούγονται φρεσκότατα ακόμα και σήμερα, πλήκτρα και σαξόφωνο (που αποτελεί το κύριο…εξωτικό στοιχείο και εμφανίζεται στα μισά κομμάτια του δίσκου) μοιράζουν απλόχερα πινελιές και licks, το μπάσο ακολουθεί το δικό του- συνήθως μελαγχολικό δρόμο- τα τύμπανα κρατούν το δίσκο groovy, οι κιθάρες παιζουν πρωτοτυπα ροκάδικα riff και κιθαριστικά leads- με τα πιο σκληρα riff να είναι λίγα. Και ένα ακόμα όργανο, το… μουσικό πριόνι (οχί σαν τα πριονια του…Dance with the devil φερ’ ειπειν!) που στο Grieve stricken heart αυξάνει και άλλο τα επίπεδα…εξωτικότητας. Όλα αυτά σε έναν δίσκο που, αν και λιγότερο εντυπωσιακός από τον προκάτοχο του Tuonela, με τα χρόνια εδραιώνεται όλο και περισσότερο στις ακροάσεις μου με την τέλεια ισορροπία που περιέχει και την οικεία αίσθηση που μου προκαλεί. Έναν δίσκο τον οποίο έχω επιθυμήσει να ακούσω πολύ περισσότερες φορές από άλλους που θεωρητικά είναι πιο κλασικοί για την μπάντα, και ένα σημείο αναφοράς για εμένα μουσικά.

147_thumb
O guest σαξοφωνίστας Sakari Kukko

Τέλος σε μια προσπάθεια να ξεχωρίσω τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου (δύσκολο έργο γιατί είναι ξεκάθαρα no filler), θα έλεγα τα alone, goddess of the sad man, shatters within, forever more, veil of sin και grieve stricken heart, οκ σταματάω εδώ γιατί θα τα γράψω όλα!

13 Likes

Θα μπορούσα να γράψω όσα έγραψες κι άλλα τόσα για το Am Universum. Ο μόνος λόγος για τον οποίον έκανα κατάθεση ψυχής πριν κάνα μήνα για το Tuonela και όχι για το Am Universum, είναι πολύ απλά γιατί βγήκε πρώτο.

Από κει και πέρα, δε νομίζω ότι έχει κάτι να ζηλέψει ο δίσκος του 2001. Για μένα Alone, Goddess Of The Sad Man, και Veil Of Sin μπαίνουν στην τοπ 10αδα τραγουδιών Amorphis ψιλοευκολα. Μια μπάντα που έχει 150 τραγούδια ξέρω γω.

3 Likes

Είμαι ο μόνος που στο εξώφυλλο του “Am universum” έβλεπα πάντα τον λαιμό του ET ενώ είναι ξαπλωμένος πλάγια;

4 Likes

Μπορεί οι μέρες αυτές επετειακά να ανήκουν δικαιωματικά στους METALLICA και το MoP, όμως σε μικρότερα γήπεδα παίζουν αριστοτεχνική μπαλάρα και κάποιοι άλλοι κύριοι.

ABSU “The Sun Of Tiphareth” (1995)

Η σύμπραξη του Equitant με τον Proscriptor (και λίγο αργότερα και με τον Shaftiel) έφερε στο προσκήνιο ένα εντελώς ξεχωριστό μεταλλικό κράμα που πατούσε με το ένα πόδι (το καλό) στο thrash και με το άλλο στο black, πάνω απ’ όλα όμως υπηρετούσε το ατόφιο metal, με λύσσα και χωρίς συμβιβασμούς.

Το 2o full-length τους, ο Ήλιος του Τιφάρετ (Τιφαρέτ, Τιφέρετ διαλέχτε και πάρτε), είναι ένα έξοχο δείγμα του 90s metal, όπου οι κιθάρες δεν κωλώνουν πουθενά, τα τύμπανα βαράνε δυνατά (και επ’ουδενί στον γάμο του καραγκιόζη) η παραγωγή δεν χρειάζεται ένα κάρο φιοριτούρες και κατ’ επέκταση οι σβέρκοι πάνε πάνω-κάτω ασταμάτητα.

40κάτι λεπτά, 5 κομμάτια + 1 διασκευή + 1 ιντερλούδιο, θεματολογικά κάμποση κέλτικη μυθολογία με λίγη γαρνιτούρα από οκάλτ και γενικά “τόσο όσο” σε όλα του.

8 Likes

THORNS “s/t” (2001)

Αν τις προάλλες είχαμε επέτειο για ένα δίσκο που δικαιούται να χαρακτηρίζεται ως ο κορυφαίος BM (για έμενα είναι το “De Mysteriis…”, αλλά πλέον παίζουμε στις πολύ λεπτομέρειες), σήμερα η επέτειος είναι γι αυτόν που αποτέλεσε σωτήριο αναβάπτισμα (με όλον τον σεβασμό στα “Satanic Art”/“666 International”).

“Καλώς όρισες intelligent blackmetal” έγραφε τότε στο κείμενο του στο ΜΗ ο Γιοβανίτης, κι όσο κι αν μοιάζει γραφικός (έως και κακογερασμένος) ο όρος στο σήμερα, τότε ίσως είχε αρκετα περισσότερα να πει.

Το in-your-face ξεκίνημα των “Existence”/“World Playground Deceit” έρχεται να διαδεχτεί το σαλεμένο “Shifting Chanells” οπου ο Aldrahn ξεσαλώνει, η βιομηχανίλα είναι διάχυτη και το αργόσυρτο, κάτι-σαν-κυκλικό riffing του Snorre στοιχειώνει (μαζί με το riffing-προς-τα-μπρος-riffing-προς-τα-πίσω σήμα κατατεθέν και διάχυτο σε πλείστες όσες μαυρομεταλλικές κυκλοφορίες ανά τις δεκαετίες).

Το αποκορυφωμα βέβαια είναι η διλογία “Underneath the Universe”, ούτε και ξέρω πόσες φορές στην καλοκαιρινή επαρχία έχω αράξει βράδι αγναντέυοντας τον γαλαξία με αυτό το soundtrack, με τον “διάλογο” μεταξύ Aldrahn και Satyr (περασμένα μεγαλεία) και το εμβατηριακό, μπλεγμένο με samples, κλείσιμο να αποτελούν μια από τις πιο υπερβατικές στιγμές του σκληρού ήχου.

But in his paradise, logic came to visit
A mythic creature with beauty in its voice
And gave him instructions on how to prevail
And overcome the panic of his twisted reality

21 χρόνια μετά τίποτα σε αυτό το αριστούργημα δεν δείχνει ότι ηχογραφήθηκε τότε και παραμένει relevant όσο ελάχιστα (ή και κανένα) albums του σήμερα. Πλέον δε, ελπίζω να μη βγει ποτέ ο διάδοχος…

16 Likes

Την θυμάμαι ακόμα τη στιγμή. Αμυδρά μεν και με κάποια «θολά» σημεία, αλλά δύναμαι να ανακαλέσω την ουσία της αίσθησης που μου άφησε.

Ευρισκόμενος στην στήλη των Album Reviews του MH, «έπεσα» πάνω στην κριτική του ομώνυμου ντεμπούτου των Universe217. Αν δεν με απατά η μνήμη μου (καθότι το τεύχος βρίσκεται στην πατρική οικία), την κριτική έκανε ο Β. Ζαχαρόπουλος. Γνωστός για την χαρακτηριστική άνεση με την οποία χειρίζεται το γραπτό λόγο, ο συγκεκριμένος συντάκτης παρέδωσε ένα λυρικό κείμενο-«κατάθεση ψυχής», πλήρως αποθεωτικό για την μπάντα και το υπό αξιολόγηση πόνημά της. Η συγκεκριμένη κριτική αποτελεί, κατά την άποψή μου πάντα, ό,τι αρτιότερο κι πιο ενδεικτικό έχει γραφεί στο περιοδικό τόσο για την ίδια την κυκλοφορία, όσο και για την προοπτική του συγκροτήματος. Θυμάμαι ότι στα τότε δικά μου «ποιοτικά» μάτια (ενδεχομένως και στα τωρινά / έχω να το διαβάσω από τότε το κείμενο), τοποθετούσα άνετα την κριτική στο πλάι κειμένων του Ε. Αρανίτση (πρωτίστως) και του Μ. Στεφανίδη (δευτερευόντως) στην Ελευθεροτυπία, που «καταβρόχθιζα» μετά μανίας εκείνη την περίοδο, «στύβοντας» το μυαλό μου να εξάγω νοήματα ή/και να προβληματιστώ περαιτέρω.

Επίσης, αν δεν κάνω λάθος (πολλά αν και αμφιβολίες μαζεύτηκαν / ελπίζω να μην ξεφτιλίζομαι αυτήν τη στιγμή, ενθυμούμενος εσφαλμένα και γράφοντας πράγματα που δεν ισχύουν), νομίζω ότι στην κριτική υπήρχε και μία αναφορά στην πρώτη επαφή του συντάκτη με τους Universe217, σ’ ένα «ανύποπτο» live, εμπειρία η οποία αποδείχθηκε καθόλα συνταρακτική και αποκαλυπτική.

Όπως και να ‘χει, για τα δικά μου κριτήρια, έχοντας διαβάσει το συγκεκριμένο κείμενο, ήταν αδύνατο να μην αγοράσω το δίσκο. Αυτό, όμως, που καθυστέρησε αρκετά, λόγω των τότε συγκυριών (στρατιωτική θητεία, εργασία και μεταπτυχιακές σπουδές, προσωπικά ζητήματα κ.ά.) ήταν η πρώτη δια ζώσης επαφή με το συγκρότημα. Αυτό έλαβε χώρα πριν 9 χρόνια, στο υπόγειο, κατά την παρουσίαση του ακόλουθου -νέου τότε- δίσκου τους:

image

Σοκ και δέος, αμηχανία μπροστά σε ό,τι παρακολουθούσα, περίεργη και διεστραμμένα όμορφη ατμόσφαιρα και απόκοσμη η εμπειρία, εν τω συνόλω, της πρώτης μου παρουσίας σε live τους. Λόγω των όσων βίωσα εκείνο το βράδυ, όπου τους «πετυχαίνω» ζωντανά και μπορώ να παραβρεθώ, απλά δεν το χάνω. Το πιο ασφαλές που μπορεί να ειπωθεί για τους U217, είναι ότι αν οι δίσκοι τους σου «μιλάνε» μία φορά, τότε η παρακολούθηση των ζωντανών εμφανίσεών τους «εκτοξεύει» την απόλαυση το βίωμα στο υπερπέραν.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε οποιοδήποτε πόνημά τους, καθότι όλα τυγχάνουν αριστουργηματικά, αλλά, προσωπικά, έχω μία ιδιαίτερη αδυναμία στο “Never”. Και αυτό διότι θεωρώ ότι σε αυτήν την κυκλοφορία το 4ο «όργανο» της μπάντας, ήτοι η συγκλονιστική φωνάρα της Τάνιας Λεοντίου, «λάμπει» περισσότερο από ποτέ.

Αργόσυρτο στο μεγαλύτερό του μέρος, «δυσκολοχώνευτο», «μεγαλώνει» λίγο πιο πολύ με κάθε ακρόαση και όλως περιέργως δύναται να επιφέρει ψυχική κάθαρση σε δύσκολες ψυχικές καταστάσεις ή να σε ισοπεδώσει ακόμη περισσότερο. Είπαμε… Δύσκολη περίπτωση το συγκρότημα. Ξεχνάμε διασκέδαση, μουσικό «χαλί» κατά τη διάρκεια έτερων δραστηριοτήτων κ.λπ. Εδώ μιλάμε για πλήρη αφοσίωση. Και αν και δεν το συνηθίζω, εδώ θα ανηφορίσουμε βήμα-βήμα τον Γολγοθά, έως ότου (και αν) εντοπίσουμε λίγο φως. Έχουμε και λέμε, λοιπόν:

“Mouth”: Πιο αργό και από το θάνατο, με σπαρακτική φωνητική εισαγωγή από την Τάνια (live, χαμηλώνουν τα φώτα, χαμηλώνει και το μικρόφωνο η Τάνια και ανατριχιάζουν μέχρι και τα μπετά στο συγκεκριμένο σημείο). Σε καλεί να σύρεις το σαρκίο σου, όσο μπορείς, βέβαια. Και μετά τη «γέφυρα», η φωνάρα θρηνεί, υπό το «φόντο» ενός πεσιμιστικού riff, σ’ ένα συγκλονιστικό outro. Απίστευτο εναρκτήριο.

“Enter”: Και ναι! Μπορούμε να πάμε και πιο αργά. Doom στο τετράγωνο στην εισαγωγή, με φωνή/-ες που στοιχειώνει/-ουν, σαν βγαλμένες από σκηνές της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Και μετά η φωνή λειτουργεί απειλητικά και σαγηνευτικά, υπό τους ήχους μίας παραληρηματικής ψυχεδέλειας που οδηγούν χωρίς διακοπή στο…

“Mark My World”: Η μπάντα πραγματοποιεί αυτό που ακριβώς λέει ο τίτλος. «Σημαδεύει» τον κόσμο σας. Mark my wor(l)d for it! Σύντομη, groove ψυχεδέλεια, με εθιστικό riff, λειτουργεί άνετα ως φυσική συνέχεια του “Enter”, ενώ στο σημείο που η Τάνια επαναλαμβάνει τον τίτλο του κομματιού, φτύνοντας τα σωθικά της, καλό θα είναι να μη βρεθείς στο διάβα της. Τέρμα επικίνδυνη η κατάσταση.

“Stay”: Σύγχρονος θρήνος. Experimental doom, από τα έγκατα της γης, σέρνεται σαν τη λάβα, κατακαίοντας το είναι σου. «Άρρωστη» και απόκοσμη η ερμηνεία της Τάνιας.

“Gravity”: Άλλοι πλανήτες, άλλη διάσταση. Ταξιδιάρικη «σφήνα», με τις ατμόσφαιρές της και τα όλα της. Το rhythm section τα «σπάει» εδώ. Και καθώς «πέφτει» ο ρυθμός, αναρωτιέσαι: «Φτάσαμε;».

“Harm”: Στοιχειωτικές «ψαλμωδίες» Τάνιας, με τον Γεωργακόπουλο να «χτίζει» το κομμάτι -ή ορθότερα να συνεχίζει- πάνω στην εθιστική μελωδία του δεύτερου μισού του “66” (από το ομώνυμο ντεμπούτο). Μετά το break, μάς προσφέρεται ένα in-your-face κλείσιμο, με ψυχασθενική φωνητική ερμηνεία. Ύμνος.

“She”: Δεν υπάρχουν λόγια. Αριστουργηματική, ατμοσφαιρική σύνθεση, με τα φωνητικά της Τάνιας να προκαλούν αβίαστα λυγμούς. Σπαραγμός, απώλεια, φευγαλέες εικόνες, μετάνοιες, νοσταλγία. Εκείνη… Αυτή… Μόνο μία γυναίκα με τόση δυναμική, όση κατέχει η Τάνια, θα μπορούσε να ερμηνεύσει αυτό το «ποίημα». Εν τω μεταξύ, τι στο δι@ολο συμβαίνει και το συγκρότημα έχει τόσο γ@μημενα εθιστικά outro στα κομμάτια του;

“Electrified”: Ηλεκτρισμένο, αρχετυπικό doom για αποσυμπίεση απ’ ό,τι προηγήθηκε. Κινείται σε παρεμφερείς ρυθμούς με εκείνους αυτοκινητοπομπής που συνοδεύει σωρό νεκρού προς τον τόπο ταφής. Τα μοιρολόγια τα αφήνουμε στην Τάνια, προφανώς.

“Never”: Τι να πούμε; Τι να γράψουμε; Αυτός ο ύμνος κυκλοφορούσε επί σειρά ετών «ασκεπής», δημιουργώντας έναν αστικό μύθο. Κάποιος, κάπου είχε ακούσει την τραγουδάρα ζωντανά. Εντέλει κι ευτυχώς, το αριστούργημα βρήκε την studio «Ιθάκη» του στην ομώνυμη κυκλοφορία. Απόλυτη κάθαρση. Συγκλονιστικό τραγούδι που πετυχαίνει τόσα πράγματα κατά τη διάρκειά του. Σε σέρνει, σε ταράζει, σε προβληματίζει και στο τέλος σε προκαλεί σ’ ένα Σαμανικό χορό, όπου τα όρια πραγματικότητας και φαντασίας καθίστανται δυσδιάκριτα. «Πρωθιέρεια» η Τάνια και ναι, το παραδεχόμαστε… Δεν υπάρχει διαφυγή από το σύμπαν που έχει δημιουργήσει το συγκρότημα. Ποτέ!

Σαν να πέρασε αρκετός καιρός που δεν έχουμε νέα τους, λέω εγώ. Για να επισπεύδουμε λίγο τις εξελίξεις.

Συγκρότημα που πιστοποιεί ότι, ακόμη και στην σημερινή εποχή, γίνεται να περάσεις τα μηνύματά σου… με λίγα λόγια.

11 Likes

Ακόμη και σ’ αυτό, μία κατηγορία μόνοι τους. Γενικά, μ’ έναν γνωστό, συζητούσαμε - εκείνος κατά βάση τράβαγε τα γένια του - που δε δίνουν έκταση στη μπάντα τους για να βγαίνουν περισσότερο στο εξωτερικό, καθότι ως ήχος είναι κάτι επόμενο και πέρα από το γνώριμο doom. Βέβαια, σαν απάντηση είχαμε την απόκριση από τον κιθαρίστα ότι δεν θέλουν κάτι τέτοιο, δηλαδή, να τρέξουν και ν’ ανέβουν σαλόνι. Ήτοι, U217: η έκφραση του underground.

Υ.Γ. 1. Το 'χω αναφέρει ξανά, αλλά ας το πω. Όταν παίζεται live το “She” και στο φινάλε σβήνουν όργανα και μικρόφωνο και από μέρους του κοινού σιγά πάσα σαρξ βροτεία, τότε η Τάνια είναι ο αεί νεολαμπής αστήρ του κάθε ήχου που ακούγεται και δεν ακούγεται.

Υ.Γ. 2. Τα έγραψες όλα σωστά και ωραία. Και προς επιβεβαίωση, ναι ήταν ο Βασίλης Ζαχαρόπουλος που έγραψε το κείμενο.

3 Likes

Μπορεί να μου πει κάποιος υπεύθυνα τι πραγματικά βλέπουμε στο εξώφυλλο του δίσκου γιατί εγώ μια ζωή βλέπω το κεφάλι ενός στρουθοκάμηλου να πετάγεται μέσα από τον ήλιο?

2 Likes

Μπορεί να 'χει μία αφηρημένη σύνδεση και με το “Alien”.

Φορώντας κοκκάλινα γυαλιά και με έκφραση Μαέβιους Παχατουρίδη, θα έλεγα ότι πρόκειται για την κατάκτηση μιας ανώτερης ενσυνείδησης της ύπαρξης μέσω του συμβολισμού του εντόμου που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της προνύμφης στο κουκούλι και πλέον αναδύεται με μια νέα μορφή.

Πάνω κάτω ότι περιγράφουν οι στίχοι του “Existence” δηλαδή.

3 Likes

Ευχαριστώ για τις απαντήσεις, καλύφθηκα. Θα συνεχίσω για πάντα να βλέπω τον evil στρουθοκάμηλο.

1 Like

Εμένα πάντα κατσαρίδα μου φαινόταν.

1 Like