Αν και δε συμφωνώ σε όλα, υποκλίνομαι σε αυτή την κατάθεση ψυχής. Αγνή, ανόθευτη, υπέροχα μπερδεμένη.
Και πάνω απ’ όλα, όπως το τονίζει εξ αρχής: “οπαδική”.
Ωραίος.
Στο μυαλό μου ακούγονται πιο στρωτά. Είμαι κ καταραμένος ν ακουω μουσική κ να σκέφτομαι χιλιαδυο πράγματα που πρέπει κάπου να τα πω (ειναι η θερμοκοιτίδα που αναφέρθηκα για το μπεμπέ του παργαλατσου ) ευτυχώς δηλ που υπάρχει το ροκινγκφορουμ αλλιώς θα έσκαγε ο εγκέφαλος.
Λατρεύω οπαδικά post του Ixnay.
Double-post, αλλά δεν πειράζει.
Derek and The Dominos "Layla and other assorted love songs"
Παίζει να ‘ναι απ’ τις πιο κουφές επιλογές που έχω προτείνει στο forum. Δεν ξέρω και κατά πόσον έχει μείνει και κανένας που να τ’ ακούει πλέον αυτά -παλιά υπήρχαν κάμποσοι users στα πιο rock πεδία, τώρα σπάνια ν’ αναφερθεί κάτι τέτοιο. Γενικά δεν ξέρω πόση απήχηση έχει αυτό το album, δεν το βλέπω ν’ αναφέρεται συχνά.
Που λέτε, προφανώς από τον Clapton γνώριζα ό,τι ακούγαμε στις συλλογές των πατεράδων μας. Με τα blues δεν έχω καμία ιδιαίτερη σχέση, ενώ και το κλασικό live των Allman Brothers (το αναφέρω γιατί εδώ παίζει και ο Duane Allman), ενώ είναι album καθολικής αποδοχής, εμένα δε μου είχε κάνει και τόση εντύπωση. Απλά δεν είναι του στυλ μου αυτού του είδους η μουσική.
Τις προάλλες, όμως, έφαγα μια φλασιά κι άκουγα Cream, και λέω ας τσεκάρω κι αυτόν το δίσκο. Και τελικά βρέθηκα να κολλάω μ’ ένα από τα καλύτερα rock albums που έχω ακούσει προσωπικά, για πολλούς και διάφορους λόγους. ΟΚ, καταρχάς αν είσαι κιθαρίστας, δε γίνεται να μην το λατρέψεις, εδώ γίνεται το σώσε. Solo στο solo, θέμα στο θέμα, Clapton και Allman είναι λες και συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Διπλά-τριπλά solo το ένα πάνω στο άλλο σε κάποια σημεία, licks ανάμεσα στα φωνητικά, η πεμπτουσία της blues κιθάρας ξέρω ‘γώ. Από την άλλη, το album σε κερδίζει γιατί έχει ευκολοάκουστα τραγούδια, δεν απευθύνεται σε guitar freaks. Με τις ωραίες ερμηνείες (ναι, ο Clapton κάνει και 2-3 παθιασμένες εδώ), τις εναλλαγές μουσικών στυλ (δεν περιέχει μόνο blues, και hard rock έχει, και μπαλάντες κ.ά.) κλπ. Τρίτον, ο δίσκος δε σου βγάζει με τίποτα ότι βασίζεται (ή προβάλει) μόνο πάνω στον Clapton. Δεν είναι μόνο ότι τα μισά φωνητικά (και με γαμώ τις ερμηνείες) τα κάνει ο πληκτράς, Bobby Whitlock. Είναι ότι πρωταγωνιστεί ακόμα και το rhythm section, ΙΔΙΩΣ τα drums. Μπορεί π.χ. να μην πορώνεσαι όσο μ’ έναν Bonham ή Baker, αλλά έχει γίνει ΤΡΟΜΕΡΗ δουλειά στα τύμπανα που δεν την αντιλαμβάνεσαι με τη μία, π.χ. άργησα να καταλάβω ότι στο (τέρμα αγαπημένο μου) “Bell bottom blues”, αυτό που ακούγεται «περίεργο» και το κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι ο drummer βαράει μπότα και snare ανάποδα, δηλαδή όχι «του-πα-του-πα», αλλά «πα-του-πα-του»! Ο οποίος drummer μετά από χρόνια αποδείχτηκε σχιζοφρενής κι έσφαξε τη μάνα του (ανατριχιαστικό trivia αυτό, αλλά δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να το μοιραστώ). Και το τελευταίο στοιχείο που πραγματικά με τρελαίνει σ’ αυτό το album και νομίζω ότι το κάνει ακαταμάχητο, είναι το live συναίσθημά του. Δεν ξέρω πόσα κομμάτια ηχογραφήθηκαν στην κυριολεξία live (το Wikipedia έχει διάφορες ωραίες ιστορίες για το πώς απλά τζαμάρανε και τρελαμένοι παραγωγοί τρέχανε να πατήσουν το «rec»), αλλά σχεδόν όλα τα τραγούδια σου δημιουργούν την εικόνα μιας πεινασμένης μπάντας που απλά ΓΟΥΣΤΑΡΕΙ να παίζει. Διάφορες φάλτσες νότες εδώ κι εκεί, φωνητικά που «χαμηλώνουν» και «δυναμώνουν» επειδή απλά το άτομο απομακρύνεται από το μικρόφωνο -κι όλα αυτά τα ‘χουν κρατήσει! Διάφορα «yeah!» και τέτοια που φανερώνουν την αναμεταξύ τους πόρωση κι έμπνευση (ούτως ή άλλως ο Allman από σπόντα κάπως βρέθηκε να ηχογραφεί μαζί τους). Είναι ένα συναίσθημα που δεν ξέρω κατά πόσον μπορεί να βγει πλέον από δίσκους, από την άποψη ότι είναι εικόνα μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που η μπάντα δεν έκανε τίποτα άλλο, απλά έπαιζε, έπαιζε, έπαιζε για ώρες σερί και είχε την τύχη να έχει μία μουσική βιομηχανία έτοιμη να την ηχογραφήσει και να τη βγάλει στον δρόμο. Οπότε το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού ήταν κάπως έμφυτο και σε κερδίζει αυτό -όποιος έχει παίξει σε μπάντα μάλλον θα ζήλευε αυτό το «να βρίσκεις τον άλλον με κλειστά τα μάτια», και εδώ καταλαβαίνεις ότι τέτοια μπάντα ήταν οι Derek and The Dominos.
Αυτά τα ολίγα από ‘μένα, ξέρω ότι οι περισσότεροι μάλλον δεν πολυακούνε τέτοια πράγματα (ούτε εγώ), αλλά είπα να τσιγκλήσω κανέναν, γιατί πραγματικά τον βρήκα πολύ αξιόλογο δίσκο και είναι κρίμα να γνωρίζουμε μόνο το ομώνυμο (που, ΟΚ, ξεχωρίζει όπως και να το κάνουμε). Απλά να προειδοποιήσω ότι το album έχει μπόλικα κομμάτια (15) από τα οποία τα 5 είναι διασκευές (άσχετο, αλλά το “Little wing” παραδόξως δε μου άρεσε όπως το έπαιξαν). Στο στυλ του “Layla” μόνο το “Why does love got to be so sad?” θα έλεγα ότι φέρνει, δηλαδή πιο υψηλές ταχύτητες και ψυχωμένες κιθάρες. Κατά τ’ άλλα πολύ-πολύ blues και κάμποσες μπαλάντες.
Εντάξει, τιτανοτεράστιος δίσκος. Θυμάμαι που κάποια στιγμή (παλιά!) ο μακαρίτης ο Lord είχε γράψει στο ΜΗ μια λίστα με τους 100 καλύτερους δίσκους έως τότε και τον είχε πολύ ψηλά (δεύτερο; τρίτο; κάπου ψηλά πάντως). Συγκράτησα το… περίεργο όνομα και όταν “συναντήθηκαν οι δρόμοι μας” δεν δίστασα καθόλου!
Εννοείται ότι συνιστάται ανεπιφύλακτα, μην λέμε τα αυτονόητα!
(Για την Ιστορία στο Νo1 είχε το “Who’s Next?” Μια απολύτως λογική επιλογή όπως συμπέρανα αργότερα!)
Δίσκος-ορόσημο και μάλλον ό,τι καλύτερο έχει κάνει ποτέ ο Clapton. Έχει και “Anyday”, “Keep On Growing”, “Tell The Truth”, κομματάρες όλες. Στις επετειακές συναυλίες των Allmans στο Beacon Theatre το 2009, τον καλέσανε μια μέρα και παίξανε καμιά ώρα υλικό, ο Clapton είχε πει ότι με τον Derek Trucks αισθανόταν πολύ άνετα να παίζει αυτά τα τραγούδια γιατί το παίξιμό του του φαινόταν πολύ κοντινό στου Duane.
Ο Jim Gordon είναι ακόμα στη φυλακή, πρέπει να κοντεύει τα 40 χρόνια.
Χαίρομαι που αναγνωρίζουν κι άλλοι την αξία του! Μάλλον επειδή δεν πολυασχολούμαι μ’ αυτόν τον ήχο νόμιζα ότι γενικά πρόκειται για παραγνωρισμένο δίσκο.
Πώς ξεκινάει η σχέση οπαδού και μπάντας στην πλειοψηφία των περιπτώσεων; Ακούς δείγμα από τη μουσική του συγκροτήματος, σε ικανοποιεί αισθητικά κι εν συνεχεία -ευκαιρίας δοθείσης- παρακολουθείς την μπάντα ζωντανά, στην «αρένα της ικανοποίησης» (pun intended), εκεί που τα αξιολογικά κριτήρια γίνονται πιο ανελαστικά. Θεωρητικά πάντα, το ότι είμαστε τόσο αυστηροί στις ζωντανές εμφανίσεις (ενδεχομένως και περισσότερο απ’ ό,τι στις studio δουλειές ενός συγκροτήματος, όπου και υφίσταται πολύ περισσότερος χρόνος οργάνωσης, διόρθωσης λαθών, άνεσης δουλειάς και λοιπών ευνοϊκών παραμέτρων) θα ακουγόταν οξύμωρο, αν στη μουσική που παρακολουθούμε και αγαπάμε δεν είχαμε πλείστα όσα παραδείγματα θρυλικών μπαντών που απέδειξαν ότι οι ανατριχίλες του ακούσματος των ηχογραφήσεων στο studio, αυξάνονται εκθετικά, όταν συνοδεύονται από εκρηκτικές εμφανίσεις επί σκηνής, γεμάτες ενέργεια, αλληλεπίδραση με τον κόσμο και απουσία στοιχείων (προηχογραφημένα μέρη, «αρπαχτές» κ.λπ.) που μας κάνουν να μην είμαστε φίλοι άλλων μουσικών ειδών. Γι’ αυτό, όταν γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων γεγονότων, τα στηλιτεύουμε (ορθώς) και οι δεσμοί μας με την υπαίτια μπάντα διαρρηγνύονται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου (πάντα στην σκηνή).
Δυστυχώς, μία τέτοια περίπτωση έχουν αποτελέσει και οι λατρεμένοι W.A.S.P., κυρίως στα μεσο-ύστερα (sic) χρόνια τους. Ο φυσικός ηγέτης της μπάντας, ο θεόρατος (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κ. Blackie Lawless έχει πολλάκις αδικήσει εαυτόν και συγκρότημα, κηλιδώνοντας μία κατά τ’ άλλα σημαντικότατη μουσική παρακαταθήκη και δημιουργώντας δυσπιστία και απροθυμία σε πολλούς φίλους (και μη) της μπάντας, αναφορικά με την πρόθεσή τους να την παρακολουθήσουν ζωντανά. Όπως και να ‘χει, εδώ μιλάμε για δίσκους και σίγουρα το συγκρότημα θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί πολλάκις στο παρόν topic.
Προσωπικά, επιλέγω να αναφερθώ στον τρίτο κατά σειρά αγαπημένο μου δίσκο από την πλουσιότατη δισκογραφία τους. Αφήνω στην άκρη το ιστορικό, «λυσσασμένο», ομώνυμο ντεμπούτο, όσο και το μνημειώδες και καθαρτικό “The Crimson Idol” κι επιλέγω την κορυφαία δισκάρα του 2002, το δέκατο (επαναλαμβάνω: δέκατο!) πόνημά τους, το “Dying for the World”.
Εύκολα παρεξηγήσιμο στιχουργικώς και αναφορικά με την κεντρική ιδέα του. Βρισκόμαστε στον μουδιασμένο και μπερδεμένο, μετά 9/11, κόσμο. Θα μπορούσα να γράψω για τις συγχύσεις και τις προφανείς αντιφάσεις, αλλά τα έχει πει όλα ο «ποιητής» στο εισαγωγικό κείμενό του στο booklet του album (διαβάστε το, βρίσκεται εύκολα στο διαδίκτυο και υπάρχει και στο ΥΤ, σε full album βίντεο). Μέσα, λοιπόν, στην οργή του και το υπόλοιπο έντονο, συνονθύλευμα συναισθημάτων που τον κατακλύζει, ο Blackie ασπάζεται τα ετερόκλητα στοιχεία του, συμφιλιώνει -κατά το μέτρο του δυνατού- τις προφανείς αντιθέσεις και αφήνει το αποτέλεσμα να βγει αβίαστα, πρωτόλειο και ανεπιτήδευτο. Ασχέτως αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τη «φιλοσοφία» του δίσκου (υπό την αίρεση ότι υφίσταται τέτοια ή τουλάχιστον είναι ξεκάθαρη), θεωρώ ότι ηχητικό αποτέλεσμα δικαιώνει πλήρως τον Lawless. Κατά την ταπεινή μου άποψη, βρίσκω το “Dying for the World” ως το πιο ειλικρινές και «αγνό» πόνημα του ψηλού. Ναι, ακόμα περισσότερο και από το “The Crimson Idol”.
Χωρίς τον μεγάλο -αλλά και λίαν αυτοκαταστροφικό- Holmes στο πλευρό του, ο Blackie γράφει απίθανα πράγματα κι ερμηνεύει καταπληκτικά. Ο δίσκος κυλάει γρήγορα και χωρίς να πάρεις πρέφα ότι έχει ολοκληρωθεί, το χέρι κινείται αβίαστα προς το repeat. Τα κομμάτια-«δυναμίτες» έχουν την τιμητική τους, με το ένα να είναι καλύτερο από το άλλο. “Shadow Man”, “My Wicked Heart”, “Revengeance” και “Stone Cold Killers” μοιάζουν να γράφτηκαν καμία εικοσαετία πριν και κάνουν την μπάντα να ακουστεί εκ νέου λίαν επικίνδυνη κι έτοιμη να σπείρει πανικό. Εκεί, όμως, που ο ψηλός χαρίζει στιγμές μεγαλείου είναι στις ήπιες στιγμές. Πλημμυρισμένος από συναισθήματα, γράφει κι ερμηνεύει σπαρακτικά τόσο το “Hallowed Ground” (πρωτίστως), όσο και το “Trail of Tears” (δευτερευόντως), χαρίζοντας τα ιδανικά μουσικά «πέπλα» για να συνοδεύουν τις επαναλαμβανόμενες τραγωδίες, θηριωδίες ή όπως θέλετε να ονομάσετε όλα τα γεγονότα που μας υπενθυμίζουν με τον χειρότερο τρόπο ότι δυστυχώς τα ανθρώπινα καμώματα γράφουν τα πιο εκτρωματικά σενάρια που δεν θα κατέβαζε ο νους και του πιο ευφάνταστου συγγραφέα σε 1.000 χρόνια. Ειδικά το “Hallowed Ground” στέκεται επί ίσοις όροις δίπλα στα “Sleeping (In the Fire)” και “Hold On to My Heart”.
Είναι αλήθεια αδύνατον να αγνοηθεί αυτός ο εκπληκτικός δίσκος. Όσοι δεν τον έχετε ακούσει, πράξτε το άμεσα.
Mε πόσο λίγα λόγια να περιγράψω το επόμενο…
Υπάρχουν κυκλοφορίες που αγγιζουν την ψυχή. Τις αισθήσεις. Το συναίσθημα. Τον εσωτερικό μας κόσμο. Που μας προβληματίζουν. Μας μελαγχολούν. Μας ηρεμούν. Μας συγκινούν. Μας γεμίζουν και την ίδια στιγμή μας αδειάζουν. Μας γλυκαίνουν και την ίδια στιγμή μας πικραίνουν. Μας χαλαρώνουν και την ίδια στιγμή μας φέρνουν ένα σφίξιμο.
Υπάρχουν πολλές κυκλοφορίες που προσπαθούν.
Υπάρχει και αυτό.
Όπου ο δίσκος είναι ένα έργο τέχνης. Από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή του. Από τον τίτλο του έως και το εξώφυλλό του. Από τη σύλληψη του concept, έως και την εκτέλεσή του. Από τον κρυστάλλινο, καθάριο ήχο του, μέχρι την ένταση που διοχετεύει το κάθε όργανο στον ακροατή. Με προεξάρχουσα τη γεμάτη αγνό πάθος και ένταση πεντακάθαρη φωνή του Ολλανδού Menses, ο οποίος σε πολλά σημεία πιο πολύ ερμηνεύει, παρά τραγουδάει.
Και το ταξίδι που εκτυλίσσεται μέσα στο Art… είναι γεμάτο ευγενική, διακριτική αγωνία, ερωτήματα, περιπλανήσεις σε απάτητα μονοπάτια του μυαλού, σε ατέρμονους λαβύρινθους, σε άγνωστες θάλασσες, κάτω από αστερισμούς που θα έπρεπε, αλλά δεν καθοδηγούν… Είναι ένας ύμνος στην μοναξιά και στο άγνωστο.
Είναι ένα “Αbsolute shade of white”, μία αδιέξοδη “Οδός ονείρων”. Μια δημιουργία γεμάτη λυρισμό και μελωδία. Ένα έργο για τους μεταλλικούς (και όχι μόνο) αιώνες.
Υγ Και φανταστείτε ότι στο μέτρημα στη συναυλία τους, έλειπα…
Σήμερα το μενού έχει διπλή παρουσίαση γιατί έχω οίστρο!
Σε μια εποχή όπου το επικό metal παρασάγγας απείχε από το να είναι του συρμού, ακόμα και στα στενά πλαίσια του μεταλλικού ιδιώματος (για… παραέξω ούτε λόγος!), μοιραίο ήταν οι καινούριες αξιόλογες μπάντες να προέρχονται από “περιφερειακές” χώρες με πλούσια όμως πολιτιστική παράδοση, όπως η Ιταλία.
Οι Doomsword από την Λομβαρδία σχηματίστηκαν με σκοπό να υπηρετήσουν το εν λόγω είδος, στην περίπτωση τους μάλιστα, αυτό θα λάμβανε χώρα απαλλαγμένο από τα “λαϊκίστικα”, cheesy στοιχεία που συχνά υπήρχαν στο συγκεκριμένο παρακλάδι και μετρίαζαν τις εντυπώσεις – άλλωστε, δεν υπήρχε και κάποιο ευάριθμο κοινό για να λαϊκίσει κάποιος εκείνα τα χρόνια!
Οι Doomsword λοιπόν, αρέσκονται στα αργόσυρτους, ογκώδεις ρυθμούς και τις υποβλητικές ατμόσφαιρες, που χρώσταγαν πολλά στους Manowar του “Into Glory Ride” και τους Manilla Road, χωρίς να λησμονούν σχήματα όπως οι Warlord, οι Bathory (της… ευκόλως εννοούμενης περιόδου!) οι Candlemass και οι Cirith Ungol. Είναι μάλιστα τόσο περήφανοι για τις επιρροές τους, που στο ντεμπούτο τους αναγράφουν και συγκεκριμένους δίσκους των παραπάνω (και όχι μόνο) από τους οποίους άντλησαν έμπνευση! Το σημαντικότερο όμως είναι ότι όχι μόνο δεν αυτοπεριορίστηκαν μιμούμενοι όλα αυτά τα σπουδαία έργα, αλλά “τελειοποίησαν” τις επιρροές αυτές, σμιλεύοντας τον προσωπικό τους ήχο.
Το πρώτο τους, ομώνυμο LP ξεχωρίζει από την μεταγενέστερη δισκογραφία τους. Ένας λόγος είναι ότι για μοναδική φορά τα φωνητικά μέρη αποδίδονται από τον Nightcomer κι όχι από τον mainman Deathmaster (άλλο αν κάνει την κάθε άλλο παρά διακριτική εμφάνιση του σε στιγμές) ο οποίος αφοσιώνεται στα κιθαριστικά του καθήκοντα, όπου τον συνδράμει ο… drummer Guardian Angel και αρκετοί “καλεσμένοι” στα solos.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι εδώ το επικό στοιχείο υπερτερεί του doom – ειδικά σε σύγκριση με ότι ακολούθησε. Έτσι, στα κομμάτια με τα οποία μας συστήνονται και κινούνται κυρίως σε mid tempo ρυθμούς, περνάνε χωρίς κανένα δισταγμό από ακουστικά, folk μέρη σε πιο γρήγορες ταχύτητες, κάνοντας παράλληλα μετρημένη και απόλυτα επιτυχημένη χρήση των keyboards. Κάποιες “αμήχανες” στιγμές, όπως η αφήγηση στο Helm’s Deep που τραβάει ενοχλητικά πολύ σε μάκρος και χαλάει τη ροή ενός πολύ καλού τραγουδιού δεν μπορούν βέβαια να μειώσουν το μεγαλείο που αναδύεται σε πληθώρα εδώ!
Τρία χρόνια μετά το ντεμπούτο τους οι Doomsword επανέρχονται με ένα δεύτερο δίσκο που διαθέτει τον ανάλογα εύγλωττο τίτλο “Resound the Horn” (και εγκαινιάζει την παράδοση ο τίτλος κάθε LP να προέρχεται από στίχο του προηγουμένου, μια παράδοση που σταμάτησε στο τελευταίο τους, έως τώρα) Εδώ, ανάμεσα στα epic - doom κομμάτια βρίσκονται και κάποια με ταχύτερο tempo όπως το “MCXIX” που μάλιστα ξεκινάει και κλείνει με ήχο από καμπάνα, ένα πάντα αξιόπιστο τεκμήριο ποιότητας! Άλλωστε είχαν επίγνωση ότι το doom είναι πρωτίστως ατμόσφαιρα, συναίσθημα και δεν είναι απαραίτητο να παίζεις σε βαθμό εμμονής αργά (και βαρετά!)
Κατά τα λοιπά, τους μοναδικούς εναπομείναντες της σύνθεσης που ηχογράφησε το πρώτο LP, ήτοι τον “αινιγματικό” Deathmaster και τον μπασίστα Dark Omen, πλαισιώνουν οι Guardian Angel II στη lead κιθάρα (με κάποια υπέροχα solos να καταγράφονται στο ενεργητικό του), The Forger στη ρυθμική και Grom στα drums – και σε αυτό το σημείο μπορούμε να καταγράψουμε ξανά την επιρροή των Warlord, στα ψευδώνυμα των μελών αυτή τη φορά!
Μπορεί αυτό που κάνουν οι Doomsword να μην έχει κάτι το καινοτόμο ή “επαναστατικό” – πέραν του ότι διακονούσαν το συγκεκριμένο ύφος σε μια εποχή που ήταν εντελώς εκτός μόδας - όμως δεν επαναπαύτηκαν στις σταθερές του ήχου, αντίθετα, με αυτές ως θεμέλια τον επέκτειναν επιτυγχάνοντας λαμπρά αποτελέσματα. Τους αξίζει κάθε έπαινος.
Το “Let Mortal Heroes Sing Your Fame” των υπέροχων SUMMONING συμπλήρωσε 20ετία πριν λίγες μέρες. Ευχαριστώ τους θεούς και τους δαίμονες της Μέσης Γης που το αγόρασα (από Rock City μάλλον; δε θυμάμαι…) πριν δω το 2άρι που είχε πάρει στο ΜΗ καθώς τότε στα 18 έδινα βάση σε κάτι τέτοια .
Το αγόρασα επειδή αφενός μου άρεσε το εξώφυλλο και αφετέρου κάπου είχα δει ότι έχουν ως θεματολογία τις σκοτεινές πτυχές του Τολκιεν-ικού και μιας και δεν είχα διαβάσει ούτε μισή πρόταση από Τόλκιεν (και ακόμα τίποτα) είπα να μια ενδιαφέρουσα πρόταση για εισαγωγή.
Το επικό μαύρο μέταλλο ξεχειλίζει απ’ το intro (“Ash Nazg…” mantra και τα μυαλά στα κάγκελα) μέχρι το φανταστικό κλείσιμο με το ελεγειακό “Farewell” που αφήνει την υπόνοια (ή μήπως βεβαιότητα) ότι η μάχη συνεχίζεται κάπου αλλού και το πεπρωμένο του πολεμιστή είναι να πάει να την βρει και γενικά η τρίχα είναι κάγκελο και το αίσθημα έξαψης από τον συνδυασμο πολεμικού/μυθολογικού/μυστικιστικού concept πανταχού παρόν.
Τα επόμενα χρόνια ακολούθησα την πορεία τους προς τα πίσω και όλες οι κυκλοφορίες τους είχαν κάτι να μου πούν αν και καμία δεν έφτασε επίπεδα σύνδεσης όπως το “Let Mortals…”. Θυμάμαι πως το “Oath Bound” με το οποίο επέστρεψαν δεν μου είχε αρέσει ιδιαίτερα και με τα επόμενα δεν ασχολήθηκα.
Το τελευταιο ειναι πολυ καλο μην το σνομπαρεις. ΟΚ με Summoning δεν ειμαι αντικειμενικος ουτε στο ελαχιστο αλλα μου εκανε εντυπωση γιατι ειναι αρκετα διαφορετικο απο οτι εχουν βγαλει.
Δισκαρα αν και για εμενα μπαινουν αλλα πιο πανω (το αβαταρ μου για παραδειγμα η το Stronghold, βαλε και το απιθανο Nightshade Forests EP), αλλα ειναι θεμα βιωματων, με Summoning ημουν ηδη πολλα χρονια σκαλωμενος, ισως αν ακουγα πρωτο το LMHSYF να το εβαζα και εγω τοσο ψηλα. Πολυς κοσμος παντως το θεωρει το καλυτερο του, εχει καποια στοιχεια μοναδικα για την δισκογραφια τους ειναι η αληθεια. The Mountain Kings Return μαλλον το αγαπημενο μου απο εκει μεσα αλλα και το Farewell που αναφερθηκε ειναι εκει ψηλα.
Την εν’λογω κριτικη φυσικα και την θυμαμαι, ο ανκδιηγητος που την ειχε γραψει (ενας Παναγιωτακης αν θυμαμαι καλα?) κατι ελεγε και για “βαρετα παραμυθακια του Τολκιν”, εχει μαζεψει κατι σκουπιδια το περιοδικο κατα καιρους αλλο πραμα.
Παντως εχει πλακα που μεχρι πριν καμια δεκαετια δεν τους ηξερε κανεις και πλεον θεωρουνται ως ισως η μεγαλυτερη επιρροη για ολη την σκηνη του επικου/ατμοσφαιρικου bm με πολλες μεγαλες μπαντες της σκηνης να πινουν νερο στο ονομα τους.
Πιτα γύρο ή πιτσα;
Κανει κρυο; Φούτερ ή πουκαμισακι;
Λογαριασμός ΔΕΗ ή καινούργια ακουστικά;
Συνεργειο το αμάξι ή οδοντίατρος;
Visions ή Episode;
Το Visions το έχω ακούσει περισσότερο αφού στο cd player του ηρωικού peugeot 206 αυτό ήταν ένα από τα cd που έπαιζαν. Τα περισσότερα δεν τα δεχόταν είτε γνήσια είτε αντιγραμμένα. μεγάλο μυστήριο.
Αλλά οι 12 πόντοι μου πηγαίνουν στο
Εδω οι stratovarius σκέφτηκαν “μήπως να χαλαρώσουμε λίγο τις δικασες;” κ έτσι έκαναν. Με αποτέλεσμα το άλμπουμ να ακούγεται ατμοσφαιρικό και ταξιδιάρικο ή ατμοσφαιρικά ταξιδιαρικο ή ταξιδιωτικά (!!!) ατμοσφαιρικό.
Το seasons of change είναι το καλυτερο τους κομμάτι τουλάχιστον μέχρι κ τα elements που τους παρακολουθουσα.
Το will the sun rise? θα βρίσκει μια ζωή μέχρι να πεθάνω εκείνη την χαραμαδρα νοσταλγίας στην καρδιά μου ελπίζοντας το ερώτημα του τραγουδιού να απαντηθεί πριν συμβεί το μοιραίο.
Ενώ το forever… αααχχχχχ αυτό το forever.οσοι το έχετε ακούσει καταλαβαίνετε. Όσοι όχι, μόλις το ακούσετε θα καταλάβετε.
Μην σας κουράζω άλλο εγραψα για τα 3 αγαπημένα μου τραγούδια αλλά είναι ένα άλμπουμ που δεν έχει τίποτα περιττό. Ακόμα κ τα ινστρουμενταλ.
Η αναπόφευκτη δύναμη του χρόνου. Ο χρόνος χωρισμένος σε επεισόδια. Αυτό θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι το γενικό κονσεπτ του άλμπουμ.
Κάποιος αν δεν ήμουν εγώ.
Η ιστορία του άλμπουμ έχει να κάνει με τις σκέψεις ενός αστροναύτη ο οποίος βρίσκεται σε ύπνωση ταξιδεύοντας για καινούργιους γαλαξίες στην αναζήτηση ζωής πέρα από τον πλανήτη μας.
Σποιλερ: δεν θα ξυπνήσει ποτέ ταξιδεύοντας έτσι αιώνια.
Όπως αιώνια θα είναι κ ή αγάπη μου γιαυτο το άλμπουμ.
Τέλος να πω ότι jorg Michael σ αγαπάω πολύ ρε φιλε ελπίζω να είσαι καλά.
Δε σνομπάρω κάτι, έχει να κάνει με το γενικό μου συνήθειο να αφήνω πράγματα για να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Καλώς ή κακώς λιγοστεύει όλο και περισσότερο ο διαθέσιμος χρόνος…
Ναι ο Παναγιωτάκης ήταν, δεν πρέπει να κράτησε πολύ η θητεία του (ευτυχώς). Νομίζω πρέπει να ήταν από τις μικρές κριτικές που έβαζαν στο stripe του sub-terra στο κάτω μέρος της σελίδας. Διάφορα διαμαντάκια θάφτηκαν εκεί κατά καιρούς απ’ όσο θυμάμαι.
Νομίζω οι SUMMONING επειδή βγήκαν στην επιφάνεια στο 2ο μισό των 90ς δε συνδέθηκαν ποτέ απόλυτα με το “πιουρίστικο” bm ακροατήριο (το οποίο εκτιμώ γενικά θα τους σνόμπαρε και λόγω θεματολογίας αν δεν ήταν τα κονέ με ABIGOR στη μέση) και το κοινό τους υπήρξε ένα παζλ από επικάδες που άντεχαν τέτοια φωνητικά, ατμοσφαιρικάδες και κάποιους μαυρομέταλλους σίγουρα.
Τώρα δεν ξέρω σε ποιες μεγάλες μπάντες της σκηνής αναφέρσαι, ειδικά αν μιλάς για νεότερες καθώς δεν πολυπαρακολουθώ το υποϊδίωμα.
Ε μεγαλες, οταν μιλαμε για το συγκεκριμενο υποιδιωμα δεν εννοω οτι γεμιζουν σταδια, οι hot μπαντες της συγκεκριμενης σκηνης ισως να ηταν πιο σωστη διατυπωση και γενικοτερα στους φανς βλεπω οτι οι Summoning ειναι πολυ σεβαστο ονομα πλεον και με εκπληττει ευχαριστα.
Ισχυει οτι γενικα ο κοσμος που συνδεθηκε με τους Summoning ηταν πολυ ετεροκλητος, απο μπλακαδες, επικαδες μεχρι και φανς dungeon synth που θελαν να ακουσουν κατι πιο μεταλλικο, κανανε crossover σε διαφορα ακροατηρια, ειχα φιλους που δεν ειχαν καμια σχεση με το μεταλ και τους εβαζα να ακουσουν και μου ελεγαν αμα δεν ειχαν αυτα τα φωνητικα θα γαμαγανε. Πολυ ιδιαιτεροι.
Η κριτικη του Παναγιωτακη ηταν κανονικη αν θυμαμαι καλα, καπου εχω ενα αρχειο, αμα την βρω θα την ποσταρω, μου ειχε ανεβασει την πιεση τοτε χαχ.
Μα δεν ήταν το “μεγάλες” πρόβλημα, πιο πολύ εννοούσα να πεις μερικές μήπως και έβαζα τίποτα ν’ ακούσω.
Χαχα δεκτο, μπαντες που για εμενα εχουν επηρεαστει πολυ ειναι κατι Caladan Brood (ο,τι πιο κοντινο νομιζω), Eldamar, Lustre, Saor, Emyn Muil ειναι επισης κοντα και εβγαλαν και δισκαρα φετος, Gallowbraid στο πιο Celtic της υποθεσης κτλ.
Επιμένουμε 2001, καθώς 20ετία κλείνει σήμερα (τουλάχιστον κατά το archives) και αυτό εδώ το μνημείο των κορυφαίων Βρετανών. Το “Dreadful Hours” ήταν ο 2ος φουλ δίσκος τους που αποκτούσα (και ο 1ος on-time) καθώς τους είχα μάθει κάνα χρόνο πριν από τη συλλογή Peaceville που είχε δώσει το Hammer (γι αυτή τη συλλογή, καθώς και για τις αντίστοιχες των Roadrunner & Music For Nations ενδεχομένως να γράψω λίγα λόγια κάποια άλλη στιγμή). Στη συλλογή αυτή περιλαμβάνονταν η εξαιρετική διασκευή στο “Some Velvet Morning” και φυσικά το ίσως καλύτερο funeral doom κομμάτι όλων των εποχών “The Cry Of Mankind” που αρχικά με έστειλε για βρούβες και στη συνέχεια στο Rock City για αγορά του δίσκου.
Όταν έσκασε το “Dreadful Hours” οι MDB είχαν ήδη επιστρέψει (έστω κατά ένα μέρος) σε πιο βαριές φόρμες με το “Light…” (το οποίο όμως εγώ άκουσα λίγο αργότερα) και κάπως έτσι τα σχεδόν black φωνητικά του ομώνυμου με κόλλησαν στον τοίχο για να ακολουθήσει ο ογκόλιθος “The Raven And The Rose” (“the chosen oneee, glow like the suuun, puuure of heaaart, WIIIIDEE IN EEEYEEE!”) αλλά και το αναπάντεχα υπνωτικό “Le Figlie Della Tempesta” (Οι Κόρες της Καταιγίδας). Η τριάδα “Black Heart…”/“Cruel Taste…”/“My Hope…” ήταν το αγαπημένο μου σημείο του δίσκου τότε, μια και ισορροπούσε υπέροχα ανάμεσα στη γοτθική ελεγεία και το ασήκωτο doom/death. Ομολογουμένως το κλείσιμο με το “Return To The Beautiful” με δυσκόλευε λίγο τότε αν και πλέον έχω καταλήξει να έχω αγαπημένες μου κυκλοφορίες τα τρία φανταστικά EPs (“Symphonaire…”/“Thrash…”/"…Bloody Earth").
Αν μιλάμε όμως για full-length τότε το “Dreadful Hours” είναι μάλλον το τοπ μου, αν και παίζει ντέρμπι με το “Angel…” και το “Light…”.
Έχει πάρει πάνω του το topic τελευταία με αλλεπάλληλες δημοσιεύσεις από διαφορετικά είδη και users, ότι καλύτερο δηλαδή!
Θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημεία, πέραν της παρουσίασης αυτής καθεαυτής:
Είναι λίγο… τρομακτικό όταν συνειδητοποιείς πόσος καιρός πέρασε από τότε που βγήκαν κάποιοι δίσκοι που αγόρασες σαν καινούριες κυκλοφορίες!
Αλήθεια, ίσως θα άξιζε μια αναφορά σε αυτές τις συλλογές από εταιρείες που έδινε σαν συνοδευτικό του τεύχους CD το Hammer στα 90s, όπως και στη σειρά συλλογών Warzone που προσέφερε αντίστοιχα το Metal Invader.
Ήταν ακριβώς η ύπαρξη ενός δυνατού ανταγωνιστή που ώθησε τότε το ΜΗ να υπερβεί εαυτόν και να ψάξει τρόπους να γίνει καλύτερο. Ίσως βέβαια να ήταν και η πολύ πιο νεαρή ηλικία που βρισκόταν οι βασικοί συντελεστές του εντύπου εκείνα τα χρόνια, αφού και τώρα υπάρχει ένας δυνατός ανταγωνιστής, το Διαδίκτυο, αλλά το μόνο που κάνει το ΜΗ είναι να αυτολιβανίζεται με τα “only print is real”, να ευγνωμονεί τους αναγνώστες κλπ.