Μέρος A:
Trans-Siberian Orchestra – Christmas Eve And Other Stories
Όταν ο Άγιος Βασίλης Paul O’Neil άφησε ένα μικρό “rock” δώρο σε κάθε σπίτι στην Αμερική
Δεν είναι η κατάλληλη αφορμή και ούτε εγώ ειδικός ή σε κλίμα για μαθήματα metal ιστορίας, αλλά θαρρώ πως όλοι λίγο πολύ ξέρουν τα πεπραγμένα του Paul O’Neil με τους Savatage (κυρίως) και το πώς εκκολάφθηκε και εξελίχθηκε το πρότζεκτ των TSO. Προσωπικά, συνειδητά είχα αποφύγει να τους ακούσω για μια σειρά από λόγους, οι οποίοι, δυστυχώς βρε @Rebel ήρθαν εκ νέου στην επιφάνεια με αφορμή αυτόν τον γύρο, όπου επέμεινα στον δίσκο όσο μπορούσα λαμβάνοντας υπόψη και την εποχή.
Είδα όμως το άκουσμα του “Christmas Eve And Other Stories”, ειδικά τώρα με λοκντάουν και χίλια δυό άλλα να τρέχουν, ως μια πρό(σ)κληση. Να ξεκαθαρίσω πως «χριστουγεννιάτικα μεταλ/ροκ άλμπουμ» έχω ακούσει το εξής 1, αυτό με τον Lemmy να κυνηγά τον Ρούντολφ. Η εκδοχή που άκουσα είναι αυτή με τα δύο bonus τραγούδια, με τη διασκευή “God Rest Ye Merry Gentlemen” δηλαδή. Διάρκεια μεγαλύτερη της μίας ώρας, και αυτό ήταν το μεγαλύτερο αρνητικό όσον αφορά πρακτικά ζητήματα, καθώς τα μουσικά μέρη, εντυπωσιακά μεν, συχνά προβλέψιμα δε, δημιουργώντας έτσι μια άκρως ομοιογενή αισθητική, ζήτημα, ομολογουμένως κρίσιμο δεδομένου του είδους του υλικού που έχει ως βάση ο δίσκος.
Στο ερώτημα του εάν αυτός ο δίσκος είναι εντός θεματικής, δεν θεωρώ πως υπάρχει αμφιβολία, και στην τελική ας μιλήσουν οι εκατομμύρια πωλήσεις του δίσκου (θα επανέλθω σε αυτό). Ο O’Neal ήθελε να φτιάξει μια χριστουγεννιάτικη τριλογία, από μια υπερπαραγωγή σε μουσικούς και όραμα, που προσωπικά ακούγοντας τον δίσκο και επιμένοντας, αγνοώντας τα κάλαντα και τα παραδοσιακά μέρη που μεταφράζονται σε prog rock/metal γλώσσα, μου έδωσε την εντύπωση ενός κολοσσιαίου βιομηχανικού προϊόντος που κατασκευάστηκε σε κάποια φάμπρικα εγκατεστημένη σε ελατοδάσος του βορείου τμήματος του βορείου ημισφαιρίου.
Ο δίσκος εκμεταλλεύεται άριστα τα μοτίβα που αναπαράγει η δυτική κουλτούρα για τις γιορτές. Δεν είναι τυχαία η δυτικοκεντρική ματιά του δημιουργού ως προς τις τούνδρες της Σιβηρίας για έμπνευση. Πως το μεταφράζω αυτό; Η στρογγυλεμένη αισθητική, που αφήνει μια ζεστή θαλπωρή με την παραγωγή, τα κουρδίσματα, το πιάνο, το συνειδητά στερεοτυπικό στόρι και την εξέλιξη των μουσικών θεμάτων, δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας, όπως αυτό που προσδοκάται (αλλά και επιδιώκεται ως εμπορικός στόχος) κατά την περίοδο των εορτών, με παραδείγματα όπως το οικογενειακό τραπέζι, δώρα, κλπ. Ταυτόχρονα, η επιλογή των TSO να διασκευάσουν, εξαιρετικά μεν, Τσαικόφσκι, Μέντελσον, Αδόλφο Άνταμ κλπ, φέρνοντας στα μέτρα τους κλασικά ορχηστρικά θέματα, πασπαλίζει με ακριβοθώρητη αστερόσκονη περασμένων αιώνων. Εποχές δηλαδή, που είναι ιδιαίτερα μακρινές από την σημερινή (ή και του 1996), και που συχνά έρχονται μέσω της πολιτιστικής τους κληρονομιάς στην επιφάνεια αυτήν την περίοδο.
Κοινώς, όσοι σκέφτονται σενάρια της φαντασίας τους, ανεκπλήρωτους υπαρξιακούς στόχους, κάποιο εναλλακτικό παρόν, το escapism και την «κουλτούρα», ως αγαθά που δεν κατέχουν διότι δεν προλαβαίνουν γιατί πνίγονται από την καθημερινότητα, τότε είναι πιο πιθανό την περίοδο των εορτών να ενδώσουν σε αυτά, ελέω διακοπών και όσων τις περιβάλλουν ως συλλογικό και κοινωνικό γεγονός. Αν μάλιστα όλα αυτά γίνονται χωρίς το ξεβόλεμα (ή και το ρίσκο) που παρέχει μια δια προσώπου απόδραση, τότε θεωρώ πως αυτή η «τουριστική» αντιμετώπιση ως προς αυτές τις εικόνες (όπως ενός περιπάτου σε ένα χιονισμένο δάσος), θα βρει ιδανική συντροφιά σε αυτό το άλμπουμ.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο επιδιώκοντας μια ολομέτωπη επίθεση στην αισθητική αυτού του δίσκου, ή αυτή της επίπλαστης (edgelord mode: on) οικουμενικότητας των Χριστουγέννων. Αντιθέτως, θεωρώ πως η εμπορική χροιά του ντεμπούτου των TSO, είναι στοχευμένη και τόσο συνειδητοποιημένη που έχει κερδίσει από τα αποδυτήρια όσους είναι πρόθυμοι να πατήσουν τον διακόπτη αυτές τις μέρες και να γιορτάσουν, πέρα από τα σύνορα του ήχου. Κοινώς, το “Christmas Eve And Other Stories” είναι τόσο άρτιο και θελκτικό που με ξένισε. Είναι όμως επαναλαμβάνω, τόσο αισθητικά ολοκληρωμένο (δεν υπάρχει μόνο καλή αισθητική για μένα), που είναι, πιθανολογώ, αδύνατο να το ακούσετε προσεκτικά και να μην υπάρξει κάποια στιγμή που σας μάγεψε. Ακόμη και αν αυτή η μαγεία, είναι αυτή μιας Disney διασκευής ενός προγενέστερου παραμυθιού, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα του.
Αν υπήρξε μια στιγμή που πραγματικά εξεπλάγην στο άλμπουμ, είναι όταν μπήκε το κλασικό “Sarajevo”. Έχω, παραδόξως, αρκετά ψηλά τους Savatage. Αγνοούσα πως είχε συμπεριληφθεί αυτό το κομμάτι και εδώ μέσα. Η ακρόασή του έπειτα από τόσο καιρό με αποπροσανατόλισε. Το ίδιο μεγαλειώδες, το ίδιο ανατριχιαστικό, το ίδιο υποβλητικό, αναρωτήθηκα τι δουλειά έχει εδώ μέσα. Όμως, η συμπερίληψή του, συνοψίζει ιδανικά τις αντιθέσεις μέσα από τις οποίες ξεπροβάλλουν οι TSO. Κοινώς, είναι το ηχητικό (rock) παράδειγμα του πως εμπορικοποιούνται αξίες και δημιουργείται ένα συλλογικό υποσυνείδητο αναφορικά με το τι (κοινές παραδόξως ε;) εικόνες δημιουργεί ο συνειρμός «Δεκέμβρης, χειμώνας, Χριστούγεννα, γιορτές, κρύο, θαλπωρή» σε άτομα με φαινομενικά διαφορετικό αισθητικό/πολιτιστικό υπόβαθρο.
Συνεπώς, καταλήγοντας αγαπητέ μου @Rebel , θέλω να σε ευχαριστήσω που εξαιτίας σου άκουσα Trans-Siberian Orchestra και που μου έδωσες ένα δίσκο που θα μπει στην κατηγορία «Δούρειος Ίππος» για την ευρύτερη μουσική. Δύσκολα θα βάλω στο μέλλον να παίξει ξανά, αλλά είναι αρκετά πιθανό να ακούσω από απορία τα επόμενα δύο μέρη της τριλογίας και κυρίως να επιστρέψω εντός των εορτών στους Savatage. Δήλωσες πως είναι τα Χριστούγεννα για σένα αυτό το άλμπουμ και ελπίζω να μην ήμουν (πάρα) πολύ ισοπεδωτικός.
Παρ’ όλα αυτά, όλοι χρειάζονται που και που, υποθέτω, μια ζαχαρένια δόση “escapism” από τον καναπέ τους, έστω και για λίγο, έστω και τώρα, έστω και έτσι. Ολοκληρώνοντας, να επιστρέψω στο περίφημο εμπορικό κομμάτι και να επαναλάβω, πως θεωρώ, εκ των υστέρων βέβαια, αναμενόμενη την τρομακτική επιτυχία του πρότζεκτ. Ακόμη και αν μου φαίνεται καιροσκοπική, δεν παύει να είναι προϊόν (διαχρονικής) προσφοράς-ζήτησης.
Μέρος B:
Πριν σχολιάσω τον δίσκο που έβαλα και έκατσε στον @Rebel , να κάνω ένα αργοπορημένο σχόλιο για τους Magic Circle που σου έκατσαν στον προηγούμενο γύρο. Βασικά όχι για αυτούς! Ένας από τους κιθαρίστες της μπάντας, παίζει και στους Lifeless Dark, μια crust μπάντα της οποίας το μοναδικό demo του 2018 είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη του ο Fenriz πως ήταν μια από τις επιρροές του για τη δημιουργία του “Old Star”. Δεν γινόταν να το προσπεράσω
Στο είχα πει πως το ματσάρισμα μας θα είναι πολύ ενδιαφέρον, για πολλούς λόγους, πέραν του «ξένου» στοιχείου της μουσικής που μας έτυχε! Χάρηκα που επένδυσες σε αυτόν τον δίσκο! Άκου και το περσινό τους αν σου άρεσαν αυτές οι κιθάρες, θες περισσότερες και ίσως και να προκαλούν και ελαφριές παραισθήσεις!
Οι Blut Aus Nord είναι πολυσχιδές συγκρότημα. Η “Memoria Vetusta” τριλογία, είναι η πιο παραδοσιακή τους σε αντίθεση με τις άλλες industrial/avant-garde. Ο εν λόγω δίσκος, έχει πράγματι πολυεπίπεδες και επικές κιθάρες, έχει για μένα μερικές από τις καλύτερες μελωδίες που άκουσα την τελευταία δεκαετία. Μάλιστα, οφείλω να ομολογήσω πως αυτό το άλμπουμ με έχει συντροφεύσει και σε μέρη και καταστάσεις όπου το black metal μόνο ταιριαστό δεν ήταν. Επειδή ο Δεκέμβρης είναι πολλά, από ημερομηνίες και συμβολισμούς για μένα, αυτός ο δίσκος παίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα γιατί ένα ηλιόλουστο δεκεμβριάτικο πρωινό με αέρα διαυγή εξαιτίας του ψύχους θέλει κάτι που να σε κάνει να νιώθεις «άτρωτος». Είναι δίσκος δηλαδή πιο ελπιδοφόρος και όχι τόσο σκοτεινός που νομίζω το κατάλαβες και εσύ, δίσκος που για μένα συμβολίζει το πέρασμα (είχα ασχοληθεί με το στιχουργικό κομμάτι σε αυτό το άρθρο).
Δύο είναι τα τραγούδια κλειδιά:
Το “Forhist”, το οποίο ώθησε τον ιθύνοντα νου να φτιάξει ένα spin off συνονόματο project παίζοντας καθαρό black metal (more info here).
Καθώς και το “Metaphor Of The Moon” που για μένα είναι αδιανόητη κορυφή:
Summary
“As pure mysticism stands in the hidden realm to intuition and the things we don’t know,
so in the visible realm the Moon stands to sight and the things we (should) see”.
Υ.Γ.: Το θυμάμαι που μου το είχες πει εννοείται, όπως θυμάμαι πως (σου) χρωστάω ένα κείμενο για τους Bathory.
Υ.Γ. 2: Το “Under The Sign Of The Black Mark” δεν είναι απλώς black metal. Είναι ΤΟ black metal, ο δίσκος που όλοι οι μετέπειτα αναμετρώνται μαζί του. Καλά έχεις ακούσει λοιπόν!