Πάντα απολαμβάνω να μοιράζομαι απόψεις, ενστάσεις ή τον ενθουσιασμό μου για κάποιο μουσικό έργο με τους καλούς φίλους και συμφορουμίτες εδώ. Η πρόσφατη προτροπή του αγαπητού @jonkyr όμως με έφερε σε “δύσκολη θέση”, αφού πρακτικά έθετε το ερώτημα ποιον από τους δύο δίσκους των Dust προτιμάω! Για να βγω λοιπόν από το… αδιέξοδο επέλεξα να αφιερώσω λίγα λόγια στο… σύνολο της δισκογραφίας (!) του εν λόγω σχήματος. Πάμε λοιπόν!
Η τριετία 1970-’72, είναι από τις σημαντικότερες και γονιμότερες στην σχετικά σύντομη ιστορία της σύγχρονης μουσικής – άλλωστε είναι χωροθετημένη στην καρδιά της συναρπαστικότερης περιόδου της. Είχε την αύρα των ονειρεμένων late sixties να δίνει ώθηση, αλλά και την ματαίωση της ουτοπίας που αυτά ευαγγελίζονταν να μετουσιώνεται στα αυστηρά, βλοσυρά seventies (ή τουλάχιστον μια άποψη τους). Πάνω απ’ όλα όμως υπήρχε η αίσθηση του νέου που δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί, ενός αχαρτογράφητου πεδίου που περίμενε να εξερευνηθεί, των ορίων που ήταν επιβεβλημένο να ξεπεραστούν.
Σε αυτή την συγκυρία δημιουργήθηκε στην Νέα Υόρκη το power trio των Dust, από τους Richie Wise (κιθάρα/φωνή), Kenny Aaronson (μπάσο) και Mark Bell (drums), τρεις νεαρούς μουσικούς που ακούγανε φανατικά Who και Kinks (οι Beatles εξυπακούονται!) Σύντομα εξασφάλισαν συμβόλαιο και κυκλοφόρησαν το 1971 το ομώνυμο ντεμπούτο τους…
…το οποίο έσκασε μύτη με ένα εξώφυλλο που παρέπεμπε όχι απλώς σε metal, αλλά σε κάποια extreme μορφή του! Το περιεχόμενο βέβαια δεν ήταν τόσο ακραίο – ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ήδη ενεργοί τόσο οι Black Sabbath με τους Led Zeppelin, αλλά και οι Sir Lord Baltimore στις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι το υλικό που υπέγραφε σχεδόν αποκλειστικά ο Wise σε συνεργασία με τον στιχουργό /παραγωγό Kenny Kerner, δεν είχε να επιδείξει κάποιες εξόχως εντυπωσιακές στιγμές.
Στην πρώτη πλευρά θα βρούμε το heavy blues εναρκτήριο “Stone Woman”, το πιο ζόρικο hard rock “Chasin’ Ladies” και το ακόμη καταπληκτικότερο/δυναμικότερο “Love Me Hard” (όπου θριαμβεύει το πνεύμα των Blue Cheer), μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται το ήρεμο blues “Goin’ Easy” (είπαμε ότι ο Wise διέπρεπε και στην slide κιθάρα;)
Η δεύτερη πλευρά όμως είναι ακόμη πιο καθηλωτική αφού ανοίγει με το δεκάλεπτο ψυχεδελικό doom “From a Dry Camel” να σέρνει βαρύθυμα το βήμα του και συνεχίζει με το απίστευτο “Often Shadows Felt” στο άκουσμα του οποίου δύσκολα μένει κάποιος ασυγκίνητος, ενώ κλείνει με ένα τζαμαριστικό instrumental, το “Loοse Goose”, κάτι όχι ασυνήθιστο τω καιρώ εκείνω!
Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το “Hard Attack”. Αν το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου θύμιζε death metal, αυτό του δεύτερου, δια χειρός Frank Frazetta, προοιώνιζε το epic/power, σε μια εικαστική πρώτη εντύπωση εξίσου παραπλανητική πάντως σε σχέση με την μουσική που ανέβλυζε από τα αυλάκια του βινυλίου, αλλά ας μην προτρέχουμε.
Με το που μπαίνει η ακουστική εισαγωγή κι ακούς τον Wise να παραπονιέται για την προδοσία μιας γυναίκας (!) νιώθεις ότι κάτι πολύ καλό ακολουθεί. Πράγματι το “Pull Away/So Many Times” δικαιώνει τις προσδοκίες και δείχνει πόσο στο στοιχείο τους ήταν οι Dust με το heavy υλικό, κάτι που επιβεβαιώνεται και στο σαρωτικό “Learning to Die” (το μοναδικό κομμάτι εδώ που υπογράφει ο Aaronson). Σε αυτόν τον δίσκο τους πάντως θα βρούμε και αρκετές μπαλάντες είτε πρόκειται για power ballad (“Walk in the Soft Rain”) είτε πιο καθαρόαιμη (“I Been Thinkin’”), με συνοδεία από βιολιά (“Thusly Spoken”), ή στα… χωράφια της country όπως το “How Many Horses” που μάλιστα προηγείται του υπέρβαρου “Suicide”!
Να μη παραλείψω βέβαια να δηλώσω την αδυναμία μου στο “All in All” όπου οι Dust αφήνουν τον θαυμασμό τους για το σπουδαιότερο συγκρότημα όλων των εποχών (οι Who είναι αυτοί για όσους αναρωτιούνται!) να εκδηλωθεί απροσχημάτιστα, με το Keith Moon drumming του Marc Bell να συμπληρώνει ιδανικά τα Daltrey style φωνητικά του Richie Wise.
Παρόλα αυτά τα ωραία, εκείνη την εποχή με την σκανδαλώδη υπερπροσφορά από καταπληκτικές έως θεϊκές κυκλοφορίες, οι πρωτοεμφανιζόμενοι Dust μοιραία δεν κατάφεραν να έχουν την προσοχή που ομολογουμένως άξιζαν και τερμάτισαν την σύντομη καριέρα τους.
Έκτοτε ο Richie Wise εξακολούθησε να συνεργάζεται με τον Kerner, στον τομέα της παραγωγής πια, ο απίστευτα ταλαντούχος Kenny Aaronson έγινε περιζήτητος session μπασίστας με συμμετοχές σε πληθώρα δίσκων και περιοδειών πολλών και σπουδαίων, ενώ ο Marc Bell αποτέλεσε μέλος των Ramones.
Αυτά όμως είναι πληροφορίες που βρίσκονται εύκολα με ένα Google search. Αυτό που σπανίζει είναι να βρεις τόσες φοβερές στιγμές από ένα συγκρότημα που δεν κατάφερε να γίνει ποτέ γνωστό.
Κι όμως, τόσες δεκαετίες αργότερα αυτή η “σκόνη” δεν λέει να κατακαθήσει…