Αυτό το “metal invaders” είναι όπως το “painkillers” που λέγανε παλιά;
Πέρα από τα αστεία, τότε που υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των περιοδικών βγαίναν κάτι προσφορές CD μαζί με τα έντυπα, που τις θυμάσαι τώρα και δεν το πιστεύεις.
Το περί ου ο λόγος Invader π.χ. είχε δώσει, μεταξύ άλλων, και το “Dreams of Eschaton” των Manilla Road, αλλά και κανονικότατες επίσημες κυκλοφορίες όπως το φοβερό “Forged In Fire”!
“A social grace” και το “A pleasant shade of grey” live, νομίζω τα καλύτερα CD του Hammer. A, και μία συλλογή των Pain of Salvation! Μάθαμε μπαλίτσα από κάτι τέτοια album.
επισης απο metal invaders μολις ξεθαψα το ancient pride EP των necromantia
θα ηθελα να πω κανα δυο λογακια για αυτο αλλα δεν θυμαμαι νοτα
ΕP 6 κομματιων απο τα 2 πρωτα αλμπουμ…μονο στο χαμερ υπηρχε διαθεσιμο και ειναι αρκετα δυσευρετο πλεον…
“Μένουμε σπίτι” είναι η - από κάθε άποψη - επιβεβλημένη τάση των ημερών. Μοιραίο ήταν λοιπόν το σπίτι να…γεμίσει! Για πάμε…
Το “Liege & Lief” μπορεί να ήταν ένας δίσκος - ορόσημο για το είδος του, αυτό όμως δεν εμπόδισε την, προικισμένη με ένα επουράνιο φωνητικό χάρισμα, Sandy Denny να αφήσει τους Fairport Convention φοβούμενη ότι μετατρέπονται σε μπάντα διασκευών σε παραδοσιακά κομμάτια.
Σαν να μην έφθανε αυτό, ο Ashley Hutchings επίσης “κούνησε μαντίλι”, αυτός για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, αφού ήθελε να εντρυφήσει ακόμη περισσότερο στην παραδοσιακή μουσική! Στη θέση του ήλθε ο Dave Pegg που έμελλε να μακροημερεύσει πέραν πάσης προσδοκίας, αφού παραμένει ενεργό μέλος έως σήμερα, 50 χρόνια αργότερα, ενώ τα φωνητικά αποφασίστηκε να τα μοιραστούν οι τέσσερεις πλην του Mattacks, με τους Fairport Convention να έχουν έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία τους πλήρως ανδροκρατούμενη σύνθεση!
Σε μια άκρως συμβολική όσο και χρηστική κίνηση, το συγκρότημα αγόρασε μια πρώην pub στην ύπαιθρο υπό το όνομα “The Angel”, όπου και μετακόμισαν σύσσωμοι με τις οικογένειες τους και το crew. Εκεί έλαβαν χώρα τα sessions για τα δύο επόμενα album που έφεραν τους εύγλωττους τίτλους “Full House” και “Angel Delight”. Το κλίμα μάλιστα ήταν τέτοιο που ο Thompson παρότι αποχώρησε και δεν συμμετείχε στο δεύτερο από αυτά, συνέχισε να μένει εκεί!
Το εν λόγω “Full House” λοιπόν κυριαρχείται από τους Dave Swarbrick και Richard Thompson που έχουν πάρει ξεκάθαρα τα ηνία του συγκροτήματος, και οδηγούν τον νέο δίσκο σε μια πιο ηλεκτροδοτούμενη, rock κατεύθυνση (αν κι οι ενορχηστρώσεις είναι πιο “γεμάτες”, έχοντας μάλιστα και περισσότερα παραδοσιακά όργανα!). Οι δυο τους συνυπογράφουν και τις τέσσερις (από τα οκτώ συνολικά κομμάτια) πρωτότυπες συνθέσεις του album.
Αυτές περιλαμβάνουν το εναρκτήριο “Walk Awhile” όπου συστήνονται διαδοχικά οι “νέοι” τραγουδιστές και αποτέλεσε ένα αγαπητό κομμάτι στις ζωντανές εμφανίσεις τους, όπως και το σπουδαίο “Doctor of Physick” οι στίχοι του οποίου μιλάνε για έναν βιαστή! Είναι όμως στο “Sloth”, την κορυφή του δίσκου, που η συνεργασία των δύο μουσικών θα καρποφορήσει εντυπωσιακότερα. Ένα κομμάτι που ξεκινάει με θρηνητικό ύφος και ανεβαίνει σταδιακά με το βιολί και την κιθάρα να αλληλεπιδρούν, “ανταλλάσσοντας” φράσεις και μελωδίες σε ένα άριστα δομημένο, φαινομενικά τζαμάρισμα που διαρκεί για εννέα λεπτά.
Το δε “Poor Will & the Jolly Hangman” είναι μια κατηγορία από μόνο του, μιας και ήταν στο αρχικό track list, αλλά βγήκε την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή μετά από απαίτηση του Richard Thompson για κάποιον ανεξήγητο, ακατανόητο λόγο. Πρόκειται για ένα πολύ ωραίο κομμάτι που διαθέτει ένα απίστευτο solo στην κιθάρα με άφθονη – για τα δεδομένα του εμβληματικού αυτού κιθαρίστα, πάντα – παραμόρφωση!
Στα παραδοσιακά κομμάτια για άλλη μια φορά φαίνεται το χάρισμα των Fairport Convention που δεν τα ερμηνεύουν απλά, αλλά τα αναμορφώνουν εμβαπτίζοντας τα στην rock λογική ενορχήστρωσης. Εδώ θα βρούμε το πανέμορφο “Sir Patrick Spens”, τα δύο jigs με τους μανιακούς ενίοτε ρυθμούς, “Dirty Linen” και “Flatback Caper” και το μοιρολόι “Flowers of the Forest”.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η απώλεια των δυο βασικότατων μελών περισσότερο από πλήγμα, φαίνεται ότι λειτούργησε θετικά αφού πυροδότησε τη δημιουργικότητα των υπολοίπων. Έτσι, το “Full House” θεωρείται, και είναι, ένας από τους καλύτερους δίσκους στη μακρά πορεία των Fairport Convention.
Όταν το εναρκτήριο λάκτισμα σκάει σαν την έκρηξη ατομικής βόμβας(επειδή συνηθίζω να ακούω σε δυνατές εντάσεις ομολογώ ότι παραλίγο να πάθω καρδιακό όταν έσκασε η εισαγωγή ) καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται να ακούσει κάτι μεγαλειώδες και θα τον δικαιώσει μέχρι και στο άκουσμα της τελευταίας νότας.
Πολλοί ίσως πούνε κοιτάζοντας μόνο και μόνο το εξώφυλλο του δίσκου (πραγματικό έργο τέχνης ,αριστούργημα ,ούτε ο Πικάσο να το έκανε τύφλα να χει) θα σκεφτούν αμέσως <<winter is coming or already has come!>>
Οι δε συνθέσεις των τραγουδιών προέρχονται από εργοστάσιο παραγωγής riffομηχανών καταφερνοντας έτσι να μεταφέρουν το χειμώνα στο ψηφιακό κόσμο της μουσικής κάνοντάς μας να τον αγαπήσουμε και να τον αγκαλιάσουμε (για όσους σιχαίνονται το χειμώνα).
Από την άλλη τα φωνητικά ελευθερωνουν το πολικό ψύχος στα αυτιά μας νομίζοντας ότι έρχεται ο Night King να μας αφανίσει από προσώπου γης
Η αναφορά γίνεται για τον εν λόγω δίσκο που κατ’ εμε ίσως είναι η καλύτερη δουλειά στη δισκογραφία τους αφού καταφέρνουν να ενώσουν χειμώνα και μουσική σε μια οντότητα:
Κάτι έχει ο αέρας εκεί στην εσχατιά της Ευρώπης. Λίγο ο Ατλαντικός, λίγο οι βόρειοι άνεμοι, κάτι τέλος πάντων.
Οι Moonspell έχουν κυκλοφορήσει το 2001 το καλό “Darkness and Hope”, έχοντας από καιρό “στρογγυλέψει” τον αρχικό τους ήχο και “ασπαστεί” απενοχοποιημένα την goth πλευρά τους.
Φτάνοντας στο 2003, κυκλοφορεί (παράλληλα με το βιβλίο “O Antídoto”, του συμπατριώτη τους συγγραφέα José Luís Marques Peixoto) το -κατά τον γράφοντα- σπουδαιότερο τους έργο έως σήμερα. Και ο τίτλος αυτού, “The Antidote”.
Από τη μία, μαύρη μαυρίλα, πεσιμισμός και μπόλικη φιλοσοφία στη θεματική των στίχων και από την άλλη ένα αξεπέραστο, μινόρε μουσικό κομψοτέχνημα, με τόση, μα τόση πολλή ποιότητα.
Τα εκρηκτικά leads είναι εκεί, οι κιθάρες “ζωγραφίζουν”, τα drums καθηλώνουν, ενώ τα οργισμένα φωνητικά με τα growl στοιχεία και το χαρακτηριστικό γρέζι του Ribeiro “κουμπώνουν” άψογα με τις αντίστοιχες αισθαντικές goth προσεγγίσεις του.
Αξίζει να αναφερθεί και η άψογη διάταξη των τραγουδιών που συμβάλλει στην καταπληκτική ροή του album και στην τέλεια εναλλαγή διαθέσεων (ήτοι μεταξύ ολίγης κατάθλιψης, πλήρους κατάθλιψης και προθύρων αυτοκτονίας) και ατμόσφαιρας.
Ξεκινάμε με το -εντελώς “in your face”- “In and Above Men”, με την διεστραμμένα οργισμένη ερμηνεία του Ribeiro να “κατεβάζει σαγόνια”. Περνάμε -με μία από τις ωραιότερες συνδέσεις κομματιών (όσοι έχετε το album σε φυσική μορφή καταλαβαίνετε τι εννοώ)- στην tribal μυσταγωγία του “From Lowering Skies”, όπου και πάλι ο Ribeiro μεγαλουργεί. Ακολουθεί το μονολιθικό και καταθλιπτικό “Everything Invaded”, με το καταπληκτικό του solo. Ανεβάζουμε ρυθμό με μία ακόμα tribal μυσταγωγία, το “χειμαρρώδες” “The Southern Deathstyle”. Ακολουθεί το εκπληκτικό ομώνυμο τραγούδι ή καλύτερα αυτή η ΤΡΑ-ΓΟΥ-ΔΑ-ΡΑ, με το τελικό lead να προκαλεί μέχρι και δάκρυα. Και σαν να μην έφτανε που είσαι εντελώς στα πατώματα, ε πάρε, αμέσως μετά, κι ένα “Capricorn at Her Feet”, για να έχεις να πορεύεσαι με την κατάθλιψή σου για άλλα 50 χρόνια. Εδώ εμπεριέχεται και το καλύτερο solo αυτού του σπουδαίου δίσκου, μία άρτια ακολουθία από νότες, που “σουβλίζουν” την ψυχή. Κατάφερες να βγεις ζωντανός από τα προηγούμενα δύο; Ωραία, θα σε υπνωτίσουμε με το πρώτο ήμισυ του “Lunar Still” για να συνέλθεις (λέμε τώρα), έως ότου σε “τελειώσουμε” αργά και βασανιστικά με το επαναλαμβανόμενο -σχεδόν doom- riff του δεύτερου μισού του συγκεκριμένου τραγουδιού. Ακολουθεί το πολύ καλό “A Walk on the Darkside”, ίσως το πιο “υγιές” κομμάτι του “αρρωστημένου” αυτού album. Γουστάρετε και λίγο gothic rock, με αρκετά The Sisters of Mercy στοιχεία; Αρπάξτε και το “Crystal Gazing”, αυτήν την τραγουδάρα. Πάμε για κλείσιμο κι έχετε επιβιώσει; Έχετε ελπίδα για τον κόσμο; “As We Eternally Sleep on It” κηρύττει ο κύριος Ribeiro, κραδαίνοντας ως λάφυρο την αισιόδοξη ψυχή σας.
Πολλή έμπνευση, “βαθείς” στίχοι κι εκπληκτική μουσική συνθέτουν ένα σπαραξικάρδιο album, το οποίο υπερβαίνει τα στενά όρια του όρου “ψυχαγωγία” και αντενδείκνυται για “επιδερμικές” ακροάσεις.
Όπως αναφέρεται και στο εσώφυλλο του booklet: “The horror of beauty, the beauty of horror”…
Μιλωντας για καταθλιψη και μελαγχολια (οπως αναφερει ο the_black_league ) μπορειτε να ανατρεξετε και στο videoclip του everything invaded για να παρετε μια γευση
Μετα αν θελετε αυτοκτονειτε
Περάσαμε στα… εύθυμα ακούσματα παρατηρώ! Μιας και δίνεται αφορμή ας πούμε λίγα (παραπάνω) λόγια για το:
Αντί για διπλός δίσκος όπως αρχικά προοριζόταν, το “Damnation” κυκλοφόρησε ξεχωριστά, καθ’ υπόδειξιν της δισκογραφικής, έξι μήνες μετά το “Deliverance”, το δίδυμο αδελφάκι του. Διζυγωτικό δίδυμο βέβαια, μιας κι εδώ περιέχονται εξ ολοκλήρου οι “ήπιες”, απογυμνωμένες από τον metal χαρακτήρα συνθέσεις (χαρακτηριστική η αντίθεση ανάμεσα στα δύο εξώφυλλα), αποτέλεσμα των ηχογραφήσεων του προηγούμενου έτους που υπήρξαν τόσο αγχωτική διαδικασία, ώστε ο Mikael Åkerfeldt να αδειάσει από αντοχές, έμπνευση και διάθεση να ξαναμπεί στο studio, σύμφωνα με συνεντεύξεις του εκείνης της περιόδου.
Εδώ η πληθώρα των 70’s επιρροών του Αρχηγού βγαίνει ξεκάθαρα στην επιφάνεια. Σχήματα όπως οι Camel (το “Ending Credits” ειδικά, κολακεύει ανερυθρίαστα την ζηλευτή κληρονομιά της σπουδαίας αυτής μπάντας), ή οι Pink Floyd – με ενδιάμεσο σταθμό τους Porcupine Tree αυτοί – αποκαλύπτονται σαν καταλυτικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του δίσκου. Αξίζει επίσης να τονιστεί η συμβολή του Steven Wilson ο οποίος πέρα από συμπαραγωγός, υπεύθυνος για το mastering κλπ, έχει παίξει όλα τα πλήκτρα (πιάνο, keyboards, mellotron), έγραψε στίχους, ενώ συνέβαλε και σε κάποιες φωνητικές γραμμές.
Η λιγότερο heavy μουσική προσέγγιση και η βλοσυρή, μελαγχολική ατμόσφαιρα που επικρατεί δεν σημαίνει ότι το υλικό έχασε σε πολυπλοκότητα. Ειδικά το αριστουργηματικό εναρκτήριο “Windowpane” έχει πολύ ενδιαφέρουσα δομή και δύο υπέροχα solos να το πλαισιώνουν. Είναι και το μοναδικό από τα τραγούδια του δίσκου που ξεπερνά τα επτά λεπτά, μιας και οι πολύ μεγάλες διάρκειες αποφεύχθηκαν, με το τελικό αποτέλεσμα να πείθει σαν προϊόν γνήσιας έμπνευσης. Μόνη κατώτερη στιγμή το ambient “Weakness” – για ποιόν λόγο αλήθεια να υπάρχει τραγούδι που να διαδέχεται κάποιο με τίτλο “Ending Credits”;
Παρά την φαινομενικά ριζική αλλαγή, κανείς οπαδός των Opeth δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το ύφος του “Damnation” ήταν πρωτόγνωρο ούτε ότι ήλθε απροειδοποίητα. Τα ακουστικά περάσματα και οι ήρεμες progressive rock μελωδίες υπήρχαν και σε παλιότερες κυκλοφορίες τους. Μια προσεκτικότερη ακρόαση μάλιστα, καταδεικνύει πως τα θέματα και η σκοτεινή ατμόσφαιρα ενός “Death Sings A Lullaby” ή ενός “Closure” π.χ. με (αρκετή) παραπάνω παραμόρφωση στις κιθάρες θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται σε κάποια προηγούμενη “καθαρόαιμη” metal δουλειά τους. Ή επίσης, ότι τελικά οι progressive rock ρυθμοί ήταν ανέκαθεν παρόντες στους Opeth, καμουφλαρισμένοι υπό το ανελέητο distortion και τους βρυχηθμούς του τραγουδιστή τους.
Μήπως τελικά το “Damnation” δεν είναι ο δίσκος όπου εκδηλώνεται ο “αναχωρητισμός” των Σουηδών, αλλά ένα από τα αυθεντικότερα και συνεπέστερα δημιουργήματά τους;
Δηλώνω ερωτευμένος με το “In My Time of Need”, ίσως επειδή πέραν του ότι έχει υπέροχη ροή, όταν το πρωτοάκουσα και μπήκε το ρεφρέν, με πήγε κατευθείαν σ’ ένα σημείο του “Fly to the Rainbow” (του τραγουδιού) των Scorpions - ίσως λόγω της ατμόσφαιρας των πλήκτρων. Αλλά υποστηρίζω πολύ και τον τρόπο με τον οποίο τραγουδάει ο Mikael που επίσης παραπέμπει στον τρόπο που τραγουδάει ο Uli, αλλά και στο ρυθμό του μπάσου. Το solo, πάλι, θα έλεγα ότι παραπέμπει σε Pink Floyd.
Τα παίρνω απ’ την ανάποδη:
Καλύτερο κομμάτι του δίσκου και για ΄μένα!
Κι εγώ το “The antidote” το θεωρώ από τους καλούς δίσκους των Πορτογάλων. Νομίζω έχει αυτήν την (για τα μέτρα τους) επιθετικότητα, αυτόν τον τραχύ ήχο στις κιθάρες και τη βαρύτητα που το κάνει αρκετά σκοτεινό και γοητευτικό. Παρ’ όλο που μάλλον είμαι από τους λίγους που δεν αντέχουν τα καθαρά φωνητικά του Ribeiro.
Αυτό μάλιστα! Είναι ένα όνομα που δε συναντάς συχνά στα φόρα. Προσωπικά προτιμώ το πρώτο τους (ή “δεύτερο”; -βλέπε παρακάτω), "The girl who was… death, αλλά και το “Dies irae” είναι πολύ καλό. Όπως τα γράφει ο Alejandro είναι, ο ορισμός του avant-garde, τεράστιες συνθέσεις, βιολιά, ιστορίες, κι ένας Mr. Doctor που κάνει το λεγόμενο “sprechgesang”, δηλαδή περισσότερο παίζει φανταστικούς θεατρικούς ρόλους, παρά τραγουδάει (στο “A umbra omega” ο Aldrahn το θυμίζει σε αρκετά σημεία). Περίεργη και obscure περίπτωση συγκροτήματος. Είχα διαβάσει ότι όταν ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο αρνήθηκε να κάνει περισσότερα από 1 αντίτυπο -δεν το έχει ακούσεις κανείς άλλος. Ενώ κι απ’ το δεύτερο (“The girl who was… death”) κατέστρεψε τις περισσότερες κόπιες και δεν τις έδωσε.
Για το “In My Time of Need” τα λόγια είναι περιττά. Στέκεται εκεί ψηλά στο πάνθεον, μέρος της “Αγίας Τριάδας”, παρέα με τα “To Bid You Farewell” και “Face of Melinda”.
Για τα δικά μου γούστα, το “Damnation” κλείνει με ωραίο τρόπο την καλύτερη περίοδο των Opeth, όπως αυτή ορίστηκε με τις 3 κυκλοφορίες που προηγούνται αυτού. Κάτι σαν ένα ωραίο, “μαλακτικό” επιδόρπιο, μετά από μία ωραία σούπα (“Deliverance”), ένα εύγευστο ορεκτικό (“Still Life”) κι ένα συγκλονιστικό κυρίως πιάτο (“Blackwater Park”).
Συμφωνώ για το The girl…
Επίσης πολύ σωστή η αναφορά σε Aldrahn/DHG.
Φημολογείται ότι ο Mr Doctor συνεχίζει να ηχογραφεί χωρίς πρόθεση να κυκλοφορήσει τη δουλειά του. Έχει γράψει και ένα βιβλίο (εγκυκλοπαιδεια καλύτερα) για το πανκ σε 1000 αντίτυπα η οποία αλλάζει χέρια για 4ψηφια ποσά.
@Ian_Metalhead τώρα έπιασες συγκρότημα και δίσκο αδυναμία
Τους Opeth είχα την τύχη να τους μάθω από το μεγάλο έπος τους, το Still Life φυσικά, οπότε ουσιαστικά έχω πάει σαν ακροατής συγχρόνως με όλες τις κυκλοφορίες τους - πράγμα πολύ όμορφο, να ζεις δηλαδή ένα μεγάλο συγκρότητα στα ντουζένια του (θεική και εκείνη η συναυλία στο ΡΟΔΟΝ με το ροζ εισιτήριο ).
Όταν λοιπόν ήρθε το Damnation και γω όντως λίγο κυριολεκτικός στο πως καταλαβαίνω τα λεγόμενα κάποιου, διάβαζα για “ακουστικό δίσκο” και όταν έπαιξε ο δίσκος, σχεδόν απογοητεύτηκα όταν άκουσα απλά καθαρές ήλεκτρικές κιθάρες και όχι ως επί το πλείστον ακουστικές/κλασσικές (πλεον δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τις ακουστικές, η ζεστασια που έχουν οι κλασσικές είναι άλλο πράγμα). Θυμάμαι από τις συνεντεύξεις του Still Life, πως επειδή ο Μιχαλάκης δούλευε σε μαγαζί με κιθάρες, έπαιζε συνέχεια με κλασσικές/ακουστικές και τον είχε επηρεάσει στον ήχο του. Ειδικά λοιπόν μετά το EΠΟC Face of Melinda, περίμενα ένα δίσκο σε αυτό το μοτίβο. Οπότε λοιπόν και η πρώτη ακρόαση μου έφερε μια απογοήτευση - μα που είναι οι ακουστικές??
Φυσικά βέβαια ο δίσκος έπαιξε άπειρα (το digipack πλεον έχει σκιστεί!), και ήταν ένας από τους πιο ομορφους δίσκους που έχουν φτιάξει - ιδανικός δίσκος για χειμωνιάτικη εκδρομη σε χιονισμένα τοπία.
H επιρροή Wilson είναι διάχυτη και φυσικά φαίνεται 500% που ακριβώς έχει συνεισφέρει στα τραγούδια. Αυτό που εδώ φαίνεται όμως ακόμα καλύτερα, είναι πόσο μεγάλοι παίχτες είναι οι Mendez και Lopez. Ο μεν φτιαχνει ΠΑΝΕΜΟΡΦΕΣ μπασογραμμές και ο δε χρησιμοποιεί ένα μινιμαλιστικό σετ, που το χρησιμοποιεί ακριβώς όπως πρέπει. Το line up σε αυτό τον δίσκο ήταν ιδανικο.
Το μόνο που θα ήθελα πλεον, θα ήταν μια επανήχογραφιση των φωνητικών, καθώς ο Akerfeldt φαίνεται πως ακόμα σε αυτόν τον δίσκο δεν έχει πλήρη ελεγχο της καθαρής φωνής του. Βέβαια ακόμα και έτσι, αυτός ο ανθρωπος δείχνει ποσο καταπληκτικές ιδέες μπορεί να έχει κάποιος. Με τον Akerfeldt του σήμερα, πιστεύω ότι ο αυτός ο δίσκος θα έφτανε ακόμα πιο ψηλα.
Στο μόνο που θα κάνω κουβέντα παραπάνω είναι αυτο:
καθώς, όπως τουλαχιστον αντιλαμβάνομαι την ιστορία των Opeth και το πως κινούνται, κάθε δίσκος τους είναι αυθεντικός και ξεκάθαρο γούστο το που θέλει να πάει ο Μιχάλάκης.
@The_Black_League, ε οχι και
ο καλύτερος τους δίσκος!!
edit:
Για να συμπληρώσω και κάτι παραπάνω: προσωπικά θα ήθελα έναν ακόμα μέταλ δίσκο από τους Οpeth, αλλά με πλήρως καθαρά φωνητικά.
Το “Still Life” το λατρεύω και τον θεωρώ τον δεύτερο καλύτερό τους δίσκο, μετά το “Blackwater Park”.
“Έστρωσε” το δρόμο με τον καλύτερο τρόπο. Μην υποτιμάς τα ορεκτικά, βρε βιαστικέ τύπε!
2 cd εχω απο Opeth και αυτο ειναι το ενα…δισκαρα!
αμα θες κατι σε μεταγενεστερο ακου το ghost reveries
Η χρονιά που κυκλοφόρησε αυτός ο ιδιαίτερος δίσκος ήταν το 2016, όταν και ζητήθηκε από τους Σκωτσέζους να ηχογραφήσουν μουσική για ένα πολύ καλό ντοκιμαντέρ ονόματι: “Atomic: Living In Dread and Promise”.
Είναι επίσης ο μοναδικός δίσκος που θέλω ν’ ακούω από τη συγκεκριμένη μπάντα περισσότερο από κάποιον άλλον (δεν τους έχω ακούσει όλους, αλλά δε με υποκινεί κάτι να το πράξω - τουλάχιστον άμεσα). Ήμουν πολύ περίεργος όταν είχα ακούσει το πρώτο τραγούδι και είδα το εξώφυλλο. Επρόκειτο μάλλον για το λεγόμενο “εικαστικό μαγνητισμό” που ναι μεν σε προϊδεάζει για κάτι ωραίο, αλλά οφείλεις να παραμείνεις και ψύχραιμος επειδή δε ξέρεις τι θ’ ακούσεις.
Και πραγματικά, οι Mogwai έκαναν κάτι πέρα από τα συνηθισμένα των δυνατοτήτων τους και ίσως θα συμφωνήσω με τους δημιουργούς του ότι είναι από τα πιο έντονα εγχειρήματά τους. Για το post rock αυτός ο δίσκος μπορεί να καταγραφεί ως ένα κειμήλιο, αφού αποκαλύπτει πως ένας δίσκος μπορεί ν’ ακουστεί φρέσκος και όχι απλά να σε ταξιδέψει, αλλά να σε ενσωματώσει μέσα σε αυτό που θέλει να σε πει, χωρίς να μετεωρίζεται αλλού ο νους σου.
Το ντοκιμαντέρ (που το συνιστώ) έχει μία πολύ συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα, η οποία συνεισφέρει στην ανάδειξη του μουσικού περιεχομένου του δίσκου. Δεν έχει αφήγηση. Έχει ως περιεχόμενο πολύ καλοδουλεμένα μοτίβα από εικόνες και βίντεο, ενώ την ίδια στιγμή, ο δίσκος είναι το απαραίτητο μουσικό χαλί για κάθε τι που βλέπεις. Και δεν είναι ότι τα τραγούδια παίζονται με τη σειρά, όπως αναγράφονται στον δίσκο, αλλά με βάση το ποια είναι η ιστορία τους. Και μένα μ’ έκανε να το θέλω ακόμα πιο πολύ να το ακούω.
Ηλεκτρονικές πλατφόρμες, μινιμαλιστικές εξάρσεις που δε ξεπερνούν το “παν μέτρον άριστον”, ατμόσφαιρες που μεγαλώνουν και τα συζυγικά ζεύγη των κιθάρων με τις πεταλιέρες τους να κάνουν τις εμφανίσεις τους εκεί που πρέπει και να γιγαντώνουν περισσότερο τα πάντα. Τα “Ether” και “Fat Man” που ανοίγουν και κλείνουν τον δίσκο αντίστοιχα είναι η πιο σφραγισμένη απόδειξη των τελευταίων. Από την άλλη, το άσμα που με έλκυσε περισσότερο από τα υπόλοιπα είναι το “Little Boy”, το οποίο μ’ έφερε στο μυαλό τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει ο Jim Matheos τις απαλές και σκοτεινές του μουσικές (αν δεν κάνω λάθος, ο ίδιος έχει ομολογήσει κιόλας σε συνέντευξή του εδώ στο rocking, ότι οι Mogwai είναι ένα από τα αγαπημένα του ακούσματα, άρα ποιος επηρέασε ποιον…).
Όπως και να 'χει, θεωρώ ότι το “Atomic” είναι κάτι διαφορετικό για έναν ολόκληρο ήχο. Είναι από τα ωραιότερα soundtracks που έχουν ηχογραφηθεί και πάντα θα τον κατονομάζω ως κανονικό τους δίσκο.
Υ.Γ. Δυστυχώς, απογοητεύτηκα με τα επόμενα δύο εγχειρήματά τους, παρότι το “Every Country’s Sun” προλόγιζε προ κυκλοφορίας του και ξεκινάει με τις καλυτερότερες των προϋποθέσεων (βλ. “Coolverine” & “Party in the Dark”).
Τι πραγματεύεται το ντοκυμαντερ?
Έχει να κάνει με τις πυρηνικές εποχές - Ψυχρός πόλεμος, Chernobyl, Fukishima - που από τη μια του πλευρά δείχνει το πως καταστρέφεται ο κόσμος, και από την άλλη μεριά αναδεικνύει την ομορφιά του κόσμου των ατομικών σωματιδίων που έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στην περίθαλψη της ανθρώπινης ζωής - ακτινοβολίες x και MRI.