Έχει να κάνει με τις πυρηνικές εποχές - Ψυχρός πόλεμος, Chernobyl, Fukishima - που από τη μια του πλευρά δείχνει το πως καταστρέφεται ο κόσμος, και από την άλλη μεριά αναδεικνύει την ομορφιά του κόσμου των ατομικών σωματιδίων που έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στην περίθαλψη της ανθρώπινης ζωής - ακτινοβολίες x και MRI.
Μια καλή παρέα για να περνάνε ωραία οι ώρες στο σπίτι είναι πάντα ο…
O Glenn Danzig (κατά κόσμον Glenn Anzalone) ήταν ήδη γνωστός ως ο frontman των punk rockers Misfits πρωτίστως, και των Samhain μετέπειτα. Μετά το τελευταίο, όπως αποδείχτηκε, live των Samhain, ο Rick Rubin, ιδρυτής της αρχικά rap/hip hop δισκογραφικής Def American, πρότεινε συμβόλαιο στον Danzig, προσβλέποντας στο στήσιμο ενός νέου σχήματος με μια straightforward μουσική προσέγγιση. Ο Eerie Von, μπασίστας των Samhain, συμπεριελήφθη επίσης στη νέα μπάντα ύστερα από απαίτηση του Glenn, ενώ το lineup συμπληρώθηκε από τον κιθαρίστα John Christ και τον drummer Chuck Biscuits (πρώην D.O.A., Black Flag κ.α.). Καθ’ υπόδειξιν του Rubin (καταλυτική η επιρροή του τον πρώτο καιρό), προκειμένου να προλάβει μελλοντικές πιθανές αλλαγές στη σύνθεση, υιοθετήθηκε το όνομα του Danzig για το συγκρότημα.
Το ύφος τους ήταν heavy blues rock με μια σκοτεινή ατμόσφαιρα και έμφαση στο χαρακτηριστικό στυλ του τραγουδιστή (ένας συνδυασμός Jim Morrison με στεροειδή και “evil” Elvis), με το ντεμπούτο τους να αποτελεί την εγγύτερη στο hard rock από τις κυκλοφορίες τους.
Με σαφή τον AC/DC και Sabbath χαρακτήρα, παρέμενε ταυτόχρονα δεκτικό σε όλο το φάσμα της classic rock riffολογίας (παράβαλε π.χ. το “Twist of Cain” με το “My Dying Day” των Led Zeppelin) – το “The Hunter” μάλιστα είναι διασκευή Albert King με ελαφρώς παραλλαγμένους στίχους! Και, παρά την ύπαρξη πολλών σπουδαίων κομματιών, όπως το “Soul on Fire”, “Am I Demon”, “She Rides” (το sex song με την απογυμνωμένη, μινιμαλιστική ενορχήστρωση), η μεγαλύτερη - έστω και ετεροχρονισμένα - επιτυχία του δίσκου ήταν το “Mother”. Στο “Possession” πάλι (που “φωνάζει” ότι έρχεται από τις ημέρες των Samhain), όπως και στο φοβερό “Twist of Cain”, έχει uncredited συμμετοχή στα backing vocals ο James Hetfield!
Τη διαφορά όμως την κάνει η ερμηνεία του Glenn. Σε μια περίοδο που οι “κανονικοί” τραγουδιστές αυτού του είδους είχαν εξαφανιστεί από το προσκήνιο, ο αρχηγός, θεατρικός και δραματικός όπου χρειάζεται, προσδίδει ακόμη πιο σκοτεινή υφή στους “διαβολικούς” του στίχους.
Μπορεί να ακούγεται υπερβολική σαν άποψη όμως, το να φέρνεις το 70’s bluesy hard rock/metal στα late 80’s και να κυκλοφορείς έναν τέτοιο δίσκο σε μια εποχή που μεσουρανούσε το hair metal συνιστά δίχως άλλο, επαναστατική κίνηση!
Τι έγινε ρε σεις, βαλθήκαμε να ξεθάψουμε τα αρχαία threads και ξεχάσαμε τα πρόσφατα; Δεύτερο σερί από μένα, δεν πειράζει…
Κατά καιρούς γινόμαστε μάρτυρες της θλιβερής προσπάθειας αναβίωσης κάποιου “ρετρό” ήχου, του περιβόητου NWOBHM εν παραδείγματι, από νέες μπάντες που δεν πείθουν ούτε τους εαυτούς τους, ή από κουρασμένους παλαίμαχους που η όποια καριέρα έχουν διαγράψει τους έχει αποξενώσει οριστικά από τον άλλοτε ακμαίο εαυτό τους. Για να καταφέρεις να ακούγεται ο δίσκος σου που κυκλοφόρησε το 2004, κάνοντας χρήση της σύγχρονης παραγωγής, σαν ένα κλασικό NWOBHM LP πρέπει να έχεις αναδυθεί απ’ ευθείας από το underground ύστερα από 20 χρόνια, δηλαδή εν ολίγοις, να είσαι οι Pagan Altar! Αναγκαία συνθήκη αυτή, ικανή όμως;
Στο “Lords of Hypocrisy” υπάρχουν νέες εκτελέσεις κομματιών από την περίοδο 1978-’83. Συνήθως τέτοιες απόπειρες ηχούν παρωχημένες, γερασμένες. Όχι στην περίπτωση αυτών των απίθανων Βρετανών, των ευλογημένων με τόσα χαρίσματα, των καταραμένων να μένουν στην αφάνεια.
Μιλώντας για χαρίσματα, ο κιθαρίστας/ αποκλειστικός συνθέτης Alan Jones έχει πολλά από δαύτα. Η σπουδαία αίσθηση της μελωδίας είναι ένα. Πρακτικά στα τραγούδια η έννοια του ρεφρέν έχει καταργηθεί, τόσο υπερεπαρκή και μαγευτικά είναι τα μέρη του. Ικανότατος και με αψεγάδιαστη αίσθηση του μέτρου, και στα solos του που ανεβάζουν επίπεδο τις συνθέσεις, αλλά και στα riffs – και εδώ έχουμε doom riffs σημειωτέον!
Η μυστικιστική αύρα ενισχύεται από τον τραγουδιστή και πατέρα του (!), Terry. Αδιαφορώντας για τους περιορισμούς της φωνής του, καταθέτει ψυχή με τα “ιδιότροπα”, ένρινα φωνητικά του και δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα, που μαγνητίζει την προσοχή του ακροατή – ακόμη κι όταν δεν διακρίνει ακριβώς τι λέγεται! Οι στίχοι του αποτελούν στην ουσία λαϊκή ποίηση, χωρίς εννοιολογικές ασάφειες και συμβολισμούς, όμως με αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία! Υπάρχει, παρεμπιπτόντως, ένα γενικό θέμα στους στίχους: η υποκρισία στις διάφορες μορφές της, το πόσο αθεράπευτα αυτοκαταστροφικός είναι ο άνθρωπος κλπ.
Θα ήταν άδικο από ένα τόσο συμπαγές, άψογο σύνολο, όπου heavy ύμνοι διαδέχονται ήπια ιντερλούδια (κάποιες φορές κάτω από τον ίδιο τίτλο), να ξεχωρίσει κανείς κομμάτια, όταν ακόμη και οι σύντομες συνθέσεις (“Satan’s Henchmen”) καθηλώνουν, επιβάλλεται όμως να ειπωθεί ότι στα “Armageddon” και “The Aftermath” ενυπάρχει η πεμπτουσία του heavy metal…
…όπως και το ότι η Μοίρα μπορεί να κατέστησε τόσο δύσκολο το “συναπάντημα” με τους Pagan Altar, για να γίνεται εμφανέστερη η εύνοια της όταν αυτό συμβεί!
Τους λατρεύω τους Pagan Altar. Δεν έχουν ούτε μισή νότα που να μην ευχαριστιέμαι και που να μην έχει ουσία. Η προσωπική μου κατάταξη είναι:
- Mythical & Magical (αξεπέραστο, άχρονο, υπερβατικό)
- Volume 1
- Lords of Hypocrisy
Ωραίο κείμενο Ian, όπως και όλα τα παραπάνω!
Και το τελευταίο ήταν πολύ καλό και live με τον νέο τραγουδιστή ήταν έπος!!
Annabel (Lee) είναι το όνομα του πρότζεκτ και είναι εμπνευσμένο από το διάσημο ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Ποε για τον πρόωρο θάνατο, όπως και ο τίτλος του άλμπουμ If Music Presents: By The Sea... and Other Solitary Places
Το άλμπουμ από το δίδυμο που αποτελείται από την Annabel και τον Richard E, επικαλείται τον κλασσικό χαρακτήρα του Claude Debussy και του Erik Satie, αναμειγνύεται με την φολκλορ του Nick Drake και της Joni Mitchell κα με τα τζαζ στοιχεία του Miles Davis και Billie Holiday.
Αυτή, μια τραγουδίστρια με έδρα τη Νέα Υόρκη, έψαχνε για μια διέξοδο από την τρέλα της μονοτονίας, τραγουδώντας τζαζ και καμπαρέ. Αυτός, ένας άντρας από το Γιορκσάιρ και ένας πολύ σεβαστός παραγωγός μουσικής χορού που έψαχνε και ο ίδιος μια διέξοδο προς κάτι μοναδικό. Αυτή δεν έπαυσε ποτέ την εκτίμησή της προς την αγγλική πεζογραφία και την ποίηση (ως παιδί, θα περάσει αμέτρητες ώρες σε ένα “ονερεικό μέρος” που έπλασε η ίδια, απομνημονεύοντας και απαγγέλλοντας κλασικά έργα σε όποιον θα μπορούσε να ακούσει). Η ικανότητα να εκφραστεί καλύτερα μέσα από τα δικά της ποιήματα, σε συνδυασμό με τη φωνητική της “ανδρεία”, επέτρεψε στην Άνναμπελ να απελευθερωθεί δημιουργικά. Αυτός και ο θαυμασμός του προς τον William Blake (και σε άλλες παρόμοιες καλλιτεχνικές μορφές του ρομαντισμού) και σε συνδυασμό με τις δεξιότητες παραγωγής, άνοιξαν το δρόμο για ένα πολύ ξεχωριστό δημιούργημα.
Είναι πιο κοντά στην τζαζ μουσική?, κλασική? φολκλορ? ή κάποιο μυστηριώδες είδος καμπαρέ; Η απάντηση βρίσκεται ίσως κάπου στη μέση. Από τα στρώματα της συμφωνικής ορχήστρας έως τις ακουστικές κιθάρες, η Annabel (lee) με την φωνή της δαμάζει τα πάντα με αιθερια μαγεία.
Κυκλοφόρησε το 2015 από Ninja Tunes και πολύ πιθανό να μην το έχω βάλει ποτέ στις διάφορες λίστες που κάνουμε ανα καιρούς, είναι όμως από τα πιο ιδιαίτερα άλμπουμς που έχω ακούσει. One of a kind πραγματικά.
εντιτ: ξέχασα να αναφέρω ότι περιέχει και μια μελοποίηση από το Alone του Πόε.
Είμαι sucker για οποιοδήποτε κύριο όνομα χρησιμοποίησες οπότε…
Πρέπει να τσεκαριστεί πάραυτα.
Thanks!
Για πολλές από τις μπάντες που κινούνται εντός του metal στερεώματος υπάρχουν ορισμένες εξαιρετικά κομβικές στιγμές. Είναι αυτές που “ξεχωρίζουν τους άνδρες από τα μειράκια” και κρίνουν πολλά για το “make or break” μέλλον τους (των μπαντών).
Οι παραπάνω στιγμές επιφέρουν επιπρόσθετο άγχος και πίεση, ιδιαίτερα δε όταν:
α) έπονται μίας ταχύτατα ανοδικής πορείας, όπως έχει στοιχειοθετηθεί από τις πρώτες studio κυκλοφορίες, με αποκορύφωμα το αμέσως προηγούμενο αριστούργημα και
β) υφίσταται ένα “βαρύ ιστορικό φορτίο”, υπό το “μετερίζι” μίας άλλης μπάντας.
“Welcome to the pleasure dome”, ή καλύτερα στον όμορφο κόσμο των Nevermore και το τέταρτο πόνημά τους, το συγκλονιστικά αριστουργηματικό “Dead Heart in a Dead World”.
Μπείτε λίγο στη θέση μίας μπάντας που έχει κυκλοφορήσει το “Dreaming Neon Black”, έναν χρόνο πριν και κάτι. Τι να σκέφτεται άραγε; Είναι αυτό το magnum opus μου; Πώς θα καταφέρω να το αγγίξω ποιοτικά, χωρίς μάλιστα να κατηγορηθώ για επανάληψη;
Οι κ.κ. Dane και Loomis, μάλλον δεν σκέφτηκαν τίποτα από τα παραπάνω. Απαλλαγμένοι από τους γήινους περιορισμούς των συμβάσεων του μυαλού, άφησαν την “χειμαρρώδη” έμπνευσή τους να οργιάσει και “μπήκαν γαμιόντας” στο νέο millenium.
Αναζητείς thrash, ολίγα (αλλά καίρια) death “περάσματα”, τον ορισμό των power ballads της νέας χιλιετίας, ψυχεδέλεια, την σπουδαιότερη διασκευή από metal μπάντα όλων των εποχών, “άρρωστα” κι εθιστικά κιθαριστικά riffs, συγκλονιστικά solos και όλα αυτά υπό την progressive “σκιά” της ουσίας και όχι της “φανφαρολογίας”;
Ψάχνεις για μαθήματα τεχνικής κατάρτισης σε metal φωνητική κι ερμηνεία, κιθάρα, μπάσο και drums; Μήπως είσαι οργισμένος, θυμωμένος και απογοητευμένος με τον κόσμο και την κοινωνία και δεν ξέρεις πώς να μετουσιώσεις τα συναισθήματά σου σε στίχους;
Εάν προβληματίζεσαι επί των παραπάνω σημείων, κάνε ένα δώρο στον εαυτό σου κι εντρύφησε στον (dead) world του σπουδαίου αυτού album.
Το “Dead Heart in a Dead World” είναι το πραγματικό magnum opus των Nevermore, το album αυτό που χαρίζει μία “σπαθάτα” κερδισμένη θέση στους δημιουργούς του στο “πάνθεον” των metal “γιγάντων”.
Υ.Γ. 1: Ευχαριστώ μάνα και πατέρα που δεχτήκατε τις επίμονες παρακλήσεις μου και παρακούσατε τη συμβουλή του ιατρού να μην παραβρεθώ στο Ρόδον, εκείνη τη βραδιά του Μαρτίου του 2001, λόγω οξείας αμυγδαλίτιδας και πυρετού. Η ιστορία “έγραψε” Soilwork, Nevermore, Annihilator… Mάσκες εξωφύλλου του υπό συζήτηση album στα πρόσωπα των μελών των Nevermore, guest φωνητικά Dane στο live των Soilwork, ο The_Black_League να βρίσκεται ακριβώς μπροστά από τo ντερέκι τον Sheppard και να δέχεται τις Martens ενός εκ της παρέας του στο “Δόξα Πατρί”, μετά από προσπάθεια να τον σηκώσει για crowd surfing.
Υ.Γ. 2: Loomis, τι ακριβώς κάνεις (ή καλύτερα χαραμίζεις) στους Arch Enemy;
Υ.Γ. 3: Τον θάνατο του Dane τον πληροφορήθηκα στεκούμενος σε μία ουρά ελέγχου στο αεροδρόμιο της Σόφιας, τον Δεκέμβριο του 2017, ευρισκόμενος εκεί για το live της “Pumpkins United” περιοδείας των Helloween. Γλυκόπικρο και περίεργο “αντίο”, αν μη τι άλλο. Nevermore to feel the pain…
Δυνατό pink, αγαπημένη μπάντα η Nevermore
Ακόμα θυμάμαι μικρός (13 λογικά) να είμαι στις σπάνιες βολτες στο κέντρο τότε με τον πατέρα μου, να του λέω να περάσουμε από το Rock City (πρώτη φορά θα πήγαινα) για να βρώ το Politics (αγαπημένος δίσκος Nevermore). Μπαίνω μέσα, ο πατέρας μου απ έξω, ψάχνω το cd, ω τι εκπληξη το βρίσκω (δεν είχα συνηθίσει να βρίσκω ότι θέλω) και από την χαρά μου αρπάζω το cd και πάω στην είσοδο για φωνάξω στον πατέρα μου ότι το βρήκα και να ρθει να πληρώσει. Φυσικά δεν είχα ιδέα για το μπλιμπλικια στην είσοδο και άρχισε να βαράει το ιου-ιου
Παρα ταύτα, θεωρώ τα 2 προηγούμενα ανώτερα από αυτό εδώ το αριστούργημα. Το μεν Dreaming, έχει μέσα από τα πιο όμορφα και διεστραμμένα ριφφ που έχουν γραφτεί από μπαντα με καθαρά φωνητικά (και φαίνεται πόσο τους είχε καθορίσει ο Calvert τον ήχο σε αυτόν τον δίσκο, οι Forbidd-ισμοί είναι παντού). Εχει ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΈΣ ερμηνείες (δεν μου φαίνεται ότι τραγουδησε ποτέ ξανά έτσι ο Dane - ίσως και λόγω θεματικής). Στο μόνο που χωλαίνει, είναι η παραγωγή, η οποία μπουκώνει και πραγματικά θα ήθελα να ακούσω αυτόν τον δίσκο remixed.
Για το politics δεν μπορώ να πω τίποτα, είναι ο πρώτος δίσκος που ακουσα, και παντοτινή αγάπη. Είναι δίσκος που δεν έχει περιττή νότα μέσα, οι κιθάρες των Loomis/O’Brien είναι για σεμινάριο, ο Dane πάλι δίνει ρέστα. Το απόλυτο 10άρι (με μουντή παραγωγή βέβαια).
Επίσης θυμάμαι το καλοκαίρι πριν βγει το Dead Heart, είχαν δώσει στο site τους το Disintegrate, το οποίο και φυσικά ακουγα ΌΛΟ το καλοκαίρι. Το είχα βάλει κάποια στιγμή μετά από χρόνια και το ακουσε η αδερφή μου και μου είπε “πωωω, ένα ολοκληρο καλοκαίρι το ακουγες κάποτε αυτο”.
Δεν θα επιμείνω πολύ για το “The Politics of Ecstasy”. Κατανοώ απόλυτα τα συναισθήματά σου και τα σέβομαι. Σίγουρα δεν είναι ανώτερο του “Dead Heart in a Dead World”. “Ψοφάω” δε για τέτοιες οικογενειακές ιστορίες και τεκμήρια/γεγονότα/θύμησες του παρελθόντος (μήπως “σηκώνουν” κάνα nontalgia thread/trip down to memory lane οι ιστορίες αυτές;).
Τώρα, το “Dead Heart in a Dead World” δεν είναι απαραιτήτως ανώτερο του “Dreaming Neon Black”. Προσωπικά, ίσως κι εγώ να τοποθετούσα το δεύτερο ένα σκαλί ψηλότερα. Απλά, το “Dead Heart in a Dead World” είναι ο δίσκος που εδραιώνει την μπάντα και τοποθετεί τους Nevermore στο αφ’ υψηλού βάθρο των σπουδαίων του metal, των “μεγαθηρίων”, αν προτιμάς.
Τηρουμένων των αναλογιών, το DHiaDW είναι το “Master of Puppets” τους, ενώ το DNB είναι το “Ride the Lightning” τους (ορίστε, με ανάγκασες και το είπα, ας έρθουν τα “σκάγια” τώρα)!
Nαι, ναι την καταλαβαίνω αυτή την οπτική. Σίγουρα το Dead Heart είναι το breakthrough τους, ο οποίος ξαναλέω είναι εξαιρετικός δίσκος. Παρόλο που έγιναν λίγο πιο ευθείς στο τρόπο γραφής (πιστεύω “φταίει” και το γεγονός πως ο Loomis έγραψε για πρώτη φορά μόνος, μετά από 2 δίσκους), εβγαλαν φοβερά πράγματα.
To Politics είναι σεμινάριο ο δίσκος, πραγματικά είναι πολύ πυκνός και ουσιαστικός, δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα που να περισσεύει. Αντιθέτως στο Dead Ηeart βρίσκω. Δεν είναι ότι έχει filler, απλά έχει 2 τραγουδάκια λίγο πιο κάτω από τα υπόλοιπα (evolution 169, engines of hate).
Σε αναλογία με Metallica, θα έλεγα ότι το Dead Ηeart είναι το Black Αlbum, ενώ το Dreaming είναι το Master. Το Politics είναι το Ride
Εγω προσωπικα θα τα τοποθετουσα αναποδα δλδ DHIADW το Ride the Lightning τους και το DNB το Master of Puppets τους μιας και μου αρεσει πιο πολυ το Ride the Lightning (οριστε τα πρωτα σκαγια )
Κανένα εκ των δύο που αναφέρεις δεν τo θεωρώ κατώτερo. Α, ρε τρελέ και fanboy, θα σε “φτιάξω” τώρα λέγοντάς σου ότι το “This Sacrament” είναι το πιο πωρωτικό και πιο χαρακτηριστικό Nevermore κομμάτι όλης της δισκογραφίας τους;
Δεν συμφωνώ. “Καθρεφτάκι” τα σκάγια.
Edit: Δεν συμφωνώ, ακριβώς επειδή κι εγώ θεωρώ καλύτερο το RtL (DNB), αλλά σπουδαιότερο το MoP (DHiaDW). Στους Nevermore έχουμε την ασυμφωνία μας.
Και εγω θεωρω ενα σκαλι παραπανω το DHIADW απο DNB
Οχι, η ασυμφωνια μας ειναι στους Metallica μιας και εγω βαζω πρωτο το RtL και μετα το MoP
edit : Με αποτελεσμα να θετω τα ζευγαρια δισκων οπως προανεφερα
Μπλεχτήκαμε μάλλον. Κατ’ εμέ:
Καλύτερο album (μου αρέσουν περισσότερο ποιοτικά και πωρωτικά): RtL (Metallica) & DNB (Nevermore)
Σπουδαιότερο album (εδραίωση): MoP (Metallica) & DHiaDW (Nevermore)
Σπουδαιότερο album (εδραίωση) RtL & DHIADW
Οπως θεωρω εγω
Άρα, όντως υπήρχε ασυμφωνία στην κατηγοριοποίηση.
Σίγουρα, βέβαια, συμφωνούμε ότι γ@μ%^ε και τα 4.
ναι στο πρωτο που λες
ναι και στο δευτερο
Δεν ξέρω αν είναι το πιο πωρωτικό ή χαρακτηριστικό, αλλά σίγουρα πάει στα καλύτερα τους. Τρομερά ιδιαίτερο κομμάτι, εκπληκτικό το παράφωνο ριφφ στην αρχή, με ακόμα καλύτερο το επόμενο ριφφ που τραγουδάει ο Dane από πάνω, με ένα από τα καλύτερα και ουσιαστικότερα σολο που υπάρχουν γενικά. Κομματάρα τώρα, τι να λέμε. Ναί, είμαι ξεκάθαρα φανμπόυς.
Βέβαια, ακριβώς μετά υπάρχει ένα Next In Line. Kαι ενώ έχεις φάει χαστούκι από την προηγούμενη κομματάρα, έρχεται αυτό, με το ξεκάθαρα μαύρο ριφφ του στην αρχή, με τα υπνωτικά φωνητικά του Dane και διαλύει κόσμους. Ειδικά όταν μπαίνει και το main riff, εκεί ξεκινάμε να μιλάμε για κάτι εντελώς απόκοσμο, όταν η “παραφωνία” δένει τόσο πολύ με την ατμόσφαιρα και την μελωδία. Τραγούδι που βγάζει μια αίσθηση emergency, ότι κάτι δεν πάει καλά, κλειστοφοβικό. Ω ρε μαναμ.
Τι δισκάρα
edit: Είχα καιρό να το ξανακούσω το Politics και το έχω ξαναβάλει τωρα. Τι ριφφάρα είναι αυτή στο 6:01 του Learning
Ετοιμάζομαι για ερωτική εξομολόγηση.
Μαλλον εννοουσες ολοκληρο το κομματι