|8| Shadow Gallery–|Crystalline Dream|5:44|
Ελα ρε συνομηλικοι ειμαστε, θυμασαι ποσο δυσκολο ηταν τοτε (ειδικα αν δεν ειχες την οικονομικη δυνατοτητα να μπαινεις και να σηκωνεις το δισκαδικο καθε εβδομαδα) να ανακαλυψεις νεα μουσικη, που σκατα θα εβρισκα εγω να ακουσω In The Woods για παραδειγμα, αν δεν ειχες την τυχη να εχεις παρεα χωμενη σε αυτα (και σκεψου να ζεις καμια επαρχια που δεν παιζουν τετοια πραγματα) απλα δεν θα το ακουγες ποτε.
Σημερα φυσικα δεν εχουν καμια χρησιμοτητα η αξια. Αλλα μια νοσταλγια υπαρχει γιατι για πολλους απο εμας καποιες πολυ μεγαλες αγαπες ξεκινησαν απο καποια τετοια συλλογη.
Ουπς, είδα μόνο αυτό το post που περιείχε το CD με το War for Sale. Όταν πάτησα το link σου, είδα το όνομα της μπάντας και δεν κοίταξα τον τίτλο του τραγουδιού
+1
Μιλώντας εκ πείρας γιατί ζούσα (και ζω ευτυχώς) στην επαρχία η μοναδική ενημέρωση που είχα ήταν τα διάφορα περιοδικά( είτε ΜΗ-ΜΙ είτε ΠΟΠ και ΡΟΚ) και καμιά ραδιοφωνική εκπομπή(που δε θα έπαιζε μόνο κλασσικούρες). Εμείς δεν είχαμε και mtv πέρα από ελάχιστες ώρες που έκανε αναμετάδοση ένα κανάλι. Αλλά θυμάμαι μια γαλλική εκπομπή μπλα μπλα μετάλ τη λέγαμε τότε εμείς και ατελείωτο tape trading. Από όλα τα δισκάκια που αναφέρατε προηγουμένως αυτό που μου είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση και ακόμη βρίσκεται στη δεκάδα των αγαπημένων μου δίσκων είναι το ΤΕΡΑΣΤΙΟ heart of the ages(κουλή ιστορία: γύρω στο 1995 είχαν έρθει στην πόλη μου κάποιοι από τους in the woods φιλοξενούμενοι ένος τύπου που έκανε εκπομπή τότε εδώ). Ήταν κανένας στο fan club του Metal Invader?
Σύνδεση με τα προηγούμενα (βλ. συλλογή Music For Nations) και πάμε 25 χρόνια πίσω, μια και σαν σήμερα κυκλοφορησε το 2ο full-length των CRADLE OF FILTH, μιας απ’ τις πιο αμφιλεγόμενες μπάντες τους 2ου μισού των 90ς.
To “Dusk and Her Embrace” λοιπόν έσκασε μύτη τον Νοέμβρη του '96, αν και βέβαια εγώ όπως έγραψα παραπάνω τους “ανακάλυψα” περίπου 4 χρόνια αργότερα μέσω του βίντεο για το “From the Cradle…”, του “Midian” το οποίο ήταν το τότε φρέσκο άλμπουμ και λίγο πιο μετά του ντεμπούτου (για το οποίο έως και σήμερα διαφωνώ με τους πιουρίστες φίλους μου μαυρομέταλλους ότι πρόκειται για έξοχο δείγμα της πολυσυλλεκτικότητας του '91-'94 bm).
To “Dusk…” αποτέλεσε την ολοκλήρωση της στροφής του “Vempire” προς πιο εμπορικά μονοπάτια, κυρίως από άποψη της πιο “δαντελένιας” παραγωγής του Kit Woolven σε σύγκριση με τον “ξερό” ήχο του Mags στα 2 πρώτα και περιείχε ίσως τα πρώτα τ"ους “πιασάρικα” κομμάτια όπως το “Funeral in Carpathia”, “Heaven Torn Asunder” και το ομώνυμο.
Γενικά από την τριάδα “Dusk…”/“Cruelty…”/“Midian” προτιμώ σαφώς το τελευταίο που το βρίσκω και ως το πιο ολοκληρωμένο μακράν στη δισκογραφία τους (εξαιρουμένου του ντεμπούτου που όπως είπα είναι άλλη φάση) αλλά ενώ έχω πολύ ψηλά ορισμένα κομμάτια του “Cruelty…” ως σύνολο το βάζω κάτω από αυτό εδώ λόγω ήχου και μιας πιο πειστικής gothic horror ατμόσφαιρας.
Βασικα τα ιδια πανω κατω και εγω. From The Cradle to Enslave video, σκαλωμα με το Cruelty και την Αγια Τριαδα και μαλλον απο αυτα τα 3 (αριστουργηματα και τα 3 ασυζητητι) μαλλον και εγω κλινω ελαφρα προς το Dusk. Απιστευτος δισκος, ατμοσφαιρα, μελωδια, σκοταδι και αιμα, Ντανι λατρεια, τρομερη δουλεια στο ριφφινγκ, μεγαλες στιγμες στα πληκτρα να δινουν ατμοσφαιρα, τελειοτητα απλα.
Πω πανε χρονια πλακα πλακα, παω να τον βαλω.
Να ακούσετε κ το Original Sin το οποίο είναι η πρώτη έκδοση του άλμπουμ με την αρχικά μέλη της μπάντας. Αυτό που κυκλοφόρησε η Music for Nations, είναι η επανεκτέλεση με το καινούριο lineup.
Αν και προτιμώ και εγώ ως σύνολο το Midian ομολογώ πως ο ήχος του Cruelty μου αρέσει πολύ. Θυμάμαι βέβαια την απογοήτευση του Dani τότε, μάλιστα πρόσφατα διάβασα ξανά την συνέντευξη που είχε δώσει στο Hammer (για το Midian) και έριξε το φταίξιμο για τον ήχο του Cruelty στον ντράμερ (Barker δεν λεγόταν η κάτι τέτοιο ένας τεράστιος τύπος) αφού όπως είπε δεν τολμούσε να του πει όχι. Έτσι και αλλιώς ο ήχος των ντραμς ήταν θεωρητικά το μεγάλο θέμα του άλμπουμ. Αλλά για κάποιο λόγο ο ήχος του Cruelty από τότε ακόμα μου είχε αρέσει πολύ, και στα ντραμς και σε όλα. Το Dusk από την άλλη έχω να το ακούσω πολλά χρόνια.
Κάπου εδώ να πούμε ότι το remaster του cruelty είναι υπέροχο.
Με «γλύτωσες» από το να γράψω για τον εν λόγω δίσκο, καθώς τον είχα στο πλάνο μου.
Πολύ ωραία τα είπες.
Προσωπικά, πάντα τοποθετώ το εν λόγω album ένα σκαλοπάτι μόνο πιο πάνω από το -επίσης αριστουργηματικό- “Midian” (το οποίο, όπως σωστά αναφέρεις, είναι ξεκάθαρα πιο ολοκληρωμένη και ώριμη κυκλοφορία). Και τούτο, διότι αυτή η αίσθηση που σου αφήνει η ακρόαση του “Dusk… and Her Embrace”, απλά, δεν υπάρχει. Αυτή η μουντάδα και η καταχνιά του, σε συνδυασμό με το artwork και τα «ζεστά» (και ολίγον ή πολύ Maiden-ικά (sic)) leads του το καθιστούν ένα από τα πιο «εικονοπλαστικά» album που έχω ακούσει ποτέ και ταυτοχρόνως πλήρως αντιπροσωπευτικό του «ξεχειλωμένου» και παρεξηγημένου προσδιορισμού «ατμοσφαιρικό».
Αυτό το “Malice Through the Looking-Glass”… πόσο ύμνος;
Μία χαρά σήμερα. Συννεφιά και βροχή, ευκαιρία να ξαναθυμηθώ τη δισκάρα.
Υ.Γ.: Για όσους ενδιαφέρονται, την προσωπική μου ιστορία και το λάθος μου αναφορικά με τον συγκεκριμένο δίσκο, μπορείτε να τα βρείτε εδώ.
Πάμε άλλη μια double treat παρουσίαση με αφορμή την 30η επέτειο του…
Παρόλο που υπήρχε μια σαφής, διακριτή γραμμική εξέλιξη των Voivod στα eighties, από το χύμα thrash του “War and Pain” έως την progressive τελειότητα του “Nothingface”, εν τούτοις, η αλλαγή που επήλθε στο “Angel Rat” παραήταν απότομη για να προβλεφθεί. Τα σημάδια βέβαια ήταν εκεί. Το concept με τον Korgull είχε φτάσει στο τέλος του με τον προηγούμενο δίσκο, και από την φωτογραφία της μπάντας απουσίαζε ο Blacky (που έπαιξε πάντως εδώ, αλλά αποχώρησε λίγο πριν την κυκλοφορία).
Στο έκτο τους LP λοιπόν, σε μια κάποια αντιστοιχία με τα άλλα καταξιωμένα thrash σχήματα που αποφάσισαν να ρίξουν τις “εντάσεις” με την νέα δεκαετία, οι Voivod εναγκαλίζονται τόσο την 60s ψυχεδέλεια όσο και τα progressive 70s, τα synthesizers, το ακορντεόν, σε μια “απογυμνωμένη”, απλοϊκότερη και μελωδικότερη προσέγγιση όπου το metal στοιχείο σχεδόν απουσιάζει - για το thrash ούτε λόγος! Μια εντελώς συνειδητή απόφαση παρεμπιπτόντως, αφού ανέθεσαν την παραγωγή στον γνωστό από την συνεργασία του με τους Rush, Terry Brown – για τους οποίους Rush βέβαια δεν έκρυψαν ποτέ τον θαυμασμό τους, χώρια που ήταν και support σε κάποια dates της περιοδείας για το Presto στον Καναδά!
Έτσι, η rock ‘n’ roll ορμή του “Panorama” και το φρενήρες surf rock του “The Prow” (το πρώτο βρέθηκε για αρκετό καιρό στο setlist των ζωντανών τους εμφανίσεων, το δεύτερο εξακολουθεί να είναι) δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών για την κατεύθυνση του νέου δίσκου, όσο κι αν οι prog (παρά την σχετικά μικρή διάρκειά τους) κορυφές “Angel Rat” και “Freedoom” επιχειρούν σε πιο σκοτεινές περιοχές και (το μοναδικό single και βίντεο) “Clouds in my House” μαγνητίζει με τα “αφηρημένα” spacey ηχοτοπία του, σε ένα, κατά τα λοιπά, σύνολο τραγουδιών με παρόμοιο ύφος που δεν στέκονται όλα στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο, παρά τις αδιαμφισβήτητες καλές ιδέες που υπάρχουν.
Το πρόβλημα ήταν ότι, παρά τον πάντα αναγνωρίσιμο Piggy, παρά τον Away που ωρίμασε πανέμορφα, όπως και ο Snake (ίσως ο τελευταίος thrash τραγουδιστής που θα περίμενε κανείς να ωριμάσει!), την απαξία του Blacky για το νέο υλικό συμμερίστηκε και το κοινό των Voivod που τους κατηγόρησε ότι σκόπευαν σε μια μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία. Άλλο αν ο Χρόνος δικαίωσε εν πολλοίς, τόσο το “Angel Rat”, όσο και την ακεραιότητα αυτών των Καναδών.
Το έβδομο LP τους, που παραδόξως φέρει την ένδειξη “Number 8” στο εξώφυλλο (πολύ πριν το, ακόμα πιο άκυρα αριθμημένο, “Katorz”) ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε από το “Nothingface” και συνεχίστηκε με το “Angel Rat”, συνδυάζοντας την progressive νοοτροπία του πρώτου με τις “εμπορικές” τάσεις του δευτέρου, όντας όμως προσανατολισμένο περισσότερο στο hard rock, παρά στο punk.
Αμεσότερο, στο μεγαλύτερο μέρος του τουλάχιστον, από αυτό που θα περίμενε κάποιος ανυποψίαστος, έχει να επιδείξει catchy hard rock κομμάτια που εκπλήσσουν ταυτόχρονα με την ευρηματικότητα τους, όπως το “Fix My Heart” (πως δεν έγινε επιτυχία, απορεί κανείς!), το “Moonbeam Ride” ή το “Time Warp”, αλλά και την σκοτεινή ψυχεδέλεια του “Le Pont Noir” όπως και την διασκευή (μάλλον κλίνει προς την επανεκτέλεση) του “The Nile Song” των Pink Floyd.
Έχει επίσης να καυχιέται για μια εκ των κορωνίδων της Voivod δισκογραφίας, το “Jack Luminous”. Το 17λεπτο έπος-φόρο τιμής στα prog seventies, που πραγματεύεται την ιστορία ενός εξωγήινου που φτάνει στη Γη για να προειδοποιήσει για έναν εισβολέα που έχει ήδη καταλάβει τον πλανήτη του. Μοιραία μετά από έναν τέτοιο κυκεώνα μουσικής πληροφορίας, ο δίσκος κλείνει με δύο πιο απλά τραγούδια, το αισιόδοξο rocker “Wrong-Way Street” και το πιο ορμητικό “We Αre Not Alone”.
Ας σημειώσουμε ακόμη ότι, ως συνήθως, το artwork του Langevin προεξοφλεί τις θετικές εντυπώσεις. Αυτή τη φορά παραπέμπει στις πρώτες sci-fi λογοτεχνικές απόπειρες, με κάθε τραγούδι να έχει την δική του εικαστική απεικόνιση στο εσωτερικό και την πρώτη έκδοση του δίσκου να συνοδεύεται από μπλε/κόκκινα 3D γυαλιά για μέγιστη απόλαυση!
Δυστυχώς όμως, το “Outer Limits” έμελλε να είναι το τελευταίο album για την MCA, συνεπεία της περιθωριοποίησης του metal ήχου εκείνα τα χρόνια. Ακόμη δυστυχέστερα σήμανε την αποχώρηση, μετά τον Blacky δύο χρόνια πριν, και του Snake. Η επόμενη εμφάνιση των Voivod θα τους έβρισκε με εντελώς διαφορετικό πρόσωπο…
Διαβάζω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις τελευταίες ημέρες διάφορα σχόλια και απόψεις, κυρίως στο topic των Metallica. Μοιραία, έρχονται στο νου προβληματισμοί αναφορικά με αντικειμενικές “αλήθειες”, υποκειμενικές “αλήθειες”, αιρετικές απόψεις για την αίρεση κ.λπ. Συχνά φαινόμενα, βέβαια, αυτά για τη φυλή μας εν γένει και τη “φυλή” μας (τη μουσική) εν προκειμένω.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σοφοί της κάθε φυλής προτείνουν να ανατρέχουμε στην αρχή των πραγμάτων, ώστε να αντλούμε διδάγματα από την προαιώνια γνώση. Εξ αυτού ορμώμενος και υιοθετώντας την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, είναι φανερό πού θα πρέπει να κοιτάξουμε, για να εντοπίσουμε την αρχή, στην περίπτωσή μας. Όμως, επειδή επιθυμώ να το πάω ένα -ή ορθότερα δύο- βήματα παραπέρα, θα επιχειρήσω μία παρέκταση του ενός και θα αναφερθώ σε τρεις δίσκους, βάσει και τριών προσωπικών μου εμπειριών.
Εμπειρία #1
Έχω φίλο ο οποίος θεωρεί ότι η πραγματικά άξια λόγου ιστορία των Black Sabbath εκκινεί με την έλευση του Ronnie James Dio. Ο εν λόγω φίλος απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστικά κλειστόμυαλος, “κολλημένος” ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, τόσο γενικά στη ζωή του, όσο και βάσει της οπτικής του στη μουσική. Του περνάει σχεδόν παντελώς αδιάφορη η πρώτη περίοδος της μπάντας, ήτοι ό,τι εμπεριέχει τη συμμετοχή του Ozzy. Ομοίως με τα πρώτα, δεν αλλάζει κάτι αναφορικά με τη στάση του, όσον αφορά και στα στερνά. Επίσης, η εκτίμησή του και για την προσωπική δισκογραφία του Madman, ας πούμε ότι κυμαίνεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.
Μιλώντας, λοιπόν, για τον μακαρίτη τον κοντό και ταυτοχρόνως πιθανότατα για την -κατ’ εμέ, τουλάχιστον- σπουδαιότερη φωνή στο metal όλων των εποχών, αν ανατρέξουμε στην “Αγία Τριάδα” των παρουσιών του, νομίζω ότι μάλλον θα καταλήξουμε στα “Rising”, “Heaven and Hell” και “Holy Diver”. Ο παραπάνω φίλος “προσκυνά” το δεύτερο ως τα Άγια των Αγίων. Ο γράφων θεωρεί το πρώτο ως την κορυφαία στιγμή του RJD (αν δεν με προλάβει κάποιος, θα αναφερθώ μελλοντικά σε αυτό, ξοδεύοντας περισσότερο μαύρο μελάνι / αποτυχημένο το λογοπαίγνιο, αλλά δεν κρατήθηκα), ωστόσο, θα αναφερθεί στο τρίτο. Go figure…
Έχοντας ολοκληρώσει την πρώτη (και καλύτερη) θητεία του στους “Γεννήτορες του Όλου”, ο Padanova πλαισιώνεται από τεράστιους μουσικούς και κυκλοφορεί το ντεμπούτο του προσωπικού του συγκροτήματος, των Dio, απαλλαγμένος, μία δεκαετία σχεδόν μετά, από τις φιγούρες “γιγάντων”, έχοντας την πρωτοβουλία και την ελευθερία των κινήσεων. Υποθέτω ότι αυτό πρέπει να έδωσε στον Ronnie τον “αέρα” που αναζητούσε και η αλήθεια είναι ότι η έμπνευση ήρθε αβίαστα και απλόχερα και μετουσιώθηκε σε 9 κομματάρες που συνθέτουν έναν από τους κορυφαίους metal δίσκους όλων των εποχών. Το να κρίνουμε την απόδοση των μελών και του Ronnie συγκεκριμένα το θεωρώ έως και βλάσφημο. Ας κάνουμε, βέβαια, μία μνεία στον Campbell, ο οποίος πιάνει πραγματικά την τέ-λει-α απόδοση. Αυτό δεν αλλάζει στον αιώνα τον άπαντα, ούτε κηλιδώνεται από τις “ομορφιές” και τα “Γαλλικά” που ακολούθησαν αργότερα, για αρκετά χρόνια μάλιστα, μεταξύ του ιδίου και του Ronnie. Να σημειώσω εδώ ότι η στάση του Dio και τα λόγια του προς τον πρώην κιθαρίστα του (αλλά και προς τους Def Leppard, αν ενθυμούμαι σωστά) δεν αποτέλεσαν και την πιο κολακευτική στιγμή του βίου και της πολιτείας του εκλιπόντος, αλλά ας είναι…
Επιστρέφοντας στα αμιγώς μουσικά, το “Holy Diver” διαθέτει τρία κομμάτια που, δικαίως, γνωρίζουν μέχρι και οι πέτρες (aka φασαίοι), ήτοι το ομώνυμο, το “Rainbow in the Dark” και το “Don’t Talk to Strangers”. Το μέγεθος των προαναφερομένων διαπιστώνεται εύκολα από το γεγονός ότι αφήνουν σε δεύτερη μοίρα κάτι κομματάρες ΝΑ (με το συμπάθιο), όπως τα “Straight Through the Heart” και κυρίως το συγκλονιστικό, αργόσυρτο έπος επών “Shame on the Night”.
Μνημειώδης κυκλοφορία, από όλες τις απόψεις. Δίσκος που “ρίχνει τα τσιμέντα” σε χρόνο dt.
Εμπειρία #2
Είχα έναν παλιό συνάδελφο (ο οποίος πιθανότατα να έχει σερβίρει την μπύρα σε πολλούς εξ υμών σε κάποιο festival), ο οποίος ήταν, είναι και θα είναι “άρρωστος” με την προσωπική δισκογραφία του Ozzy Osbourne. Δεν “πεθαίνει” για την περίοδό του στους Black Sabbath και για η άποψή του για το αντίπαλον δέος εδράζεται στα επίπεδα του ανεκτού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση (δηλαδή του Ozzy), θεωρώ ότι κι εγώ ξεφεύγω από τα όρια του “δόγματος”, καθώς θεωρώ τον Jake E. Lee ως τον κορυφαίο κιθαρίστα που στάθηκε στο πλάι του double O. Επίσης, go figure #2, μιας και αγαπημένος μου δίσκος από τις προσωπικές κυκλοφορίες του Ozzy είναι το “The Ultimate Sin”, αλλά θα γράψω για το:
Ο Ozzy έχει ξεπεράσει την δική του αποχώρηση από τους “Γεννήτορες του Όλου”, κυκλοφορώντας δύο εξαιρετικούς δίσκους, έχοντας πετύχει το jackpot με το γεγονός ότι παρουσιάστηκε ο Randy Rhoads στο διάβα του. Ωστόσο, η ζωή επιφυλάσσει διαφορετικά σχέδια και ο ξαφνικός και αδόκητος θάνατος του βιρτουόζου κιθαρίστα θέτει μία τεράστια πρόκληση στον - ούτως ή άλλως, επιρρεπή σε αυτοκαταστροφικές τάσεις και καταχρήσεις- Madman, ο οποίος καλείται να ξεπεράσει την απώλεια του συνοδοιπόρου του τόσο σε μουσικό (κατά τη γνώμη μου το κατάφερε άμεσα), όσο και σε προσωπικό/συναισθηματικό (μάλλον δεν το κατάφερε ποτέ) επίπεδο.
Θεωρώ μέγιστη αδικία ότι η εποχή του Lee συνέπεσε με μία από τις πιο ιδιαίτερες περιόδους για τον Ozzy. Θεωρώ ότι μπορούσαν να γίνουν πολλά πράγματα ακόμα, με την παρουσία του ιδίου, ωστόσο, τα “φεγγάρια” του Madman είναι τόσα και τέτοια που ουδέποτε επέτρεψαν ασφαλείς προβλέψεις και σταθερότητα. Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στα γαυγίσματά του προς το φυσικό μας δορυφόρο.
Ο λόγος που προτιμώ τον διάδοχό του από το συγκεκριμένο album είναι απλός. Στο “The Ultimate Sin” δεν πατάω το skip σε κανένα κομμάτι. Εδώ, αμφότερα τα “So Tired” (περισσότερο) και “Slow Down” (λιγότερο) δεν τα αντέχω. Το ψεγάδι που προκαλούν στη ροή του δίσκου είναι τέτοιο που είναι αδύνατον να περάσει απαρατήρητο από τα αυτιά μου. Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, με τις αδυναμίες ο υπόλοιπος δίσκος είναι ένα καθαρό αριστούργημα. Όπως και στην περίπτωση των Dio, κι εδώ ο άσπονδος φίλος του κοντού, πλαισιώνεται από μουσικούς ύψιστου επιπέδου. Οι ομοιότητες δεν σταματούν εδώ, καθώς και στην περίπτωση του Ozzy υπήρξαν, καιρό μετά την κυκλοφορία του συγκεκριμένου δίσκου, “βολές” εκατέρωθεν με τον αποχωρήσαντα κιθαρίστα, με τον τελευταίο να διεκδικεί (μάλλον δικαίως) καλλιτεχνικά δικαιώματα γραφής των κομματιών (θρυλείται ότι στην εξαφάνιση των Lee και Daisley από τα credits των κομματιών το χεράκι της έβαλε η δαιμόνια μέγαιρα).
Πίσω στα μουσικά, όπως προανέφερα, η απουσία του Rhoads περνάει μάλλον απαρατήρητη (προς αποφυγή παρεξηγήσεων, αναφέρομαι στην κιθαριστική αίσθηση και όχι σε οτιδήποτε άλλο). Και σε αυτήν την περίπτωση έχουμε ένα κομμάτι που γνωρίζουν μέχρι και οι πέτρες (aka φασαίοι), το υπερ-κλασσικό ομώνυμο, η ύπαρξη του οποίου, επίσης, με τη σειρά της “καπελώνει” κάποιες υποτιμημένες κομματάρες, όπως τα “You’re No Different”, “Centre of Eternity” και “Waiting for Darkness” (τεράστια προσωπική αδυναμία).
Α, να μην ξεχάσουμε να πούμε ότι κυκλοφόρησε το 1983, όπως και το “Holy Diver” δηλαδή. Κοίτα να δεις συμπτώσεις και ομοιότητες οι περιπτώσεις των δύο “στρατοπέδων”…
Εμπειρία #3
Έχω συναναστραφεί τύπους που αγνοούν τον Tony Martin. Η αναφορά σε αυτόν τούς φέρνει στο νου τον συνεπώνυμο ηθοποιό ή τον -επίσης, συνεπώνυμο- χαρακτήρα του Police Academy I, που παρίστανε τον Λατίνο, με ψεύτικη προφορά και άλλον τονισμό στο επίθετο Martin (δείξτε επιείκεια σε αυτή την αυθαίρετη σύνδεση, αλλά φαίνεται ότι υπάρχει πολλή, άχρηστη πληροφορία στον εγκέφαλό μου).
Όπως και να 'χει, αξίζει να σημειώσουμε για τα βιβλία ότι ο Martin ουδόλως υπήρξε μία φτωχή, πλην τίμια περίπτωση για τους Black Sabbath (π.χ. περίπτωση Bayley). Ο Βρετανός ξεπερνά άνετα τα στενά όρια της αξιοπρέπειας και για εμένα στέκεται σαν ίσος προς ίσο, τόσο απέναντι στην Ozzy περίοδο, όσο και στην αντίστοιχη Dio (τις θητείες των υπόλοιπων τραγουδιστών που έπιασαν το μικρόφωνο των Sabbath, η δική του θητεία τις “καταπίνει αμάσητες”). Επιπλέον, όσοι εμπαθείς αποπειρώνται να μειώσουν τον Tony, λέγοντας πως αποτελεί μία κόπια του κοντού, ας αρχίσουν καλύτερα το πλέξιμο.
Προσωπικά, είχα την τύχη να “κόβει” το μάτι μου σε παρελθοντική συναυλία των Accept και να εντοπίσω τον Martin στα πλάγια της σκηνής. Αν κάποιοι έχετε μείνει με την εικόνα του προ τριακονταετίας, τότε δύσκολα θα τον γνωρίζατε, καθώς δεν έχει μείνει τρίχα στο κεφάλι του, στο οποίο πολύ συχνά εμφανίζονται μπαντάνες. Το περιστατικό το έχω αναφέρει και παλαιότερα εδώ. Του έγνεψα από μακριά, χαμογέλασε και μου έκανε μία χειρονομία (devil’s horns, thumbs up ? / δεν κατάλαβα ποτέ) και πήρα το θάρρος και πλησίασα για ένα fist-bump, το οποίο μού ανταπέδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ωραίος τύπος, αλλάς ας μιλήσουμε για το μεγάλο του προσόν… Τη φωνάρα του.
Καλοί και άγιοι, όλοι οι δίσκοι των “Γεννήτορων του Όλου” στους οποίους συμμετείχε. Κάποιοι, όμως, ξεχώρισαν άνετα. Εξαιρετικό το “Headless Cross”, δεν λέω, αλλά ο διάδοχός του αποτελεί, κατά την άποψή μου, την κορυφαία στιγμή του Tony.
Μιλάμε για δισκάρα από τις λίγες, full στην ατμόσφαιρα και τις κομματάρες. Ομοίως υποτιμημένη κυκλοφορία, όπως και ο ίδιος ο Martin. Εδώ εντοπίζεται το -μάλλον- γνωστότερο Sabbath κομμάτι που έχει τραγουδήσει ο εν λόγω, η αισθαντική, πανέμορφη power ballad “Feels Good to Me” (το έχω χορέψει μπλουζ σε παιδικό party, αν είναι ποτέ δυνατόν, ρε). Συνεπώς, όπως και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις (και τηρουμένων των αναλογιών, θα προσθέσω) αγνοούνται τραγούδια-“ποιήματα”, όπως το “The Sabbath Stones”, το “Valhalla” (μεγάλη αγάπη), το “Anno Mundi”, το “The Law Maker”… όλος ο υπόλοιπος δίσκος, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα. Οι δύο συνονόματοι “κεντάνε” πραγματικά και -ω, τι σύμπτωση και πόσο πρωτότυπο!- το line-up αυτού του δίσκου περιλαμβάνει top-tier παίκτες.
Φανταστικός δίσκος, υπέροχες συνθέσεις, φωνάρα και πανέμορφες ερμηνείες ο Martin. Πραγματικά, όποιος αγνοεί, ακούσια ή εκούσια, την περίοδο Martin στους Sabbath, χάνει πάρα πολλά όμορφα πράγματα.
Κι έτσι, με τα πολλά που γράφτηκαν παραπάνω, φτάνουμε στον επίλογο. Ανατρέξαμε στους σοφούς και μάθαμε (λέμε τώρα). Πάντως, εγώ κλείνοντας τα μάτια, σαν να διέκρινα μία διοπτροφόρο, μαυροφορεμένη μορφή, φέρουσα μύστακα, να χαμογελάει και να αφήνει τη μουσικούλα να ρέει αβίαστα.
Kαλά μωρέ, σιγά το περίεργο.
Υπάρχουν ανθρωποι που δεν τους αρέσει ο Dickinson ξερωγω, τι να κανουμε, να αλλάξουμε τα αυτιά τους ή δεν έχουν δικαίωμα να μην τους αρέσει ο Dickinson?
Θέλω να πιστεύω ότι δεν απευθύνεις την ερώτηση σ’ εμένα, ειδάλλως, δυστυχώς, δεν κατάλαβες ούτε στο ελάχιστο το πνεύμα του κειμένου.
οχι φυσικα
χαβαλε κανω
Ο sevek είναι κοντός, ρίξε flame άφοβα
Χαχαχαχαχαχ