..Με λίγα λόγια

Υποχρεωτικό συνοδευτικό ποστάρισμα όποτε βλέπω αυτή την μπάντα:

Αν και φταίει η προϋπηρεσία των μελών σε διάφορες black μπάντες, θαρρώ για τον (δικαιολογημένο και για μένα) ντόρο.

4 Likes

Αυτούς λοιπόν δεν τους είχα ακούσει και σε συνδυασμό με το φετινό Wheel, νομίζω πως είμαστε πλήρως καλυμμένοι από την απουσία των Solitude Αeturnus.
Βέβαια, όσο οι Wheel μπαίνουν στα παπούτσια των Solitude (πιο ξεκαθαρες επιρροές, δεν γίνεται), αυτοί εδώ έχουν δίκό τους χαρακτήρα, που τους ανεβάζει λίγο πιο πάνω για μένα.

To κακό με αυτούς, είναι πως από το bandcamp έχεις 10 ευρώ τα μεταφορικά, συν ότι βγεί στο τελωνείο. Εχετε υπόψην σας από που από ευρώπη το προμηθευόμαστε(cd)?

1 Like

Αφού έκανα την τελευταία παρουσίαση της προηγούμενης χρονιάς, θα μου επιτρέψετε να κάνω και την πρώτη του νέου έτους με κάτι που για μένα ήταν πάντα χειμερινό άκουσμα!

Το Aqualung των Jethro Tull δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις μιας και είναι από τα γνωστότερα έργα της rock (ας μείνουμε σε αυτόν τον γενικό όρο) ανθολογίας, κάτι που ίσχυε και πριν από 25 χρόνια, όταν πήρα την επετειακή έκδοση για τα 25 χρόνια από την κυκλοφορία του (και μόλις τώρα συνειδητοποιώ ότι πριν λίγο καιρό έκλεισε τα 50, κι έπρεπε τότε να τα γράφω αυτά, όμως κάλλιο αργά παρά ποτέ κλπ κλπ).
Περιλαμβάνεται μεταξύ των 2-3 βασικών υποψηφίων για τον τίτλο του καλύτερου Tull LP και είναι πρακτικά ο πρώτος κανονικός δίσκος τους που άκουσα. Είχε προηγηθεί η συλλογή 20 Years of Jethro Tull (βασικά η συντετμημένη έκδοση σε μονό CD - η πολυτελής βινυλιακή ήταν από τότε άφαντη) μια εποχή που διεύρυνα τους ορίζοντες μου και ποιος καλύτερος τρόπος από το να ψάχνομαι με τα συγκροτήματα για τα οποία εκφραζόταν με τόσο θαυμασμό και ταπεινότητα ο Steve Harris στις συνεντεύξεις, αλλά και στην πράξη κάνοντας κάποια διασκευή, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση το Cross Eyed Mary! (b’ side στο “The Trooper” single)

Η αλήθεια είναι ότι σήμερα που έβαλα το Aqualung ξανά να παίξει, αντιλήφθηκα ότι είχα αρκετά χρόνια να το ακούσω και, παρόλο που το ξέρω λίγο - πολύ απ’ έξω, κατάφερε για μια ακόμη φορά να με καταπλήξει με το πως ενώ τα κομμάτια είναι τόσο πανέξυπνα δομημένα, ταυτόχρονα δίνουν την εντύπωση ότι βρίθουν πυκνών αυτοσχεδιασμών. Εννοείται βέβαια, ότι δεν υπάρχει καμία αδύναμη εκφραστική στιγμή εδώ.
Το αντίθετο, ο δίσκος αρχίζει με την ομώνυμη σύνθεση – ορόσημο (που “παραδόξως” δεν διαθέτει ούτε… πνοή από φλάουτο, τρανή απόδειξη ότι άλλα ήταν τα ουσιαστικότερα θέλγητρα τους!) και τελειώνει μεγαλειωδώς με το εξίσου μυθικό Locomotive Breath – ή μάλλον, θα “έπρεπε” να τελειώνει έτσι, αφού για καιρό θεωρούσα ότι το Wind Up ατυχώς τοποθετήθηκε στην ακροτελεύτια θέση!

Κάθε πτυχή της πολυσχιδούς προσωπικότητας των Tull είναι παρούσα στο Aqualung. Το απέριττο folk ενός Mother Goose συνυπάρχει με το ροκάδικο Hymn 43, από την άλλη, το Cross Eyed Mary είναι υποβλητικό (όσο καλά κι αν τα πήγαν οι Maiden, το πρωτότυπο είναι ασύγκριτο), το My God είναι… ύμνος, ενώ ανάμεσα στα μεγάλης έκτασης ή/και μεγαλόπνοα έργα, ο Ian Anderson συγκινεί με την γοητεία της απλότητας παρεμβάλλοντας π.χ. ένα ακουστικό Cheap Day Return (ο τίτλος αναφέρεται στα φθηνά εισιτήρια του τρένου με αυθημερόν επιστροφή που έπαιρνε ο Ian από το Λονδίνο για το Blackpool με ενδιάμεση στάση το Preston, προκειμένου να επισκεφθεί τον άρρωστο πατέρα του στο νοσοκομείο)

Ένα άλλο στοιχείο που συνετέλεσε ίσως στον μύθο του album είναι οι στίχοι του που οδήγησαν τον Τύπο στο συμπέρασμα ότι είναι concept, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Anderson ο οποίος απέρριπτε μετά βδελυγμίας τον χαρακτηρισμό! Υπάρχει όντως κάποια σύνδεση στα τραγούδια της πρώτης πλευράς με τον φανταστικό χαρακτήρα του Aqualung, ενώ η δεύτερη πλευρά κυριαρχείται από την πολεμική εναντίον της οργανωμένης θρησκείας και της δουλικής υποταγής σε έναν Θεό-δυνάστη, δύσκολα όμως συνιστούν αυτά concept album με την συνήθη, γνωστή λογική. Σύντομα οι Jethro Tull, που πιθανότατα το μόνο που επεδίωκαν ήταν να διευρύνουν την Τέχνη τους (ίσως και την αισθητική της εποχής τους!) κι όχι να γίνουν οι επιμορφωτές των ακροατών τους, θα επανέρχονταν με κάτι ακόμη πιο προωθημένο και ιδιοσυγκρασιακό (και πραγματικά concept!)

jethro

15 Likes

Τι κρίμα να μην μπορούμε να βάλουμε όσες καρδιές επιθυμούμε σ’ ένα post. Γενικά, διαβάζετε @Ian_Metalhead … κάνει καλό!

Α, ρε αγαπητέ, τι πήγες κι έπιασες χρονιάρες ημέρες;

Βέβηλο το να πω εγώ οτιδήποτε παραπάνω, αλλά, αν μου επιτρέπει ο καθόλα ειδήμων προλαλήσας, ας σημειώσω δυο-τρία συμπληρωματικά πραγματάκια για αυτό τον μνημειώδη δίσκο-λατρεία:

Πολύ καίριο σχόλιο και μεγάλη αλήθεια. Η ροή του δίσκου, όπως διαμορφώθηκε, κρύβει κάτι μεγαλοφυές και καθιστά την ακρόαση απολαυστική, ιντριγκαδόρικη, περιπετειώδη…

Αναμενόμενα εύστοχες παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Για εμένα, η εν λόγω κυκλοφορία ήταν πάντα η πιο θεματική από τις μη-θεματικές. Ώρες-ώρες πιστεύω ότι όλος ο δίσκος είναι ένα μεγάλο, ενιαίο κομμάτι, ένα πάντρεμα εξαιρετικού μυθιστορήματος και αιχμηρής κοινωνικοπολιτικής και θρησκευτικής κριτικής και προβληματισμών, απλά χωρισμένο σε επιμέρους μέρη. Δεν γίνεται διαβάζοντας τους στίχους (σε συνδυασμό με τις αριστοτεχνικές συνθέσεις) να μην προβληματιστείς, να μην μπεις σε διαδικασία να σκεφτείς και να μην αισθανθείς φόβο ή/και αμηχανία, αναφορικά με το πόσο διαχρονικοί παραμένουν και σήμερα. Το μαχαίρι φτάνει στο κόκκαλο, άλλοτε δρώντας άμεσα και χωρίς περιστροφές και άλλοτε μέσω αλληγοριών που αντικατοπτρίζουν ένα υψηλότατο επίπεδο κριτικής σκέψης και σχολιασμού.

Δυστυχώς, αν και όλοι μπορούμε να αναγνωρίσουμε το “μέγεθος” του δίσκου και τη διαχρονικότητά του -αν όχι στα μηνύματά του, τουλάχιστον στις θεματικές με τις οποίες καταπιάνεται-, δυστυχώς, 50 χρόνια μετά είναι πολύ κρίμα που δεν μπορεί να “πιάσει” έναν έφηβο και να τον κάνει να προβληματιστεί και στεναχωριέμαι πολύ που το γράφω αυτό. Επίσης, ο δίσκος βγάζει κάτι το τόσο Βρετανικό. Είναι σαν να βρίσκεσαι σε κάποιο απόμερο στενοσόκακο κάποιας πόλης του Νησιού και να βλέπεις τον Aqualung να στέκεται στα δύο μέτρα ή σαν να βρίσκεσαι σε μία οποιαδήποτε pub και να προσπαθείς μισομεθυσμένος να παρέχεις τις λύσεις για όλα τα προβλήματα του κόσμου, αντιδικώντας με την υπόλοιπη παρέα σου. Πολύ κακό το ότι αυτό το διακριτό στοιχείο “καταγωγής” φαντάζει είδος υπό εξαφάνιση στους καιρούς μας, ξενίζει και αντιμετωπίζεται έως και γραφικό ορισμένες φορές. Ιδιαίτερα δε σε μία εποχή, όπως η σημερινή, όπου η δήθεν επιτυχημένη παγκοσμιοποίηση, η οποία μάλιστα επαίρεται για την ανοχή στη διαφορετικότητα, παριστάνει ότι δεν αναγνωρίζει ότι η εφαρμογή της κατάφερε το ακριβώς αντίθετο.

Τέλος, θα μου επιτρέψετε να πω πως το “γύρισμα” από το ηλεκτρικό στο ακουστικό μέρος του “Aqualung” συγκαταλέγεται στις ομορφότερες στιγμές της rock ανθολογίας (© @Ian_Metalhead ). Απίστευτα (και απίστευτη συνάμα) συμβολική αλλαγή, με τον πονηρούλη, άτακτο, βρωμερό, “ηλεκτρικό” Aqualung να μετατρέπεται αιφνιδίως σε μία τραγική μορφή, έναν περιθωριακό κλοσάρ, στον οποίον αρνείται να στρέψει το βλέμμα ο οποιοσδήποτε περαστικός, ακριβώς για να μην αντικρίσει την ίδια, στρεβλή μορφή του, τα “απορρίμματά του”, τα οποία, ωστόσο, είναι δικής του “παραγωγής”, πέρα ως πέρα. Η δε ακόλουθη ζωντανή εκδοχή του υπέροχου κομματιού είναι κλασσική και πραγματικό αριστούργημα. Ο Anderson είναι ο ίδιος ο Aqualung και καταφέρνει να δώσει τις δύο διαστάσεις του με τόση θεατρικότητα και εκφραστικότητα, που ορισμένοι (αδαείς θα έλεγα) τολμούν να τον χαρακτηρίσουν υπερβολικό. Αν δε οι ίδιοι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν πώς επηρέασε άμεσα η συγκεκριμένη σκηνική παρουσία, frontmen- θρύλους των επόμενων γενεών (λέγε με και Bruce Dickinson), τότε η αστοχία των παρατηρήσεών τους γίνεται ακόμη μεγαλύτερη.

8 Likes

Τα είπατε ΤΟΣΟ ωραία ρε κερατάδες…

Καλή χρονιά!

3 Likes

Αν το δούμε ρομαντικά, το νόημα ύπαρξης ενός συγκροτήματος εδράζεται στην πολυφωνία, τη συλλογικότητα, το μοίρασμα, τις δημοκρατικές διαδικασίες, τη διαλλακτικότητα κ.λπ. κ.λπ. Η ίδια η λέξη (συγκρότημα), άλλωστε, προϋποθέτει τα προαναφερόμενα. Ωστόσο, η πεζή πραγματικότητα μάς δείχνει ότι σε πλείστες όσες περιπτώσεις υπάρχουν μέλη (κατά κανόνα τα ιδρυτικά) τα οποία έχουν έναν παραπάνω λόγο (για να τεθεί κομψά) στα εντός της μπάντας τεκταινόμενα. Αυτό άλλοτε αποβαίνει σε καλό για τις εξελίξεις και άλλοτε τα αποτελέσματα δεν είναι και τόσο καλά.

Μία από τις πιο «κραυγαλέες» περιπτώσεις “one-man show” συγκροτημάτων αποτελούν οι A̲nnihilator̲. Αν το βλέπαμε λίγο πιο αυστηρά, θα μπορούσαμε να μετονομάσουμε το συγκρότημα σε Jeff Waters et al., αλλά ας μη γινόμαστε κακοί. Αναντίρρητα, όμως, το γεγονός ότι από τους εν λόγω έχουν «παρελάσει» άνω των 30 μουσικών στα 33 χρόνια δισκογραφίας τους, μόνο ως θετικό δεν καταγράφεται και ίσως να αποτελεί και το λόγο που το συγκρότημα δεν κατάφερε ποτέ να γίνει το μεγαθήριο που όλοι προέβλεπαν πριν 30 και έτη.

Τι ήταν αυτό που ώθησε κάποιους να πιστεύουν ότι οι Annihilator είχαν όλα τα φόντα για να σταθούν ως ίσοι προς ίσους, δίπλα στους «μεγάλους» του metal; Η απάντηση κρύβεται στο υπό συζήτηση album.

image

Δεύτερο album των Καναδών, με αλλαγή τραγουδιστή μάλιστα (ω, τι πρωτότυπο!). Ο Rampage παραχωρεί τη θέση του στον -γνωστό και μη εξαιρετέο- Pharr (o οποίος θα αποχωρήσει με τη σειρά του σε δυο χρονάκια, χα χα χα!). Και αν πολλοί δεν μπορούν να ξεπεράσουν το -επίσης, εξαιρετικό- ντεμπούτο, προσωπική μου άποψη είναι ότι το “Never, Neverland” αποτελεί το πιο συμπαγή και ώριμο (οξύμωρο μεν, λόγω δεύτερης μόλις κυκλοφορίας, αληθινό δε) δίσκο που κυκλοφόρησε ποτέ το συγκρότημα. Προφανώς, ο Waters συγκαταλέγεται στους guitar-heros «παλαιάς κοπής», σ’ έναν shredder ολκής, ο οποίος γράφει τρομερά πωρωτικές κομματάρες, όταν θέλει κι έχει κέφια. Κι εδώ η έμπνευση και η θέληση «χτυπάει κόκκινα».

Αρχιδ@το thrash, με riffing που «σκοτώνει» και solos γεμάτα ουσία. Η φωνή είναι ακριβώς εκεί που πρέπει να είναι, βάσει των «ιερών και των οσίων» του είδους, όπως ορίστηκαν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Βασικά, το album σε πιάνει από τα μούτρα και σε στροβιλίζει μέχρι να ομολογήσεις τα ανομολόγητα ή να ξεχάσεις το όνομά σου. Ακόμα και τόσα χρόνια μετά ακούγεται πολύ φρέσκο, απίστευτα ομοιογενές και δυναμικό. Δείγμα τόσο του εξαιρετικού songwriting του Waters, όσο και του αντίστοιχου παιξίματός του.

Και αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, τότε πώς γίνεται να μην αγαπήσεις έναν δίσκο που ξεκινάει με μία τραγουδάρα, όπως το “The Fun Palace”; Ύμνος με τα όλα του…τις «γέφυρές» του, τα leads του, τις αλλαγές στο ρυθμό του, τo Maiden feeling του… Κι έπεται συνέχεια, με το «ποδοβολητό» του “Road to Ruin” και το «διεστραμμένο» “Sixes and Sevens”. Και το μεγαλείο συνεχίζεται με το πανέμορφο, «πιασιάρικο» “Stonewall”, όπου ο Pharr διδάσκει 2-3 διαφορετικά είδη ερμηνείας. Και φτάνουμε στο ομώνυμο…

Βασικά, τηρουμένων των αναλογιών (ή και όχι), το “Never, Neverland” είναι το “One” των Annihilator. Ένας crossover «δυναμίτης» δηλαδή, βάσει του οποίου είναι δύσκολο να θέσει κάποιος το όριο του μέχρι πού μπορεί να φτάσει η μπάντα (ασχέτως αν τελικά δεν εκκίνησε καν). Τεράστιο τραγούδι και -κατ’ εμέ- ό,τι καλύτερο έγραψαν ποτέ.

Το δεύτερο μισό του album στέκει κάπως υπό τη σκιά του πρώτου μισού, και ίσως να ακούγεται λίγο πιο generic (Θού, Κύριε φυλακήν τω στόματί μου), συγκρινόμενο με την ποικιλία των 5 πρώτων κομματιών, χωρίς, βέβαια, να τίθεται το όποιο ζήτημα ανισότητας. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, με κομμάτια όπως τα “Imperiled Eyes” (άλλη πώρωση από εκεί), “Phantasmagoria” (υπόδειγμα thrash) και “I Am in Command” (το ιδανικό «κλείσιμο»).

Και γενικά είναι πολύ κρίμα το γεγονός ότι αν και οι Καναδοί είχαν όλα τα φόντα να κάνουν το “I Am in Command” πραγματικότητα, με την ηγετική παρουσία τους στο χώρο, μετά από τέτοιες αρχικές κυκλοφορίες, οι εξελίξεις (με δική τους υπαιτιότητα) τους κατέστησαν μία μπάντα μεσαίου βεληνεκούς κι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα “What if…?” της ιστορίας του metal. Και να ‘λεγες ότι δεν περάσανε παικταράδες από τις τάξεις τους, με τους οποίους θα μπορούσε να «χτίσει» σταθερά και για πολλά χρόνια ο Waters. Όπως και να ΄χει, υπάρχουν μετέπειτα κυκλοφορίες που τσεκάρονται με τα χίλια, ωστόσο, τούτη εδώ δεν πλησιάζεται σε ποιότητα από καμία.

Τέλος, να θυμηθούμε ότι το 2001, στο Ρόδον, είδαμε μία από τις πιο «χορταστικές» συναυλίες ever, με support συγκροτήματα στους Annihilator, τους Nevermore, Soilwork και Rawhead Rexx.

20 Likes

Καλύτερο thrash album ever στην προσωπική μου λίστα (ναι, πάνω και από Master of Puppets και Rust in Peace). Ίσως το συγκρότημα με τα περισσότερα αυτογκόλ στην καριέρα του.

Co-headline νομίζω ήταν.

Ενδεχομένως να αναφερόταν έτσι.

Πάντως, είχαν εμφανιστεί πριν τους Annihilator οι Nevermore, καλά δεν θυμάμαι;

Σωστά θυμάσαι και, μάλιστα, αυτό συνέβαινε σε ολόκληρη την περιοδεία. Το αναφέρω, επειδή -συνήθως- τα co-headline tours κλείνουν εναλλάξ τα συγκροτήματα. Επίσης, θυμάμαι ότι πολύς κόσμος έφυγε από το Ρόδον πριν τους Annihilator (τύπου 30-40%) είτε επειδή είχε έρθει για τους Nevermore είτε για να προλάβει τα μέσα μεταφοράς πριν τα μεσάνυχτα. Πάντως, σε προσωπικό επίπεδο, πολύ με βόλεψε, γιατί πήγα μπροστά πολύ άνετα και οι Καναδοί μας έδωσαν τα μυαλά στο χέρι! Φοβερή εμφάνιση, μάλλον η καλύτερή τους στην Ελλάδα.

1 Like

Ρε 'συ, με κόλλησε ο @ChrisP τώρα κι έκανα λίγη έρευνα.

Ξέθαψα το εισιτήριό μου (παρακάτω) και βλέπω ότι είχα πάει την Κυριακή, 18/3. Εκείνη την ημέρα, σίγουρα είχαν εμφανιστεί πριν τους Annihilator οι Nevermore. Όμως στο setlist, βρίσκω ότι είχαν παίξει και την αμέσως προηγούμενη ημέρα. Μήπως είχαν μοιράσει τις headline εμφανίσεις (δεδομένου και του πώς αναγράφονται τα ονόματα στο εισιτήριο);

Στην Θεσσαλονίκη αν δεν κανω λάθος οι Annihilator πρέπει να ειχαν βγει μετά τους Nevermore. Πολύ δυνατό live.

Αν δε με απατά η μνήμη μου, οι Annihilator έβγαιναν μόνιμα στο τέλος. Φυσικά, όπως αποδείχτηκε, αυτό ήταν δίκοπο μαχαίρι, γιατί παραήταν αργά (νομίζω μετά τις 11) και πολλοί έφευγαν μετά τους Nevermore.
Ίσως και να είχε γίνει co-headline με αυτή τη λογική. Annihilator μεν τελευταίοι, αλλά η “ώρα-φιλέτο” στους Nevermore.

1 Like

Οι nevermore εβγαιναν πριν

Αν και μικρή σημασία έχει, ανέφερα co-headline λόγω του ότι και οι 2 μπάντες έπαιζαν κανονικά headline setlists από απόψη διάρκειας.

Δράττομαι πάντως της ευκαιρίας να πω ότι κατά τη γνώμη μου οι NEVERMORE ήταν ηρωική μπάντα για το metal των 90s παρότι έχω την εντύπωση ότι μερίδα του ελληνικού μεταλλικού κοινού τους έριχνε ένα κάποιο hate που ποτέ μου δεν κατάλαβα (επειδή δεν έπαιξαν αγνό US heavy/power οπως οι SANCTUARY; επειδή είχαν μόνιμο promotion απο το MH άρα έπρεπε να πάμε κόντρα “γιατί έτσι”;).

Τέλος πάντως αν κάποιος ρωτήσει εμένα, θεωρώ κορυφαίο άλμπουμ τους το παρακάτω (αν και μάλλον οι περισσότεροι θα διαφωνήσουν).

Θέλεις φουτουρισμό (“Narcosynthesis”,“Evolution 169”), θέλεις οργή (“Inside Four Walls”), θες αγωνία (“The River Dragon Has Come”), θες τόνους από συναίσθημα (“The Heart Collector”), ή μήπως ματαιότητα (“Dead Heart…”).

Το μόνο που δεν μου έκατσε 100% καλά είναι το σινγκλάκι (“Believe In Nothing”), παρότι είχε καλό υλικό νομίζω κάτι του έλειπε για να είναι ολοκληρωμένη κομματάρα στο επίπεδο των υπόλοιπων.

Σε κάθε περίπτωση, τα πρώτα 4 φουλ και το ΕΡ είναι κορυφές της περιόδου '95-'00, πήρανε τα αρχετυπικά US power υλικά, χώσανε λίγο death, λίγο prog, παίξαν τεχνικά, παίξαν πιο άμεσα, παίξαν τσιτωμένα, παίξαν πιο μελωδικά, κάνανε γαμω τις διασκευές σε PRIEST, BAUHAUS και S&G και γενικά respect.

13 Likes

Υπερθεματίζω.

Αν ανέβεις πιο πάνω στο παρόν topic, σταμάτα στις 16 Απριλίου του 2020, για του λόγου το αληθές!

1 Like

Ανέβηκα΄μόλις (δεν είχα παρακολουθήσει το νημα εξαρχής), πολύ καλά τα είχατε πει.

Να πω και ότι δεν την πάλεψα καθόλου με το “Enemies of Reality” όταν είχε βγει, ήταν μεγάλη απογοήτευση και πρέπει να μην το ξανάπιασα ποτέ από τότε πέρα από 1-2 κομμάτια (“Tomorrow…”, “Who Decides”). Έκαναν αμέσως μετά και εκείνο το live με τον Warrel τελείως κλασμένο από το αλκοόλ, μυθικές στιγμές.

“Godless” σχετικά καλό, “Obsidian…” επίσης απογοητευτικά μέτριο.

Ίσως πρέπει να ξαναβάλω το “Enemies” κάποια στιγμή, να δώ που στέκεται κοντά 20 χρόνια μετά…

1 Like

Είναι καλό να τα επαναλαμβάνουμε, όμως, για να τα εμπεδώνουμε!

Παρεμπιπτόντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, εγώ έχω βάλει αβίαστα να παίζει ολάκερο το “The Politics of Ecstasy”, άρα μόνο καλό κάνουν τέτοιες κουβεντούλες!

2 Likes

Νομίζω τώρα θα σου αρέσει το Enemies, αλλά άκουσε τη remixed από Andy Sneap έκδοση.

Νομίζω ότι μια απλή αναφορά στο “Τι ακούτε τώρα” thread είναι απελπιστικά λίγη, πάμε λοιπόν μια double treat παρουσίαση εδώ, σαν φόρο τιμής στον πρόσφατα εκλιπόντα Burke Shelley…

… ο οποίος πάντα παραλληλιζόταν με τον Geddy Lee αφού υπήρχε αρκετή ομοιότητα φυσιογνωμικά και φωνητικά, είχαν αμφότεροι επωμιστεί και τον ρόλο του μπασίστα, ενώ και οι Budgie πολλές φορές χαρακτηριζόταν ως οι “Ουαλοί Rush” κλπ, όμως, πέρα από οιεσδήποτε υποκειμενικές απόψεις, το γεγονός και μόνο ότι τη χρονιά που οι Rush (αλλά και οι Judas Priest) έκαναν την πρώτη τους, διστακτική εμφάνιση στη δισκογραφία, οι Budgie κυκλοφορούσαν τον τέταρτο δίσκο τους αρκεί για να δείξει πόσο πρωτοπόροι υπήρξαν οι εν λόγω για την metal σκηνή.

Έχοντας λοιπόν να ανταγωνιστεί το καταπληκτικό “Never Turn…” που προηγήθηκε, το συγκρότημα από το Cardiff κράτησε κατ’ αρχήν τις σταθερές του αναλλοίωτες, με την εξαίρεση της πρώτης αλλαγής στο line up, με τον νέο drummer Pete Boot να δίνει τα διαπιστευτήρια του.

Συγκεκριμένα, το “In for the Kill” έχει να παρουσιάσει τα δύο μεγαλύτερα σε διάρκεια – και, καθόλου συμπτωματικά, καλύτερα του - τραγούδια στο τέλος των δύο πλευρών, ήτοι το ακαταμάχητο και μπροστά από την εποχή του “Zoom Club”, και το ξεχωριστό “Living On Your Own” με τις ποικιλόμορφες επιρροές που φέρει. Κατά τ’ άλλα, υπάρχει και εδώ το “υποχρεωτικό” μπαλαντοειδές κομμάτι (“Wondering What Everyone Knows”), όπως και ο “φόρος τιμής” στο rock ‘n’ roll (“Running From My Soul”) που δεν προσφέρει και πολλά. Το εναρκτήριο ομώνυμο αντίθετα, είναι πολύ καλό, riff-άτο hard rock ενώ το “Hammer and Tongs” επιδίδεται σε ένα heavy blues ύφος που θυμίζει λίγο Sabbath και πολύ περισσότερο Zeppelin (“Dazed and Confused” κανείς;). Το γνωστότερο κομμάτι του δίσκου πάντως, για προφανείς λόγους, είναι το “Crash Course in Brain Surgery” που εδώ εμφανίζεται σε μια πλήρη ενεργητικότητας επανεκτέλεση του single του ’71, που προοιωνίζει το speed metal!

Απολαυστικό και απαραίτητο δίχως πάντως να είναι το καλύτερο τους, το “In for the Kill” δεν παύει να είναι άλλη μια ατράνταχτη απόδειξη του πόσο σπουδαίοι και εγκληματικά παραγνωρισμένοι υπήρξαν οι Budgie.

budgie bandolier

Απτόητοι από την περιορισμένη αναγνωρισιμότητα που είχαν επιτύχει έως τότε και κάπως εγκλωβισμένοι στον ανελέητο κύκλο album – tour, οι Budgie κυκλοφόρησαν το 1975 το πέμπτο LP τους σε ισάριθμα έτη. Το “Bandolier”, εκτός από τον νέο drummer Steve Williams στην παρθενική του συμμετοχή, παρουσίασε και μια απόπειρα διαφοροποίησης από τον γνώριμο ήχο τους.

Συγκεκριμένα, εδώ υπάρχουν διάσπαρτες funk επιρροές, που στο “Who Do You Want For Your Love?” αναδεικνύονται σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Για την ακρίβεια, το κομμάτι ακούγεται σαν… διασκευή στο “The Crunge”, με τον Burke Shelley να μιμείται πολύ πειστικά τον Robert Plant! Επίσης, παρότι πάντα υπήρχε μια “υποχρεωτική” μπαλάντα στους δίσκους τους, το “Slipaway” είναι κάπως υπερβολικά soft.

Εκεί όμως που η heavy πλευρά παραμένει κυρίαρχη, το αποτέλεσμα είναι σαφέστατα ικανοποιητικότερο. Το “Breaking All The House Rules” με το εθιστικό riff που το διατρέχει, είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στο δίσκο, ενώ το “I Can’t See My Feelings” είναι ακόμη καλύτερο, έχοντας αυτόν τον “παράδοξο” ρυθμό. Την κορυφαία στιγμή πάντως, μας την επιφύλασσαν για το τέλος. Το “Napoleon Bona Part One & Two” είναι ένα αριστούργημα φτιαγμένο με όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης των Ουαλών. Τις ακουστικές στην αρχή, που χτίζουν την ατμόσφαιρα συσσωρεύοντας ενέργεια για να έρθει το υπέρβαρο ξέσπασμα στη συνέχεια, κλπ. Ένα αντάξιο των ύμνων του παρελθόντος κομμάτι και ταυτόχρονα ένα από τα πιο heavy της δεκαετίας.

Παρά λοιπόν την απόπειρα διεύρυνσης των επιρροών τους και τις αποκλίνουσες τάσεις τους, τελικά τα πιο “παραδοσιακά” του ύφους τους τραγούδια είναι μάλλον τα καλύτερα εδώ. Σε κάθε περίπτωση, το “Bandolier” έχει τη φήμη του τελευταίου πραγματικά πολύ καλού δίσκου των Budgie.

13 Likes