Διαβάζω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις τελευταίες ημέρες διάφορα σχόλια και απόψεις, κυρίως στο topic των Metallica. Μοιραία, έρχονται στο νου προβληματισμοί αναφορικά με αντικειμενικές “αλήθειες”, υποκειμενικές “αλήθειες”, αιρετικές απόψεις για την αίρεση κ.λπ. Συχνά φαινόμενα, βέβαια, αυτά για τη φυλή μας εν γένει και τη “φυλή” μας (τη μουσική) εν προκειμένω.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σοφοί της κάθε φυλής προτείνουν να ανατρέχουμε στην αρχή των πραγμάτων, ώστε να αντλούμε διδάγματα από την προαιώνια γνώση. Εξ αυτού ορμώμενος και υιοθετώντας την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, είναι φανερό πού θα πρέπει να κοιτάξουμε, για να εντοπίσουμε την αρχή, στην περίπτωσή μας. Όμως, επειδή επιθυμώ να το πάω ένα -ή ορθότερα δύο- βήματα παραπέρα, θα επιχειρήσω μία παρέκταση του ενός και θα αναφερθώ σε τρεις δίσκους, βάσει και τριών προσωπικών μου εμπειριών.
Εμπειρία #1
Έχω φίλο ο οποίος θεωρεί ότι η πραγματικά άξια λόγου ιστορία των Black Sabbath εκκινεί με την έλευση του Ronnie James Dio. Ο εν λόγω φίλος απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστικά κλειστόμυαλος, “κολλημένος” ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, τόσο γενικά στη ζωή του, όσο και βάσει της οπτικής του στη μουσική. Του περνάει σχεδόν παντελώς αδιάφορη η πρώτη περίοδος της μπάντας, ήτοι ό,τι εμπεριέχει τη συμμετοχή του Ozzy. Ομοίως με τα πρώτα, δεν αλλάζει κάτι αναφορικά με τη στάση του, όσον αφορά και στα στερνά. Επίσης, η εκτίμησή του και για την προσωπική δισκογραφία του Madman, ας πούμε ότι κυμαίνεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.
Μιλώντας, λοιπόν, για τον μακαρίτη τον κοντό και ταυτοχρόνως πιθανότατα για την -κατ’ εμέ, τουλάχιστον- σπουδαιότερη φωνή στο metal όλων των εποχών, αν ανατρέξουμε στην “Αγία Τριάδα” των παρουσιών του, νομίζω ότι μάλλον θα καταλήξουμε στα “Rising”, “Heaven and Hell” και “Holy Diver”. Ο παραπάνω φίλος “προσκυνά” το δεύτερο ως τα Άγια των Αγίων. Ο γράφων θεωρεί το πρώτο ως την κορυφαία στιγμή του RJD (αν δεν με προλάβει κάποιος, θα αναφερθώ μελλοντικά σε αυτό, ξοδεύοντας περισσότερο μαύρο μελάνι / αποτυχημένο το λογοπαίγνιο, αλλά δεν κρατήθηκα), ωστόσο, θα αναφερθεί στο τρίτο. Go figure…
Έχοντας ολοκληρώσει την πρώτη (και καλύτερη) θητεία του στους “Γεννήτορες του Όλου”, ο Padanova πλαισιώνεται από τεράστιους μουσικούς και κυκλοφορεί το ντεμπούτο του προσωπικού του συγκροτήματος, των Dio, απαλλαγμένος, μία δεκαετία σχεδόν μετά, από τις φιγούρες “γιγάντων”, έχοντας την πρωτοβουλία και την ελευθερία των κινήσεων. Υποθέτω ότι αυτό πρέπει να έδωσε στον Ronnie τον “αέρα” που αναζητούσε και η αλήθεια είναι ότι η έμπνευση ήρθε αβίαστα και απλόχερα και μετουσιώθηκε σε 9 κομματάρες που συνθέτουν έναν από τους κορυφαίους metal δίσκους όλων των εποχών. Το να κρίνουμε την απόδοση των μελών και του Ronnie συγκεκριμένα το θεωρώ έως και βλάσφημο. Ας κάνουμε, βέβαια, μία μνεία στον Campbell, ο οποίος πιάνει πραγματικά την τέ-λει-α απόδοση. Αυτό δεν αλλάζει στον αιώνα τον άπαντα, ούτε κηλιδώνεται από τις “ομορφιές” και τα “Γαλλικά” που ακολούθησαν αργότερα, για αρκετά χρόνια μάλιστα, μεταξύ του ιδίου και του Ronnie. Να σημειώσω εδώ ότι η στάση του Dio και τα λόγια του προς τον πρώην κιθαρίστα του (αλλά και προς τους Def Leppard, αν ενθυμούμαι σωστά) δεν αποτέλεσαν και την πιο κολακευτική στιγμή του βίου και της πολιτείας του εκλιπόντος, αλλά ας είναι…
Επιστρέφοντας στα αμιγώς μουσικά, το “Holy Diver” διαθέτει τρία κομμάτια που, δικαίως, γνωρίζουν μέχρι και οι πέτρες (aka φασαίοι), ήτοι το ομώνυμο, το “Rainbow in the Dark” και το “Don’t Talk to Strangers”. Το μέγεθος των προαναφερομένων διαπιστώνεται εύκολα από το γεγονός ότι αφήνουν σε δεύτερη μοίρα κάτι κομματάρες ΝΑ (με το συμπάθιο), όπως τα “Straight Through the Heart” και κυρίως το συγκλονιστικό, αργόσυρτο έπος επών “Shame on the Night”.
Μνημειώδης κυκλοφορία, από όλες τις απόψεις. Δίσκος που “ρίχνει τα τσιμέντα” σε χρόνο dt.
Εμπειρία #2
Είχα έναν παλιό συνάδελφο (ο οποίος πιθανότατα να έχει σερβίρει την μπύρα σε πολλούς εξ υμών σε κάποιο festival), ο οποίος ήταν, είναι και θα είναι “άρρωστος” με την προσωπική δισκογραφία του Ozzy Osbourne. Δεν “πεθαίνει” για την περίοδό του στους Black Sabbath και για η άποψή του για το αντίπαλον δέος εδράζεται στα επίπεδα του ανεκτού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση (δηλαδή του Ozzy), θεωρώ ότι κι εγώ ξεφεύγω από τα όρια του “δόγματος”, καθώς θεωρώ τον Jake E. Lee ως τον κορυφαίο κιθαρίστα που στάθηκε στο πλάι του double O. Επίσης, go figure #2, μιας και αγαπημένος μου δίσκος από τις προσωπικές κυκλοφορίες του Ozzy είναι το “The Ultimate Sin”, αλλά θα γράψω για το:
Ο Ozzy έχει ξεπεράσει την δική του αποχώρηση από τους “Γεννήτορες του Όλου”, κυκλοφορώντας δύο εξαιρετικούς δίσκους, έχοντας πετύχει το jackpot με το γεγονός ότι παρουσιάστηκε ο Randy Rhoads στο διάβα του. Ωστόσο, η ζωή επιφυλάσσει διαφορετικά σχέδια και ο ξαφνικός και αδόκητος θάνατος του βιρτουόζου κιθαρίστα θέτει μία τεράστια πρόκληση στον - ούτως ή άλλως, επιρρεπή σε αυτοκαταστροφικές τάσεις και καταχρήσεις- Madman, ο οποίος καλείται να ξεπεράσει την απώλεια του συνοδοιπόρου του τόσο σε μουσικό (κατά τη γνώμη μου το κατάφερε άμεσα), όσο και σε προσωπικό/συναισθηματικό (μάλλον δεν το κατάφερε ποτέ) επίπεδο.
Θεωρώ μέγιστη αδικία ότι η εποχή του Lee συνέπεσε με μία από τις πιο ιδιαίτερες περιόδους για τον Ozzy. Θεωρώ ότι μπορούσαν να γίνουν πολλά πράγματα ακόμα, με την παρουσία του ιδίου, ωστόσο, τα “φεγγάρια” του Madman είναι τόσα και τέτοια που ουδέποτε επέτρεψαν ασφαλείς προβλέψεις και σταθερότητα. Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στα γαυγίσματά του προς το φυσικό μας δορυφόρο.
Ο λόγος που προτιμώ τον διάδοχό του από το συγκεκριμένο album είναι απλός. Στο “The Ultimate Sin” δεν πατάω το skip σε κανένα κομμάτι. Εδώ, αμφότερα τα “So Tired” (περισσότερο) και “Slow Down” (λιγότερο) δεν τα αντέχω. Το ψεγάδι που προκαλούν στη ροή του δίσκου είναι τέτοιο που είναι αδύνατον να περάσει απαρατήρητο από τα αυτιά μου. Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, με τις αδυναμίες ο υπόλοιπος δίσκος είναι ένα καθαρό αριστούργημα. Όπως και στην περίπτωση των Dio, κι εδώ ο άσπονδος φίλος του κοντού, πλαισιώνεται από μουσικούς ύψιστου επιπέδου. Οι ομοιότητες δεν σταματούν εδώ, καθώς και στην περίπτωση του Ozzy υπήρξαν, καιρό μετά την κυκλοφορία του συγκεκριμένου δίσκου, “βολές” εκατέρωθεν με τον αποχωρήσαντα κιθαρίστα, με τον τελευταίο να διεκδικεί (μάλλον δικαίως) καλλιτεχνικά δικαιώματα γραφής των κομματιών (θρυλείται ότι στην εξαφάνιση των Lee και Daisley από τα credits των κομματιών το χεράκι της έβαλε η δαιμόνια μέγαιρα).
Πίσω στα μουσικά, όπως προανέφερα, η απουσία του Rhoads περνάει μάλλον απαρατήρητη (προς αποφυγή παρεξηγήσεων, αναφέρομαι στην κιθαριστική αίσθηση και όχι σε οτιδήποτε άλλο). Και σε αυτήν την περίπτωση έχουμε ένα κομμάτι που γνωρίζουν μέχρι και οι πέτρες (aka φασαίοι), το υπερ-κλασσικό ομώνυμο, η ύπαρξη του οποίου, επίσης, με τη σειρά της “καπελώνει” κάποιες υποτιμημένες κομματάρες, όπως τα “You’re No Different”, “Centre of Eternity” και “Waiting for Darkness” (τεράστια προσωπική αδυναμία).
Α, να μην ξεχάσουμε να πούμε ότι κυκλοφόρησε το 1983, όπως και το “Holy Diver” δηλαδή. Κοίτα να δεις συμπτώσεις και ομοιότητες οι περιπτώσεις των δύο “στρατοπέδων”…
Εμπειρία #3
Έχω συναναστραφεί τύπους που αγνοούν τον Tony Martin. Η αναφορά σε αυτόν τούς φέρνει στο νου τον συνεπώνυμο ηθοποιό ή τον -επίσης, συνεπώνυμο- χαρακτήρα του Police Academy I, που παρίστανε τον Λατίνο, με ψεύτικη προφορά και άλλον τονισμό στο επίθετο Martin (δείξτε επιείκεια σε αυτή την αυθαίρετη σύνδεση, αλλά φαίνεται ότι υπάρχει πολλή, άχρηστη πληροφορία στον εγκέφαλό μου).
Όπως και να 'χει, αξίζει να σημειώσουμε για τα βιβλία ότι ο Martin ουδόλως υπήρξε μία φτωχή, πλην τίμια περίπτωση για τους Black Sabbath (π.χ. περίπτωση Bayley). Ο Βρετανός ξεπερνά άνετα τα στενά όρια της αξιοπρέπειας και για εμένα στέκεται σαν ίσος προς ίσο, τόσο απέναντι στην Ozzy περίοδο, όσο και στην αντίστοιχη Dio (τις θητείες των υπόλοιπων τραγουδιστών που έπιασαν το μικρόφωνο των Sabbath, η δική του θητεία τις “καταπίνει αμάσητες”). Επιπλέον, όσοι εμπαθείς αποπειρώνται να μειώσουν τον Tony, λέγοντας πως αποτελεί μία κόπια του κοντού, ας αρχίσουν καλύτερα το πλέξιμο.
Προσωπικά, είχα την τύχη να “κόβει” το μάτι μου σε παρελθοντική συναυλία των Accept και να εντοπίσω τον Martin στα πλάγια της σκηνής. Αν κάποιοι έχετε μείνει με την εικόνα του προ τριακονταετίας, τότε δύσκολα θα τον γνωρίζατε, καθώς δεν έχει μείνει τρίχα στο κεφάλι του, στο οποίο πολύ συχνά εμφανίζονται μπαντάνες. Το περιστατικό το έχω αναφέρει και παλαιότερα εδώ. Του έγνεψα από μακριά, χαμογέλασε και μου έκανε μία χειρονομία (devil’s horns, thumbs up ? / δεν κατάλαβα ποτέ) και πήρα το θάρρος και πλησίασα για ένα fist-bump, το οποίο μού ανταπέδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ωραίος τύπος, αλλάς ας μιλήσουμε για το μεγάλο του προσόν… Τη φωνάρα του.
Καλοί και άγιοι, όλοι οι δίσκοι των “Γεννήτορων του Όλου” στους οποίους συμμετείχε. Κάποιοι, όμως, ξεχώρισαν άνετα. Εξαιρετικό το “Headless Cross”, δεν λέω, αλλά ο διάδοχός του αποτελεί, κατά την άποψή μου, την κορυφαία στιγμή του Tony.
Μιλάμε για δισκάρα από τις λίγες, full στην ατμόσφαιρα και τις κομματάρες. Ομοίως υποτιμημένη κυκλοφορία, όπως και ο ίδιος ο Martin. Εδώ εντοπίζεται το -μάλλον- γνωστότερο Sabbath κομμάτι που έχει τραγουδήσει ο εν λόγω, η αισθαντική, πανέμορφη power ballad “Feels Good to Me” (το έχω χορέψει μπλουζ σε παιδικό party, αν είναι ποτέ δυνατόν, ρε). Συνεπώς, όπως και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις (και τηρουμένων των αναλογιών, θα προσθέσω) αγνοούνται τραγούδια-“ποιήματα”, όπως το “The Sabbath Stones”, το “Valhalla” (μεγάλη αγάπη), το “Anno Mundi”, το “The Law Maker”… όλος ο υπόλοιπος δίσκος, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα. Οι δύο συνονόματοι “κεντάνε” πραγματικά και -ω, τι σύμπτωση και πόσο πρωτότυπο!- το line-up αυτού του δίσκου περιλαμβάνει top-tier παίκτες.
Φανταστικός δίσκος, υπέροχες συνθέσεις, φωνάρα και πανέμορφες ερμηνείες ο Martin. Πραγματικά, όποιος αγνοεί, ακούσια ή εκούσια, την περίοδο Martin στους Sabbath, χάνει πάρα πολλά όμορφα πράγματα.
Κι έτσι, με τα πολλά που γράφτηκαν παραπάνω, φτάνουμε στον επίλογο. Ανατρέξαμε στους σοφούς και μάθαμε (λέμε τώρα). Πάντως, εγώ κλείνοντας τα μάτια, σαν να διέκρινα μία διοπτροφόρο, μαυροφορεμένη μορφή, φέρουσα μύστακα, να χαμογελάει και να αφήνει τη μουσικούλα να ρέει αβίαστα.