..Με λίγα λόγια

Πριν μερικά χρόνια, τότε που εξερευνούσαμε τον πλανήτη με γοργούς ρυθμούς, ενα καλοκαίρι (νομίζω το 2016 ή 2017) είχαμε πάει με τη γυναικά μου στην Ταυλάνδη. Εκεί, ανάμεσα σε όλα τα φοβερά (και ενίοτε επικίνδυνα για τη χλωριδα του γαστρεντερικού) εδέσματα που δοκιμάσαμε, ένα συγκεκριμένο με είχε σοκάρει με το πόσο γαμάτο ηταν. Αναφέρομαι στη σούπα tom yum, την εθνική (υποθέτω, λόγω omnipresence) σούπα της Ταυλάνδης. Tα βασικά συστατικά αυτής της σούπας είναι lemongrass, μανιτάρια, τσίλι, σκόρδο, γάλα καρύδας, ντομάτα, lime, γαρίδες, φρέσκος κόλιανδρος και κάποια ακόμα εξωτικά συστατικά (πχ galangal, fish sauce) στα οποία δεν έχει νοημα να αναφερθούμε εκτενέστερα, αλλα προσθέτουν σε μοναδικότητα.

Εκστασιασμένος λοιπόν με το πόσο γαμάτη μπορεί να είναι αυτή η σουπα, αναφώνησα στην ισοβίως (ελπίζω) καταδικασμένη να ακούει τα μέτρια αστεία και τους υπερβατικούς συλλογισμούς μου, πως “αυτή η σούπα έχει ακριβώς ότι πρέπει να έχει μια σούπα”. Η εύλογη απορία της ηταν “δηλαδή όλες οι σούπες πρέπει να έχουν αυτά τα ίδια συστατικά?” και η απαντηση μου (με χαρα και τσαχπινιά) ηταν “ναι!”. Ακόμα το θυμόμαστε καμιά φορά αυτό το διάλογο και γελάμε.

Οι Amorphis δημιουργήθηκαν το 1990 στη μεταλλομάνα (οκ οχι τόσο πολυ όσο οι εκ δυσμών γείτονες της, αλλα καθολου αμελητέα ποσότητα στο metal) Φινλανδια, σαν ένα αποτέλεσμα διάφορων ενώσεων και διασπάσεων σε πιο πρώιμα underground σχήματα στα οποία συμμετείχαν τέσσερις καταπληκτικοί μουσικοί, οι κιθαρίστες Esa Holopainen, Tomi Koivusaari (με τα φωνητικά στους πρωτους δισκους να είναι επίσης δικά του), ο drummer Jan Rechberger και ο μπασίστας Olli-Pekka Laine. Μετά από ένα πολύ δυνατό και πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο το Karelian Isthmus (1992), κυκλοφορούν το αριστουργηματικό Tales from the Thousand Lakes (1994), που δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε πως είναι από τους πιο σημαντικούς δίσκους των 90s. Και δύο χρόνια αργότερα αποφασίζουν να μαλακώσουν ακόμα περισσότερο τον ήχο τους, βάζοντας πολύ περισσότερα καθαρά φωνητικά, που τα αναλαμβάνει πλέον μια από τις καλύτερες χροιές στο rock/metal, ο Pasi Koskinen, και κυκλοφορούν το καταπληκτικό Elegy (1996).

Και ερχόμαστε πλέον στο 1999, όπου συναντιούνται και οι δρόμοι μου με τους Amorphis, με το αριστούργημα που πήρε το όνομα του από τον “κάτω κόσμο” της Φινλανδικής (και εσθονικής) μυθολογίας, Tuonela, για το όποιο ο φίλτατος @QuintomScenario με κάλυψε πλήρως πριν λίγο καιρό. Το οποίο ήταν και η πρώτη παρουσία του καταπληκτικού Santeri Kallio στα πλήκτρα, ο οποίος (προς τέρψην των αυτιών μας) παραμένει ακόμα στη μπάντα. Και δύο χρόνια αργότερα το επίσης καταπληκτικό Am Universum (2001), στο οποίο θα αναφερθώ σήμερα.

Ήρθε η ώρα να εξηγήσω και τη σύνδεση των δυο πρώτων παραγράφων της εισαγωγής με τους Amorphis ή με άλλα λόγια να απαντήσω στην απορία “μα καλά τι πίνει ο παργαλάτσος?” που ενδεχομένως αυτή η η περίεργη σύνδεση προκάλεσε. Οι Amorphis λοιπόν στούς δύο αυτούς δίσκους καταφέρνουν να συνδυάζουν πολύ διαφορετικά μουσικά είδη (doom/death metal- σαν επιρροή, heavy metal, ανατολιτικη μουσική, pop, jazz, και μια γενναία δόση 70s ψυχεδελικού rock), προκαλώντας ποικιλία συναισθημάτων στον ακροατή, κυρίως πάνω στους τρεις άξονες της πόρωσης, μελαγχολίας και επιθυμίας για ταξίδια, εξερεύνησης, wanderlust, όπως θέλετε το ονομάζετε. Αμεσότητας και πειραματισμού. Και πετυχαίνουν μια απροσδόκητα τέλεια ισορροπία ανάμεσα σε οικεία συστατικά, αλλά και πιο εξωτικά, όπως ακριβώς και εκείνη η σούπα της Ταυλάνδης. Και για να υπερθεματίσω, ποτέ καμία άλλη μπάντα δεν ακούστηκε σαν τους Amorphis των Tuonela και Am Universum (αν έχετε κάποια υπόψιν παρακαλώ συνδράμετε!). Χωρίς να μειώνω το πολύ ωραίο Far from the sun που ακολούθησε ή την περίοδο με τον Tomi Joutsen στη μπάντα που μας χάρισε δισκάρες όπως Eclipse, Silent Waters, Beginning of times, Queen of time- και όχι μόνο, αυτοί οι δύο προαναφερθέντες δίσκοι ήταν one of a kind, ή μάλλον two of a kind.


Am Universum στα γερμανικά σημαίνει “στο σύμπαν”, τιτλός πολύ ταιριαστός με την ψυχεδέλεια και εξωτικότητα του album

Προσπερνώντας τη συνηθισμένη για εμένα παρουσίαση ενός δίσκου σαν track by track ανάλυση, θα μπορούσα να πω πως το Am universum είναι μια συλλογή από 10 σχετικά απλά - σαν βασική ιδέα - και παρά πολύ εύληπτα στην επιφάνεια κομμάτια, με καταπληκτικές φωνητικές γραμμές και ρεφρενάρες που είναι σχεδόν αδύνατο να μην σιγοτραγουδήσεις. Σε αυτό τον κορμό λοιπόν, γεμάτο με ψυχεδέλεια και 70s rock περάσματα που ακούγονται φρεσκότατα ακόμα και σήμερα, πλήκτρα και σαξόφωνο (που αποτελεί το κύριο…εξωτικό στοιχείο και εμφανίζεται στα μισά κομμάτια του δίσκου) μοιράζουν απλόχερα πινελιές και licks, το μπάσο ακολουθεί το δικό του- συνήθως μελαγχολικό δρόμο- τα τύμπανα κρατούν το δίσκο groovy, οι κιθάρες παιζουν πρωτοτυπα ροκάδικα riff και κιθαριστικά leads- με τα πιο σκληρα riff να είναι λίγα. Και ένα ακόμα όργανο, το… μουσικό πριόνι (οχί σαν τα πριονια του…Dance with the devil φερ’ ειπειν!) που στο Grieve stricken heart αυξάνει και άλλο τα επίπεδα…εξωτικότητας. Όλα αυτά σε έναν δίσκο που, αν και λιγότερο εντυπωσιακός από τον προκάτοχο του Tuonela, με τα χρόνια εδραιώνεται όλο και περισσότερο στις ακροάσεις μου με την τέλεια ισορροπία που περιέχει και την οικεία αίσθηση που μου προκαλεί. Έναν δίσκο τον οποίο έχω επιθυμήσει να ακούσω πολύ περισσότερες φορές από άλλους που θεωρητικά είναι πιο κλασικοί για την μπάντα, και ένα σημείο αναφοράς για εμένα μουσικά.

147_thumb
O guest σαξοφωνίστας Sakari Kukko

Τέλος σε μια προσπάθεια να ξεχωρίσω τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου (δύσκολο έργο γιατί είναι ξεκάθαρα no filler), θα έλεγα τα alone, goddess of the sad man, shatters within, forever more, veil of sin και grieve stricken heart, οκ σταματάω εδώ γιατί θα τα γράψω όλα!

13 Likes

Θα μπορούσα να γράψω όσα έγραψες κι άλλα τόσα για το Am Universum. Ο μόνος λόγος για τον οποίον έκανα κατάθεση ψυχής πριν κάνα μήνα για το Tuonela και όχι για το Am Universum, είναι πολύ απλά γιατί βγήκε πρώτο.

Από κει και πέρα, δε νομίζω ότι έχει κάτι να ζηλέψει ο δίσκος του 2001. Για μένα Alone, Goddess Of The Sad Man, και Veil Of Sin μπαίνουν στην τοπ 10αδα τραγουδιών Amorphis ψιλοευκολα. Μια μπάντα που έχει 150 τραγούδια ξέρω γω.

3 Likes

Είμαι ο μόνος που στο εξώφυλλο του “Am universum” έβλεπα πάντα τον λαιμό του ET ενώ είναι ξαπλωμένος πλάγια;

4 Likes

Μπορεί οι μέρες αυτές επετειακά να ανήκουν δικαιωματικά στους METALLICA και το MoP, όμως σε μικρότερα γήπεδα παίζουν αριστοτεχνική μπαλάρα και κάποιοι άλλοι κύριοι.

ABSU “The Sun Of Tiphareth” (1995)

Η σύμπραξη του Equitant με τον Proscriptor (και λίγο αργότερα και με τον Shaftiel) έφερε στο προσκήνιο ένα εντελώς ξεχωριστό μεταλλικό κράμα που πατούσε με το ένα πόδι (το καλό) στο thrash και με το άλλο στο black, πάνω απ’ όλα όμως υπηρετούσε το ατόφιο metal, με λύσσα και χωρίς συμβιβασμούς.

Το 2o full-length τους, ο Ήλιος του Τιφάρετ (Τιφαρέτ, Τιφέρετ διαλέχτε και πάρτε), είναι ένα έξοχο δείγμα του 90s metal, όπου οι κιθάρες δεν κωλώνουν πουθενά, τα τύμπανα βαράνε δυνατά (και επ’ουδενί στον γάμο του καραγκιόζη) η παραγωγή δεν χρειάζεται ένα κάρο φιοριτούρες και κατ’ επέκταση οι σβέρκοι πάνε πάνω-κάτω ασταμάτητα.

40κάτι λεπτά, 5 κομμάτια + 1 διασκευή + 1 ιντερλούδιο, θεματολογικά κάμποση κέλτικη μυθολογία με λίγη γαρνιτούρα από οκάλτ και γενικά “τόσο όσο” σε όλα του.

8 Likes

THORNS “s/t” (2001)

Αν τις προάλλες είχαμε επέτειο για ένα δίσκο που δικαιούται να χαρακτηρίζεται ως ο κορυφαίος BM (για έμενα είναι το “De Mysteriis…”, αλλά πλέον παίζουμε στις πολύ λεπτομέρειες), σήμερα η επέτειος είναι γι αυτόν που αποτέλεσε σωτήριο αναβάπτισμα (με όλον τον σεβασμό στα “Satanic Art”/“666 International”).

“Καλώς όρισες intelligent blackmetal” έγραφε τότε στο κείμενο του στο ΜΗ ο Γιοβανίτης, κι όσο κι αν μοιάζει γραφικός (έως και κακογερασμένος) ο όρος στο σήμερα, τότε ίσως είχε αρκετα περισσότερα να πει.

Το in-your-face ξεκίνημα των “Existence”/“World Playground Deceit” έρχεται να διαδεχτεί το σαλεμένο “Shifting Chanells” οπου ο Aldrahn ξεσαλώνει, η βιομηχανίλα είναι διάχυτη και το αργόσυρτο, κάτι-σαν-κυκλικό riffing του Snorre στοιχειώνει (μαζί με το riffing-προς-τα-μπρος-riffing-προς-τα-πίσω σήμα κατατεθέν και διάχυτο σε πλείστες όσες μαυρομεταλλικές κυκλοφορίες ανά τις δεκαετίες).

Το αποκορυφωμα βέβαια είναι η διλογία “Underneath the Universe”, ούτε και ξέρω πόσες φορές στην καλοκαιρινή επαρχία έχω αράξει βράδι αγναντέυοντας τον γαλαξία με αυτό το soundtrack, με τον “διάλογο” μεταξύ Aldrahn και Satyr (περασμένα μεγαλεία) και το εμβατηριακό, μπλεγμένο με samples, κλείσιμο να αποτελούν μια από τις πιο υπερβατικές στιγμές του σκληρού ήχου.

But in his paradise, logic came to visit
A mythic creature with beauty in its voice
And gave him instructions on how to prevail
And overcome the panic of his twisted reality

21 χρόνια μετά τίποτα σε αυτό το αριστούργημα δεν δείχνει ότι ηχογραφήθηκε τότε και παραμένει relevant όσο ελάχιστα (ή και κανένα) albums του σήμερα. Πλέον δε, ελπίζω να μη βγει ποτέ ο διάδοχος…

16 Likes

Την θυμάμαι ακόμα τη στιγμή. Αμυδρά μεν και με κάποια «θολά» σημεία, αλλά δύναμαι να ανακαλέσω την ουσία της αίσθησης που μου άφησε.

Ευρισκόμενος στην στήλη των Album Reviews του MH, «έπεσα» πάνω στην κριτική του ομώνυμου ντεμπούτου των Universe217. Αν δεν με απατά η μνήμη μου (καθότι το τεύχος βρίσκεται στην πατρική οικία), την κριτική έκανε ο Β. Ζαχαρόπουλος. Γνωστός για την χαρακτηριστική άνεση με την οποία χειρίζεται το γραπτό λόγο, ο συγκεκριμένος συντάκτης παρέδωσε ένα λυρικό κείμενο-«κατάθεση ψυχής», πλήρως αποθεωτικό για την μπάντα και το υπό αξιολόγηση πόνημά της. Η συγκεκριμένη κριτική αποτελεί, κατά την άποψή μου πάντα, ό,τι αρτιότερο κι πιο ενδεικτικό έχει γραφεί στο περιοδικό τόσο για την ίδια την κυκλοφορία, όσο και για την προοπτική του συγκροτήματος. Θυμάμαι ότι στα τότε δικά μου «ποιοτικά» μάτια (ενδεχομένως και στα τωρινά / έχω να το διαβάσω από τότε το κείμενο), τοποθετούσα άνετα την κριτική στο πλάι κειμένων του Ε. Αρανίτση (πρωτίστως) και του Μ. Στεφανίδη (δευτερευόντως) στην Ελευθεροτυπία, που «καταβρόχθιζα» μετά μανίας εκείνη την περίοδο, «στύβοντας» το μυαλό μου να εξάγω νοήματα ή/και να προβληματιστώ περαιτέρω.

Επίσης, αν δεν κάνω λάθος (πολλά αν και αμφιβολίες μαζεύτηκαν / ελπίζω να μην ξεφτιλίζομαι αυτήν τη στιγμή, ενθυμούμενος εσφαλμένα και γράφοντας πράγματα που δεν ισχύουν), νομίζω ότι στην κριτική υπήρχε και μία αναφορά στην πρώτη επαφή του συντάκτη με τους Universe217, σ’ ένα «ανύποπτο» live, εμπειρία η οποία αποδείχθηκε καθόλα συνταρακτική και αποκαλυπτική.

Όπως και να ‘χει, για τα δικά μου κριτήρια, έχοντας διαβάσει το συγκεκριμένο κείμενο, ήταν αδύνατο να μην αγοράσω το δίσκο. Αυτό, όμως, που καθυστέρησε αρκετά, λόγω των τότε συγκυριών (στρατιωτική θητεία, εργασία και μεταπτυχιακές σπουδές, προσωπικά ζητήματα κ.ά.) ήταν η πρώτη δια ζώσης επαφή με το συγκρότημα. Αυτό έλαβε χώρα πριν 9 χρόνια, στο υπόγειο, κατά την παρουσίαση του ακόλουθου -νέου τότε- δίσκου τους:

image

Σοκ και δέος, αμηχανία μπροστά σε ό,τι παρακολουθούσα, περίεργη και διεστραμμένα όμορφη ατμόσφαιρα και απόκοσμη η εμπειρία, εν τω συνόλω, της πρώτης μου παρουσίας σε live τους. Λόγω των όσων βίωσα εκείνο το βράδυ, όπου τους «πετυχαίνω» ζωντανά και μπορώ να παραβρεθώ, απλά δεν το χάνω. Το πιο ασφαλές που μπορεί να ειπωθεί για τους U217, είναι ότι αν οι δίσκοι τους σου «μιλάνε» μία φορά, τότε η παρακολούθηση των ζωντανών εμφανίσεών τους «εκτοξεύει» την απόλαυση το βίωμα στο υπερπέραν.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε οποιοδήποτε πόνημά τους, καθότι όλα τυγχάνουν αριστουργηματικά, αλλά, προσωπικά, έχω μία ιδιαίτερη αδυναμία στο “Never”. Και αυτό διότι θεωρώ ότι σε αυτήν την κυκλοφορία το 4ο «όργανο» της μπάντας, ήτοι η συγκλονιστική φωνάρα της Τάνιας Λεοντίου, «λάμπει» περισσότερο από ποτέ.

Αργόσυρτο στο μεγαλύτερό του μέρος, «δυσκολοχώνευτο», «μεγαλώνει» λίγο πιο πολύ με κάθε ακρόαση και όλως περιέργως δύναται να επιφέρει ψυχική κάθαρση σε δύσκολες ψυχικές καταστάσεις ή να σε ισοπεδώσει ακόμη περισσότερο. Είπαμε… Δύσκολη περίπτωση το συγκρότημα. Ξεχνάμε διασκέδαση, μουσικό «χαλί» κατά τη διάρκεια έτερων δραστηριοτήτων κ.λπ. Εδώ μιλάμε για πλήρη αφοσίωση. Και αν και δεν το συνηθίζω, εδώ θα ανηφορίσουμε βήμα-βήμα τον Γολγοθά, έως ότου (και αν) εντοπίσουμε λίγο φως. Έχουμε και λέμε, λοιπόν:

“Mouth”: Πιο αργό και από το θάνατο, με σπαρακτική φωνητική εισαγωγή από την Τάνια (live, χαμηλώνουν τα φώτα, χαμηλώνει και το μικρόφωνο η Τάνια και ανατριχιάζουν μέχρι και τα μπετά στο συγκεκριμένο σημείο). Σε καλεί να σύρεις το σαρκίο σου, όσο μπορείς, βέβαια. Και μετά τη «γέφυρα», η φωνάρα θρηνεί, υπό το «φόντο» ενός πεσιμιστικού riff, σ’ ένα συγκλονιστικό outro. Απίστευτο εναρκτήριο.

“Enter”: Και ναι! Μπορούμε να πάμε και πιο αργά. Doom στο τετράγωνο στην εισαγωγή, με φωνή/-ες που στοιχειώνει/-ουν, σαν βγαλμένες από σκηνές της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Και μετά η φωνή λειτουργεί απειλητικά και σαγηνευτικά, υπό τους ήχους μίας παραληρηματικής ψυχεδέλειας που οδηγούν χωρίς διακοπή στο…

“Mark My World”: Η μπάντα πραγματοποιεί αυτό που ακριβώς λέει ο τίτλος. «Σημαδεύει» τον κόσμο σας. Mark my wor(l)d for it! Σύντομη, groove ψυχεδέλεια, με εθιστικό riff, λειτουργεί άνετα ως φυσική συνέχεια του “Enter”, ενώ στο σημείο που η Τάνια επαναλαμβάνει τον τίτλο του κομματιού, φτύνοντας τα σωθικά της, καλό θα είναι να μη βρεθείς στο διάβα της. Τέρμα επικίνδυνη η κατάσταση.

“Stay”: Σύγχρονος θρήνος. Experimental doom, από τα έγκατα της γης, σέρνεται σαν τη λάβα, κατακαίοντας το είναι σου. «Άρρωστη» και απόκοσμη η ερμηνεία της Τάνιας.

“Gravity”: Άλλοι πλανήτες, άλλη διάσταση. Ταξιδιάρικη «σφήνα», με τις ατμόσφαιρές της και τα όλα της. Το rhythm section τα «σπάει» εδώ. Και καθώς «πέφτει» ο ρυθμός, αναρωτιέσαι: «Φτάσαμε;».

“Harm”: Στοιχειωτικές «ψαλμωδίες» Τάνιας, με τον Γεωργακόπουλο να «χτίζει» το κομμάτι -ή ορθότερα να συνεχίζει- πάνω στην εθιστική μελωδία του δεύτερου μισού του “66” (από το ομώνυμο ντεμπούτο). Μετά το break, μάς προσφέρεται ένα in-your-face κλείσιμο, με ψυχασθενική φωνητική ερμηνεία. Ύμνος.

“She”: Δεν υπάρχουν λόγια. Αριστουργηματική, ατμοσφαιρική σύνθεση, με τα φωνητικά της Τάνιας να προκαλούν αβίαστα λυγμούς. Σπαραγμός, απώλεια, φευγαλέες εικόνες, μετάνοιες, νοσταλγία. Εκείνη… Αυτή… Μόνο μία γυναίκα με τόση δυναμική, όση κατέχει η Τάνια, θα μπορούσε να ερμηνεύσει αυτό το «ποίημα». Εν τω μεταξύ, τι στο δι@ολο συμβαίνει και το συγκρότημα έχει τόσο γ@μημενα εθιστικά outro στα κομμάτια του;

“Electrified”: Ηλεκτρισμένο, αρχετυπικό doom για αποσυμπίεση απ’ ό,τι προηγήθηκε. Κινείται σε παρεμφερείς ρυθμούς με εκείνους αυτοκινητοπομπής που συνοδεύει σωρό νεκρού προς τον τόπο ταφής. Τα μοιρολόγια τα αφήνουμε στην Τάνια, προφανώς.

“Never”: Τι να πούμε; Τι να γράψουμε; Αυτός ο ύμνος κυκλοφορούσε επί σειρά ετών «ασκεπής», δημιουργώντας έναν αστικό μύθο. Κάποιος, κάπου είχε ακούσει την τραγουδάρα ζωντανά. Εντέλει κι ευτυχώς, το αριστούργημα βρήκε την studio «Ιθάκη» του στην ομώνυμη κυκλοφορία. Απόλυτη κάθαρση. Συγκλονιστικό τραγούδι που πετυχαίνει τόσα πράγματα κατά τη διάρκειά του. Σε σέρνει, σε ταράζει, σε προβληματίζει και στο τέλος σε προκαλεί σ’ ένα Σαμανικό χορό, όπου τα όρια πραγματικότητας και φαντασίας καθίστανται δυσδιάκριτα. «Πρωθιέρεια» η Τάνια και ναι, το παραδεχόμαστε… Δεν υπάρχει διαφυγή από το σύμπαν που έχει δημιουργήσει το συγκρότημα. Ποτέ!

Σαν να πέρασε αρκετός καιρός που δεν έχουμε νέα τους, λέω εγώ. Για να επισπεύδουμε λίγο τις εξελίξεις.

Συγκρότημα που πιστοποιεί ότι, ακόμη και στην σημερινή εποχή, γίνεται να περάσεις τα μηνύματά σου… με λίγα λόγια.

11 Likes

Ακόμη και σ’ αυτό, μία κατηγορία μόνοι τους. Γενικά, μ’ έναν γνωστό, συζητούσαμε - εκείνος κατά βάση τράβαγε τα γένια του - που δε δίνουν έκταση στη μπάντα τους για να βγαίνουν περισσότερο στο εξωτερικό, καθότι ως ήχος είναι κάτι επόμενο και πέρα από το γνώριμο doom. Βέβαια, σαν απάντηση είχαμε την απόκριση από τον κιθαρίστα ότι δεν θέλουν κάτι τέτοιο, δηλαδή, να τρέξουν και ν’ ανέβουν σαλόνι. Ήτοι, U217: η έκφραση του underground.

Υ.Γ. 1. Το 'χω αναφέρει ξανά, αλλά ας το πω. Όταν παίζεται live το “She” και στο φινάλε σβήνουν όργανα και μικρόφωνο και από μέρους του κοινού σιγά πάσα σαρξ βροτεία, τότε η Τάνια είναι ο αεί νεολαμπής αστήρ του κάθε ήχου που ακούγεται και δεν ακούγεται.

Υ.Γ. 2. Τα έγραψες όλα σωστά και ωραία. Και προς επιβεβαίωση, ναι ήταν ο Βασίλης Ζαχαρόπουλος που έγραψε το κείμενο.

3 Likes

Μπορεί να μου πει κάποιος υπεύθυνα τι πραγματικά βλέπουμε στο εξώφυλλο του δίσκου γιατί εγώ μια ζωή βλέπω το κεφάλι ενός στρουθοκάμηλου να πετάγεται μέσα από τον ήλιο?

2 Likes

Μπορεί να 'χει μία αφηρημένη σύνδεση και με το “Alien”.

Φορώντας κοκκάλινα γυαλιά και με έκφραση Μαέβιους Παχατουρίδη, θα έλεγα ότι πρόκειται για την κατάκτηση μιας ανώτερης ενσυνείδησης της ύπαρξης μέσω του συμβολισμού του εντόμου που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της προνύμφης στο κουκούλι και πλέον αναδύεται με μια νέα μορφή.

Πάνω κάτω ότι περιγράφουν οι στίχοι του “Existence” δηλαδή.

3 Likes

Ευχαριστώ για τις απαντήσεις, καλύφθηκα. Θα συνεχίσω για πάντα να βλέπω τον evil στρουθοκάμηλο.

1 Like

Εμένα πάντα κατσαρίδα μου φαινόταν.

1 Like

Στηριζω Παχατουριδη, παρολο που εγω εβλεπα παντα καποιου ειδους badass οστρακοειδες να βγαινει απο φλεγομενη μπαλα. (μεγαλη δισκαρα με εξωφυλλο που ποτε δεν μου αρεσε)

Για το ΠΕΟΣ μόνο εγώ θα μιλήσω, δηλαδή, ε;

1 Like

@Leper_Jesus αφιερωμένο

Και εγένετο doom/death :exclamation:

Σίγουρα αποτίουμε το δέοντα σεβασμό στους PARADISE LOST του “Gothic”, εννοείται ότι λατρεύουμε TIAMAT του “Astral Sleep” (οι οποίοι βέβαια υφολογικά κινούνταν σε άλλα μονοπάτια) και αναγνωρίζουμε και πιο underground καταστάσεις (UNHOLY, NECRO SCHIZMA κ.α.) αλλά προσωπική εκτίμηση είναι ότι οι MDB με αυτό το κομμάτι ουσιαστικά είναι η πρώτη ολοκληρωμένη εκδήλωση του συγκεκριμένου παρακλαδιού.

Με τα βιολιά του, τα έρποντα περάσματα και τα λυτρωτικά ξεσπάσματά του, το “Symphonaire Infernus et Spera Empyrium” στέκει αγέρωχο επί τριάντα συναπτά έτη, ενώ όπως έχω γράψει και παραπάνω στο παρόν τόπικ, παρότι αγαπώ γενικότερα οτιδήποτε έκαναν οι BRIDE μέχρι και το “Dreadful Hours” (όχι ότι με χαλάνε τα επόμενα, αλλά μου λείπει το κάτι παραπάνω), τα EPs/singles της πρώιμης περιόδου παίζει να τα προτιμώ ένα κλικ σε σχέση με τα full-length.

Όσο για το “Symphonaire…”, η πρώτη γνωριμία μαζί του ήταν στο λάηβ στο Ρόδον το 2002 (καθώς τότε δεν είχα προχωρήσει, προς τα πίσω, πέρα από το “Angel…”) όπου έχω την εντύπωση ότι ήταν και encore (αλλά δεν παίρνω και όρκο) και το οποίο είχα παρακολουθήσει με τον τότε φίλο και συμφοιτητή Νάσο Ηλιόπουλο (τον γνωστό).

8 Likes

Πρώτη φορά που γράφω για δίσκο στο νήμα, και η αλήθεια είναι πως άλλος περίμενα να είναι το “ντεμπούτο” μου, αλλά τι να κανς.

Με αφορμή την πρόσφατη επανέκδοση του “Death Church” (1983 - Corpus Christi Records) των Rudimentary Peni, που από χθες είναι στα χεράκια και στο πικαπ μου, ας πω πάλι δύο λόγια, μιας και στο σχετικό μας αφιέρωμα στο anarcho-punk είχα την τιμή να αφιερώσω κάποιες λέξεις για το μνημείο αυτό.

Είναι δύσκολο να μιλήσεις για το ντεμπούτο LP των Peni χωρίς να αναφερθείς στην προσωπικότητα του Blinko, το όλο κίνημα, το γραφιστικό κομμάτι, αλλά ας μείνουμε στα μουσικά, υπό μια έννοια.

Επί σχεδόν μισή ώρα, για να με παραφράσω, θεωρώ πως ελέγχεται το τι θεωρεί το καθένα καλλιτεχνική ελευθερία. Ο τρόπος, με τον οποίο, ο απόλυτα σφιχτός, και έρπων ήχος του μπάσου, του κιθαριστικού τόνου, κινούνται μεταξύ συνθέσεων, εικόνων, μηνυμάτων, προβληματισμών και αγωνιών, συνθέτοντας ένα αποκρυφιστικό, επικίνδυνο, παράταιρο μα φιλόξενο τοπίο, είναι τόσο ιδιάζων, που η επιρροή του είναι μεγαλύτερη από όσο νομίζεται.

Οι Peni έπαιξαν εδώ το βρυκολακιασμένο ξαδερφάκι του ήχου των Crass, που όμως απείχε από αυτό. Είναι death rock, είναι γοτθικός τρόμος, είναι post-punk πειραματισμός ουσιώδης και όχι επιφανειακός, είναι γκροτέσκος και όχι φαντεζί, είναι πύλες προς μια ανεξέλεκτη ελευθερία. Είναι ο δίσκος που αισθητικά, καθόρισε σε τιτάνιο βαθμό το σκοτάδι όπως το εξέλαβε ο περιθωριακός σκληρός ήχος έκτοτε, με τρόπο που ελάχιστες άλλες μπάντες (Christian Death, κλπ) έπραξαν, καθώς δεν μνημονεύτηκαν εξίσου.

Η στιχουργία, η φωνητική ερμηνεία του Blinko, που ανιχνεύεται σχεδόν σε όλο το black metal, καθώς και κυρίως, η, για πληθώρα λόγων, μη στρατευμένη, οπτική από την οποία οι RP έπαιρναν θέση και αναζητούσαν αυτή την οικειοποίηση του κοινωνικού σκότους, ανιχνεύεται από τους Mayhem (που πέρσυ τους διασκεύασαν κιόλας), την Chelsea Wolfe (που στα ξεκινήματά της έβγαλε 2 EP διασκευών σε δαύτους), μέχρι αμέτρητους καλλιτέχνες από τα '80s και μετά που αντιλήφθηκαν αυτό τον δίσκο (και τα προηγούμενα EP - μαζί πάνε αυτά) ως το επιστέγασμα του αδυσώπητου, του ανορίοτου, της παρακμιακής κλειστοφοβικής αισθητικής, του παράτολμου.

Θα μπορούσα να αναφερθώ στο εμβληματικό “Blisfull Myth”, το “Rotten To the Core”, τα “Vampire State Building”, “Blasphemy Squad”, “Flesh Crucifix”, “Army Of Jesus”, στο πως 21 συνθέσεις σε λιγότερο από 2 λεπτά στην πλειοψηφία τους συγκροτούν ρευστούς κόσμους, Lovecraft-ιακούς προβολείς πάνω στο άσχημο, ώστε να συγκρουστούν μαζί του, να το φέρουν στο προσκήνιο, να λήξουν τα ψέματα.

Δίσκος που δεν επαναλήφθηκε, όσο και αν η μετέπειτα πορεία έχει την δική της χάρη, δίσκος που συνδιαμόρφωσε ηχοχρώματα.

Ολιστική άποψη περί ακρότητας και ειλικρίνειας.

as you walk out of the valium of death, a sad feeling limps around your brain, funny farmers sowing seeds of discontent, pumping nerve gas around unfeeling veins, war junkies perish in the wreckage, of their brains, mindward earthlings seek to change our path, stench crawling over the snow, bilious bodies terrorized by fastfood sugar demons, unhappy nuclear bomb-doubt families, meltdown in the melting tin pot boilers, another crutch splinters + snaps, time to heal the split atoms now, happy farm.

6 Likes

Και το απαραίτητο συμπλήρωμα (δυστυχώς εξαντλημένο εδώ και χρόνια, αλλά αν το πετύχετε πουθενά…):

4 Likes

Κάναμε μια αναφορά κάποια στιγμή εν συντομία, αξίζει όμως να τα πούμε κι αναλυτικότερα…

Οι Atheist όσο σκανδαλωδώς ταλαντούχοι κι αν ήταν, άλλο τόσο άτυχοι υπήρξαν στην καριέρα τους. Πως αλλιώς να ερμηνεύσεις το ότι λίγο πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις για το νέο δίσκο στις αρχές του 1991, ο Roger Patterson σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα; Αυτό συνιστούσε βαρύτατο πλήγμα μιας και ο μακαρίτης δεν ήταν μόνο βασικό στέλεχος της συνθετικής ομάδας, αλλά και ο απίστευτα τεχνίτης μπασίστας σε ένα συγκρότημα όπου το μπάσο είχε πολύ πιο ενεργό ρόλο από τον συνήθη. Κι όμως, οι Atheist κατάφεραν το φαινομενικά ακατόρθωτο. Βρήκαν στο πρόσωπο του κουβανικής καταγωγής Tony Choy των Cynic έναν – εκτελεστικά τουλάχιστον – άξιο αντικαταστάτη, ο οποίος μπήκε κατευθείαν στο studio αφού το υλικό ήταν ως επί το πλείστον ήδη έτοιμο.

Αν το “Piece of Time” είχε “προειδοποιήσει”, το “Unquestionable Presence” ήρθε για να κάνει πράξη όλες τις υποσχέσεις! Μέσα στην…καθιερωμένη διάρκεια των 32 λεπτών χώρεσαν οκτώ έμφορτα ιδεών τραγούδια όπου οι jazz/fusion επιρροές δένουν απόλυτα φυσικά με το death metal στοιχείο χωρίς να του στερούν την επιθετικότητα. Μια πληθώρα από riffs, αλλαγές ρυθμών, χρονισμών αλλά και μουσικών ειδών, σε μη συμβατικές δομές λαμβάνουν χώρα σε κάθε κομμάτι αφήνοντας άναυδο τον εμβρόντητο ακροατή που βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να ανακαλύπτει πράγματα σε κάθε μια από τις (επιβεβλημένα) πολλές ακροάσεις, απολαμβάνοντας την γνήσια progressive φύση της μουσικής, αλλά και τα δελεαστικά, ήπια ή/και μελωδικά μέρη που παρεμβάλλονται – εννοείται βέβαια πως δεν μιλάμε για “εύκολα”, τραγουδιστά choruses εδώ!

Η απόδοση των μουσικών στο τόσο απαιτητικό εκτελεστικά υλικό είναι εντυπωσιακή όσο και αυτονόητα τέλεια. Χωρίς να μειώνουμε την παρουσία των δύο κιθαριστών, το rhythm section είναι “από άλλον πλανήτη” - άλλωστε τα κομμάτια ήταν εμφανώς δομημένα πάνω στους ρυθμούς. Οι στίχοι επίσης παρουσιάζουν πολυμορφία αφού διέπονται τόσο από οικολογικές ανησυχίες όσο και από… εξωγήινες αναζητήσεις!

Είναι αξιοθαύμαστο και ενδεικτικό της ζωτικότητας που διακατείχε το νεαρό τότε death metal που ακόμα διαμόρφωνε τις σταθερές του, το ότι εν έτει 1991 ήδη ξεκίναγε να επεκτείνεται πέραν των ορίων. Με το “Unquestionable Presence” οι Atheist έθεσαν νέα standards στο είδος δημιουργώντας ένα album ορόσημο, θεμέλιο λίθο σωστότερα, σε μια χρονιά όπου θα ακολουθούσαν σε παρόμοιο “μονοπάτι” οι Death (“Human”) και οι Pestilence (Testimony of the Ancients”), με τους Cynic να έρχονται λίγο αργότερα.

Δυστυχώς όμως, η απώλεια του Patterson αποδείχτηκε δυσβάσταχτη για τον Steve Flynn που αποχώρησε αμέσως μετά, με την μπάντα αναπόφευκτα να διαλύεται για πρώτη φορά.
Είπαμε ότι δεν ήταν και οι πιο τυχεροί τύποι;

12 Likes

Το 2009 σπίτι δεν είχα ακόμη ίντερνετ. Δε γούσταρα. Και ακόμα και όταν έβαλα κανά χρόνο μετά δεν κατέβαζα μουσική. Δεν ήθελα να χαλάσω την τελετουργία του να ακούω ένα δίσκο όταν κυκλοφορεί. Αδιαφορούσα για τις κριτικές(καλά ακόμα το κάνω αυτό). Επομένως πέρα από αυτά που έψαχνα μανιωδώς τότε(doom , doom-death και funeral doom), τα υπόλοιπα είδη δεν τα πολυπαρακολουθούσα. Με το progressive βγάζω σπυράκια( εξαιρούνται οι σαϊκότικ). Επομένως όταν είδα ότι σαπόρτ στους paradise lost στη θεσσαλονίκη είναι poem είπα στ αρχίδια μου. Ούτε καν σαν όνομα δεν τους ήξερα και αφού δεν παίζουν και doom ποιος ο λόγος να ασχοληθώ? Ανοίγοντας ένα μπουκαλάκι τσίπουρο που είχα μαζί και μια μπύρα για να το σβήνει ξεκίνησα χαλαρή κουβεντούλα με φίλους περιμένωντας να τελειώσει το support. Αλλά ρε φίλε όσο περνούσε η ώρα αυτό που άκουγα μου άρεσε όλο και περισσότερο. Τα σπάγανε και πάνω στη σκηνή (ειδικά ο ντράμερ). Ώσπου άρχισα να γουστάρω περισσότερο(σε κάποιο σημείο μου βγήκε και ένα συναίσθημα από αγαπημένο πρώτο puressence ) και λέω ας τσιμπήσουμε το cd. Μετά βγήκαν οι paradise lost και ήταν όπως σχεδόν πάντα μέτριοι. Δε με πολυένοιαξε όμως γιατί με είχε γεμίσει το support. Βάλαμε να ακούσουμε το cd στην επιστροφή στα Γιάννενα μετά το λάιβ και το ακούσαμε. Πολλές φορές. Και την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Πολλές φορές καθημερινά. Έμαθα στίχους από το βιβλιαράκι. Και κάπως έτσι το The Great Secret Show έγινε από τους αγαπημένους μου ελληνικούς δίσκους έβα και από τους πιο πολυακουσμένους για καμιά 5ετία. Σήμερα κάτι με έπιασε και έβαλα να το ξανακούσω μετά από κάμποσα χρόνια. Και ανατρίχιασα ρε φίλε . Και ναι δε μου αρέσει κάτι άλλο από τους επόμενους δίσκους. Αλλά θα τους ευχαριστώ για πάντα
:arrow_forward:︎ The Great Secret Show | POEM (bandcamp.com)

14 Likes