Πριν μερικά χρόνια, τότε που εξερευνούσαμε τον πλανήτη με γοργούς ρυθμούς, ενα καλοκαίρι (νομίζω το 2016 ή 2017) είχαμε πάει με τη γυναικά μου στην Ταυλάνδη. Εκεί, ανάμεσα σε όλα τα φοβερά (και ενίοτε επικίνδυνα για τη χλωριδα του γαστρεντερικού) εδέσματα που δοκιμάσαμε, ένα συγκεκριμένο με είχε σοκάρει με το πόσο γαμάτο ηταν. Αναφέρομαι στη σούπα tom yum, την εθνική (υποθέτω, λόγω omnipresence) σούπα της Ταυλάνδης. Tα βασικά συστατικά αυτής της σούπας είναι lemongrass, μανιτάρια, τσίλι, σκόρδο, γάλα καρύδας, ντομάτα, lime, γαρίδες, φρέσκος κόλιανδρος και κάποια ακόμα εξωτικά συστατικά (πχ galangal, fish sauce) στα οποία δεν έχει νοημα να αναφερθούμε εκτενέστερα, αλλα προσθέτουν σε μοναδικότητα.
Εκστασιασμένος λοιπόν με το πόσο γαμάτη μπορεί να είναι αυτή η σουπα, αναφώνησα στην ισοβίως (ελπίζω) καταδικασμένη να ακούει τα μέτρια αστεία και τους υπερβατικούς συλλογισμούς μου, πως “αυτή η σούπα έχει ακριβώς ότι πρέπει να έχει μια σούπα”. Η εύλογη απορία της ηταν “δηλαδή όλες οι σούπες πρέπει να έχουν αυτά τα ίδια συστατικά?” και η απαντηση μου (με χαρα και τσαχπινιά) ηταν “ναι!”. Ακόμα το θυμόμαστε καμιά φορά αυτό το διάλογο και γελάμε.
Οι Amorphis δημιουργήθηκαν το 1990 στη μεταλλομάνα (οκ οχι τόσο πολυ όσο οι εκ δυσμών γείτονες της, αλλα καθολου αμελητέα ποσότητα στο metal) Φινλανδια, σαν ένα αποτέλεσμα διάφορων ενώσεων και διασπάσεων σε πιο πρώιμα underground σχήματα στα οποία συμμετείχαν τέσσερις καταπληκτικοί μουσικοί, οι κιθαρίστες Esa Holopainen, Tomi Koivusaari (με τα φωνητικά στους πρωτους δισκους να είναι επίσης δικά του), ο drummer Jan Rechberger και ο μπασίστας Olli-Pekka Laine. Μετά από ένα πολύ δυνατό και πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο το Karelian Isthmus (1992), κυκλοφορούν το αριστουργηματικό Tales from the Thousand Lakes (1994), που δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε πως είναι από τους πιο σημαντικούς δίσκους των 90s. Και δύο χρόνια αργότερα αποφασίζουν να μαλακώσουν ακόμα περισσότερο τον ήχο τους, βάζοντας πολύ περισσότερα καθαρά φωνητικά, που τα αναλαμβάνει πλέον μια από τις καλύτερες χροιές στο rock/metal, ο Pasi Koskinen, και κυκλοφορούν το καταπληκτικό Elegy (1996).
Και ερχόμαστε πλέον στο 1999, όπου συναντιούνται και οι δρόμοι μου με τους Amorphis, με το αριστούργημα που πήρε το όνομα του από τον “κάτω κόσμο” της Φινλανδικής (και εσθονικής) μυθολογίας, Tuonela, για το όποιο ο φίλτατος @QuintomScenario με κάλυψε πλήρως πριν λίγο καιρό. Το οποίο ήταν και η πρώτη παρουσία του καταπληκτικού Santeri Kallio στα πλήκτρα, ο οποίος (προς τέρψην των αυτιών μας) παραμένει ακόμα στη μπάντα. Και δύο χρόνια αργότερα το επίσης καταπληκτικό Am Universum (2001), στο οποίο θα αναφερθώ σήμερα.
Ήρθε η ώρα να εξηγήσω και τη σύνδεση των δυο πρώτων παραγράφων της εισαγωγής με τους Amorphis ή με άλλα λόγια να απαντήσω στην απορία “μα καλά τι πίνει ο παργαλάτσος?” που ενδεχομένως αυτή η η περίεργη σύνδεση προκάλεσε. Οι Amorphis λοιπόν στούς δύο αυτούς δίσκους καταφέρνουν να συνδυάζουν πολύ διαφορετικά μουσικά είδη (doom/death metal- σαν επιρροή, heavy metal, ανατολιτικη μουσική, pop, jazz, και μια γενναία δόση 70s ψυχεδελικού rock), προκαλώντας ποικιλία συναισθημάτων στον ακροατή, κυρίως πάνω στους τρεις άξονες της πόρωσης, μελαγχολίας και επιθυμίας για ταξίδια, εξερεύνησης, wanderlust, όπως θέλετε το ονομάζετε. Αμεσότητας και πειραματισμού. Και πετυχαίνουν μια απροσδόκητα τέλεια ισορροπία ανάμεσα σε οικεία συστατικά, αλλά και πιο εξωτικά, όπως ακριβώς και εκείνη η σούπα της Ταυλάνδης. Και για να υπερθεματίσω, ποτέ καμία άλλη μπάντα δεν ακούστηκε σαν τους Amorphis των Tuonela και Am Universum (αν έχετε κάποια υπόψιν παρακαλώ συνδράμετε!). Χωρίς να μειώνω το πολύ ωραίο Far from the sun που ακολούθησε ή την περίοδο με τον Tomi Joutsen στη μπάντα που μας χάρισε δισκάρες όπως Eclipse, Silent Waters, Beginning of times, Queen of time- και όχι μόνο, αυτοί οι δύο προαναφερθέντες δίσκοι ήταν one of a kind, ή μάλλον two of a kind.
Am Universum στα γερμανικά σημαίνει “στο σύμπαν”, τιτλός πολύ ταιριαστός με την ψυχεδέλεια και εξωτικότητα του album
Προσπερνώντας τη συνηθισμένη για εμένα παρουσίαση ενός δίσκου σαν track by track ανάλυση, θα μπορούσα να πω πως το Am universum είναι μια συλλογή από 10 σχετικά απλά - σαν βασική ιδέα - και παρά πολύ εύληπτα στην επιφάνεια κομμάτια, με καταπληκτικές φωνητικές γραμμές και ρεφρενάρες που είναι σχεδόν αδύνατο να μην σιγοτραγουδήσεις. Σε αυτό τον κορμό λοιπόν, γεμάτο με ψυχεδέλεια και 70s rock περάσματα που ακούγονται φρεσκότατα ακόμα και σήμερα, πλήκτρα και σαξόφωνο (που αποτελεί το κύριο…εξωτικό στοιχείο και εμφανίζεται στα μισά κομμάτια του δίσκου) μοιράζουν απλόχερα πινελιές και licks, το μπάσο ακολουθεί το δικό του- συνήθως μελαγχολικό δρόμο- τα τύμπανα κρατούν το δίσκο groovy, οι κιθάρες παιζουν πρωτοτυπα ροκάδικα riff και κιθαριστικά leads- με τα πιο σκληρα riff να είναι λίγα. Και ένα ακόμα όργανο, το… μουσικό πριόνι (οχί σαν τα πριονια του…Dance with the devil φερ’ ειπειν!) που στο Grieve stricken heart αυξάνει και άλλο τα επίπεδα…εξωτικότητας. Όλα αυτά σε έναν δίσκο που, αν και λιγότερο εντυπωσιακός από τον προκάτοχο του Tuonela, με τα χρόνια εδραιώνεται όλο και περισσότερο στις ακροάσεις μου με την τέλεια ισορροπία που περιέχει και την οικεία αίσθηση που μου προκαλεί. Έναν δίσκο τον οποίο έχω επιθυμήσει να ακούσω πολύ περισσότερες φορές από άλλους που θεωρητικά είναι πιο κλασικοί για την μπάντα, και ένα σημείο αναφοράς για εμένα μουσικά.
O guest σαξοφωνίστας Sakari Kukko
Τέλος σε μια προσπάθεια να ξεχωρίσω τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου (δύσκολο έργο γιατί είναι ξεκάθαρα no filler), θα έλεγα τα alone, goddess of the sad man, shatters within, forever more, veil of sin και grieve stricken heart, οκ σταματάω εδώ γιατί θα τα γράψω όλα!