Πολύ ωραίος δίσκος, όπου ναι ο drummer είναι φοβερός (δεν παίζει στους επόμενους δίσκους), επίσης πολύ καλό παιδί και καλός φίλος. Τα Against me και Giant προσωπικά τα προτιμώ στη demo version τους, που κυκλοφορούσε τότε στα ανήλιαγα λημέρια του underground.
Ναι ξέρω ότι είχε φύγει τότε. Δε μου λες μήπως ξέρεις και το παιδί που παίζει τώρα κιθάρα το Λώρενς? Είμασταν συνφάνταρα στη Ρόδο και ακούγαμε μουσική παρέα σε ένα mp3 που είχε τότε αλλά νομίζω έχουμε να μιλήσουμε από το 2005
Με τους άλλους έχω συναντηθεί αλλά δεν τους γνωρίζω προσωπικά.
Winner/Loser από Titan Force λοιπόν. Πάντα είχα την εντύπωση πως αυτός ο δίσκος βρίσκεται στην σκιά του (τιτάνιου δίχως αμφισβήτηση) ντεμπούτου. Επίσης κυκλοφόρησε μια λίγο περίεργη εποχή (1991) για αυτόν τον ήχο, γεγονός που σε συνδυασμό με το ότι είναι πιο progressive από τον πρώτο δίσκο και κάπως “κάθεται” στο μεταίχμιο μεταξύ, δεν βοήθησε τον δίσκο να αναδειχθεί. Αρκετά metal για τους progsters, αρκετά prog για τους μεταλλάδες. Όπως και να έχει, στο δια ταύτα: Το δεύτερο Titan Force είναι ένας πραγματικά απολαυστικός δίσκος. Έχει άψογη παραγωγή που υπερτονίζει τις τεχνικές αρετές των μελών τους συγκροτήματος και διατηρεί ακόμα φρέσκο τον ήχο του, έχει φαντασία, πρωτότυπες συνθέσεις, τον Τύραννο στα ντουζένια του, κοινώς όλο το πακέτο για να μπορέσει να τον απολαύσει όχι μόνο ο φίλος του US (Prog) Power, αλλά και κάποιος πιο περαστικός. Εδώ θα ακούσει κανείς απολαυστικές μπασογραμμές σε κάθε κομμάτι, εκφραστικές ερμηνείες με καλογραμμένους στίχους που ξεφεύγουν από την πεπατημένη, πρωτότυπες κιθάρες, και κυρίως, σε κάθε τραγούδι βγαίνει προς τα έξω πως τα μέλη της μπάντας απολαμβάνουν να παίζουν και παίζουν για την πάρτη τους, για αυτό και υπάρχουν άφθονα μικρά σημεία και λεπτομέρειες που δίνουν βάθος στην μουσική. Δεν ακούς μια μπάντα που μπήκε στο στούντιο για να παίξει στα χνάρια κάποιας άλλης μπάντας, ακούς μια μπάντα που έχει κέφι, όρεξη, ταλέντο και κάνει το δικό της κομμάτι, κάτι πραγματικά σπάνιο. Όσον αφορά τις συνθέσεις, έχει απ’όλα ο μπαξές. Από το δυναμικό μπάσιμο με το Fields of Valor, οδηγούμαστε στο “παιχνιδιάρικο” Shadow of a Promise που μέχρι και χορωδιακό ρεφρέν έχει, για να καταλήξουμε στο λυρικό, σκοτεινό, μελαγχολικό prog Έπος του Dreamscape, στο οποίο ακούμε τον Conklin να κάνει μαγικά πράγματα με την φωνή του (πιθανώς το αγαπημένο μου TF κομμάτι). Στο ενδιάμεσο οι ρυθμοί και οι διαθέσεις μεταβάλλονται και κάθε ένα από τα 8 κομμάτια του δίσκου συνθέτει ένα συμπαγές οικοδόμημα που θα ευχαριστήσει οποιονδήποτε επιχειρήσει να το ακούσει, υπάρχει νομίζω κάτι για όλους.
When the pieces start to fall.
Your whole world crumbles away.
This time it’s gone too far.
Unreal thoughts you believe are taking you.
Taking you away.
In this world of darkness, forever floating on and on.
Dreams I experience too strong to control.
Lead me on a journey of no return.
Corrosion of Conformity “Deliverance” (1994)
Βαριέμαι αφόρητα το stoner/heavy rock. ΟΚ, θα εκτιμήσω (και μπορώ ν’ απολαύσω) κάποιους εξόφθαλμα καλούς δίσκους από Kyuss, Spiritual Beggars κλπ., αλλά η πλειοψηφία των κομματιών που θ’ ακούσω απλά με αφήνουν παγερά αδιάφορο. Νομίζω ότι ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό είναι η έλλειψη του βασικού στοιχείου που αναζητώ εγώ στη μουσική, δηλαδή οι πιο μινόρε/λυπητερές κλίμακες, που συνολικά απλά δεν αποτελούν χαρακτηριστικό αυτού του συγκεκριμένου ήχου.
Τότε ας μου εξηγήσει κάποιος πώς γίνεται να έχω φάει κόλλημα μ’ αυτό το album; Να φταίει το ότι εδώ κι εκεί, ξεπετάγονται υπερ-heavy (και ολίγον σκοτεινά) ή κοφτά riffs που μοιάζουν να ξέμειναν από τις πρώτες, hardcore ημέρες (π.χ. “Broken man”, “Shake like you”, “Clean my wounds”); Να φταίνε οι λιγοστές, μα ουσιώδεις, μελωδικές στιγμές (“Seven days”, “Shelter”, “Pearls before swine”); Η τίγκα Sabbath-ίλα; To groove-άτο drumming; Τα ιντερλούδια που για λίιγα λεπτά μόνο δυστυχώς δείχνουν ότι οι CoC θα μπορούσαν να πουν πολλά στο στυλ που μου αρέσει; Η μαγκιόρικη χροιά του Keenan; Όλα αυτά μαζί;
Και πόσοι να μνημονεύουν, άραγε, αυτό το album μετά από τόσα χρόνια;
Δεύτερο post για τους CoF εδώ, αλλά νομίζω αξίζει να ειπωθούν δυο λόγια για ένα δίσκο που ελάχιστοι μνημονεύουν πια, μια και οι μαυρομέταλλοι το θεωρούν false και οι CoF fans εστιάζουν στην “Dusk…” και μετέπειτα περίοδο.
Και όμως το ντεμπούτο -έκλεισε τα 28 μέσα στον Μάρτιο σύμφωνα με το ΜΑ- του βλαμμένου Dani και της λοιπής -τότε- παρέας του έχει πάρα πολλά πράγματα να πει και προσωπικά για μένα στέκει μια χαρά αυτόνομο στο bm της περιόδου '91-'95.
Ναι, έχει ένα σωρό πιασάρικα γοτθικά περάσματα (πειτε μου όμως ότι δεν συγκινείστε στην γέφυρα “nothing will keep us apart…” του “Black Goddess Rises”), ναι έχει μια χεβιμεταλλάδικη οπτική σε αρκετά σημεια (βλέπε φουλ μεηντενιά στο χιτάκι “The Forest Whispers My Name”).
Έχει όμως και τα in-your-face κομματάκια του (ομώνυμο, “Crescento”), έχει τα έπη του ("Of Mist And Midnight Skies -πόσο κάβλα το “we will ride again…”) αλλά πάνω απ’ όλα έχει αυτή τη γαμημένη απαγγελία της Andrea Meyer ως Lilith στο “To Eve The Art Of Witchcraft” που σηκώνει την τρίχα κάγκελο κάθε μα κάθε φορά.
Ι am the gentle stream
That trickles through the summer glades of ever green peace
Therefore we will drink my sleep and dream
I am the bleeding sky,the snatching wind of war
Blowing through the savage garden
My crown is fire, the erotic sinews of lust
Like strings to be pulled and cut.
I will make my puppets dance!
The men will bow down before me
To take my flesh as lucid thoughts of dark, unbridled lust
I am all these things and more
Thus I await you, Nemesis of restraint
The code of life and the bride of evil itself.
Ας αλλάξουμε κλίμα με κάτι ελληνικής κατασκευής και προελέυσεως!
Οι Socrates Drank the Conium ξεκίνησαν σαν Persons το 1969 από τους Αντώνη Τουρκογιώργη (φωνή/μπάσο) Γιάννη Σπάθα (κιθάρα) και Ηλία Μπουκουβάλα (drums). Μετά από την αλλαγή ονόματος κι ένα single στα ελληνικά αποφάσισαν να υιοθετήσουν αποκλειστικά αγγλικό στίχο. Έχοντας συμμετάσχει στη συλλογή “Ζωντανοί στο Κύτταρο”, το 1972 ήρθε η ώρα να κυκλοφορήσουν τον παρθενικό τους δίσκο.
Σε αυτή την πρώτη τους ηχογράφηση οι Socrates εμφανίζονται σαν μια μπάντα βαθιά επηρεασμένη από το heavy psych και τα hard rock/ blues και μουσικούς όπως ο Jimi Hendrix και οι Cream - οι progressive τάσεις τους για τις οποίες έγιναν αργότερα γνωστοί δεν είχαν εκδηλωθεί ακόμη φανερά.
Η κιθάρα του Σπάθα είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος στο δίσκο. Έτσι, εδώ θα βρούμε “μεγάλα” riffs που ενίοτε μπαίνουν στα χωράφια του νεαρού τότε metal ιδιώματος, ειδικά εκεί όπου υπάρχουν οι εμφανέστερες blues επιρροές όπως στο “It’s A Disgusting World” (τι τίτλος!) με το φοβερό τζαμαριστικό μέρος και το solo, ή το “Blind Illusion”. Το γνωστότερο πάντως – και δικαίως - τραγούδι εδώ είναι το “Starvation”, τελευταίο στη σειρά που ακολουθεί το, σοφά τοποθετημένο πριν από αυτό, ηπίων τόνων “Underground”.
Όσο κι αν προερχόταν από μια χώρα ξένη προς το είδος και πολύ μακριά (τόσο σε απόλυτα όσο και σε σχετικά μεγέθη) από τα τότε μοντέρνα μουσικά ρεύματα, όσο κι αν δεν το κολάκευε η παραγωγή, το ντεμπούτο των Socrates, πέραν της αξίας του, κατάφερε επίσης να ακούγεται επίκαιρο και αυτό ειδικά ήταν μάλλον το μεγαλύτερο επίτευγμα του!
Λοιπόν, θυμόμουν αυτό
κι αυτό
από χθες και για κάποιο λόγο μου ήρθε στο μυαλό το όνομα Turnstile. Θυμάμαι και το ανελέητο spam που έκανε ο Leper για την μπάντα και είπα να τους ακούσω. Άρα μιας και είμαστε πατροπαράδοτοι στο forum θα κάνω first time reaction to Turnstile σε γραπτή μορφή (άκουσα πρώτα αυτό, κατενθουσιάστηκα και μετά μου ήρθε η ιδέα).
Πάμε λοιπόν, Turnstile και Glow On.
Mystery: Κάπως psychedelic πιανάκι, ωραία τα riff που ξεκινάνε στο background πριν μπουν, Imagine Dragons και Thunder μου θυμίζει λίγο η μελωδία της φωνής, το rhythm γενικά δίνει ρέστα.
Blackout: Και γαμώ τα riffs, σα να ακούς τη λογική συνέχεια από mid-00s 15 χρόνια μετά. Τι κάνει ο μαν στα drums? Τι κάνουν γενικά όλοι τους στο τέλος? Α ΠΙ ΘΑ ΝΟ groove. Όχιιιιιιι, ήθελα κι άλλο.
Don’t Play: Κάτι μου θυμίζει αυτό. Escape The Fate ίσως? Το πιανάκι από που ήρθε?? Α ΠΙ ΘΑ ΝΟ groove και refrain.
Underwater Boi: Summerwine Μπορεί και New Order Ένα blend electro wave με βαριές κιθάρες? Και γαμώ?
Holiday: Μπασογραμμή Θυμίζει λίγο Beastie Boys??? Σα σταγόνες ακούγονται κάποια χτυπήματα. ΚΟΜΜΑΤΑΡΑ
Humanoid/Shake it Up: Ο τραγουδιστής είναι πάντα ο ίδιος? Αν ναι, πως γίνεται να αλλάζει τη φωνή του τόσο πολύ? Τα κοψίματα σε κάθε τραγούδι τους απλά σπέρνουν.
Endless: Είμαι στο 6ο-7ο κομμάτι, και όλα ακούγονται σαν να είναι το no1 single του δίσκου, θέλει ταλέντο για να το κάνεις αυτό. Yeah Yeah Yeah Yeaaaah. Πω πω, τρελό κομμάτι πάρτι
Fly Again: Πιάνο intro, για να δούμε πως θα ανεβάσουν ρυθμούς. Τι είναι αυτός ο ήχος που ακούγεται στο τέλος του riff, σα να αναστενάζει? Πολύ γαμάτος drummer.
Alien Love Call: Έχουν καταφέρει οι κερατάδες να περιμένεις το ξέσπασμα, δε μ’αρέσει αυτό που ακούω, θέλω κιθάρες, groove και κόψιμο μετά το refrain. Χα, σε κάποια στιγμή νομίζεις θα μπει, αλλά το κρατάνε.
Wild Wrld: Τι έχουμε εδώ? Τι κάνει ο τύπος στα drums? Ωραία, αυτό περίμενα επιτέλους!
Dance Off: Το αγαπημένο μου riff ως τώρα. Μου θυμίζει λίγο Manson.
Τα υπόλοιπα κομμάτια τα αφήνω, γιατί πάνω κάτω έχω να κάνω τις ίδιες παρατηρήσεις (εκτός απ’το BOOM BOOM BOOM που δεν το περίμενα με τίποτα). Ωραία ως άψογα riff, φοβερός φρέσκος ήχος, πολλές καταβολές και ένα διαολεμένο groove σε κάθε σχεδόν τραγούδι. Δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα, αλλά μπορώ να πω πως θα γίνουν απ’τις αγαπημένες μου μπάντες, αν τα προηγούμενα δύο τους album είναι παρόμοιας ποιότητας.
Το Glow On είναι το τρίτο album των Turnstile και βγήκε το 2021. Το Glow On δεν ανακαλύπτει τον τροχό, αλλά συνδυάζει πολλά διαφορετικά πράγματα από πολλά είδη μουσικής και τα μπλέκει όλα μαζί, γύρω απ’το βασικό πυρήνα μιας κλασσικής rock/punk μπάντας. Το Glow On δεν είναι το καλύτερο album που έχω ακούσει, αλλά είναι απ’τα πιο καυλιάρικα album που έχω ακούσει. Το Glow On είναι ένα album που χαίρεσαι όταν συνειδητοποιείς πως βγήκε το 2021.
Όχι.
Θεϊκή περιγραφή μιας απλής (; ) κιθάρας!
Μ’ έβαλες να ξεκινήσω την Κυριακή μου με τη δισκάρα.
Όλα ωραία και καλά, αλλά… το “TLC” δεν το αφήνεις. Αυτό, δεν το αφήνεις. Νόμος.
Με αδικείς
Ας μιλήσουμε για κάτι λίγο διαφορετικό. Αν και πλέον στο φόρουμ λίγοι έχουμε μείνει που κάνουμε ανασκαφές στα 60ς/70ς, υποθέτω πως όλοι ξέρουμε λίγο ως πολύ τους Jefferson Airplane και, υποθέτω, είναι κοινή γνώση (έστω σαν όνομα) η δεύτερη μετενσάρκωσή τους υπό το όνομα “Jefferson Starship” (μετέπειτα σκέτο Starship). Το Modern Times κυκλοφόρησε το 1981 και είναι ο έκτος δίσκος της μπάντας. Συνολικά είναι ένα πολύ ευχάριστο ροκ άκουσμα, κυλάει νεράκι, πατάει πολύ γερά στα 70ς ακόμα αλλά λοξοκοιτάει και στην δεκαετία του 80 που ξημερώνει. Θα έλεγε κανείς πως υπάρχουν κομμάτια που ίσως γράφτηκαν παλιότερα αλλά και κομμάτια που είναι γραμμένα στα 80ς. Η παραγωγή είναι εντελώς παλιακή (για τα δεδομένα της εποχής), τα synths ενώ υπάρχουν δεν μονοπωλούν τα αυτιά του ακροατή, υπάρχουν πολλές στιγμές που θα τέρψουν όσους αναζητούν κιθαριστικές εξάρσεις και όμορφες μελωδίες. Θα σταθώ σε δύο υπέροχα κομμάτια, τα οποία αξίζει να ακουστούν (αν και ξαναλέω, πως αξίζει την προσοχή σας όλος ο δίσκος). Το Stranger είναι ένα κομμάτι που ξεκινάει με μια φοβερή μπασογραμμή, έχει κιθάρες που κελαηδούν (πραγματικά φοβερές και αξιομνημόνευτες μελωδίες), την Grace να δεσπόζει στο μικρόφωνο και ένα ρεφρέν κολλητικό, νοσταλγικό που ξυπνάει μνήμες στο μυαλό. Από την άλλη έχουμε το Save Your Love. Δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να γράφτηκε κάτι τέτοιο το 1981, είναι εκτός λογικής. Αν κυκλοφορούσε δέκα χρόνια πριν, θα το συζητούσαμε σαν ένα από τα πλέον κλασικά ροκ κομμάτια. Έχει φοβερή ερμηνεία, κλιμάκωση, συναίσθημα, διαστημικό παίξιμο από άπαντες (δεν παίζουν και τίποτα τυχαίοι στον δίσκο ούτως ή αλλως, μπορείτε να το ελεγξετε και μόνοι σας). Το σόλο δε που κλείνει το τραγούδι είναι απερίγραπτο, πραγματικά κρίμα που δεν βγήκε σε μια εποχή που μπορούσε να εκτιμηθεί παραπάνω. Όλη η συγκίνηση που νιώθω ακούγοντας αυτήν την μουσική συνοψίζεται σε αυτο το σόλο, κατακλυσμός συναισθημάτων και κάθε μα κάθε φορά σταματάω ότι κάνω για να απολαύσω αυτή την υπέροχη μουσική.
Με βάση όσα έγραψα παραπάνω, θέλω να εκφράσω μια σκέψη ακόμα. Μια από τις αγαπημένες μου ασχολίες σε αυτή την μουσική είναι το να ψάχνω τι έκαναν μεγάλα συγκροτήματα των 60ς/70ς μετά την περιόδο ακμής τους. Έχει τρομερό ενδιαφέρον να βλέπεις την εξέλιξη μουσικών γιγάντων στα 80ς και στα 90ς. Προσπάθησαν να πάνε με το ρεύμα (π.χ. Kansas); Κατάφεραν να αφομοιώσουν τις αλλαγές και τις νέες μόδες στο δικό τους όραμα (π.χ. Rush); Συνέχισαν λίγο ως πολύ στον ήχο τους (π.χ. Camel); Ή μήπως διατήρησαν μα και εξέλιξαν τον ήχο τους (π.χ. Neil Young από όσα έχω ακούσει σε 80ς/90ς). Από την άλλη υπάρχουν και άλλοι καλλιτέχνες (Mike Oldfield για παράδειγμα) που έκαναν μεγάλη στροφή και στράφηκαν σε άλλα μονοπάτια. Έχει πολύ πολύ ενδιαφέρον και ψωμί αυτή η χαρτογράφηση της πορείας μεγάλων καλλιτεχνών και εκτιμώ πως διάφορα διαμαντάκια έχουν χαθεί στην πορεία που περιμένουν εμάς να τα ανακαλύψουμε.
Θαυμάστε:
Οι υποσχέσεις οφείλουν να τηρούνται.
Συνεπώς, σήμερα θα αναφερθούμε στο υπέροχο και κλασσικότερο των κλασσικών “Rumours” των Fleetwood Mac, το οποίο αποτελεί ταυτοχρόνως κι έναν από τους πιο ευπώλητους δίσκους όλων των εποχών. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος, συγκαταλέγεται στο top-10 των κυκλοφοριών με τις περισσότερες πωλήσεις, όλων των μουσικών ειδών συμπεριλαμβανομένων, με το νούμερό του να προσεγγίζει τα 40 εκ. παγκοσμίως. Διόλου τυχαία και καθόλα δίκαια, θα σχολίαζα.
Δεν είμαι και πολύ βέβαιος αναφορικά με το βαθμό εξοικείωσης του ελληνικού rock κοινού με την περίπτωση των Fleetwood Mac, επομένως, θα πρέπει να γίνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή της πορείας της Αμερικανο-Βρετανικής μπάντας, έως και την κυκλοφορία του υπό συζήτηση album.
Δύο είναι τα κρίσιμα νούμερα που οφείλουν να μπουν στην εξίσωση: 3 και 11.
Το 3 διότι, προσωπικά, θεωρώ πως το “Rumours” είναι το magnum opus της 3ης περιόδου της μπάντας (τουλάχιστον, βάσει της προσωπικής μου προσέγγισης της ιστορίας τους). Η πρώτη εκτείνεται από τη δημιουργία τους έως και την επεισοδιακή αποχώρηση του τεράστιου Peter Green. Τα λίγα, αλλά τόσο μεστά, αυτά έτη χρήζουν ενός “σεντονιού” από μόνα τους. Επίσης, αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει συνάφεια του πρώιμου, ψυχεδελικού και πειραματικού ήχου με τα μετέπειτα mainstream ηχοτοπία του συγκροτήματος (είναι οι ίδιοι που “προσκυνούν” ευλαβικά τα πρώτα album και προσεγγίζουν ελαφρώς καχύποπτα, ίσως και απαξιωτικά, την μετέπειτα παρακαταθήκη), ο γράφων διαφωνεί έντονα με τη συγκεκριμένη άποψη. Η δεύτερη κι επίσης λίαν ταραχώδης περίοδος του συγκροτήματος διαρκεί (πάντα βάσει της προσωπικής μου οπτικής) από τη φυγή (ή “απόδραση”, αν προτιμάτε) του Peter Green, έως και την προσθήκη του πλέον καταλυτικού διδύμου, εξ Η.Π.Α. ορμώμενου, ήτοι της Stevie Nicks και Lindsey Buckingham. Και πάλι κρίνεται περιττό να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες για αυτήν την περίοδο, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την ύπαρξη δύο (!) Fleetwood Mac, αγωγές κι εν γένει ένα επισφαλές μέλλον, όσον αφορά την ίδια την ύπαρξη της μπάντας (της αυθεντικής).
Το 11, από την άλλη, γιατί το “Rumours” είναι, όσο απίθανο κι αν φαντάζει αυτό, η ενδέκατη (!) studio κυκλοφορία των Fleetwood Mac. Αυτή και αν είναι ισχυρότατη υποψηφιότητα για τον τίτλο του πρωταθλητή στο “Late Bloomers” topic του φίλτατου @RiderToUtopia.
Πριν το “Rumours”, το κλασσικό, πενταμελές line-up έχει ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο album της σύμπραξής του, το υπερ-επιτυχημένο και πανάξιο ομώνυμο (“Fleetwood Mac”). Εν μέσω τεράστιας επιτυχίας, του πέρατος εξαντλητικών περιοδειών, δύο χωρισμών ζευγαριών εντός της μπάντας (McVie’s και Buckingham-Nicks), περιπτώσεων μοιχείας (σύζυγος Fleetwood), διάφορων ευτράπελων και φαντασιακών ιστοριών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, πολλών ναρκωτικών, ασταθών ψυχολογιών κι εν γένει μίας φρενήρους κι εντελώς “τρελαμένης” ατμόσφαιρας ηχογραφείται και -με τη συμπλήρωση δέκα ετών από την ίδρυση του συγκροτήματος- κυκλοφορεί το παρόν αριστούργημα, ένα αιώνιο μνημείο της rock μουσικής. Αλλοτινές εποχές, άλλες πηγές έμπνευσης…
Ναι… Δεν αντιλέγω. Στο “Rumours” οι ρυθμοί πέφτουν αισθητά και η pop (φρονώ ότι κατανοούμε όλοι τη χρήση του όρου) προσέγγιση αποκτά κυρίαρχο ρόλο. Ωστόσο, αυτό το γεγονός, που αναμενόμενα επιτρέπει στο συγκρότημα να “διεισδύσει” σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό, ουδόλως αφαιρεί την ικανότητά μας να εντοπίσουμε πλείστα όσα folk (κυρίως) στοιχεία, πειραματισμούς (η σύνδεση με παρελθόν που αναφέρεται παραπάνω) και hard, φρενήρη μέρη, τα οποία προσφέρουν στο δίσκο μία εξαιρετικά εθιστική και θελκτική ποικιλομορφία. Και αυτό δεν φαντάζει καθόλου περίεργο, δεδομένου ότι το συγκρότημα έχει στην τάξη της 3 εκπληκτικούς συνθέτες κι ερμηνευτές (Buckingham, C. McVie και Nicks), καθένας εκ των οποίων με το δικό του διακριτό στυλ και με την ένωσή τους (όλων ή μέρους αυτών) να παράγει απόλυτα αρμονικά αποτελέσματα. Πραγματικά, οι συνθέσεις, οι ερμηνείες και οι μελωδίες του “Rumours” αποτελούν την επιτομή του είδους.
Μετατρέποντάς το σε λίγο πιο γεωγραφικό/“κοινωνικό”/“γεωπονικό” ζήτημα, το “Rumours” προέρχεται από τις ρίζες του βρετανικού rock ήχου, έχοντας, όμως, δεχτεί ένα ξεκάθαρο “μπόλιασμα” από το folk, αμερικάνικο στοιχείο, το οποίο βαστάει ξεκάθαρα το λάβαρο. Στα αυτιά μου, η δημογραφική ευρύτητα του “Rumours” δύναται α) να συγκινήσει το ίδιο έναν οπαδό των blues, ανεξαρτήτως σε ποια όχθη του Ατλαντικού κατοικοεδρεύει, και β) να ακουστεί με την ίδια ευκολία και απόλαυση είτε σ’ ένα redneck, dive-bar κάπου στην Alabama, με μία Miller lite ανά χείρας, είτε σε μία πικετοφορία στην California, από κάποιον μουσάτο, με τζιν-“καμπάνα”, εμπριμέ πουκάμισο κι ένα joint ανά χείρας. Και για να μην παρεξηγούμαστε και γίνουν τίποτα περίεργες παρερμηνείες, η μπάντα κατά 99,9% θα επέλεγε την παρουσία της στη δεύτερη, προαναφερθείσα μάζωξη, καθώς η κλασσική πεντάδα επανενώθηκε το 1993, για να παίξει στην πανηγυρική εκδήλωση για την ορκωμοσία του Bill Clinton, ενόψει της πρώτης Προεδρικής του θητείας.
Πολλά είπαμε, όμως, για τα παρελκόμενα. Ας δούμε και λίγο τα αμιγώς μουσικά.
Ο δίσκος “ανοίγει” με το up-tempo “Second Hand News”, σύνθεση του Buckingham, το feeling του οποίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στιχουργική του θεματολογία (ήτοι το χωρισμό με την Nicks και τις μετέπειτα προσπάθειές του για εύρεση καταφυγίου σε άλλες αγκαλιές). Απλό, πολύ ρυθμικό και όμορφο εναρκτήριο, με ξεχωριστή ερμηνεία του Lindsey και πανέμορφα δεύτερα φωνητικά από τις κυρίες του συγκροτήματος.
Ότι το “Dreams”, που ακολουθεί, παραλίγο να μη γίνει αποδεκτό από τους υπολοίπους στην μπάντα, όταν τους παρουσιάστηκε από την Nicks; Θα ήθελα να δω την αντίδραση κάθε Fleetwood Mac φίλου σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Από τα πασίγνωστα τραγούδια τους, “σχολή” από μόνο του, με την χαρακτηριστική, “ζεστή” ερμηνεία της Nicks. Feel-good τραγούδι (όσο οξύμωρο ακούγεται αυτό, αφού και πάλι η στιχουργία αφορά την ισορροπία των τεταμένων προσωπικών σχέσεων των μελών και της ανάγκης για επαγγελματική σύμπραξη), κατάλληλο για hang-over καταστάσεις ή ταξίδια με το αμάξι.
Τι ωραίο τραγούδι αυτό το “Never Going Back Again” (σε εμένα θυμίζει κάτι υπερβολικά δύσκολες ασκήσεις μελωδίας και παιξίματος με τα δάκτυλα στην κιθάρα, τις οποίες, όταν τις καταφέρνεις, είναι δεδομένο πλέον ότι έχεις ανέβει επίπεδο); O Buckingham και η ακουστική του, η χαρακτηριστική φωνάρα του με την ολίγον “βλάχικη” προφορά κι εγένετο ομορφιά. Κάπου εδώ να πούμε ότι ο προαναφερόμενος είναι ένας από τους πιο υποτιμημένους κιθαρίστες της rock. Μιλάμε για τρομερό παίκτη. Οι κακεντρεχείς κατά κάποιους, ή (ορθότερα κατ’ εμέ) ειλικρινείς κατ’ άλλους, λένε ότι αυτό είναι τόσο πασιφανές που χρειάστηκαν δύο κιθαρίστες για την αντικατάστασή του, όταν (ξανα)αποχώρησε από την μπάντα το 2018.
Το “Don’t Stop” είναι τόσο διάσημο κι έχει τόση δυναμική που έχει καταφέρει να εκλέξει Πρόεδρο των Η.Π.Α. Αποτέλεσε το τραγούδι της Προεδρικής καμπάνιας του Bill Clinton, η οποία τελεσφόρησε με την εκλογή του κι εορτάστηκε όπως περιγράφηκε ανωτέρω, αναφορικά και με την εμπλοκή της μπάντας. Από τα πιο mainstream κι “εύκολα” κομμάτια τους, διόλου τυχαίο που συγκαταλέγεται και στα πιο γνωστά τους.
Το “Go Your Own Way” είναι πιθανόν το πιο “fuck-off” και “η εκδίκηση των ανδρών” τραγούδι που γράφτηκε ποτέ. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι χωρισμού από τη μεριά του άνδρα, το οποίο μάλιστα η τέως σύντροφος ήταν αναγκασμένη να τραγουδάει κάθε βράδυ, καθότι το συγκεκριμένο κομμάτι αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της μπάντας. Και γαμώ τις οξύμωρες καταστάσεις. Πραγματικά απορώ πώς το έφερνε εις πέρας η Nicks όλο αυτό, έχοντας στο πλάι της τον πρώην σύντροφο να ερμηνεύει σαν μαινόμενος ταύρος. Απίστευτη κομματάρα, με οργιώδη lead από τον Buckingham, τυπική της θυελλώδους και once in a lifetime σχέσης των δύο Αμερικανών.
Μετά τη “θύελλα”, λοιπόν, έρχεται η ηρεμία. Η μοναδική Christine McVie μάς προσφέρει το αισθαντικό “Songbird”, επιτρέποντας στα δάκρυα να ανέβουν αβίαστα στα μάτια. Πανέμορφο τραγούδι κι αψεγάδιαστη -όπως πάντα- ερμηνεία από την κυρία.
Λοιπόν, τα πράγματα είναι απλά. Το “The Chain” είναι ένα από τα 3 πιο αγαπημένα μου rock κομμάτια των '70s (τα άλλα δύο είναι το “Astronomy” και το “Bad Company”). Σύνθεση όλων των μελών της μπάντας, το “The Chain” επιτρέπει στον καθένα και στην καθεμία να “λάμψει” ξεχωριστά (“ανταλλαγή” φωνητικών, μπασογραμμή-“γέφυρα”, μνημειώδης κιθαριστική εισαγωγή και παραληρηματικό lead-outro, τρομερά τύμπανα), ενώ, ταυτοχρόνως, το συνολικό αποτέλεσμα ακούγεται απίστευτα συνεκτικό και ομοιογενές. Ορόσημο του συγκροτήματος, το οποίο έχει προσφέρει και μία από τις πιο έντονες και δυναμικές live ερμηνείες τους (παρατηρήστε την “ηλεκτρισμένη” ανταλλαγή βλεμμάτων μεταξύ Stevie και Lindsey, όσο και το ημίτρελο βλέμμα του Mick). Για των γραφομένων το αληθές:
Η Christine το χαβά της. Άλλη μία απίστευτη τραγουδάρα από μεριάς της, το απολαυστικό και groovy “You Make Loving Fun”, το οποίο εκεί που ακούγεται πολύ soft και pop (γεγονός που δεν μας χαλάει καθόλου), σε εκπλήσσει με μικρά guitar lead, όσο και με την τρελά funky μπασιά του, αμφότερα εκ των οποίων προσφέρουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
To “Ι Don’t Wanna Know” είναι το λιγότερο αγαπημένο μου, παραμένοντας ωστόσο δεκάρι. Country-feeling κομμάτι, με ματζόρε διάθεση, το οποίο προέρχεται από την εποχή που η Nicks και ο Buckingham εμφανίζονταν ως ντουέτο, πριν, δηλαδή, ενταχθούν στους Fleetwood Mac.
Ανατριχίλα σκέτη το “Oh Daddy”. Φοβερή σύνθεση, γεμάτη λεπτομέρειες και πάρα πολύ όμορφη ερμηνεία της McVie. Ο Buckingham “ζωγραφίζει” για μία ακόμη φορά στην κιθάρα. Απίστευτα υποτιμημένο κομμάτι, η εκ νέου ακρόαση του οποίου οδήγησε στη συγγραφή του παρόντος κειμένου (βλ. εισαγωγική φράση).
Το “αερικό” κλείνει τον δίσκο με το -επίσης- υπέροχο “Gold Dust Woman”. Από τις καλύτερες ερμηνείες της Nicks μακράν. Πάντα το φανταζόμουν να ερμηνεύεται κάπου σε κάποια έρημο των Η.Π.Α., με τη Nicks να “ίπταται” και την ατμόσφαιρα να θυμίζει μετα-αποκαλυπτικό πάρτυ. Λόγω του συγκεκριμένου τραγουδιού κατέταξα την Nicks στο πλάι της Grace Slick.
Σαν να μην είπαμε και λίγα λόγια τελικά.
Έχω κάνει μια ή δύο σύντομες αναφορές στο παρελθόν, νομίζω όμως ότι αξίζει να τα πούμε λίγο πιο εκτενώς…
Οι, σχηματισμένοι το 1977 στο Chicago, Winterhawk είχαν ήδη διαλυθεί για πρώτη φορά όταν ο, φοιτητής πια στα τέλη του 1981, Jordan Macarus αποφάσιζε ότι η μουσική που ήδη υπήρχε παραήταν καλή για να μην ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει κανονικά. Έτσι, ένωσε ξανά δυνάμεις με τον μπασίστα -τραγουδιστή Doug Brown (που διέθετε φωνή που προσομοίαζε με αυτή του Geddy Lee!) και τον drummer Scott Benes με το αποτέλεσμα να φέρει τον τίτλο “Revival” και να βλέπει το φως της δημοσιότητας την επόμενη χρονιά, έχοντας στο εξώφυλλο έναν… ιπτάμενο κένταυρο!
Το ύφος των Winterhawk χαρακτηρίζεται ως μια μίξη μελωδικού hard rock, progressive και southern rock με τις κυριότερες επιρροές να έρχονται από τον Ted Nugent, τους Rush της πρώτης περιόδου και τους Deep Purple. Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο φύσει και θέσει ηγέτης Macarus που πιστώνεται τη σύνθεση σχεδόν όλου του δίσκου (πλην του “Can’t See the Forest for the Trees” που υπογράφει ο Brown και στο οποίο οφείλεται η southern, boogie πινελιά) και πρακτικά μονοπωλεί το ενδιαφέρον με τις επιδόσεις του στην κιθάρα, όπου εντυπωσιάζει με το πόσο εφευρετικός αλλά και ουσιαστικός είναι, επιδιδόμενος σε εκτεταμένα solos που δεν υπακούν στους καθιερωμένους κανόνες διάρκειας ή “χωροθέτησης” αλλά μπορεί είτε να ξεκινάνε κατευθείαν με την έναρξη για να ακολουθήσει άλλο ένα, αληθινά μεγαλειώδες στην μέση του κομματιού (“Free to Live”) ή να υπάρχουν δύο εξίσου μαγευτικά κάτω από τον ίδιο τίτλο (“Period of Change”)! Όλα αυτά μάλιστα δίχως να παρασύρεται σε ανούσιες ασκήσεις επίδειξης τεχνικής - χώρια που τραγουδάει κιόλας, στο “Ace in the Hole”!
Δυστυχώς, ενώ ήδη είχαν αρχίσει οι συναυλίες για την προώθηση του δίσκου, ο Doug Brown αποχώρησε ξανά, (απ’ ότι φαίνεται, μαζί δεν κάνανε και χώρια δεν μπορούσαν με τον… Μάκαρο) με τον Scott Benes να ακολουθεί, καταδικάζοντας έτσι το εξαίρετο αυτό σχήμα στην αφάνεια. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι συχνά τους παραλληλίζουν με τους Ashbury, προφανώς επειδή μια εποχή όπου το rock σε κάθε πρακτικά εκδοχή του εξελισσόταν προς πάσα κατεύθυνση, οι δύο αυτές μπάντες αρέσκονταν σε έναν “μεταχρονολογημένο” ήχο – υπ’ όψιν, μιλάμε για λίγα έτη “καθυστέρηση”, καμία σύγκριση με την…retromania που έχει επικρατήσει τα τελευταία 15 (πάνω κάτω) χρόνια!
The Gathering - Beautiful Distortion
Το να γραφεις για εναν δισκο που σε αγγιζει απο την επιφανεια του δερματος σου (την οποια και κανει να ανατριχιαζει) εως τα εσωψυχα της καρδιας σου, ειναι συνηθως κατι που εξαρταται αρκετα απο την χρονικη στιγμη στην οποια συμβαινει. Σχεδον παντα αποφευγω να εκφραζομαι αναλυτικα και εξονυχιστικα για δισκους που εχουν βγει στο προσφατο παρελθον, κυριως γιατι δεν θελω να επηρεαζομαι απο την φρεσκαδα και τον ενθουσιασμο αυτων των δισκων. Και μερικες φορες οταν εκφραζομαι για κατι τετοιους δισκους, μετα απο 1-2 χρονια τους εχω παρατησει και δεν θυμαμαι σχεδον ουτε νοτα, που λεει ο λογος.
Οι Gathering και το Beautiful Distortion συγκεκριμενα, δεν ανηκαν ποτε σε αυτην την κατηγορια, και δε θα μπορουσαν ποτε κιολας. Οταν πιανεις στα χερια σου (ή στα megabytes του δισκου σου) τον νεο δισκο απο τους Ολλανδους μαεστρους της ταξιδιαρικης μελαγχολικης ατμοσφαιρας, ξερεις μαλλον απο πολυ νωρις οτι σε αγγιζουν ακομα και 25 χρονια αφου τους ανακαλυψες. Θα μπορουσα να εχω ανοιξει νεο τοπικ για τον δισκο, αλλα θαρρω πως και σε 10 χρονια αν με ρωτησεις τι θα ηθελα να γραψω, δε θα διεφερε και παρα πολυ. Οποτε προτιμησα να βαλω αυτην την κριτικη σε αυτο το τοπικ, γιατι μου φαινεται πιο ταιριαστο.
Στο ταξιδι που πραγματοποιει η μπαντα εδω και πανω απο τρεις δεκαετιες, εχουν συμμετασχει ενα σωρο προσωρινοι επιβατες, με πρωτη και καλυτερη την Anneke Van Giersbergen η οποια με την πανεμορφη φωνη της συνετελεσε τα μεγιστα ωστε να γινουν καπως γνωστοι οι Gathering. Αλλοι συνταξιδιωτες ηταν ή ειναι οι Bart Smits και Jelmer Wiersma που ηταν ουσιαστικα ιδρυτικα μελη αν και κατεβηκαν αρκετα νωρις απο το καραβακι, η Marjolein Kooijman που καλυψε το κενο του Χιουγκο για 14 χρονια, και φυσικα η ακομα παρουσα και πανισχυρη Silje Wergeland, η οποια μετραει πλεον επισης 14 χρονια στο τιμονι του καραβιου, και συνεχιζει ακαθεκτη.
Παρολα αυτα, αν και πιθανοτατα να μην αρεσει σε καποιους αυτο, η αληθεια ειναι πως τον βασικο κορμο της τεραστιας αυτης μουσικα μπαντας, αποτελουν εδω και 33 χρονια τα δυο αδερφια Rutten, ο Frank Boeijen και ο Hugo Prinsen Geerlings (με ενα μικρο διαλειμμα 14 χρονων για τον τελευταιο). Για μενα προσωπικα, ειναι και οι μοναδικοι πληρως απαραιτητοι σε αυτην την μπαντα, οπως συνειδητοποιησα μετα απο λιγες ακροασεις του Beautiful Distortion.
Το αιωνιο φλερτ των αδερφων Rutten θεματολογικα και στιχουργικα με οτιδηποτε εχει να κανει με Φυσικη και Αστρονομια, ειναι ενα επιπροσθετο στοιχειο στην μουσικη τους που με εχει κανει να ερωτευτω αυτην την μπαντα και ολες τις αναμνησεις που μου εχουν προσφερει. Δε θα μπορουσε να υπαρχει καλυτερο εξωφυλλο λοιπον για τον νεο δισκο, αφου η μπαντα ουσιαστικα κλεινει τον τεραστιο κυκλο που ανοιξε το 1998 με το How To Measure A Planet? , εναν δισκο που για παρα πολλους ειναι μαλλον το μεγαλυτερο τους κατορθωμα. Αν και εχω αρκετες ενστασεις για το κατα ποσο το HTMAP αποτελει το ζενιθ του μεγαλειου της μουσικης τους (αφου για μενα και τα δυο επομενα αποτελουν ισαξιες υποψηφιοτητες οσον αφορα αυτον τον τιτλο), νομιζω πως δεν μπορει κανεις να αμφισβητησει το οτι η πλανητομετρηση ηταν ο πιο σημαντικος τους δισκος οσον αφορα το ανοιγμα σε νεο κοινο, και στην μεταβαση σε πολυ καλυτερα μουσικα μονοπατια απο τα ηδη πανεμορφα πλακοστρωτα που μας ειχαν συνηθισει.
Το Beautiful Distortion λοιπον, οπως επισης και το Interference που το συνοδευει με 2 εξτρα συνθεσεις, επιστρεφει στα συμπαντικα και φυσικα φαινομενα, και μετα απο καποιες ακροασεις το προσωπικο μου συμπερασμα για αυτον τον δισκο ειναι πως προκειται για την απαντηση στην ερωτηση “πως θα ακουγονταν αραγε οι The Gathering αν η Anneke ειχε αποφασισει να φυγει απο την μπαντα το 1999 και οχι το 2007?” ή αλλιως “How To Replace A Neutron Star?”. Ευτυχως για μας βρηκαν παναξια αντικαταστατρια στο προσωπο της Silje, με την οποια εχουν ηδη βγαλει 3 παρα πολυ ποιοτικους δισκους, και τολμω να πω εστω και τοσο συντομα, πως το τελευταιο ειναι και το καλυτερο.
-
In Colour
Το πρωτο δειγμα νεας μουσικης απο Gathering μετα απο σχεδον μια δεκαετια ηρθε τον περασμενο Οκτωβριο, και συνεχιζει ακριβως απο εκει που επανεκκινησαν με το West Pole και ακολουθησαν με το Disclosure. Ενα τραγουδι που αποτελει το τελειο παντρεμα της εποχης Silje με την κλασικη τους εποχη. Στο πρωτο μισο διακρινουμε γνωριμους ηχους και μελωδιες απο την συγχρονη περιοδο της μπαντας, ενω απο το 4:00 και μεχρι το τελος, το ρολοι γυριζει κανα 2 δεκαετιες πισω στον χρονο, και αν κλεισουμε τα ματια, μας φερνει στην μνημη ανεξιτηλες αναμνησεις μιας γλυκιας μικρης Ολλανδεζας να χορευει στο Ροδον, πανω στο κρεσεντο με το theremin στο Rescue Me ή με τις μελωδιες ενος αλλου καταπληκτικου τραγουδιου που μιλαει για τα χρωματα, με τιτλο Red Is A Slow Colour. Αλλωστε η λεξη “χρωμα” αποτελει διαχρονικα αγαπημενη λεξη για τους Gathering, και χαιρομαι που εχουμε ακομα μια εγχρωμη κομματαρα. -
When We Fall
Προχωραμε με μια ακομα βαρυτικη πτωση, και στο μυαλο ερχονται με την μια οι πανεμορφες μελωδιες του Herbal Movement, ενα ακομα τραγουδι κατα την ακροαση του οποιου επιπλεουμε στο απειρο του συμπαντος. Ακριβως οπως και στο When We Fall δηλαδη, ενα τραγουδι που με καθε ακουσμα μεγαλωνει παρα πολυ, και κολλαει στο μυαλο φανταζομαι με τον ιδιο τροπο που κολλησαν κι ενα σωρο αλλα τραγουδια τους πολλα χρονια πριν. Τα τυμπανα του Hans, οπως αλλωστε και σε καθε τραγουδι, προσθετουν αυτην την μαγικη πινελια που κανει την μουσικη των Gathering τοσο ξεχωριστη. -
Grounded
Κι αφου λοιπον βρισκομασταν σε ελευθερη πτωση για 5 λεπτα προηγουμενως, επιστρεφουμε στο εδαφος με ενα παρα πολυ γηινο κομματι, στο οποιο γινεται πλεον εμφανες πως ο δισκος αυτος ειναι ενα πολυ ομορφο κραμα παρελθοντος, παροντος και μελλοντος για τους Gathering. Το ακριβως αντιθετο μιας αποτομης και ανωμαλης προσγειωσης, θα τολμησω να πω οτι αυτη η προσγειωση συνοδευεται απο μια ατμοσφαιρα που μας παει πισω εως και στα νυχτερινα πουλια και το τηλεσκοπιο του Κεβιν, που μαλλον την παρακολουθει ακομα απο καποια μακρινη γωνια του πλανητη. Ενα ακομα υπεροχο τελευταιο διλεπτο για τους Gathering, που ειναι μαστορες στο κλεισιμο τραγουδιων. -
We Rise
Το 2000 οι Ολλανδοι ανοιξαν τον δισκο τους με τιτλο if_then_else με ενα πολυαγαπημενο τραγουδι με τιτλο Rollercoaster. 22 χρονια μετα, μας προσφερουν ενα emotional rollercoaster, αφου μας εχουν στο σηκω και στο κατσε. Ξανασηκωνομαστε λοιπον, με μια απο τις πιο συναισθηματικες στιγμες του δισκου, που χαρακτηριζεται απο τον κλασικο ηχο στις κιθαρες του Rene (και στις ρυθμικες και στις lead) που αγαπησαμε απο τα παλια, ενα πολυ δυνατο ριφφ ως βασικη μελωδια, την φωνη της Silje πιο δυνατη απο ποτε, και ενα υπεροχο outro με τα πληκτρα του Frank.
-
Black Is Magnified
Παιζουμε ξανα με τα χρωματα λοιπον, και εν προκειμενω εχουμε την απουσια χρωματος, αν θελουμε να ειμαστε σωστοι. Η Silje λοιπον τραγουδαει για αρκετα στεναχωρες καταστασεις σε ενα τραγουδι που ειναι φαινομενικα χαρουμενο, και σιγουρα προκειται για την “μπαλαντα” του δισκου. Διακρινω στους στιχους κατι αφαιρετικα και ταξιδιαρικα για μαυρες τρυπες στα ματια που εξαφανιζονται οταν πεθαινει καποιος, στην συνεχεια ακολουθουν κατι υπεροχα κουπλε και ρεφρεν, και φτανουμε στο 2:35, δηλαδη την απολυτως απαραιτητη και χαρακτηριστικη κορυφωση απο τους Ολλανδους. Οπως πολλες αλλες στο παρελθον, το μονο που χρειαζεται αυτη η κορυφωση ειναι 4 νοτες με την κιθαρα, κατι αψογα πληκτρα και ενα αψογο μπασο ως χαλι, και μια αιθερια γυναικεια φωνη να μας στελνει σε αλλους πλανητες ή και σε μαυρες τρυπες εν προκειμενω. Και οσο η μελωδια γινεται μινορε και μελαγχολικη, τοσο οι στιχοι μεταμορφωνονται σε ελπιδοφοροι, σε μια απο αυτες τις λατρεμενες αντιθεσεις για τις οποιες αγαπαμε τους Gathering. They stay alive, here by our side, we’re lost in time. 11 στα 10 ακατεβατο. -
Weightless
Οταν λεμε οτι η μπαντα λατρευει την εννοια της βαρυτητας, το εννοουμε. Ε αυτο το τραγουδι λοιπον, αντιθετα απο αυτο που υποδηλωνει ο τιτλος του, εχει την μεγαλυτερη βαρυτητα στον δισκο μαλλον. Δεν εχω αρκετα λογια για να περιγραψω το Weightless. Who’s going to love you like I do? Κανενας φιλοι μου απο το Oss της Νοτιας Ολλανδιας στις Κατω Χωρες. Κανενας δε θα σας αγαπησει οσο εγω οταν ακουω αυτο το τραγουδι. 12 στα 10 και ανεβαινει στα πιο ψηλα στρωματα της ατμοσφαιρας με καθε ακουσμα. You stare into the sky and let your soul fly. I see it in your eyes, this is the last goodbye. Ευχαριστω για τα δακρυα μεσημεριατικα. Και βραδιατικα. Και καθε φορα που παιζει. -
Pulse Of Life
Μπορει το Interference να ειναι το ονομα του συνοδευτικου EP, αλλα στο Pulse Of Life ακουμε τον ανεμο να φυσαει κατα την διαρκεια ολου του τραγουδιου στο φοντο, προσφορα του Frank φανταζομαι. Βεβαια, δεν ειναι το μονο που ακουμε. Ακουμε τα υπεροχα trip hop τυμπανα του Hans, τις υποχθονιες μελωδιες του Rene μεχρι να μπει το θεοβρωμικο ριφφ στο 2:50, τον ογκο που (σχεδον) μονο ο Hugo μπορει να δωσει στην μπαντα (ξαναλεω, σε αγαπαμε κι εσενα Μαργιολαην), και το ambient κοψιμο στην μεση που μας ταξιδευει για μια ακομα φορα στο 1998 και την μετρηση πλανητων, ισως ακομα και με το ομωνυμο απο εκεινον τον δισκο, ενα απιθανο ταξιδι για οποιον εχει ακουσει αρκετες φορες και τα 28 λεπτα του. Δυο τραγουδια σε ενα λοιπον με το Pulse Of Life, μια ακομα φανταστικη συνθεση στον δισκο. Can I heal? Will I heal? -
On Delay
Πως να συγκεντρωθει καποιος και να ακουσει το τελευταιο τραγουδι του δισκου μετα την τριαδα που προηγηθηκε και μας εστειλε στα ουρανια? Κι ομως, το On Delay εκτελει αψεγαδιαστα τον ρολο του κλεισιματος για τον δισκο, και για πρωτη φορα σε αυτον τον δισκο, μας ταξιδευει με αρκετους ηλεκτρονικους ηχους στο ξεκινημα, κι ενα tempo βγαλμενο απο το αδικημενο και υποτιμημενο Home, τον τελευταιο δισκο της μπαντας με την Anneke. Δεν μπορω να φανταστω καλυτερο τελειωμα για το Beautiful Distortion απο την γλυκοπικρη αλλα αισιοδοξη νοτα που προσφερει το On Delay.
Εν κατακλειδι, οι Gathering καταφεραν υπουλα και εντελως σιωπηλα να καταφερουν κατι που δεν τους ζητησε και ποτε κανενας να καταφερουν, και δεν ηταν καν υποχρεωμενοι να το επιχειρησουν. Εβγαλαν μια συνεχεια του How To Measure A Planet? κατι λιγοτερο απο 24 χρονια μετα, η οποια μνημονευει το παρελθον με σεβασμο, δανειζεται θεματα απο την δισκαρα με το κατακιτρινο εξωφυλλο, αλλα εν τελει κοιταει το μελλον με αισιοδοξια και μας προσφερει εναν δισκο διαφορετικο απο καθε αλλον.
Μπορει να ειναι και ο τελευταιος τους δισκος, δεν υπαρχει κανενας τροπος να το γνωριζουμε αυτο την δεδομενη χρονικη στιγμη. Προσωπικα το Beautiful Distortion μου ανοιξε την ορεξη και θα ηθελα να ακουσουμε κι αλλη νεα μουσικη απο το συγκεκριμενο line up της μπαντας, κατι που ομολογω (εχοντας και λιγες τυψεις) πως ειναι το αντιθετο απο αυτο που ενιωσα με το Disclosure το 2012 και με το remix του με τιτλο Afterwords το 2013, αφου ειχα αρχισει να νιωθω πως ισως δεν εχουν να πουν πολλα μουσικα πλεον, οσο κι αν λατρευω τραγουδια οπως το Heroes For Ghosts. Ακομα κι αν δεν παρουμε ποτε ξανα καινουρια μουσικη απο τους Gathering παντως, σε 20 χρονια θα ακουω το Beautiful Distortion και θα νιωθω την ιδια ζεστασια που ακουω φετος ακουγοντας το How To Measure A Planet? (δεν ειναι ερωτηση)
Έχω γράψει για τόσους εδώ, τίποτε ακόμη όμως για τον Kim τον Bendix τον Petersen, κατά κόσμον… Βασιλιά Διαμαντή! Νομίζω ότι του αξίζει μια αναφορά…
Για τον δεύτερο του δίσκο, ο King θεώρησε ενδιαφέρον να επεκτείνει την ιδέα του concept album που υπήρχε σε ένα τμήμα μόνο του “Fatal Portrait” και να διηγηθεί μια ιστορία, τρόμου εννοείται, που να διατρέχει τη διάρκεια ολόκληρου του νέου LP.
Έτσι, στο “Abigail” θα μάθουμε για τον Jonathan La Fey που όταν, το καλοκαίρι του 1845, επισκέπτεται μαζί με τη σύζυγο του Miriam την παλιά έπαυλη που κληρονόμησε, έρχεται αντιμέτωπος με το φάντασμα ενός ευγενούς προγόνου του, που είχε δολοφονήσει την γυναίκα του όταν έμαθε ότι κυοφορούσε το παιδί κάποιου άλλου. Το νεκρό έμβρυο τάφηκε με ατιμωτικό τρόπο και 68 χρόνια αργότερα θα επανερχόταν στην ζωή, καταλαμβάνοντας το σώμα της Miriam με φρικαλέες συνέπειες!
Όσο όμως τρομακτική και να ήταν η ιστορία, αυτό που πρωτίστως συναρπάζει είναι το μουσικό περιεχόμενο. Το συγκρότημα έχει την ίδια σύνθεση με το ντεμπούτο και, έχοντας την εμπειρία της περιοδείας που προηγήθηκε, εμφανίζεται πιο δεμένο και με κατανεμημένους ρόλους. Το rhythm section είναι άψογο στα καθήκοντα του - ειδικά ο Mikkey Dee εντυπωσιάζει - ενώ οι δύο κιθαρίστες επιδίδονται σε σεμινάριο metal riffολογίας, σολάροντας και εμπλουτίζοντας με leads τα κομμάτια ακολουθώντας την ροή της αφήγησης. Εδώ μάλιστα θα βρούμε τις πρώτες συνεισφορές του Andy LaRocque στο συνθετικό τομέα.
Πάνω από όλα όμως, έχουμε μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του King Diamond, που ερμηνεύει τις εξαίσιες μελωδίες και τους διάφορους ρόλους με τις εναλλαγές “από τα ψηλά στα χαμηλά” στα φωνητικά του, υπηρετώντας άριστα το όλο concept και υποβάλλοντας τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων και τον τρόμο στον εμβρόντητο ακροατή, επιβεβαιώνοντας την θέση του μεταξύ των κορυφαίων.
Είναι, χωρίς υπερβολή, μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η μουσική αξίζει να ακουστεί, αναδεικνύεται ορθότερα, συνοδεία των στίχων και τις ακόμη σπανιότερες, όπου τίποτε δεν περισσεύει από ένα άψογο σύνολο – απεναντίας κάθε τραγούδι, κάθε αλλαγή, solo, αρμονία, είναι στην εντέλεια χωροθετημένο. Πρόκειται για μια από τις κορυφές των metal eighties με όλη την βαρύτητα που φέρει μια τέτοια διατύπωση.
Τώρα που πιάνουν οι ζέστες, πάμε και λίγο βόρεια…
Στα τέλη των eighties το doom παρακλάδι ήταν ακόμη αρκετά νεαρό ώστε να μην έχουν διαμορφωθεί στεγανά και σταθερές από τις οποίες “απαγορευόταν” να παρεκκλίνει κάποιος… εκτός βέβαια από την Σταθερά του είδους, τους Black Sabbath! Με βάση αυτή την κληρονομιά σχηματίστηκαν οι Stormwarning, με έδρα την Στοκχόλμη. Το πρώτο τους LP κυκλοφόρησε το 1990 όταν είχαν ήδη μετονομαστεί σε Count Raven και είχε σαν τίτλο το προηγούμενο όνομά τους – κάτι όχι σπάνιο σε τέτοιες περιπτώσεις.
Οι Count Raven λοιπόν, καίτοι Σουηδοί, δεν εναγκαλίζονται π.χ. το επικό στοιχείο που έβγαζαν οι Candlemass, αλλά διακατέχονται από μια πιο rock ’n’ roll νοοτροπία “του δρόμου”, που προσεγγίζει αυτή των St Vitus – δεν αποτελεί σύμπτωση ότι ο τραγουδιστής τους Christian Linderson έγινε μέλος των δεύτερων λίγο αργότερα.
Ο οποίος “Chritus” στο “Storm Warning” ακούγεται εντυπωσιακά κοντά στον νεαρό Ozzy, τόσο σαν φωνή όσο και σαν τεχνοτροπία αφού συχνά επιλέγει να τραγουδάει “πάνω στα riffs”. Κατά τα λοιπά, ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Dan “Fodde” Fondelius έχει προικίσει τα κομμάτια με ορισμένα σπουδαία solos και μια γοητευτικότατη 70s hard rock αύρα σε σημεία, με την πάντα υπερπολύτιμη συνδρομή των Tommy “Wilbur” Eriksson στο μπάσο και Christer “Renfield” Petersson στα drums στους επιβλητικούς ρυθμούς.
Το album εκκινεί με την ανατριχιαστική ambient εισαγωγή που φέρει το όνομα της μπάντας και κερδίζει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού με το υπέρβαρο riff του “Inam Naudemina” που ακολουθεί. Οι ταχύτητες είναι χαμηλές αλλά ευτυχώς όχι υπερβολικά (μάστιγα του είδους και σημάδι συνθετικής ένδειας) με αποτέλεσμα η ακρόαση να γίνεται ευφορική όσο προχωράει ο δίσκος και ογκόλιθοι σαν το “True Revelation” δίνουν τη θέση τους στο groovy “Within the Garden of Mirrors” και την doom… μπαλάντα “A Devastating Age” με τα keyboards να προσθέτουν στην όλη ατμόσφαιρα!
Αυτό που σίγουρα ξεχώριζε τους Count Raven από τους ομότεχνους τους ήταν οι στίχοι. Από το προαναφερθέν “True Revelation” που σχολιάζει τις τότε τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις ως το “In the Name of Rock ‘n’ Roll” που κατακεραυνώνει την ρηχότητα της hair metal σκηνής, οι εν λόγω καταπιάνονται με κοινωνικοπολιτικά θέματα, ενίοτε από μια θρησκευτική αλλά ποτέ θρησκόληπτη οπτική.
Σημειωτέον ότι, λόγω των χρονικών περιορισμών ενός μονού δίσκου, στο αρχικό βινύλιο δεν χώρεσαν το “Social Warfare” και “Sometimes a Great Nation” τα οποία συμπεριλαμβάνονταν φυσικά στο CD εκτός από την αμερικάνικη έκδοση του, όπου το δεύτερο (όπου παρεμπιπτόντως τραγουδάει ο Fondelius χωρίς να φαίνεται κάποια… διαφορά) θεωρήθηκε καλό να κοπεί λόγω στίχων!
Με τέτοια… παράσημα, γίνεται να μην τους αγαπήσεις;
Πόσο γούστο (δεν) είχαν εκείνες οι συζητήσεις τα παλιά τα χρόνια, γύρω από τις αλλαγές στην ηχητική κατεύθυνση ενός συγκροτήματος, τα «ξεπουλήματα», τις «προδοσίες» και τα λοιπά όμορφα; Αν, δε, η ηχητική μεταστροφή συνοδευόταν και από αλλαγή στο image της μπάντας, τότε το όλο σούσουρο ελάμβανε δυσθεώρητα απολαυστικές διαστάσεις, συνοδευόμενο συνήθως από ευφάνταστες κατάρες, συνεπεία της απογοήτευσης του -πρώην πλέον- οπαδού της μπάντας.
Ευτυχώς, με την πάροδο των ετών, τα πνεύματα ηρέμησαν, το επίπεδο ανεκτικότητας στις αλλαγές ανέβηκε κατά πολύ και φαίνεται να έγινε κατανοητό ότι στο τέλος της ημέρας τα συγκροτήματα λογοδοτούν αποκλειστικά στον εαυτό τους, όσον αφορά στο καλλιτεχνικό τους όραμα (ή και την εμπορικότητά τους). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η όποια κίνηση δεν επιδέχεται κριτική και «κατεβαίνουν όλα αμάσητα», ωστόσο, όλα θα πρέπει να γίνονται καλοπροαίρετα και μακριά από φανατισμούς και υποψίες. Και στο τέλος της ημέρας, δεν ξέρω πόσο μεγάλοι τιμητές της ηθικής και της true-ίλας (sic) μπορούμε να είμαστε ακόμα και για περιπτώσεις συγκροτημάτων που η εναλλαγή συνέβη (εκουσίως πιθανότατα, για εμπορικούς σκοπούς) σε περιόδους κυριαρχίας στις τάσεις συγκεκριμένου είδους και ταυτίστηκε (ο νέος ήχος) με αυτό (το δημοφιλές είδος). Κάπου δούλεψε, κάπου όχι. Αλλού γίνανε επιστροφές (στον «παλιό» ήχο), αλλού καταστροφές.
Ας πιάσουμε, λοιπόν, την περίπτωση των μεγάλων Whitesnake.
Η (πάλαι ποτέ) φωνάρα έχει ήδη τελειώσει, από πενταετίας, με την ιστορία των Deep Purple. Ωστόσο, έχει ήδη πάρει ως προίκα στην παρέα του τους παλιούς ομόσταυλους κ.κ. Lord και Paice, πλαισιωμένους από μία τριπλέτα, επίσης, εμβληματικών παικταράδων, ήτοι τους κ.κ. Marsden και Moody στις κιθάρες και τον Neil Murray στο μπάσο. Αν για κάτι έχει να το λέει ο Coverdale, είναι ότι έχει παίξει αποκλειστικά με παίκτες της μεγάλης κατηγορίας και σίγουρα δεν θα μπορούσε διαφορετικά, καθότι ο ίδιος είναι (ανεξαρτήτως των αποδόσεων των πρόσφατων ετών) μέσα στο κλειστό club των σπουδαιότερων rock φωνών όλων των εποχών.
Η παραπάνω παρέα αποτέλεσε -κατά τη γνώμη μου- μία από τις κλασσικότερες συνθέσεις μπαντών στην ιστορία του rock, η οποία θεωρώ ότι είναι κι ελαφρώς υποτιμημένη, δεδομένου του παραπάνω credit που φαίνεται να λαμβάνει η δεύτερη, «λουστραρισμένη» και υπερ-επιτυχημένη εμπορικά περίοδος των Whitesnake (βλ. παρακάτω).
Πίσω στο “Come an’ Get It” (εξαιρετικό, συμβολικό εξώφυλλο παρεμπιπτόντως). 4η κυκλοφορία του συγκροτήματος, η οποία δεν διαφοροποιείται δραματικά από τις προηγούμενες τρεις και αποτελεί αρχέτυπο του blues/hard rock. Πίσω από την κονσόλα κάθεται η «εγγύηση» του Martin Birch, ενώ οι συνθέσεις είναι μία και μία. Αναντίρρητα, υπάρχουν οι Purple αναφορές, αλλά διανθίζονται έξυπνα με αυτό το μοναδικό, sleazy και αλήτικο στοιχείο των Whitesnake, το οποίο επιτρέπει την ξεκάθαρη διάκριση και τους χαρίζει ταυτότητα. Έχω ακούσει/διαβάσει από ορισμένους μετά Χριστόν προφήτες να ισχυρίζονται ότι διακρίνουν ήδη στον εν λόγω δίσκο τα πρώτα ψήγματα του μετέπειτα ήχου του συγκροτήματος. Να με συμπαθάτε, αλλά, προσωπικά, δεν δύναμαι να ακούσω κάτι τέτοιο.
Τον αγαπώ πολύ αυτόν το δίσκο και γουστάρω πολύ την ποικιλία του. Από τραγούδι σε τραγούδι και νότα σε νότα το “Come an’ Get It” «ζέχνει» blues και hard rock από χιλιόμετρα, τοποθετημένο είτε σε κάποιο dive bar κάπου στις Η.Π.Α., είτε σε κάποια live σκηνή σ’ ένα στενοσόκακο του Λονδίνου. Θεωρώ μέχρι και αγενές το να κρίνω τεχνικά τις αποδόσεις όλων των μελών. Εδώ παραδίδονται μαθήματα από τους Καθηγητές του είδους, υπό τη μορφή απόλυτα εθιστικών και διαχρονικών τραγουδιών. Από το χορευτικά “Wine, Women an’ Song” και “Would I Lie to You”, έως τα αληταμπούρικα και άκρως προκλητικά “Come an’ Get It”, “Hot Stuff”, “Girl” και “Hit an’ Run” και το -πιο ‘70s πεθαίνεις- “Till the Day I Die”, ο δίσκος είναι απολαυστικός και ακούγεται με χαρακτηριστική άνεση (χαρακτηριστική, επίσης, και η ευκολία πατήματος του repeat). Προφανώς και υπάρχουν προσωπικές αδυναμίες και αυτές εντοπίζονται στα “Lonely Days, Lonely Nights” (λατρεία / μέγιστη blues κομματάρα, για τελειωμένες νύχτες στον πάγκο κάποιου bar), “Child of Babylon” (ομοίως με το προαναφερθέν) και το “Don’t Break My Heart Again” (μεγάλη μου μαλακία, το ξέρω, αλλά έχω υπερβεί πολλάκις τα όρια ταχύτητας, όταν παίζει το εν λόγω στο αυτοκίνητο / ανατριχίλα και καψούρα).
Δυστυχώς, μέσα στα επόμενα χρόνια η πεντάδα που πλαισιώνει τον Dave θα αρχίσει να «αποσυντίθεται» και ελέω και των συνθηκών της εποχής η τεράστια μουσική κληρονομιά (γενικά αποτελεί έγκλημα να αγνοείται η ’78-’82 περίοδος των Whitesnake) θα μπει στο «ράφι», ή ορθότερα στο hair salon για «ανανέωση»…
Τα φίδια έχουν εξαφανιστεί, ορισμένους τους έχουν ζώσει τα φίδια, αλλά η αλήθεια είναι πως η glam/larger-than-life περίοδος του συγκροτήματος ξεχειλίζει εξίσου από ποιότητα (και βάτες και περμανάντ).
Καλά τα bar και οι σκηνές, αλλά και οι αρένες έχουν άλλο (και πολύ) «μέλι».
Θα περίμενε κανείς να γράψουμε για το ομώνυμο/“1987” για να «πνιγούμε» στην πλατίνα (τόσο των πωλήσεων, όσο και του μαλλιού). Ωστόσο, επειδή έχω ιδιαίτερη αδυναμία (και) στο “Slip of the Tongue” (που ουσιαστικά «κλείνει» και την δεύτερη περίοδο), το οποίο μάλιστα θεωρώ και ολίγον παραγνωρισμένο, για να δούμε τι έχουμε να πούμε…
Και πάλι το team είναι top επιπέδου, με Tommy Aldridge στα τύμπανα και Rudy Sarzo στο μπάσο. Οι κιθάρες έχουν παιχτεί από τον τεράστιο Steve Vai, λόγω αδυναμίας ανταπόκρισης του Adrian Vandenberg (ο οποίος, ωστόσο, συνέθεσε μαζί με τον «Αρχηγό» το album), εξαιτίας τραυματισμού. Επίσης, οι guest συμμετοχές καταγράφονται πλουσιότατες (Airey, Hughes et al.), χωρίς, βέβαια, να υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα του τι μπήκε τελικά στον δίσκο και τι όχι.
Ξεκινώντας από τα εύκολα και διατηρώντας προτίμηση στην πρώτη περίοδο της μπάντας, βρίσκω την «ανανεωμένη», ‘89 εκδοχή του “Fool For Your Loving” ωραία μεν, παντελώς αχρείαστη δε (τουλάχιστον από καλλιτεχνικής άποψης). Πέραν αυτού, δεν θα με πείραζε καθόλου, αν δεν υπήρχε και το “Slow Poke Music”. Πάμε τώρα στην υπόλοιπη λακ…
Ας πούμε ότι δεν τρελαίνομαι ιδιαίτερα για το “The Deeper the Love” και για το “Kittens Got Claws” (λιγότερο αυτό / πιο πολύ μου προκαλεί αμηχανία ο τίτλος, οι στίχοι και τα νιαουρίσματα). Από εκεί και πέρα, όμως, ο δίσκος δεν έχει σταματημό, το κάθε κομμάτι είναι πιο κομματάρα από το άλλο και το over-the-top παίξιμο όλων των οργάνων (κυρίως της κιθάρας) ταιριάζει «γάντι» με την όλη φιλοσοφία/κατεύθυνση του δίσκου και προσωπικά δεν μ’ ενοχλεί καθόλου (αν κι έχει κατηγορηθεί ως υπερβολικά φαντεζί/flashy). Από το καταπληκτικό -ομώνυμο του δίσκου- εναρκτήριο κομμάτι, έως το σπουδαίο “Now You’re Gone” και το αρχοντικό “Judgment Day”, ο δίσκος «στάζει» ποιότητα και ’80s τεστοστερόνη, κατευθείαν βγαλμένη από την Sunset Strip. Κι εδώ υπάρχουν οι δεδομένες αγάπες, ήτοι τα “Cheap an’ Nasty” (μαγκιόρικος κομμάταρος, με τρελό groove), “Wings of the Storm” (ύμνος / άλλο ένα κομμάτι για να «σπάσει» κανείς τα όρια ταχύτητας) και “Sailing Ships” (δεν υπάρχουν λόγια / ένα από τα ομορφότερα τραγούδια που έγραψε ποτέ το συγκρότημα).
Κάπου εδώ απλά να πω πως το Sailing Ships είναι χωρίς δεύτερη σκέψη το αγαπημένο μου κομμάτι Whitesnake. Είναι βιωματικό το δέσιμο εν πολλοίς (πρώτος δίσκος Snake που άκουσα, κάτι ηλιοβασιλέματα καθώς επέστρεφα από Πάρο από τις πρώτες διακοπές μετά τις Πανελληνίες, διάφορα τέτοια), αλλά και σαν κομμάτι είναι άψογο από όπου και να το κοιτάξεις. Η κλιμάκωση είναι σεμιναριακή, η ερμηνεία του Coverdale σίγουρα η καλύτερη στην ύστερη/glam περίοδο της μπάντας (ε και μέσα στις 3-4 καλύτερες γενικά στην δισκογραφία τους) και το κερασάκι στην τούρτα, η λεπτομέρεια που κρίνει τον πρωταθλητή, είναι το απίστευτο σβήσιμο των κιθαρών μετά την κορύφωση και την κραυγή στο τέλος. Αριστούργημα από τα λίγα.
Αν θυμάμαι καλά ήτανε Νοέμβρης του μαρτυρικού δυό χιλιάδες και ο Σημίτης μας τάιζε μακέτες ανάπτυξη και καταστολή… Σε γραφικό μέρους τούτου του τόπου ένας καφενές μάζευε τσούρμο από μέταλλα πανκιά χιπ χοπάδες και παππούδια που αναστέναζαν: Κι εμείς ακούγαμε ροκ στα νιάτα μας αλλά δεν κάναμε έτσι. Σκάει μύτη ο ψηλός άρτι αφιχθέντας από τας Αθήνας, πιάνει τον καφετζή κ πασάρει το δισκάκι. Με το που μπαίνει -σφήνα στη θρυλική κασέτα λαιβ Γενιά Αγρίνιο, γεγονός που αρχικά προκάλεσε ολιγοδευτερόλεπτο αρμαγεδδών-, πάρτους όλους ομαδικώς τέζα. Για φραπέ πρωί πήγαμε μετά από 3-4 ακροάσεις στο ριπίτ η κάβα έφερνε έξτρα καφάσια μπίρες κ λιάρδα τα παιδάκια. Μπέρι(οχι ο Γουόλτερ ρε θείο) γιουρ ντεντ.-