Οι υποσχέσεις οφείλουν να τηρούνται.
Συνεπώς, σήμερα θα αναφερθούμε στο υπέροχο και κλασσικότερο των κλασσικών “Rumours” των Fleetwood Mac, το οποίο αποτελεί ταυτοχρόνως κι έναν από τους πιο ευπώλητους δίσκους όλων των εποχών. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος, συγκαταλέγεται στο top-10 των κυκλοφοριών με τις περισσότερες πωλήσεις, όλων των μουσικών ειδών συμπεριλαμβανομένων, με το νούμερό του να προσεγγίζει τα 40 εκ. παγκοσμίως. Διόλου τυχαία και καθόλα δίκαια, θα σχολίαζα.
Δεν είμαι και πολύ βέβαιος αναφορικά με το βαθμό εξοικείωσης του ελληνικού rock κοινού με την περίπτωση των Fleetwood Mac, επομένως, θα πρέπει να γίνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή της πορείας της Αμερικανο-Βρετανικής μπάντας, έως και την κυκλοφορία του υπό συζήτηση album.
Δύο είναι τα κρίσιμα νούμερα που οφείλουν να μπουν στην εξίσωση: 3 και 11.
Το 3 διότι, προσωπικά, θεωρώ πως το “Rumours” είναι το magnum opus της 3ης περιόδου της μπάντας (τουλάχιστον, βάσει της προσωπικής μου προσέγγισης της ιστορίας τους). Η πρώτη εκτείνεται από τη δημιουργία τους έως και την επεισοδιακή αποχώρηση του τεράστιου Peter Green. Τα λίγα, αλλά τόσο μεστά, αυτά έτη χρήζουν ενός “σεντονιού” από μόνα τους. Επίσης, αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει συνάφεια του πρώιμου, ψυχεδελικού και πειραματικού ήχου με τα μετέπειτα mainstream ηχοτοπία του συγκροτήματος (είναι οι ίδιοι που “προσκυνούν” ευλαβικά τα πρώτα album και προσεγγίζουν ελαφρώς καχύποπτα, ίσως και απαξιωτικά, την μετέπειτα παρακαταθήκη), ο γράφων διαφωνεί έντονα με τη συγκεκριμένη άποψη. Η δεύτερη κι επίσης λίαν ταραχώδης περίοδος του συγκροτήματος διαρκεί (πάντα βάσει της προσωπικής μου οπτικής) από τη φυγή (ή “απόδραση”, αν προτιμάτε) του Peter Green, έως και την προσθήκη του πλέον καταλυτικού διδύμου, εξ Η.Π.Α. ορμώμενου, ήτοι της Stevie Nicks και Lindsey Buckingham. Και πάλι κρίνεται περιττό να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες για αυτήν την περίοδο, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την ύπαρξη δύο (!) Fleetwood Mac, αγωγές κι εν γένει ένα επισφαλές μέλλον, όσον αφορά την ίδια την ύπαρξη της μπάντας (της αυθεντικής).
Το 11, από την άλλη, γιατί το “Rumours” είναι, όσο απίθανο κι αν φαντάζει αυτό, η ενδέκατη (!) studio κυκλοφορία των Fleetwood Mac. Αυτή και αν είναι ισχυρότατη υποψηφιότητα για τον τίτλο του πρωταθλητή στο “Late Bloomers” topic του φίλτατου @RiderToUtopia.
Πριν το “Rumours”, το κλασσικό, πενταμελές line-up έχει ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο album της σύμπραξής του, το υπερ-επιτυχημένο και πανάξιο ομώνυμο (“Fleetwood Mac”). Εν μέσω τεράστιας επιτυχίας, του πέρατος εξαντλητικών περιοδειών, δύο χωρισμών ζευγαριών εντός της μπάντας (McVie’s και Buckingham-Nicks), περιπτώσεων μοιχείας (σύζυγος Fleetwood), διάφορων ευτράπελων και φαντασιακών ιστοριών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, πολλών ναρκωτικών, ασταθών ψυχολογιών κι εν γένει μίας φρενήρους κι εντελώς “τρελαμένης” ατμόσφαιρας ηχογραφείται και -με τη συμπλήρωση δέκα ετών από την ίδρυση του συγκροτήματος- κυκλοφορεί το παρόν αριστούργημα, ένα αιώνιο μνημείο της rock μουσικής. Αλλοτινές εποχές, άλλες πηγές έμπνευσης…
Ναι… Δεν αντιλέγω. Στο “Rumours” οι ρυθμοί πέφτουν αισθητά και η pop (φρονώ ότι κατανοούμε όλοι τη χρήση του όρου) προσέγγιση αποκτά κυρίαρχο ρόλο. Ωστόσο, αυτό το γεγονός, που αναμενόμενα επιτρέπει στο συγκρότημα να “διεισδύσει” σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό, ουδόλως αφαιρεί την ικανότητά μας να εντοπίσουμε πλείστα όσα folk (κυρίως) στοιχεία, πειραματισμούς (η σύνδεση με παρελθόν που αναφέρεται παραπάνω) και hard, φρενήρη μέρη, τα οποία προσφέρουν στο δίσκο μία εξαιρετικά εθιστική και θελκτική ποικιλομορφία. Και αυτό δεν φαντάζει καθόλου περίεργο, δεδομένου ότι το συγκρότημα έχει στην τάξη της 3 εκπληκτικούς συνθέτες κι ερμηνευτές (Buckingham, C. McVie και Nicks), καθένας εκ των οποίων με το δικό του διακριτό στυλ και με την ένωσή τους (όλων ή μέρους αυτών) να παράγει απόλυτα αρμονικά αποτελέσματα. Πραγματικά, οι συνθέσεις, οι ερμηνείες και οι μελωδίες του “Rumours” αποτελούν την επιτομή του είδους.
Μετατρέποντάς το σε λίγο πιο γεωγραφικό/“κοινωνικό”/“γεωπονικό” ζήτημα, το “Rumours” προέρχεται από τις ρίζες του βρετανικού rock ήχου, έχοντας, όμως, δεχτεί ένα ξεκάθαρο “μπόλιασμα” από το folk, αμερικάνικο στοιχείο, το οποίο βαστάει ξεκάθαρα το λάβαρο. Στα αυτιά μου, η δημογραφική ευρύτητα του “Rumours” δύναται α) να συγκινήσει το ίδιο έναν οπαδό των blues, ανεξαρτήτως σε ποια όχθη του Ατλαντικού κατοικοεδρεύει, και β) να ακουστεί με την ίδια ευκολία και απόλαυση είτε σ’ ένα redneck, dive-bar κάπου στην Alabama, με μία Miller lite ανά χείρας, είτε σε μία πικετοφορία στην California, από κάποιον μουσάτο, με τζιν-“καμπάνα”, εμπριμέ πουκάμισο κι ένα joint ανά χείρας. Και για να μην παρεξηγούμαστε και γίνουν τίποτα περίεργες παρερμηνείες, η μπάντα κατά 99,9% θα επέλεγε την παρουσία της στη δεύτερη, προαναφερθείσα μάζωξη, καθώς η κλασσική πεντάδα επανενώθηκε το 1993, για να παίξει στην πανηγυρική εκδήλωση για την ορκωμοσία του Bill Clinton, ενόψει της πρώτης Προεδρικής του θητείας.
Πολλά είπαμε, όμως, για τα παρελκόμενα. Ας δούμε και λίγο τα αμιγώς μουσικά.
Ο δίσκος “ανοίγει” με το up-tempo “Second Hand News”, σύνθεση του Buckingham, το feeling του οποίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στιχουργική του θεματολογία (ήτοι το χωρισμό με την Nicks και τις μετέπειτα προσπάθειές του για εύρεση καταφυγίου σε άλλες αγκαλιές). Απλό, πολύ ρυθμικό και όμορφο εναρκτήριο, με ξεχωριστή ερμηνεία του Lindsey και πανέμορφα δεύτερα φωνητικά από τις κυρίες του συγκροτήματος.
Ότι το “Dreams”, που ακολουθεί, παραλίγο να μη γίνει αποδεκτό από τους υπολοίπους στην μπάντα, όταν τους παρουσιάστηκε από την Nicks; Θα ήθελα να δω την αντίδραση κάθε Fleetwood Mac φίλου σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Από τα πασίγνωστα τραγούδια τους, “σχολή” από μόνο του, με την χαρακτηριστική, “ζεστή” ερμηνεία της Nicks. Feel-good τραγούδι (όσο οξύμωρο ακούγεται αυτό, αφού και πάλι η στιχουργία αφορά την ισορροπία των τεταμένων προσωπικών σχέσεων των μελών και της ανάγκης για επαγγελματική σύμπραξη), κατάλληλο για hang-over καταστάσεις ή ταξίδια με το αμάξι.
Τι ωραίο τραγούδι αυτό το “Never Going Back Again” (σε εμένα θυμίζει κάτι υπερβολικά δύσκολες ασκήσεις μελωδίας και παιξίματος με τα δάκτυλα στην κιθάρα, τις οποίες, όταν τις καταφέρνεις, είναι δεδομένο πλέον ότι έχεις ανέβει επίπεδο); O Buckingham και η ακουστική του, η χαρακτηριστική φωνάρα του με την ολίγον “βλάχικη” προφορά κι εγένετο ομορφιά. Κάπου εδώ να πούμε ότι ο προαναφερόμενος είναι ένας από τους πιο υποτιμημένους κιθαρίστες της rock. Μιλάμε για τρομερό παίκτη. Οι κακεντρεχείς κατά κάποιους, ή (ορθότερα κατ’ εμέ) ειλικρινείς κατ’ άλλους, λένε ότι αυτό είναι τόσο πασιφανές που χρειάστηκαν δύο κιθαρίστες για την αντικατάστασή του, όταν (ξανα)αποχώρησε από την μπάντα το 2018.
Το “Don’t Stop” είναι τόσο διάσημο κι έχει τόση δυναμική που έχει καταφέρει να εκλέξει Πρόεδρο των Η.Π.Α. Αποτέλεσε το τραγούδι της Προεδρικής καμπάνιας του Bill Clinton, η οποία τελεσφόρησε με την εκλογή του κι εορτάστηκε όπως περιγράφηκε ανωτέρω, αναφορικά και με την εμπλοκή της μπάντας. Από τα πιο mainstream κι “εύκολα” κομμάτια τους, διόλου τυχαίο που συγκαταλέγεται και στα πιο γνωστά τους.
Το “Go Your Own Way” είναι πιθανόν το πιο “fuck-off” και “η εκδίκηση των ανδρών” τραγούδι που γράφτηκε ποτέ. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό τραγούδι χωρισμού από τη μεριά του άνδρα, το οποίο μάλιστα η τέως σύντροφος ήταν αναγκασμένη να τραγουδάει κάθε βράδυ, καθότι το συγκεκριμένο κομμάτι αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της μπάντας. Και γαμώ τις οξύμωρες καταστάσεις. Πραγματικά απορώ πώς το έφερνε εις πέρας η Nicks όλο αυτό, έχοντας στο πλάι της τον πρώην σύντροφο να ερμηνεύει σαν μαινόμενος ταύρος. Απίστευτη κομματάρα, με οργιώδη lead από τον Buckingham, τυπική της θυελλώδους και once in a lifetime σχέσης των δύο Αμερικανών.
Μετά τη “θύελλα”, λοιπόν, έρχεται η ηρεμία. Η μοναδική Christine McVie μάς προσφέρει το αισθαντικό “Songbird”, επιτρέποντας στα δάκρυα να ανέβουν αβίαστα στα μάτια. Πανέμορφο τραγούδι κι αψεγάδιαστη -όπως πάντα- ερμηνεία από την κυρία.
Λοιπόν, τα πράγματα είναι απλά. Το “The Chain” είναι ένα από τα 3 πιο αγαπημένα μου rock κομμάτια των '70s (τα άλλα δύο είναι το “Astronomy” και το “Bad Company”). Σύνθεση όλων των μελών της μπάντας, το “The Chain” επιτρέπει στον καθένα και στην καθεμία να “λάμψει” ξεχωριστά (“ανταλλαγή” φωνητικών, μπασογραμμή-“γέφυρα”, μνημειώδης κιθαριστική εισαγωγή και παραληρηματικό lead-outro, τρομερά τύμπανα), ενώ, ταυτοχρόνως, το συνολικό αποτέλεσμα ακούγεται απίστευτα συνεκτικό και ομοιογενές. Ορόσημο του συγκροτήματος, το οποίο έχει προσφέρει και μία από τις πιο έντονες και δυναμικές live ερμηνείες τους (παρατηρήστε την “ηλεκτρισμένη” ανταλλαγή βλεμμάτων μεταξύ Stevie και Lindsey, όσο και το ημίτρελο βλέμμα του Mick). Για των γραφομένων το αληθές:
Η Christine το χαβά της. Άλλη μία απίστευτη τραγουδάρα από μεριάς της, το απολαυστικό και groovy “You Make Loving Fun”, το οποίο εκεί που ακούγεται πολύ soft και pop (γεγονός που δεν μας χαλάει καθόλου), σε εκπλήσσει με μικρά guitar lead, όσο και με την τρελά funky μπασιά του, αμφότερα εκ των οποίων προσφέρουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
To “Ι Don’t Wanna Know” είναι το λιγότερο αγαπημένο μου, παραμένοντας ωστόσο δεκάρι. Country-feeling κομμάτι, με ματζόρε διάθεση, το οποίο προέρχεται από την εποχή που η Nicks και ο Buckingham εμφανίζονταν ως ντουέτο, πριν, δηλαδή, ενταχθούν στους Fleetwood Mac.
Ανατριχίλα σκέτη το “Oh Daddy”. Φοβερή σύνθεση, γεμάτη λεπτομέρειες και πάρα πολύ όμορφη ερμηνεία της McVie. Ο Buckingham “ζωγραφίζει” για μία ακόμη φορά στην κιθάρα. Απίστευτα υποτιμημένο κομμάτι, η εκ νέου ακρόαση του οποίου οδήγησε στη συγγραφή του παρόντος κειμένου (βλ. εισαγωγική φράση).
Το “αερικό” κλείνει τον δίσκο με το -επίσης- υπέροχο “Gold Dust Woman”. Από τις καλύτερες ερμηνείες της Nicks μακράν. Πάντα το φανταζόμουν να ερμηνεύεται κάπου σε κάποια έρημο των Η.Π.Α., με τη Nicks να “ίπταται” και την ατμόσφαιρα να θυμίζει μετα-αποκαλυπτικό πάρτυ. Λόγω του συγκεκριμένου τραγουδιού κατέταξα την Nicks στο πλάι της Grace Slick.
Σαν να μην είπαμε και λίγα λόγια τελικά.