..Με λίγα λόγια

Dream Theater - Octavarium (2005)

Σιγουρα δεν ειμαι ο μονος σε αυτο το φορουμ (και γενικοτερα) που νιωθει πως η φλογα για την μουσικη των Dream Theater εχει αρχισει να ζεσταινει την καρδουλα μου ξανα, με την ελπιδα πως σε λιγους μηνες θα την τσουρουφλιζει. Με αφορμη την προσφατη επιστροφη του Mike Portnoy στην μπαντα, τις επερχομενες εξαναγκαστικα επετειακες συναυλιες της μπαντας σε ολον τον κοσμο (δηλαδη Ευρωπη, Αμερικη αντε και κανα 2-3 χωρες σε Ασια και Ωκεανια), και τον 16ο δισκο της μπαντας που θα κυκλοφορησει καποια στιγμη μεχρι τον Οκτωβριο το αργοτερο, ειπα να γραψω λιγα λογια για καποιες απο τις δισκογραφικες δουλειες των Dream Theater, ξεκινωντας με ενα απο τα αγαπημενα μου.

Οι Dream Theater εχουν κυκλοφορησει 15 δισκους, και αρα τo Octavarium ως 8ο, τοποθετειται ακριβως στην μεση της δισκογραφιας τους. Ειναι ο 4ος δισκος με τον Jordan Rudess στα πληκτρα, ο οποιος με αυτον τον δισκο ξεπερασε τον Kevin Moore σε κυκλοφοριες με τους Dream Theater, και δεν κοιταξε ποτε πισω.

Στο Octavarium οι Petrucci και Portnoy, που αποτελουσαν παντοτε τους κυριους υπευθυνους για την συλληψη ολων των ιδεων της μπαντας, μουσικων και μη, αποφασισαν να ασχοληθουν θεματικα με τον αριθμο 8, και τον σημαντικο ρολο που εχει στην μουσικη. Το αποτελεσμα ηταν ενας δισκος με 8 τραγουδια, που εχει στο εξωφυλλο 8 μεταλλικες σφαιρες, εναν λαβυρινθο στο βιβλιαρακι σε οκταγωνικο σχημα, χταποδια, αραχνες, και ουτω καθ’εξης. Η αριθμολαγνεια σε αυτον τον δισκο λειτουργει θετικα για το συνολικο αποτελεσμα, αφου εδωσε την αισθηση πως η μπαντα γενικα ψαχνεται ακομα, θελει να δημιουργησει κατι διαφορετικο, και εχει ορεξη να ασχοληθει με την βαρυτητα μιας νεας κυκλοφοριας. Αυτος ο δισκος παντοτε μου εδινε την εντυπωση πως ηταν ο τελευταιος δισκος της μπαντας πριν αυτη πεσει σε καποια μορφη τελματος δημιουργικα, κατι που αποδειχθηκε απο την χλιαρη αποδοχη που ειχαν οι δυο επομενοι δισκοι (προσωπικα τους λατρευω) και εν τελει απο τον εκνευρισμο και την φυγη του Portnoy λιγα χρονια αργοτερα.

Ας παμε ομως στο ζουμι. Πολλοι μπορει να διαφωνουν με αυτο, αλλα για μενα το Octavarium ειναι ο καλυτερος δισκος των Dream Theater απο οσους δεν κυκλοφορησαν στα 90ς. Η εμφαση σε πιο απλες δομες και πιο φυσιολογικες διαρκειες τραγουδιων εχει λειτουργησει καθε φορα που το δοκιμασαν υπερ τους, και οταν το songwriting ειναι σε τοσο υψηλο επιπεδο τοτε το αποτελεσμα μονο θετικο μπορει να ειναι.

2bP4pJr4wVimqCWjYimXJe2cnCgnJeC5bjYR66NqMsL

Ο δισκος ξεκιναει με το The Root Of All Evil , που αποτελει το τριτο και μεσαιο (αλλα οχι μακρυτερο, ισα ισα που ειναι το κοντυτερο) μερος του Twelve Step Suite, δηλαδη του πιο προσωπικου και ισως μεγαλυτερου project που εχει αναλαβει ποτε ο Portnoy, και διηρκεσε σχεδον μια δεκαετια, ξεκινωντας απο το Glass Prison στο Six Degrees Of Inner Turbulence. Οπως και στους δυο προηγουμενους δισκους, ο δισκος ξεκιναει με την ιδια νοτα με την οποια εκλεισε ο προηγουμενος, με το Octavarium να κλεινει αυτον τον κυκλο. Το The Root Of All Evil το λατρευω, καθως βρισκω στον ρυθμο του, στην συνδεση του με το This Dying Soul, στις μελωδιες, στο σολο του, και κυριως στο ρεφρεν του, την πεμπτουσια των Dream Theater. Δηλαδη ενα πολυπλοκο μιγμα απο τεχνικα αρτια και πολυπλοκη μουσικη, πιασαρικα σημεια, ζεστο ηχο και πανεξυπνες αλλαγες. Η εισαγωγη δημιουργει τελεια ατμοσφαιρα, το βασικο ριφφ χτιζεται σιγα σιγα, και τα τυμπανα του Portnoy ειναι η πιο ιδανικη ιαχη για τον πολεμο που θα ακολουθησει. Ολοι μας ζουμε για αυτες τις επιθυμιες και λαχταρες που μας καινε μεσα μας, και δεν υπαρχει καλυτερος τροπος να εκφρασει κανεις αυτην την λαχταρα απο οτι στο ρεφρεν του εναρκτηριου κομματιου.

Σε μια αρκετα ενδιαφερουσα επιλογη που προκαλει εκπληξη, οι Dream Theater χωνουν το κλασικο “πιανο και φωνη με ολιγον τι απο τα υπολοιπα” τραγουδι τους στην θεση νουμερο 2 για τον δισκο, με τον τιτλο The Answer Lies Within. Γνωριζοντας οτι υπαρχουν αρκετοι που εχουν αλλεργια σε αυτες τις στιγμες των DT, δε μπορω παρα να απορησω καθως για μενα αυτες οι στιγμες ειναι συνηθως μερικες απο τις καλυτερες τους. Εδω βρισκουμε και την πρωτη φορα που η μπαντα συνεργαζεται με συμφωνικη ορχηστρα, με μαεστρο τον Jamshied Sharifi, ο οποιος φοιτησε στο Berklee College Of Music την ιδια περιοδο με τους John Muyng, John Petrucci, Kevin Moore και Mike Portnoy. Περισσοτερα για αυτο προς το τελος… προς το παρον, :notes: Don’t Let a Dagobahhh :notes:

Περναμε στο These Walls. Δεν εχω πολλα λογια για αυτο το τραγουδι. Σε εναν ιδανικο κοσμο, το These Walls παιζει στο MTV τρακοσες φορες την ημερα, ολα τα 14χρονα κοριτσακια τραγουδανε απεξω καθε στιχο αυτου του τραγουδιου αντι να πωρωνονται με Taylor Swift, οι Dream Theater εχουν παρει Grammy απο το 2005, και το ρεφρεν χρησιμοποιειται σε καθε τρεηλερ για μπλοκμπαστερ του Χολιγουντ στην σκηνη που ο ηρωας φαινομενικα αυτοθυσιαζεται για την σωτηρια του ανθρωπινου γενους. Υπαρχει καλυτερος ηχος κιθαρας απο οτι στο ριφφ του These Walls? Οχι βεβαια, ρητορικο ηταν το ερωτημα. Μεχρι και τα πληκτρα του Jordan ειναι τελεια σε αυτο το τραγουδι. Και τι φανταστικο outro ειναι αυτο γαμω τον γαλαξια μου.

Ακολουθει ο χτυπος της καρδιας που αποτελει την ψευτικη νοτα A♯/B♭ στην οκταβα, και περναμε στην διασκευη στους U2, ακομα μια περιεργη επιλογη για τοσο περιοπτη θεση σε δισκο, ποσο μαλλον μιας και δεν ειναι στο τελος οπως ειθισται. Α οχι ωπα σορρυ, μπερδευτηκα, βλεπω στα booklet notes οτι το τραγουδι το εχει γραψει ο Petrucci. Περιεργο, θα ορκιζομουν οτι εχω ακουσει αυτο το τραγουδι σε δισκο των U2 γυρω στις 20 φορες. Λοιπον, περα απο την πλακα, οποιος κραζει το ποσο εμπορικο και πιασαρικο ειναι το I Walk Beside You μπορει καλλιστα να πατησει ενα skip και να αφησει εμας τους υπολοιπους να το τραγουδησουμε απεξω κι ανακατωτα, γνωριζοντας καθε στιχο και καθε νοτα. Πανεμορφο, θαλπωρενιο, νοσταλγικο και αισιοδοξο τραγουδι, που θυμιζει ξεκαθαρα στο υφος τα b-sides της δισκαρας Falling Into Infinity, και συγκεκριμενα τα Where Are You Now? και The Way It Used To Be. Σε εναν ιδανικο κοσμο, θα ειχαμε κανει την εισοδο στο παρτι του γαμου με την νυφη με αυτο το τραγουδι περυσι, αλλα τι να γινει, δεν μπορουμε να τα εχουμε ολα.

Καπου εδω περναμε στα πολυ σοβαρα. Για το Panic Attack αρκει να γραψω μονο ενα πραγμα. Ειναι το τραγουδι των Dream Theater με τον δευτερο (!!) υψηλοτερο αριθμο ακροασεων στο Spotify, με πανω απο 39 εκατομμυρια αυτην την στιγμη, πισω μονο απο το Pull Me Under φυσικα. Ενας λογος για αυτο ειναι σιγουρα πως το τραγουδι συμπεριλαμβανεται στο Rock Band 2. Ο πιο βασικος λογος ομως ειναι πως το τραγουδι ειναι 436 δευτερολεπτα ασταματητης και ατελειωτης καυλας. Ριφφαρες, σολαρες, ρεφρεναρες, εναλλαγαρες και ολα τα αλλα σε -αρες.

Πως ακολουθεις εναν 7λεπτο οργασμο μετα απο τοσο πωρωτικη τελειοτητα? Καταρχας, μαζευεις τα σαγονια σου απο το πατωμα, μετα πας και πινεις ενα ποτηρι νερο, κι οσο το κανεις αυτο, οι Dream Theater σου δινουν ευκαιρια για διαλειμμα με τα περιπου 57 δευτερολεπτα της ψευτικης νοτας C♯/D♭ στην οκταβα, στα οποια παιρνουμε μια ατμοσφαιρικη εισαγωγη με synths απο τον Jordan, που μας οδηγει στο επομενο τραγουδι. Κι αφου λοιπον παρεις την ανασα που χρειαζεται, ακολουθουν ΑΚΟΜΑ 7 ΛΕΠΤΑ ΟΡΓΑΣΜΟΥ με το Never Enough, το οποιο ειναι ισως το αγαπημενο μου τραγουδι στον δισκο. Ενα απο τα παρα πολλα καλα που εχουν δωσει οι Muse στην παγκοσμια μουσικη, ειναι οτι επηρεασαν μεχρι και μπαντες πολυ παλαιοτερες απο αυτους. Το Never Enough ειναι η απαντηση στην ερωτηση “τι τραγουδι θα εγραφε ο Matthew Bellamy αν τον επαιρνες στους Dream Theater?” . Μια τοσο φοβερη ερωτηση εχει φυσικα και φοβερη απαντηση. Περαν του λυρισμου που εχουν χωσει ο Petrucci και ο Rudess κυριως στο τραγουδι και στα διαφορε κουπλε, pre-chorus και ρεφρεν, εχουμε και μια δισολια που τσακιζει ακομα και την ψυχη του Christian Bale στο Equilibrium. Η δισολια απο μονη της βασικα θα αρκουσε για να βαφτισουμε αυτο ως το καλυτερο τραγουδι του δισκου. @nnnkkk κανε μια χαρη στον εαυτο σου και ακου αυτο το τραγουδι, αν δεν το εχεις ακουσει ηδη.

Μετα το διπλο χτυπημα των προηγουμενων δυο τραγουδιων, μια ακομα ψευτικη νοτα (η τελευταια, D♯/E♭) , εκφραζεται με προσευχες και μοιρολογια σε ακαθοριστη γλωσσα, που προιδεαζουν την ομορφια με τιτλο Sacrificed Sons. Η δευτερη συνθεση στην οποια εχει παιξει μεγαλο ρολο η συμφωνικη ορχηστρα του Jamshied Sharifi, ειναι μια που εχει πολυ ιδιαιτερο χαρακτηρα στιχουργικα. Δυο δισκους και 4 χρονια αργοτερα, οι Dream Theater ως Νεουορκεζοι που ειναι αποφασισαν να αποδωσουν φορο τιμης στα περιπου 3000 θυματα της 11ης Σεπτεμβριου 2001 με αυτο το τραγουδι. Οι στιχοι ανηκουν στον Τζιμη τον Λαμπρι, και αν και φαινομενικα δινουν μια απλοικη προσεγγιση στον θρησκευτικο χαρακτηρα της τρομοκρατικης εκεινης επιθεσης, προς το τελος μετατρεπονται σε μια εξυπνη και μασκαρεμενη κριτικη προς την θρησκοληψια και προς τις φιλοσοφικες προεκτασεις μιας τετοιας επιθεσης, οσον αφορα την ανθρωποτητα και τι σημαινουν τετοια γεγονοτα για αυτην. Μουσικα το Sacrificed Sons ειναι απλα υπεροχο, και το πρωτο στον δισκο που μας θυμιζει ποσες εναλλαγες μπορουν να χωσουν οι Dream Theater σε ενα τραγουδι σχεδον 11 λεπτων και να μας κανουν να νιωσουμε πως εχουν περασει μολις 3-4 λεπτα. Τα μελωδικα και ατμοσφαιρικα σημεια κυριως στο πρωτο μισο του τραγουδιου ειναι πανεμορφα, τα βαρια και groovy σημεια ειναι πωρωτικα, και η ορχηστρα προσθετει παρα πολυ στο ηχητικο αποτελεσμα.

Και ολοκληρωνουμε με το ομωνυμο magnum opus του δισκου, το οποιο εχει την διολου ευκαταφρονητη διαρκεια των 24 λεπτων και 00 δευτερολεπτων. Η διαρκεια δεν ειναι τυχαια φυσικα, και παιζει κι αυτη με το θεμα του 8 και των πολλαπλασιων του. Για το Octavarium, οπως αλλωστε και για καθε τεραστιο τραγουδι των Dream Theater, θα μπορουσε να γραφτει ξεχωριστη αναρτηση με μπολικες σελιδες. Θα αρκεστω σε μια πολυ συντομη περιγραφη, αφου για κατι τετοια τραγουδια το καλυτερο που μπορει να κανει κανεις ειναι να αγνοησει ολα οσα γραφω και απλα να βαλει να ακουσει το αναθεματισμενο ασμα κανα 2-3 φορες σερι για να το εκτιμησει πληρως.

Στα πρωτα 8 λεπτα του τραγουδιου (I. Someone Like Him) ο Rudess μας παιρνει τα μυαλα με μια φαντασμαγορικη εισαγωγη α λα Pink Floyd, την οποια εχει ηχογραφησει με την χρηση κιθαρας ποδιάς και συνεχους δαχτυλοπλατφορμας. Ναι, αυτα ειναι ελευθερες μεταφρασεις για αυτο εδω και αυτο εδω αντιστοιχα. Στα επομενα 4 λεπτα εχουμε ενα κλασικο σημειο Dream Theater με μια ρετρο μπασογραμμη απο τον Muyng (II. Medicate - Awakening), ενω στην συνεχεια τα ριφφακια χτιζουν σιγα σιγα προς πιο επιθετικες και βαριες φορμες (ΙΙΙ. Full Circle) μεχρι να οδηγηθουμε σε ενα κλασικο prog κιθαροπληκτροψωλαρισμα © στο οποιο δινουν ολοι οτι εχουν (IV. Intervals), και που ειχε λειψει ελαφρως απο τα πρωτα 7 τραγουδια, αλλα οχι και παρα πολυ.

Καποια απο αυτα τα σημεια τωρα που τα ακουω, θυμιζουν πολυ εντονα αυτα που εγραφαν οι Dream Theater στο Awake και στο Change Of Seasons, κι αυτο με κανει να χαμογελαω. Καπου στα 3 λεπτα πριν το τελος μπαινει ξανα ο Τζιμης ο Λαμπρης στην εικονα και εκτροχιαζεται σιγα σιγα ολο και περισσοτερο μεχρι να φτασει στο σημειο να φωναζει οργισμενος (και με black metal δευτερα φωνητικα ηχογραφημενα σε ξεχωριστο καναλι) “trapped INSIDE, this OCTA VA RIUM” 4 φορες, πριν οδηγηθουμε προς την Λυτρωση (απο το μαρτυριο για καποιους που δεν αντεχουν τους Dream Theater) στα τελευταια λεπτα (V. Razor’s Edge). We move in circles λοιπον, κι ετσι ενας δισκος που στα βαθια του επιπεδα μιλαει για τον κυκλο της ζωης, την ενδοσκοπηση και την επιστροφη σε γνωριμες και αγαπημενες καταστασεις, καταληγει να ειναι το τελος του κυκλου των Dream Theater με την Atlantic Records, το τελος του κυκλου των πρωτοτυπων και καινοτομων δισκων, και η αρχη του τελους για τον Portnoy στην μπαντα, ο οποιος ομως θα κλεισει τελικα τον κυκλο του εχοντας επιστρεψει στην Πηγη πλεον. Το Octavarium κλεινει τελικα με τις τελευταιες του νοτες να αποτελουν επαναληψη της αρχης του δισκου, αφου ειναι ιδιες με τις πρωτες νοτες του The Root Of All Evil.

1111

Συνολικα ο 8ος δισκος των Dream Theater ειναι ενα μικρο αριστουργημα που λατρεψα απο την πρωτη στιγμη, και που εχει “γερασει” ακομα καλυτερα, αφου ειναι αυτος της μπαντας απο τα 2000ς στον οποιον επιστρεφω πολυ πιο συχνα απο οτι οποιοσδηποτε αλλος, με τεραστια διαφορα. Να αναφερω καπου εδω οτι το αποπανω γραφημα δειχνει πως καθε τραγουδι εχει γραφτει σε διαφορετικη νοτα, ενω τα μικρα ιντερλουδια (που στο CD ηταν με αρνητικες διαρκειες πριν το ξεκινημα του επομενου τραγουδιου) συμβολιζουν τα μαυρα πληκτρα στο πιανο, οπως φαινεται ξεκαθαρα. Για κατι τετοια μικρα τσαλιμακια αγαπαμε τους Dream Theater ακομα παραπανω.

Καπου εδω κλεινω κι εγω τον κυκλο για αυτον τον δισκο και θα επιστρεψω με τον επομενο οταν εχω καποιον ειρμο στην σκεψη μου, ισως σε κανα μετρό στον γυρισμο απο την δουλεια… Cheers.

22 Likes

Sepultura “Schizophrenia” (1987)
images

Είπαμε: το παιχνίδι του anhydriis, ακόμη και κατόπιν εορτής, μας βοηθά ν’ αναθεωρούμε τις απόψεις μας για δίσκους που πιθανώς αδικήσαμε. Ένας τέτοιος, για ‘μένα, είναι και το “Schizophrenia” των Sepultura.

Για κάποιον περίεργο λόγο, πάντα έβαζα την αφετηρία του έρωτά μου με τους Βραζιλιάνους στο “Beneath the remains”. Δεν ξέρω τι διάολο έφταιξε και τόσα χρόνια είχα ταυτίσει το “Schizophrenia” με τον πρωτόλειο ήχο του “Morbid visions” που, προσωπικά, ακόμα και τώρα μού φαίνεται εντελώς μα εντελώς αδιάφορος. Ίσως έφταιξε το, ΟΚ, καταφανώς σοκαριστικό επίτευγμα του “Beneath the remains”, παρ’ όλα αυτά πρέπει να ομολογήσω ότι η κατεύθυνση του “Schizophrenia” όχι μόνο είναι πιο κοντά σ’ αυτό παρά στον προκάτοχό του, μα προεικονίζει σε μεγάλο βαθμό τις κλασικές Seps-πατέντες που εξέλιξαν στα επόμενα albums: οι χαρακτηριστικές ρυθμικές αλλαγές, το αδιανόητο drumming του Igor, το κλασικό riffing, οι ακουστικοί, μελωδικοί πειραματισμοί, ακόμα και το groove βρίσκεται εδώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια riffs, αλλά και φωνητικές γραμμές, χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια στα επόμενα δύο albums, καθιστώντας ίσως αυτό το album (και όχι το “Beneath the remains”) ως τον ακρογωνιαίο λίθο του ήχου τους. Τι διάολο δεν αντιλαμβανόμουνα τόσα χρόνια;

Υ.Γ. Θα ορκιζόμουν ότι αυτή η αλλαγή από το “Morbid visions” στο “Schizophrenia” οφείλεται στην είσοδο του Kisser στο σχήμα. Παρ’ όλα αυτά, κάπου πήρε το μάτι ότι το 90% του δίσκου γράφτηκε από τον προηγούμενο κιθαρίστα. Ενδιαφέρον αν αληθεύει.

Υ.Γ.2 Υπάρχει πιο πορωτικό πράγμα από τον ήχο των toms του Igor σ’ αυτό τον δίσκο; Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αλλά βγάζουν έναν πολύ ιδιαίτερο και «πρωτόγονο» ήχο που είναι πολύ χαρακτηριστικός.

15 Likes

Καρδούλα και το βράδυ μόλις επιστρέψω θα το διαβάσω

1 Like

LST-LKM-FLN

Το είχα “υποσχεθεί” στον εαυτό μου ότι η άνοιξη θα ήταν η εποχή του “False Lankum” οπότε με το cd-άκι παρέα αρχικά να πω ότι μίνι-έκπληξη η επιλογή Gustave Dore αλλά πολύ την εκτίμησα.

Επίσης αν και με ψιλοχάλασε που δεν έχει στίχους, πρέπει να πω ότι μου άρεσαν οι ιστορίες του πως έμαθαν/επέλεξαν το κάθε κόμματι ή πιο σωστά την εκδοχή (ως ταξίδι της λαϊκής παράδοσης μέσα στον χρόνο) πάνω στην οποία βάσισαν τη δική τους οπτική. Ειδικά αυτή του “Lord Abore and Mary Flynn” με το πικρό τέλος ήταν υπέροχη.

Τέλος είναι απολαυστική μέσα στα 72 του λεπτά (ενίοτε μου φαίνονται πολλά, το ομολογώ) του πώς έχει ταξιδέψει (και μεταλλαχθεί) αυτή η μουσική, προφανώς μαζί με τους ανθρώπους που μετανάστευσαν, σε εντελώς διαφορετικά σημεία του πλανήτη, το “Newcastle” π.χ. δεν απέχει και πολύ από πρώιμους SIMON&GARFUNKEL, το “Clear Away in the Morning” Μου φέρνει στο μυαλό PINK MOUNTAINTOPS ενώ τα σκοτάδια του “Go Dig My Grave” τους DOOMED BIRD OF PROVIDENCE του Mark Kluzek, έμπνευση του οποίου ήταν η αυστραλιανή εκδοχή του κέλτικου ήχου.

4 Likes

Dream Theater - Train Of Thought (2003)

Ενα βημα λιγο πιο πισω στον χρονο, και σημερα αποδιδουμε τα ευσημα στον 7ο δισκο των Dream Theater, ο οποιος διαφημιστηκε ως ο πιο βαρυς και σκληρος που εχουν κυκλοφορησει. Δεν ειμαι απολυτα πεπεισμενος για αυτην την δηλωση, καθως καθε δισκος της μπαντας εχει μελωδικες στιγμες παντου και σε καθε τραγουδι, αλλα μπορουμε σιγουρα να συμφωνησουμε οτι ειναι ενας απο τους πιο επιθετικους που εχει δει το φως μεσα απο το τουνελ.

Μετα απο μια δεκαετια γεματη με κυκλοφοριες που διαμορφωναν τον prog ηχο για ολες τις αλλες μπαντες, το 2003 ηταν ουσιαστικα η πρωτη φορα που οι Dream Theater επελεξαν προκαταβολικα και πληρως συνειδητα τι ηχο θελουν και πως “πρεπει” να ακουστουν στον επομενο τους δισκο, στον οποιο αντλουν και ενα μεγαλο κομματι εμπνευσης κυριως απο παλιοτερες μπαντες του metal. Το προϊόν ηταν το Train Of Thought με το καταμαυρο εξωφυλλο που περιεχει κορακια, ενα σκοτεινο δασος, ενα σκοτεινο τουνελ, κι ενα ορθανοιχτο ματι να σε προιδεαζει και για το ηχητικο αποτελεσμα. Ενας δισκος που σιγουρα εφερε και αρκετους νεους φανς στην μπαντα, ενα αφησε πληρως ικανοποιημενη και μια σημαντικη μεριδα των παλιων φανς. Προσωπικα δεν συμμεριζομαι τον ενθουσιασμο, χωρις ομως να δηλωνω και απογοητευμενος. Το ToT αποτελει εναν αξιοπρεπη δισκο με καποια πωρωτικα τραγουδια, που ομως χανει σε αρκετα σημεια, και περιεχει τουλαχιστον δυο τραγουδια που θα μπορουσαν και να λειπουν κατ’εμε. Ας ξεκινησουμε ομως με τα επι μερους, αφου πατησουμε play και ακουσουμε την γνωριμη τελευταια νοτα με την οποια κλεινει το Six Degrees Of Inner Turbulence και τραβαει για κανα διλεπτο, ενα τρικ που χρησιμοποιουν σε δευτερο σερι δισκο.

Το As I Am που ξεκιναει τον δισκο, σιγουρα δεν ανηκει στα δυο τραγουδια που θα εκοβα. Δε νομιζω πως υπαρχει εστω κι ενας ανθρωπος που ακουει την μουσικη των Dream Theater και αγνοει πως μια απο τις μεγαλυτερες τους μουσικες επιρροες (μαζι με πολλες αλλες φυσικα) ειναι οι Metallica. Ο τροπος με τον οποιο ξεκιναει ο δισκος διαλυει καθε αμφιβολια για κατι τετοιο, αφου τα 467 δευτερολεπτα του As I Am ειναι η απαντηση στην ερωτηση “Αν ο James Hetfield ζητουσε απο τον Petrucci και την μπαντα του να ηχογραφησει ενα τραγουδι για τον επομενο δισκο των Metallica μετα απο τα LOAD και RELOAD, πως θα ακουγοταν αυτο το τραγουδι?”. Σιγουρα ενα απο τα καλυτερα τραγουδια του δισκου, με καταπληκτικο σολο, με πωρωτικη ερμηνεια απο τον LaBrie, με πιασαρικο ριφφ και ρεφρεν, και ακομα και με ενα μεγαλοπρεπεστατο yeah βγαλμενο απο καποια live εκτελεση του Wherever I May Roam.

b8a29e0a5969269c6ba41fd00f044918

Το This Dying Soul που ακολουθει, ειναι το 2ο χρονολογικα μερος του Twelve Step Suite, και κατα την ταπεινη μου γνωμη ειναι το πιο εντυπωσιακο, πιο καυλωτικο, πιο φαντασμαγορικο και εν τελει το καλυτερο τραγουδι του δισκου. Ξεκιναει με μια εκρηξη απο 4 νοτες απο τον Petrucci και την δικαση του Portnoy, συνεχιζει με εναν ορυμαγδο απο ριφφαρες και σολιδια που καταληγουν στην βασικη μελωδια του τραγουδιου και ενα ακομα μεγαλοπρεπεστατο ριφφ, πριν αρχισει σιγα σιγα και δειλα δειλα να μιλαει στον καθρεφτη ο LaBrie, που μας θυμιζει πως ολοκληρο αυτο το εγχειρημα ξεκινησε απο τον καθρεφτη του Portnoy απο το οχι και τοσο μακρινο τοτε 1994. Αυτο το τραγουδι το λατρευω τοσο πολυ, που ολοκληρη αυτη η αναρτηση θα μπορουσε κυριολεκτικα να αποτελειται απο διθυραμβους για το This Dying Soul, οποτε θα συντομευω σιγα σιγα για να παμε και στα σπιτια μας. Ή και οχι.

Αυτα τα κατι παραπανω απο 11 λεπτα του This Dying Soul χαρακτηριζονται απο δεκαδες εναλλαγες, πολλαπλες επαναληψεις των ιδιων μελωδιων με διαφορετικα οργανα (ή και με το ιδιο οργανο αλλα με αλλο ηχο), απειρα βαρια και μελωδικα σημεια, και ενα ρεφρεν που τσακιζει κοκκαλα, και αλλωστε μας το λεει και κυριολεκτικα στα μουτρα. I wanna feel your body breaking λοιπον, και μετα απο το δευτερο ρεφρεν συνεχιζουμε με ενα πανεμορφο σημειο στην γεφυρα, με καταιγισμο απο μελωδιαρες που χτιζουν σιγα σιγα προς ενα υπεροχο callback στο στακατο ριφφ απο το Glass Prison, και το τραγουδι εχει πλεον ξεφυγει στα παντα. Τοσο πολυ, που ξαφνικα ακουμε ενα σημειο tribute στο Blackened των Metallica, πριν το ασμα ολοκληρωθει στα 10 λεπτα και 30 δευτερολεπτα μετα απο απειρο κιθαροπληκτροψωλαρισμα © . Σε εκεινο το σημειο ο ακροατης νιωθει εως και μικρη ανακουφιση που το τραγουδι τελειωσε, καθως εχει φτασει στα ορια του. But wait! There’s More! Κι ακριβως επειδη o ακροατης δεν αντεχει αλλο με τιποτα, οι Petrucci και Myung προσφερουν ακομα 55 δευτερολεπτα επιδειξης που μας βαζουν τα μυαλα στο μπλεντερ. Μια επιδειξη που εν προκειμενω ειναι οχι απλα απαραιτητη, αλλα φημες λενε πως οποιος πατησει skip σε αυτο το τραγουδι χωρις να ακουσει αυτο το τελευταιο σημειο, αυτοαναφλεγεται.

Κι αν τα εντεκαμιση λεπτα του This Dying Soul περνανε νερακι, δεν μπορω να πω το ιδιο και για τα επομενα δυο τραγουδια του δισκου, τα οποια παντοτε τα εβλεπα ως μια ενοτητα. Τα Endless Sacrifice και Honor Thy Father εχουν μεσα και τα δυο παμπολλα υπεροχα σημεια τα οποια “αναζητω” ενιοτε και γι’αυτο βρισκω replay value στον δισκο, αλλα εν τελει η διαρκεια τους, και καποια σημεια τα οποια πλεον τα βαριεμαι αρκετα, μου δημιουργουν παντοτε την απορια για το αν χρειαζοταν να τραβαει το πρωτο για εντεκαμιση λεπτα και το δευτερο για ακομα δεκα.

Η μελωδικη εισαγωγη, το nu-metal ριφφ στο ρεφρεν, το εκτεταμενο ρεφρεν (Mo-ments Wasted, I-solated), το (ακομα ενα) Metallica riff στην γεφυρα, αυτο εδω το φανταστικο σημειο, και τα γκαζια στο τελος του 1ου, μαζι με την τρομακτικα καλη εισαγωγη, το βασικο ριφφ, τα μελωδικα κουπλε, αυτο εδω το αψογο σημειο, και αυτο εδω το θεσπεσιο σημειο στο 2ο, δινουν παρα πολλους ποντους. Δυστυχως ομως για το συνολικο αποτελεσμα, λιγο το ανελεητο και ατελειωτο κιθαροπληκτροψωλαρισμα ©, λιγο η αδιακοπη επαναληψη, λιγο η ελλειψη διαλειμματος για να αναπνευσουν καπως τα τραγουδια, και λιγο καποιες εντελως cringe στιγμες οπως οι Nintendo ηχοι απο τον Rudess στο Endless Sacrifice και το σημειο με τα samples απο διαφορες ταινιες στην μεση του Honor Thy Father που αποτελουν ενα τεραστιο μεσαιο δαχτυλο στον πατριο του Portnoy, χαλανε αυτα τα τραγουδια στα ματια μου (και στα αυτια μου), και κατι πρεπει να θυσιαστει. Κραταω λοιπον το πρωτο, δυστυχως πεταω το δευτερο.

Το πεμπτο τραγουδι του δισκου εχει τον τιτλο Vacant και ειναι απο αυτα που λατρευουν να μισουν οι διαφοροι σκληροι καργιοληδες που προτιμουν το μετσαλ τους καυτο και ασαλιωτο, καθως προκειται για 3 απο τα πιο κινηματογραφικα και ατμοσφαιρικα λεπτα που εχουν γραψει ποτε οι Dream Theater. Για μενα, αυτες οι στιγμες τους αποτελουν και μερικες απο τις μεγαλυτερες τους κορυφες (Space Dye Vest εσενα κοιταω), οποτε ως αναμενομενο αυτο το μικρο ιντερλουδιο που εχει μονο μπασο, τσελο και πιανο, το λατρευω. Οχι απλα ειναι απαραιτητο, αλλα μακαρι να ειχε αλλο ενα τετοιο ο δισκος.

Προχωρωντας προς το τελος, το μειζον προβλημα του Train Of Thought εμφανιζεται σε καποιον βαθμο και στα δυο τελευταια κομματια, δηλαδη στο ορχηστρικο Stream Of Consciousness και στο επικης διαρκειας In The Name Of God, που κλεινει τον δισκο.

Ο τιτλος του πρωτου απο τα δυο φερνει αμεσως στο μυαλο τον στιχο που ουρλιαζει ο James LaBrie σε ενα απο τα καλυτερα τραγουδια της δισκογραφιας τους, το Lines In The Sand. Αυτο καθε αλλο παρα τυχαιο ειναι, αφου αυτος ο τιτλος αρχικα προοριζοταν ως το ονομα του 4ου δισκου τους, πριν οριστικοποιηθει στο μεταξυ μας κατα πολυ ευηχο και πιο ταιριαστο Falling Into Infinity. Στα δια ταυτα, το Stream Of Consciousness ειναι ενα παρα πολυ ωραιο ορχηστρικο τραγουδι, το οποιο ομως πληγεται κι αυτο απο το οτι ξεχναει να τελειωσει, και απο τις πολλες επαναληψεις. Αποτελει το μεγαλυτερο σε διαρκεια instrumental κομματι των Dream Theater στα 11:14, και προσωπικα αν επρεπε να αξιολογησω και να καταταξω ολα τα ορχηστρικα τους, θα το εβαζα στον πατο, χωρις καν να το θεωρω κακο - και οχι, τα διαφορα τραγουδακια του Astonishing δεν μετρανε στο ranking. Απλα εχουν γραψει πολυ καλυτερα (εσας κοιταω Ytse Jam, Erotomania, Hell’s Kitchen, The Dance Of Eternity, Enigma Machine).

Το Train Of Thought κλεινει με το In The Name Of God που ειναι το 5ο τραγουδι με διαρκεια μεγαλυτερη των 10 λεπτων στον δισκο. Αυτο ειναι και το μακρυτερο, με 14 λεπτα και 14 δευτερολεπτα να βασανιζουν οσους δεν αρεσκονται στην μουσικη των Dream Theater. Ομολογω πως εδω δεν εχω κανενα προβλημα με την διαρκεια. Η μπαντα εχει φροντισει να δωσει στο τραγουδι τον χωρο που χρειαζεται για να αναπνευσει και το τραγουδι, αλλα και ο ακροατης. Η εισαγωγη ειναι αργοσυρτη και επιβλητικη, η μινι-γεφυρα μετα τα πρωτα δυο λεπτα ριχνει τους ρυθμους και χτιζει ξανα ατμοσφαιρα, ο LaBrie δινει μια αξιομνημονευτη ερμηνεια (οχι με την κακη εννοια - δε θα ηταν η πρωτη φορα), καπου εδω ακουμε στιγμιαια ενα ηλεκτρονικο εφφε απο τον Jordan (που αυτην την φορα ακουγεται πολυ κουλ κι οχι σαν να χαλασε το Nintendo Switch του ανιψιου) και κατι black metal φωνητικα απο τον LaBrie στο βαθος, ενω μετα για κανα δυο λεπτα ακουμε τσιφτετελια, πριν μας οδηγησει προς το τελος το 2ο καλυτερο κιθαροπληκτροψωλαρισμα © του δισκου μετα απο τα οργια του This Dying Soul. Το τραγουδι επανερχεται με την ριφφαρα, και κλεινει με τροπο που θυμιζει τον λυρισμο και το κινηματογραφικο υφος του Scenes From A Memory. Το μονο μου μικρο παραπονο με αυτο το τραγουδι ειναι πως (Α) σε αρκετα σημεια ακουγεται πιο ελαφρολαικο κι απο Νικο Οικονομοπουλο, και (Β) θα ειχε πολυ μεγαλυτερο αντικτυπο αν ηταν το μοναδικο στον δισκο που ξεπερναει τα 10 λεπτα, καθως μεχρι εκεινο το σημειο νιωθω κουρασμενος πλεον.

Ας κλεισουμε σιγα σιγα με ακομα μια μακροσκελη ανασκοπηση απο το παρελθον, με μια σημαντικη λεπτομερεια για το γραψιμο του Train Of Thought. Η μπαντα μπηκε στο στουντιο για να γραψει τον 7ο της δισκο με τις προθεσεις που αναφερθηκαν προηγουμενως, και τελειωσε με την διαδικασια του γραψιματος μεσα σε 21 μερες, απο τις 10 Μαρτιου εως τις 3 Απριλιου. Ειμαι ο τελευταιος στον πλανητη που θα αμφισβητησει την εμπνευση και τον οιστρο αυτων των υπερμουσικων, αλλα μπορω να θεσω ενα ερωτημα οσον αφορα την ζυμωση και ωριμανση αυτων των συνθεσεων. Το Scenes From A Memory ειχε τον βασικο του κορμο γραμμενο ηδη απο το 1994 και κυκλοφορησε με αποθεωτικες κριτικες 5 χρονια αργοτερα, αφου οι Dream Theater το δουλεψαν και το εξελιξαν σε ολοκληρο δισκο διαρκειας σχεδον 80 λεπτων. Μπαντες οπως οι Radiohead ειναι περιβοητες (μην πω διαβοητες) για το οτι εχουν κυκλοφορησει τραγουδια ακομα και 20 χρονια αφου τα πρωτοεγραψαν, μεχρι να βρουν την ιδανικη φορμα για αυτα. Θα μπορουσα να βρω παρα πολλα παραδειγματα στα οποια διαφοροι καλλιτεχνες εγραψαν τραγουδια και δεν τα κυκλοφορησαν μεχρι να ειναι σιγουροι πως ακομα και μετα απο μηνες θα τα γουσταρουν το ιδιο, και πως αυτα ακουγονται οπως τα θελουν.

Μηπως αν ειχαν δουλεψει σε ολες αυτες τις συνθεσεις για τουλαχιστον κανα 2 μηνες παραπανω και ειχαν επιλεξει διαφορετικη ενορχηστρωση για καποιες απο αυτες, ειχαν βγαλει κατι ακομα καλυτερο και πληρεστερο? Ενα εγχειρημα με 7 τραγουδια συνολικης διαρκειας σχεδον 70 λεπτων ειναι αρκετα τολμηρο, και σιγουρα πετυχε μερικως, αλλα προσωπικα δεν θα μπορουσα να καταταξω με τιποτα το Train Of Thought πολυ ψηλα στην δισκογραφια τους. Το ακουω για αυτο που ειναι, αλλα δεν επιστρεφω και πολυ συχνα σε αυτο. Ειμαι γενικα κατα της πολλης κοπτοραπτικης στην μουσικη αφου σεβομαι τις προθεσεις του καλλιτεχνη και την αξια του αυθορμητισμου, ομως εδω περα δηλωνω ευθαρσως πως ειμαι σιγουρος οτι το αποτελεσμα θα ηταν καλυτερο αν οι Dream Theater εκοβαν καπου 3-4 λεπτα απο τραγουδια οπως τα Endless Sacrifice, Honor Thy Father και Stream Of Consciousness. Ετσι οπως ειναι, του βαζω 5 στα 7 αστερια :star: :star: :star: :star: :star: :eight_pointed_black_star: :eight_pointed_black_star:

11 Likes

Long time no see.

Κάπως απότομα σαν να μπήκε το καλοκαίρι φέτος. Και όπως έχω γράψει παραπάνω στο παρόν topic:

Μετά το αιώνιο #1 της εκ Βρετανίας τριάδας των λυγμών καιρός να μιλήσουμε και για το #2 (κι εν καιρώ θα αναφερθούμε και στο #3).

image

Αποτελεί δίκοπο μαχαίρι να κυκλοφορεί ένας δίσκος όπως το “Alternative 4” όταν είσαι 13-14. Τότε, που όλα τα συναισθήματα αποκτούν τεράστια διάσταση και η πραγματικότητα φαντάζει χαώδης και μπερδεμένη, ε, το τελευταίο που χρειάζεται είναι μία κυκλοφορία που ξεριζώνει τις φλέβες σου.

Αν το “Draconian Times” είναι η κραυγή μιας γενιάς, το “Alternative 4” είναι η εκκωφαντική σιωπή της. Είναι ο στοχασμός και η συνειδητοποίηση της ματαιότητας. Είναι οι πληγές που διαμορφώνουν κι επανέρχονται κάθε τόσο, για να υπενθυμίσουν απώλειες, χαμένες ευκαιρίες, λάθη και καθετί για το οποίο μετανιώνει/μοιρολογεί ο καθένας εξ ημών.

Από την ανατριχιαστική εισαγωγή του πιάνου στο “Shroud of False” και την επώδυνη συνειδητοποίηση του “We are just a moment in time”, μέχρι τη μνημειώδη εισαγωγή και τη στοιχειωτική μελωδία του αιώνιου, ιστορικού και υπερ-κλασσικού “Fragile Dreams” και από εκεί στην οργίλη κατηφόρα του “Empty”, φτάνουμε στο σπουδαιότερο, σπαρακτικότερο, γαμηστερότερο, you name it τραγούδι/ποίημα/αριστούργημα της μπάντας, το “Lost Control”, που αποτελεί καλλιτεχνική στιγμή η οποία ξεκάθαρα μεταβάλλει ζωές.

Και αν χρειαζόμαστε μία ανάσα κάπου εκεί, όχι! Ο δίσκος δεν την προσφέρει. “Re-connect”, μαυρίλα, ενδοσκόπηση, απελπισία… Και μετά το “Inner Silence” το οποίο -για προσωπικούς λόγους- αρνούμαι να σχολιάσω περαιτέρω πέραν τούτης της αναφοράς. Σ’ έχω αιώνια στην καρδιά μου, θησαυρέ μου…

Μυσταγωγία και συνειδητοποίηση ακολουθεί, με το στριφνό και οριακά απειλητικό ομώνυμο, πριν επανέλθουμε στον απόλυτο εθισμό της κατάθλιψης, των ενοχών, της μελαγχολίας, της μοναξιάς μας… “Regret” και εις τους αιώνας των αιώνων. Μία οκτάλεπτη ελεγεία η οποία συμπυκνώνει ολάκερη τη (μεστή) ουσία των τεράστιων Βρετανών.

Μια κάποια ηλιαχτίδα αχνοφαίνεται στο υπέροχο “Feel”. Ίσως και όχι, βέβαια. Και αποχωρούμε από τον μάταιο τούτο κόσμο, σκουπίζοντας τα δάκρυα, έχοντας πλέον δεχτεί πως “Τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον”.

Ό,τι κι αν προηγήθηκε (υπέροχα πράγματα) ό,τι κι αν ακολούθησε (επίσης, πολύ ωραία πράγματα), το “Alternative 4” θα παραμείνει εσαεί το ακηλίδωτο ορόσημο των Anathema.

26 Likes

Σαν χθες, 29/5, κυκλοφόρησε το καλύτερο reunion άλμπουμ όλων των εποχών.

Τυγχάνει βέβαια, να είναι και ο καλύτερος metal δίσκος που βγήκε ποτέ.

Καλησπέρα λοιπόν “Monotheist”. Ενηλικιώθηκες πλέον. Έκλεισες τα 18.

Ξανασυναντιώμαστε. Τελευταία φορά που τόλμησα να σε κοιτάξω στα μάτια, ήταν για το περίφημο φορουμικό “52”, Σεπτέμβριο του 2023.

Τότε, είχα πει τα εξής:

Summary

Προφανώς και δεν άλλαξε λέξη, και μάλλον και αυτό το κείμενο δεν έχει πολλά να προσθέσει.

Επιτελεί άλλο σκοπό όμως. Δεκαοκτώ χρόνια μετά, από την εποχή που με έμπασες στο extreme metal. Από εκείνο το video-clip του “A Dying God Coming Into Human Flesh” στην tv.

Δεν άλλαξες καθόλου. Δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο και για μένα, αν και μάλλον περισσότερα πράγματα έμειναν ίδια.

Κάπως, η ενηλικίωσή σου σκάει σε μια εποχή βίαιης ωρίμανσης και συνειδητοποίησης για μένα, γιατί, αυτό το ρημάδι το “Ground” είναι προορισμένο να επιστρέφει στη ζωή μου, όποτε το έχω ανάγκη.

Ο ίδιος ήχος, το ίδιο έρεβος, ο ίδιος αποκρυφισμός, το ίδιο σκοτάδι, η ίδια διαρκής μάχη μεγάλων ηττών και πύρρειων νικών.

Πώς στο διάολο τα κατάφερνες να είσαι πάντα εκεί όταν έχανα κάθε ελπίδα; Μερικές φορές σκέφτομαι μήπως έχω εξοικειωθεί με την ατμόσφαιρα και τη δύναμή σου πάνω μου, που απλά πέφτω σε μια προαποφασισμένη λούπα. Μια γνώριμη οικειότητα του σκοταδιού, που υπερβαίνει το φόβο του αγνώστου.

Ξέρεις, ό,τι λέει αυτό το “Obscured”, διαχρονικά επιφορτισμένο με το να απαντά όσα δεν μπορείς να εξηγήσεις.

Μεγάλωσες λοιπόν, και ας έκανες αίσθηση από την πρώτη μέρα.

Σου χρωστάω πολλά για αυτά τα 18 χρόνια. Μου έμαθες μουσική, αν μπορεί να ειπωθεί αυτό για ένα δίσκο που σκάει στην εφηβεία σου για να σου εξηγήσει το όνειρο. Με τράβηξες από βαθιά σκοτάδια, από την παραίτηση. Πολλές φορές.

Είχες ανέκαθεν κάτι το υπεράνθρωπο μέσα σου. Κάτι που έβρισκε στον μηδενισμό και την βεβαιότητα του θανάτου, ένα κλειδί για να προχωράς, για να υπερβαίνεις, για να μην σταματάς. Σαν αυτή την αλλαγή στο ρημάδι το “Ain Elohim”, που ακόμη και τώρα παραμένει ό,τι πιο βάναυσο, ανελέητο, ό,τι πιο ουσιώδες και σοκαριστικό έχω ακούσει.

Σαν αυτό το αψυχολόγητο “Os Abysmi Vel Daath”, που ακόμα μαστιγώνει λες και ξέρεις ακριβώς γιατί μιλάει, με τις ερμηνείες του να χάνονται στις αναμνήσεις μιας ζωής στην κόλαση.

Λογικό. Στην πραγματικότητα δεν ενηλικιώθηκες τώρα. Έρχεσαι από μακριά από το παρελθόν. Και δεν σταμάτησες όταν ο Προφήτης σήμανε το τέλος του δημιουργού σου. Δεν είχε ειπωθεί ακόμα το Ρέκβιεμ.

Πόση ανακούφιση ένιωσα όταν είδα τι έκρυβε πραγματικά το φινάλε σου. Ναι, μέχρι σήμερα, και μάλλον για πάντα, το “Synagoga Satanae” θα στέκει στον θρόνο με τα πετράδια, κάτω από τα αστέρια. Ως εκείνη η σύνθεση, που όταν νομίζεις πως όλα έχουν πάρει την κάτω βόλτα, και πως ο χρόνος έχει σταματήσει, πως δεν μπορείς να σκεφτείς, πως το ταβάνι πέφτει και σε πλακώνει, αυτή φέρνει την ίδια καταδίκη. Για να κάνει τα μάτια να φωτίσουν στο σκοτάδι. Να πεις, πρέπει να προχωρήσω.

Και ποτέ δεν είχες ανάγκη καμία σημειολογία.

Κάπου πρέπει να βάλω τελεία.

Έστω και με μία ημέρα καθυστέρηση λοιπόν, χ.π. ρε γαμημένο. Σε ευχαριστώ που ήσουν εκεί στην αρχή για να δείξεις το δρόμο όταν δεν ήξερα που παν’ τα 4 για τίποτα τριγύρω μου, αδυνατώντας να καταλάβω γιατί συμβαίνουν πολλά, σε ευχαριστώ ξανά, 18 χρόνια μετά, που είσαι πάλι εδώ, για να με επαναφέρεις στην πραγματικότητα.

Δεν ξέρω που θα μας βρει η επόμενη επέτειος μέσα σε αυτό το χάος που συμβαίνει, αν και μάλλον ξέρω πως θα νιώσω όταν κατέβει η βελόνα του πικαπ.

Όπως την πρώτη φορά. Μια διαρκής, σκοτεινή νύχτα της ψυχής.

Για αυτό και αποφεύγω να σε επισκεφθώ ελαφρά τη καρδία. Δέος.

Έρχεσαι εσύ όμως και κατσικώνεσαι, γιατί ξέρεις.

Σε ευχαριστώ.

Ας φάω το donut μου τώρα.

21 Likes

Το donuts, τα donut. Γνωστα αυτα.

1 Like

Ούτε λίγα, ούτε τζαστ λόγια. Χατς οφφ.

1 Like

1983 REDUX

Υπάρχουν μπάντες με τεράστια δισκογραφία. Παλιότερα θα ήταν από δύσκολο εώς αδιανόητο για κάποιον να ακούσει όλες τις κυκλοφορίες μιας τέτοιας μπάντας, εκτός αν ήταν μία από τις πολύ αγαπημένες του. Τώρα τα πράγματα με το διαδίκτυο έχουν αλλάξει. Αν θέλει κάποιος σε δευτερόλεπτα μπορεί να βρει πχ την πιο άκυρη κυκλοφορία των Annihilator από τα ‘00 ή να τσεκάρει τον νιοστό ίδιο δίσκο των Primal Fear – σίγουρα υπάρχουν πολλοί ανάμεσα μας με τόσο μαζοχιστικές τάσεις!

Το τελευταίο διάστημα οι δικές μου μουσικές περιπλανήσεις αφορούν δίσκους από μεγάλα κλασσικά συγκροτήματα που για τον α β λόγο δεν γνωρίζουν την ίδια αποδοχή με τις άλλες τους κυκλοφορίες. Δεν έχουν ακουστεί, συζητηθεί τόσο όσο τους αξίζει ή ακόμη χειρότερα θεωρούνται υποδεέστεροι του ονόματος τους. Δουλειές που παλιότερα τις βλέπαμε πολύ μακριά από την κορυφή σε λίστες περιοδικών με τους “καλύτερους δίσκους” της τάδε μπάντας. Άλμπουμς που απέφευγα κι εγώ να ασχοληθώ μαζί τους. Υπάρχουν άπειρα τέτοια παραδείγματα, όρεξη και χρόνος να υπάρχει. Διάλεξα να παρουσιάσω δύο που ανακάλυψα πρόσφατα και έμεινα με ανοιχτό το στόμα από τις μουσικάρες τους. Τυχαία και τα δύο αυτά άλμπουμς κυκλοφόρησαν μέσα στην ίδια χρονιά…

…το μακρινό 1983. Για να δούμε τι ψήφησα στο κορυφαίο για τα χρονικά παιχνίδι του φόρουμ:

5 The Hurting - Tears for Fears
4 Thunder and Lightning - Thin Lizzy
3 Melissa - Mercyful Fate
2 Script for a Jester’s Tear – Marillion
1 Pyromania - Def Leppard

Hurting και Thunder and Lightning παίρνετε πλέον πόδι από την πεντάδα μου. Καλώς ορίσατε
Another Perfect Day και Born Again!

Exhibit Α:
Motörhead_-Another_Perfect_Day(1983)

Όταν ο Brian Robertson ρωτήθηκε σε κάποια συνέντευξη για το πώς από την μία στιγμή στην άλλη βρέθηκε κιθαρίστας των Motörhead, αυτός απάντησε ότι ένα ωραίο πρωί δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον μάνατζερ τους με την συγκεκριμένη πρόταση, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα μια κυρία με μίνι φούστα και ζαρτιέρες έφερε στο διαμέρισμα του την μέχρι τότε δισκογραφία της μπάντας και….λίγο αργότερα έδεσε το γλυκό. Παίρνοντας το πρώτο αεροπλάνο ο “Robbo” βρήκε τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας – δηλαδή τον Lemmy και τον Philthy Animal Taylor – κάπου στον Καναδά να κάνουν πρόβα χαμένοι σε ένα σύννεφο άσπρης σκόνης. Ο Robertson ο οποίος είχε ένδοξη θητεία στους θεούς Thin Lizzy δεν δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στον ξέφρενο ρυθμό των Motörhead. To άλμπουμ που γράψανε μαζί είναι χωρίς αμφιβολία το μελωδικότερο που κυκλοφόρησε ποτέ η μπάντα, χωρίς ωστόσο να υστερεί πουθενά σε πάθος και δύναμη από τα προηγούμενα.

Τι να πει κανείς για την κομματάρα με την οποία ξεκινά ο δίσκος. Το Back at the Funny Farm είναι αγνή ενέργεια και καύλα υπό την μορφή ηχητικών επιθέσεων. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς βέβαια για το καθένα από τα κομμάτια που ακολουθούν. Shine, Dancing on your Grave, Rock It, One Track Mind, το ομότιτλο… Μιλάμε για πανίσχυρο σερί τραγουδιών. Ο Brian πραγματικά σε φοβερή φόρμα δεν παραλείπει να δίνει τα ρέστα του στα σολαρίσματα, o Philthy δίνει άλλο ένα ρεσιτάλ στα ντραμς, ενώ ο Lemmy είναι ο Lemmy, δεν χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο!

Τα καλά πράγματα έχουν όμως ένα τέλος και για το συγκεκριμένο lineup το τέλος ήρθε γρήγορα. ‘Όπως αποδείχθηκε ο Lemmy είχε μεγάλο θέμα με το πώς έβγαινε ντυμένος ο νέος κιθαρίστας του στην σκηνή “dressing like a cunt ”, αλλά και με την διαρκή άρνηση του να παίζει στα live κομμάτια όπως τα Overkill, Ace of Spades και Bomber. O Brian πήρε τον πούλο, αλλά πρόλαβε να αφήσει αυτό το σπουδαίο διαμάντι να στολίζει την δισκογραφία των Motörhead.

Exhibit B:
SabbathBorn

Και τo πιο σκατένιο εξώφυλλο δίσκου στην ιστορία του Metal είναι γεγονός. Πολύ πριν αυτό του Dance of Death, το Born Again κέρδιζε με την αξία του όλα τα χρυσά βατόμουρα! Δηλαδή WTF μιλάμε για την υπέρτατη τρολιά και είναι άξιο απορίας πώς Iommi, Butler, Ward και Gillan δώσαν το ΟΚ… Α, ναι από εδώ θα έπρεπε να ξεκινήσω καλύτερα. Ian Gillan, η φωνή της έτερης μεγάλης μπάντας των 70ς, των Deep Purple, που κάπως έγινε και βρέθηκε frontman της μπάντας και μαζί με τους υπόλοιπους Sabbath να δίνει ζωή στο κακάσχημο τούτο τέκνο. Θα έλεγα ότι οι εκπληκτικές ερμηνείες του Gillan είναι και το highlight του Born Again. Δεν τον έχω ακούσει να τραγουδά έτσι, να ουρλιάζει παρανοϊκά και να τα δίνει μιλάμε όλα σε δίσκο των Purple - ΟΚ ίσως στο In Rock. O ίδιος έχει δηλώσει πως το σύντομο πέρασμα του από τους Black Sabbath είναι από τις πιο αγαπημένες στιγμές της καριέρας του.

Όλοι μιλάνε για την χειρότερη παραγωγή/μίξη σε δίσκο του συγκροτήματος. Εμένα να πω την αμαρτία μου δεν με χάλασε διόλου, όπως δεν με χαλάνε πχ οι δίσκοι των Bathory· o ήχος τους είναι μέρος της γοητείας τους, ναούμ! Τα τραγούδια τα ίδια είναι αυτά που μετράνε και εδώ μιλάμε για κομματάρες από το πάνω ράφι. Το μανιακό εναρκτήριο Trashed, το σχιζοφρενικά υπέροχο Disturbing the Priest, το Zero the Hero με τις ανυπέρβλητες ριφάρες του Μουστάκια και το συγκλονιστικό ομότιτλο αποτελούν ορόσημα του συγκροτήματος και πατάνε κάτω την μισή δισκογραφία τους με τον Ozzy. Τελευταία ακούγεται πως ο Ιοmmi θέλει να κάνει ένα remix του Born Again καθαρίζοντας υποθέτω τον ήχο και δίνοντας του νέα ζωή ξανά! Αναμένουμε λοιπόν με τεράστιο ενδιαφέρον.

15 Likes

Ωραίος ρε Σταμάτη!

Υπερβάλλεις βέβαια για το εξώφυλλο του Born Again πρέπει να πω.

Ώπα, αυτό δεν το είχα πληροφορηθεί. Μακάρι ε. Καλή και η βρώμικη γοητεία του ήχου του Born Again αλλά κακά τα ψέματα, με έναν ήχο πιο κοντά π.χ. στο Heaven and Hell ο δίσκος θα είναι όλα τα λεφτά πιστεύω.

3 Likes

Απελπιστικά πολύ καιρό έχουμε να τα πούμε από εδώ, πάμε κάτι για να… μετριάσουμε τις εντυπώσεις που άφησε η Εθνική Ιταλίας στο εν εξελίξει Euro!

Οι Banco del Mutuo Soccorso σχηματίστηκαν το 1969 στην Ρώμη από τους αδελφούς Vittorio και Gianni Nocenzi με την κλασική μουσική παιδεία και την αγάπη για το βρετανικό progressive και έμελλε να καθιερωθούν σαν ένα από τα 2-3 επιφανέστερα σχήματα του rock progressivo italiano! Σταδιακά στις τάξεις τους προσχώρησαν οι επίσης εξαιρετικά επιδέξιοι μουσικοί Marcello Todaro (κιθάρα, από τους Fiori di Campo) και από τους Le Esperienze, οι Pier Luigi Calderoni (drums), Renato D’Angelo (μπάσο) και ο τραγουδιστής Francesco Di Giacomo με το οπερετικό στυλ και το πολύ δυνατό vibrato, μια σύνθεση που ηχογράφησε το πρώτο ομότιτλο τους album του 1972!

Πρόκειται για ένα από εκείνα τα μουσικά έργα που προκαλούν τον αβίαστο θαυμασμό, τόσο για την σκανδαλώδη ωριμότητα των πρωτοεμφανιζόμενων στη δισκογραφία μουσικών, όσο και για το γεγονός ότι ενώ είναι άψογα δομημένα και εκτελεσμένα μοιάζουν ταυτόχρονα να υπόκεινται στις παρορμήσεις μιας απρόβλεπτης έμπνευσης! Οι “διάλογοι” των δύο αδελφών στο πιάνο, τα keyboards και τα… λοιπά πλήκτρα (χωρίς να υποτιμούμε την υπερπολύτιμη συμβολή των υπολοίπων), έδινε ένα μοναδικό χαρακτήρα στην μουσική που, επωφελούμενη από τις κλασικές επιρροές και την ιταλική ιδιοπροσωπία, έθετε νέα υψηλά standards στο συμφωνικό progressive, που λίγα (ή και τίποτε δεν) είχε να ζηλέψει από τους βρετανούς ομολόγους τους! Εδώ οι Banco del Mutuo Soccorso μας προσφέρουν γενναιόδωρα ποικιλόμορφους, “πολύχρωμους” ρυθμούς, πλούσιες ενορχηστρώσεις που ανταμείβουν την προσοχή σου, ευρηματικές μελωδίες με τον Di Giacomo να ερμηνεύει με έντονο συναίσθημα, και στίχους που χαρακτηρίζονται από ποιητικό οίστρο, μια απόλαυση για όσους γνωρίζουν την ιταλική!

Αναλυτικότερα, ο δίσκος περιλαμβάνει τρία συντομότερα κομμάτια, (πρελούδια, ιντερλούδια, ποστλούδια, όπως θες πέστα!) που συμβάλλουν μεν ουσιωδώς στη ροή όμως επισκιάζονται φυσιολογικά από τα τρία μεγαλύτερα, με πρώτο εξ αυτών το “R.I.P.” ένα από εμβληματικότερα κομμάτια τους αλλά και του είδους γενικότερα, ένα κομμάτι με το πιάνο και τα keys στο προσκήνιο και ταυτόχρονα αδιανόητα heavy και επιθετικό, που σε μεταφέρει στο πεδίο της μάχης που περιγράφεται στους στίχους κι ας μην καταλαβαίνεις λέξη! Το επί της ουσίας instrumental, εντεκάλεπτο “Metamorfosi” είναι ενδεικτικό του πόσο γόνιμη δημιουργικά περίοδο διήγαν τότε, με τα διάφορα περάσματα να διαχέονται το ένα στο άλλο και τον πλούτο των ευρημάτων να κρατά δέσμιο των ακροατή, ενώ το ονειρικό “Il Giardino del Mago” καταλαμβάνει πρακτικά όλη την δεύτερη πλευρά και καταλύει τις όποιες αντιστάσεις είχαν απομείνει!

Πραγματικά, οι περιγραφές ωχριούν για να περιγράψουν το μεγαλείο αυτού του LP, ενός album θεμελιώδους σημασίας για την εξέλιξη του είδους στην γειτονική χώρα, αλλά και ενός ανεκτίμητου κοσμήματος στο παγκόσμιο prog στερέωμα!

Banco-2

13 Likes

Dom Zty - Ku Pogrzebaniu Serc

Ο δίσκος μπορεί εύκολα να σε βάλει σε σκοτεινά μονοπάτια ενώ αν είσαι ήδη σε τέτοια θα σε βυθίσει ή θα σε λυτρώσει.

Οι Dom Zty, από την Πολωνία ορμώμενοι, μας παρουσιάζουν φέτος το δεύτερο full length δίσκο τους, πέντε χρόνια μετά το ντεμπούτο Rytual. Πρόκειται για μία από αυτές τις μπάντες που βρίσκουν το χώρο τους στη γέφυρα ανάμεσα στο μελαγχολικό black metal και τον post ήχο. Αυτό το χώρο δηλαδή που πρεσβεύουν μπάντες όπως οι Alcest, των πρώτων δίσκων, οι Deafheaven ακόμα και οι Les Discrets σε κάπως μικρότερο βαθμό.

Ο δίσκος ψάχνει τρόπους να περιγράψει τη μοναξιά, την εγκατάλειψη και τη βαθιά θλίψη μέσα από τη μουσική. Μια εισαγωγή, ιδανικό soundtrack για βροχερή, βαριά ευρωπαϊκή ταινία που σου αφήνει ένα ίχνος ελπίδας να τρεμοπαιζει στο βάθος, σε βάζει στο πρώτο κανονικό μέρος του δίσκου. Η πολύ δυνατή μελωδία που υποστηρίζεται από αγχωτικά τύμπανα και την καταπληκτική ακραία φωνή, γεμάτη όμως συναίσθημα, της Ania Tru σε πνίγει από πολύ νωρίς. Οι στιγμές που οι τόνοι πέφτουν λειτουργούν σαν ανάσες στα κενά που αφήνει επίτηδες η μπάντα στον ακροατή για να κρατηθεί όρθιος, να μη λυγίσει. Τα πιο μελωδικά περάσματα του δεύτερου μέρους φωλιάζουν γρήγορα στην ψυχή σου και μεγαλώνουν εκεί μέχρι που γίνονται ανυπόφορα, ετοιμάζοντας το δρόμο για το αργόσυρτο zta krew που με ξεσπάσματα απόγνωσης προσπαθεί εναγωνίως να φλερτάρει με την επούλωση.

Οι Dom Zty δεν έχουν σκοπό στο δεύτερο δίσκο τους να δώσουν πολλές αχτίδες φωτός, αλλά κάποια σημεία του Btekit αφήνουν λίγες τέτοιες να περάσουν, ζευγαρωμένες όμως με καταιγιστικά περάσματα καθαρής οργής, οργή που μεταφέρεται χωρίς ανάσα και στο επόμενο μέρος που μας παρουσιάζουν. Προσωπικά κάπου εδώ ένιωσα την ανάγκη να μου επιτρέψει αυτό το δύστροπο έργο μια έστω μικρή δόση ηρεμίας. Ηρεμία δεν έρχεται, αλλά μια δεύτερη μικρή ανάσα μου χαρίστηκε στο Nie pamietam siebe, την πλήρωσα όμως ακριβά γιατί στο ίδιο μέρος έχουν βρει τη θέση τους και τα πιο σπαρακτικά φωνητικά του δίσκου. Λίγο πριν το τέλος οι Πολωνοί φτιάχνουν μια διαφορετική εικόνα με πιο επικούς ήχους και παγωμένα τοπία που οδηγούν στην κορυφαία στιγμή με την καθηλωτική απαγγελία της Ania για τη διάσταση του πόνου. Υπέροχο.
Το τελευταίο μέρος, και μεγαλύτερο σε διάρκεια, κλείνει ιδανικά το δίσκο αφήνοντας συντρίμμια γύρω του, με μια υπέροχη μελαγχολική, κιθαριστική μελωδία να επαναλαμβάνεται και να κυριαρχεί.

Οι στίχοι είναι όλοι στα Πολωνικά, πάλι καλά θα πω εγώ γιατί αν ήταν στα Αγγλικά και μπορούσα να τους διαβάζω την ώρα που τους ακούω, όπως τους ακούω, θα ήταν πολύ δύσκολο. Ο δίσκος δεν είναι για όλους, η ατμόσφαιρα που φτιάχνει είναι πολύ βαριά και πνιγηρή. Μπορεί εύκολα να σε βάλει σε σκοτεινά μονοπάτια ενώ αν είσαι ήδη σε τέτοια μπορεί να σε βυθίσει ή να σε λυτρώσει. Αν όμως ο χώρος που κινείται σου ταιριάζει τότε είναι από τα φετινά ακούσματα που νομίζω ότι θα κρατήσεις.

11 Likes

Erra - Cure

Το Cure είναι ένας καταπληκτικός δίσκος μοντέρνου metalcore που κάνει το βήμα μπροστά χωρίς να χάνει σε ποιοτικό βάθος.

Το metalcore μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ήταν ένας χώρος που στην πλειοψηφία του δε μου τράβαγε ιδιαίτερα την προσοχή. Θέλετε ότι πολλά ριφ ήταν ξεδιάντροπα σηκωμένα από At the gates και οριακά επαναλαμβανόμενα από μπάντα σε μπάντα, τα φωνητικά που συχνά όταν καθάριζαν ήταν χειρότερα κι από κατσαρίδα που κάνει οντισιόν για boy band των early 90s, η φλατ ανάπτυξη των κομματιών ή και τελικά όλα αυτά μαζί σε διαφορετικό βαθμό το καθένα… Φωτεινές εξαιρέσεις υπήρχαν και μάλιστα αρκετές αλλά ήταν πολλές οι μέτριες μπάντες που τελικά έπνιγαν το ιδίωμα. Σταδιακά όμως, όπως σε κάθε χώρο που αντιμετωπίζει τον κορεσμό και τον υπερπληθυσμό, το metalcore εξελίχθηκε. Βασικό ρόλο σε αυτό είχε από τη μία η μουσική των Meshuggah και ο προοδευτικός πειραματισμός με δύσκολους ρυθμούς και djent στοιχεία, ενώ από την άλλη η Βρετανική σκηνή με σπαρακτικούς στίχους και ερμηνείες που σκίζανε τα μέσα μας. Αυτή η δεύτερη σχολή γρήγορα εξελίχθηκε κι άλλο βάζοντας ηλεκτρονικά και ποπ στοιχεία γνωρίζοντας μάλιστα φοβερή εμπορική επιτυχία με μπροστάρηδες τους Bring me the horizon, τους Architects και λίγο πιο πίσω αρκετούς ακόμα.

Οι Erra είναι μια μπάντα από την Αλαμπάμα που οι προηγούμενες δουλειές της ανήκουν στο μείγμα του metalcore με τα σύγχρονα progressive και djent στοιχεία. Εδώ όμως θα μιλήσουμε για τον καινούργιο δίσκο, το Cure, που δείχνει σημάδια αλλαγής στον προσανατολισμό, τι σημάδια δηλαδή, σημαδούρες. Κυκλοφόρησε αρχές Απρίλη, άρα αυτή η παρουσίαση έρχεται λίγο καθυστερημένα, αλλά κάλιο αργά παρά αργότερα και κάλιο αργότερα παρά ποτέ…

Ο δίσκος ξεκινάει με το ομώνυμο κομμάτι, βαριές djent κιθάρες αλλά παραδόξως αρκετά εύπεπτες, ηλεκτρονικά στοιχεία με βασικό ρόλο στο κλίμα που διαμορφώνεται καθώς και μελωδικά γυρίσματα στα καθαρά φωνητικά που είναι πραγματικά εξαιρετικά. Σε παρόμοιο ύφος και το δεύτερο, Rumor of light, αλλά με πιο έντονα μελωδική γέφυρα και ρεφρέν. Εκεί που έρχεται όμως η πρώτη σφαλιάρα είναι στην κομματαρα Idle wild, με πιο απλή δομή αλλά κολλητικό όσο δεν πάει, οριακά βγαλμένο μέσα από το You are we των While She Sleeps, φοβερό. Είναι ήδη ξεκάθαρο ότι οι Erra με αυτό το άλμπουμ προσπαθούν να απομακρυνθούν από τις πιο δύσβατες συνθέσεις του παρελθόντος και να κυκλώσουν πιο γήινες φόρμες και πιο μελωδικές αναπτύξεις. Αν κανείς αμφιβάλλει ακόμα το Blue reverie είναι από αυτά που ξεχωρίζουν φέρνοντας στο μυαλό σύγχρονους Architects, στο στυλ του For those that wish to exist. Ο έντονος συναισθηματισμός που κυριαρχεί εδώ ξεκαθαρίζει το τοπίο και αφήνει στίγμα για το μέλλον.

Θεωρώ πως γράφοντας το Slow sour bleed, που ακολουθεί, η μπάντα ήθελε να δημιουργήσει ένα συναυλιακό δυναμίτη, με ογκώδεις κιθάρες, ξεσηκωτικό μπιτάκι και βαρύ ξέσπασμα στη μέση. Όπως αποδείχτηκε στο φετινό Graspop, ακριβώς τέτοιο είναι το κομμάτι.

Μια εισαγωγή γεμάτη μελαγχολική ατμόσφαιρα, που στην αρχή φαντάζει λίγο ξένη και αχρείαστη τελικά μας βάζει στο κλίμα για το πολύ ωραίο Glimpse, ενώ στο Past life persona οι Erra κλείνουν το μάτι και στους Bring me the horizon κρατώντας όμως τον χαρακτηριστικά βαρύ ήχο στις κιθάρες που το κάνει τελικά δικό τους.

Τα τελευταία τρία κομμάτια είναι από τα πιο ενδιαφέροντα του δίσκου. Το Crawl backwards out of heaven είναι μάλλον το πιο βαρύ, και στιχουργικά, ενώ το Pale Iris έχει τη δομή του metalcore super hit που θα κάτσει για χρόνια στα setlist.

Στο κλείσιμο έρχεται το προσωπικά αγαπημένο Wave, που για μένα δείχνει το δρόμο που θα τους κάνει να ξεχωρίσουν στο μέλλον ποιοτικά και υφολογικά από τους γύρω τους. Οι πάρα πολύ καλές ερμηνείες σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες κιθάρες και τους δύσκολους ρυθμούς, που εξυπηρετούν ουσιαστικά όμως την ανάπτυξη της μουσικής, συνθέτουν ένα πολύ έντονο και όμορφο κομμάτι.

Το Cure είναι ένας καταπληκτικός δίσκος μοντέρνου metalcore που κάνει το βήμα μπροστά σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές της μπάντας χωρίς όμως να χάνει σε ποιοτικό βάθος. Προσωπικά πιστεύω ότι οι Erra έχουν όλα τα εργαλεία ώστε να τους δούμε να ανεβαίνουν όλο και ψηλότερα τα επόμενα χρόνια, το μέχρι που θα δείξει…

7 Likes

Romuvos - Spirits

Έχουν σίγουρα βγει καλύτεροι δίσκοι από αυτόν φέτος, αλλά διάολε κανείς τους δεν είναι πιο ψηλός από δαυτον, κανένας δεν είναι πιο περήφανος.

Αν δεν έχεις μέσα σου λαχτάρα για τις χιονισμένες βουνοκορφές και δεν αναζητάς αυτό το καθαρό, τσουχτερό αγέρα που χτυπάει το πρόσωπο και σε κάνει να νιώθεις ζωντανός, δεν ξέρω πόσο θα εκτιμήσεις αυτά που έχω να σου πω εδώ. Οι Romuvos έρχονται από τη Βαλτική για να μας βάλουν στη δική τους εκδοχή της Βόρειας παγανιστικής μυσταγωγίας. Θα περπατήσουμε τα Ιερά άλση, θα γευτούμε κρυστάλλινα νερά και αφού ορθώσουμε το ανάστημα μας δίπλα στον αγέρωχο Περκούνας θα καταλήξουμε αναπόφευκτα στον Βέλνιας, του κάτω κόσμου, γεμάτοι από μουσική, πλήρεις.

Το Spirits είναι ένας δίσκος που βαδίζει το δρόμο της Λιθουανικής παράδοσης, οι κιθάρες είναι παρούσες αλλά όχι παντού και σπανίως σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Υπάρχει σαφώς και η πιο metal κόψη της μουσικής τους που προσεγγίζει άλλοτε τον αργόσυρτο επαναλαμβανόμενο τρόπο των Rotting Christ ενώ άλλοτε στέκεται πιο θριαμβευτική, κοιτώντας τα άστρα του Σβείξτικας με οδηγό τον παντοτινά αθάνατο Quorthon.

Τον τέταρτο δίσκο των Romuvos τον βάζεις να παίξει καθιστός, αλλά στην πορεία τον ακούς όρθιος με στηλωμένα γερά τα πόδια στο έδαφος, περιπλανώμενος με τη φαντασία σου ανάμεσα σε άγρια τοπία και παγωμένες λίμνες. Με ένα τσεκούρι στο χέρι και τους συντρόφους στο πλευρό, γινόμενοι ως ένα, στην ειλικρινή ματιά της μάνας φύσης.

Το πρώτο κομμάτι σε βάζει κατευθείαν στα βάθη της μουσικής τους και πρέπει να περιμένεις αρκετά για κάποιο μέταλ ξέσπασμα. Αυτό τελικά έρχεται στα μέσα του δεύτερου Sun and the morning star, το οποίο μάλιστα μου έφερε λίγο στο μυαλό και τους δικούς μας Khirki στη μελωδία και το ύφος. Στο δέντρο του κόσμου σφίγγεις τη γροθιά και από κει και πέρα έχεις γίνει δικός τους. Ανάμεσα στις πιο έντονες στιγμές σίγουρα μπαίνει όταν η μπάντα βάζει στο επίκεντρο τον κήπο του Ηλιου και τη φωτιά. Η δύναμη που βγάζουν οι φωνές μαζί με τα παραδοσιακά, αλλά με σύγχρονο τρόπο δοσμένα, όργανα είναι φοβερή.
Το τέλος έρχεται ταιριαστό για τα πνεύματα της Βαλτικής, με έναν ύμνο για την ημισέληνο και μια ήρεμη κατακλείδα που ολοκληρώνει το ταξίδι.

Σίγουρα έχουν βγει πολύ καλύτεροι δίσκοι από αυτόν φέτος, αλλά διάολε κανείς τους δεν είναι πιο ψηλός από δαυτον, κανένας δεν είναι πιο περήφανος. Το Spirits στέκει με βλέμμα καθάριο και σε εμπνέει να σταθείς κι εσύ αλύγιστος στο όραμα μιας άλλης ζωής.

6 Likes

Dom Zły είναι. Το έψαχνα κ δεν το έβρισκα όπως το είχες γράψει.

1 Like

Garden Home - Garden Home

Η μουσική πρόταση των Garden Home κερδίζει γρήγορα το ενδιαφέρον και το κρατά αμείωτο φέρνοντας αναπόφευκτα το repeat, ξανά και ξανά.

Δεν ξέρω για τι είναι γνωστό το Μιλγουόκι, αλλά σίγουρα δεν είναι για τη μουσική του, δηλαδή πασχισα πολύ για να βρω έστω και μία μπάντα που να ξέρω από την πόλη των ελαφιών! Οι Garden Home όμως έρχονται από ακριβώς εκεί και με το ντεμπούτο τους καταφέρνουν να το βάλουν, κι αυτό, στον ηχητικό μας χάρτη.

Η μουσική πρόταση που φερνουν με το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ τους συμπυκνώνεται σε οκτώ κομμάτια έντονου, μελαγχολικού post hardcore διάρκειας μικρότερης από εικοσιπέντε λεπτά. Η μελωδικοτητα του δίσκου, ο τραγουδιστής που λυσσάει να σκίσει τις φωνητικές του χορδές σε συνδυασμό με την ενέργεια που βγάζουν από την αρχή ως το τέλος κερδίζουν γρήγορα το ενδιαφέρον και το κρατάνε μάλιστα αμείωτο μέχρι και το repeat, ή μάλλον καλύτερα τα repeat.

Από πολύ νωρίς η μπάντα θέτει καθαρά το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί καταφέρνοντας να εντάξει τον ακροατή ακριβώς μπροστά της. Υπάρχουν προφανώς κομμάτια που ξεχωρίζουν στο δίσκο, όπως το hot water/cold hands ή το τελευταίο false spring, όμως η πορεία λειτουργεί πολύ καλά ως σύνολο, με το δίπολο συναίσθημα - θυμός να κρατά την επαφή με τον ακροατή δουλεύοντας πολύ καλά μέσα σε όλες τις πτυχές της μουσικής τους. Σε παρόμοιο κλίμα κινούνται και οι στίχοι, ακροβατώντας ανάμεσα στην απογοήτευση και την επίθεση, την παραίτηση και την καταγγελία, τη μοναξιά, τη συντροφικότητα, τη προδοσία. Σίγουρα η σκοτεινή πλευρά της εσωτερικότητας της μπάντας φαίνεται να υπερισχύει αλλά είναι τέτοια η αμεσότητα στα ξεσπάσματα της μουσικής τους που τελικά βγάζει μια αληθινή εξωστρέφεια όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται αυτό.

Η δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες είναι πολύ καλή, αν και βασικός στόχος της είναι να μεταφέρει τη μελωδία ακουμπάει και σε πιο βαριές φόρμες χωρίς να αποστρέφεται μάλιστα τις emo μη σου πω μέχρι και punk αποχρώσεις. Το rhythm section συμβάλλει καθοριστικά στην ένταση που βγάζει η μουσική, με τον ντράμερ του συγκροτήματος να προσθέτει χρώμα με τα πολύ ωραία παιξίματά του και το στιβαρό μπάσο να δένει όλο τον ήχο.

Οι Garden Home ξεκινούν το ταξίδι τους με αυτή την πρώτη τους δουλειά πολύ δυναμικά. Μπορώ να τους φανταστώ σε μικρά κλαμπ να φτύνουν τη μουσική τους και να εκθέτουν το μέσα τους χωρίς αποστάσεις, χωρίς διαχωριστικά, και ελπίζω να τους δω να ωριμάζουν, κρατώντας όμως ατόφια την ειλικρίνεια τους στο μέλλον, για να μεγαλώσει η πρόταση τους και να χτίσει το δικό της χαρακτήρα.

3 Likes

Δεν τους είχα ακουστά και το έβαλα να παίξει απο περιέργια. Είμαι στη τρίτη σερί ακρόαση και ψήνω 4η… Πολύ καλό Αλμπουμ. :love_you_gesture:

1 Like

Autolith - Artificial Heaven

Το Artificial Heaven πραγματεύεται την υφή του πένθους σε ένα μουσικό σύνολο που δεν κάνει πουθενά κοιλιά.

Πρώτος δίσκος για τους Autolith από το Μέμφις, σε βαρύ κλίμα με post metal και sludge ραχοκοκαλιά, αλλά στοιχεία από ένα ευρύτερο φάσμα του ακραίου metal χώρου.

Το πρώτο στοιχείο που πρόσεξα στο δίσκο είναι η πολύ συμπαγής και με φυσικό ήχο παραγωγή, που του δίνει το μέγεθος που χρειάζεται για να σε πνίξει από νωρίς στο βούρκο του. Τεχνητός ο παράδεισος, πραγματική η κόλαση.

Το Artificial Heaven αποτελείται από εννιά κομμάτια συνολικής διάρκειας 38 λεπτών και πραγματεύεται την υφή του πένθους. Τα ως επί το πλείστον ακραία φωνητικά δένουν με τα βαριά, συχνά κοφτά, ριφ και φτιάχνουν ένα άλλοτε αργόσυρτο και θανατερά βαλτωμένο πλαίσιο ενώ άλλοτε δουλεύουν σε καταιγιστικούς ρυθμούς προκαλώντας πόνο, θυμό, και μια αστική απόγνωση. Είναι πολλά τα ατμοσφαιρικά περάσματα όπου οι τόνοι πέφτουν και δίνεται έμφαση στη μελωδία, αλλά χωρίς ποτέ να περνά σε πιο αισιόδοξο συναισθηματικό πλαίσιο. Προσωπικά τα Blurring Lucidity και Lathe Of Misery είναι τα δύο κομμάτια που εκτίμησα περισσότερο μέσα σε ένα σύνολο όμως που δεν κάνει πουθενά κοιλιά.

Ειδική αναφορά αξίζει να κάνω στον ντράμερ του συγκροτήματος, Ryan O’Neal (που παίζει και στους επίσης πολύ ενδιαφέροντες Yashira - το Fail to be αξίζει σίγουρα τα 40 λεπτά της ζωής σας που ζητάει). Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που παίζει, γεμίζει τα κομμάτια και τονίζει εύστοχα το κλίμα που θέλει να περάσει κάθε πτυχή του άλμπουμ.

Η πρώτη δουλειά των Autolith με κέρδισε σίγουρα με την πολύ καλή μουσική αλλά και με τη δέσμευση της στο ψυχολογικό υπόβαθρο που χτίζει. Θέλω να πιστεύω ότι θα μας ξανά απασχολήσουν στο μέλλον που έρχεται.

4 Likes

Slayer “Divine intervention” (1994) + “Diabolus in musica” (1998) + “God hates us all” (2001)

+
+

Είναι συνηθισμένη έκφραση για κάποια (αμφιλεγόμενα) albums του παρελθόντος το «τι κακά που γέρασαν». Αυτό που συνήθως ΔΕΝ λέμε, είναι τι όμορφα γέρασαν κάποια albums, κι αυτό ακριβώς ένιωσα εγώ ξεθάβοντας μετά από ποοολλά χρόνια την Bostaph περίοδο των Σφαγέων.

Πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσω ότι εγώ ψιλο-Bostaph-ικός δήλωνα τόσα χρόνια (!) και πώς αλλιώς αν από τα πρώτα Slayer-ο-τράγουδα που ακούς είναι αυτό το γαμημένο “Disciple” με το άπιαστο drumming καθ’ όλη τη διάρκειά του. Εντάξει, αναγνωρίζω το μεγαλείο του Lombardo, αλλά πιστεύω ότι το παίξιμο του αβαντάρεται και από δύο κρίσιμους παράγοντες:

Α). Πρώτον, έπαιξε σε κλασικότερα τραγούδια/δίσκους που (όσο να ‘ναι) επηρεάζει τη διάθεσή μας.

Β). Κατάφερνε να έχει πάντα εντυπωσιακό ήχο στα studio albums, πράγμα που αυτόματα προκαλούσε έναν θαυμασμό για συγκεκριμένα γυρίσματα, για το πώς ακούγονται (και σου μένουν) τα χτυπήματα στα toms του ή τα πιατίνια του κλπ.

Αντίθετα, ο Bostaph χαντακώνεται και στα δύο αυτά πεδία, γιατί:

Α). Ε, έπαιξε σε αμφιλεγόμενους (ηχητικά) δίσκους των Slayer που δεν κατάφεραν ποτέ να συναγωνιστούν την αίγλη της Lombardo περιόδου.

Β). Ο ήχος των drums του (και γενικότερα η παραγωγή αυτών των δίσκων) ποτέ δεν έφτασε τον αντίστοιχο του Lombardo. Προοδευτικά από το “Divine…” μέχρι και το “God…” νομίζω ότι δίσκο-δίσκο έφτιαχνε αυτό, αλλά και πάλι.

Κι αυτό ήθελα να το σημειώσω, τέλος πάντων, γιατί μπορεί ο Lombardo να έμεινε στην ιστορία για το πώς κατάφερνε ν’ αναδεικνύει και το παίξιμό του μέσα σ’ αυτόν κυκεώνα κλασικών riffs των Hannemann/King ή να έθεσε κάποιες βάσεις όσον αφορά την ταχύτητα, το στυλ κλπ., αλλά κι ο Bostaph ρε παιδιά, τεχνικά εμένα μου έβγαζε πάντα κάτι πιο ευφάνταστο/«παιχνιδιάρικο»/πειραματικό στο drumming. Δηλαδή (ορθά) ο τύπος δεν μπήκε σε μια διαδικασία συναγωνισμού για τις πιο γρήγορες ταχύτητες (που και ‘κεί, βέβαια, του έδινε να καταλάβει όποτε χρειαζόταν), αλλά έπαιξε μπάλα αλλού νομίζω, και μάλιστα προσαρμόζοντάς το στυλ του σε πιο ανορθόδοξες κιθαριστικές ιδέες.

Κι αφού ξεμπερδέψαμε με το Lomabrdo vs. Bostaph κομμάτι, πάμε και στο μουσικό μέρος της τριάδας των albums.

Πρώτα απ’ όλα, εγώ ήμουν από τους τυχερούς-άτυχους που σαν «νέο δίσκο Slayer» γνώρισα το “God hates us all”, οπότε αυτό πάντα είχε μια ιδιαίτερη θέση στο μουσικό DNA μου. Κατόπιν εορτής, κι αφού άκουσα και το “Christ illusion” (για παραπέρα ούτε λόγος), μπορώ να πω ότι το “God…” δεν το γούσταρα τόσο μόνο και μόνο γιατί ήταν από τα πρώτα (αν όχι το πρώτο) ολοκληρωμένα Slayer albums που άκουσα, αλλά γιατί ήταν κι ένα πραγματικά (το τελευταίο; ) επικίνδυνο album, με την έννοια ότι σ’ αυτό οι Slayer μου ακούγονται ακόμα 1000% μανιώδεις, βλάσφημοι κι απειλητικοί. Σ’ αντίθεση, δηλαδή, με το αμέσως επόμενο album του πολυδιαφημισμένου reunion που (κατά τη γνώμη μου πάντα) έβγαζε έναν πολύ επιτηδευμένο αέρα «επιστροφής» στη βία, τη βλασφημία κλπ.

Και με το τελευταίο σχόλιο δίνω πάσα για να μιλήσω για την ηχητική «μετάλλαξη» των Σφαγέων στα 90’s: αν για κάτι πάντα «σεβόμουν» αυτά τα albums, είναι ακριβώς ότι βρίσκονταν μακριά από την επιτήδευση, την κοινοτοπία και την επανάληψη. Ασχέτως της ποιότητάς τους ή του κατά πόσον του «βγήκε» αυτή η στροφή του συγκροτήματος, σεβόμουν απεριόριστα το γεγονός ότι οι Slayer των 90’s έδειχναν να έχουν τ’ αυτιά τους ανοιχτά σαν μπάντα, σαν στιχουργοί, σαν «αρτίστες», ώστε να αφομοιώνουν τις εξελίξεις του σκληρού ήχου και να τις εκπέμπουν πάλι πίσω μ’ έναν δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. Και δε μιλάω μόνο για το μουσικό μέρος (χαμηλά κουρδίσματα, εφέ, πιο core ρυθμοί κλπ.), αλλά και για το γραφιστικό, το στιχουργικό κλπ. Κοινώς, δεν επαναπαύτηκαν σε ό,τι είχαν πετύχει ή στην εικόνα και το μουσικό πλαίσιο που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει για τους εαυτούς τους, αλλά τόλμησαν να πειραματιστούν, ν’ ανανεώσουν τον ήχο και την εικόνα τους και να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους σύμφωνα με τις εξελίξεις (το ζήτημα «leaders not followers» που ανακύπτει συνήθως σε τέτοιες κουβέντες το θεωρώ άκυρο και άνευ περιεχομένου γενικά).

Η αλήθεια είναι, παρ’ όλα αυτά, ότι και τα δύο 90’s albums με τον Bostaph (είπαμε: το “God hates us all” είναι άλλη ιστορία, πιο βιωματική) μου είχαν φανεί ψιλομέτρια όσον αφορά το επίπεδο των τραγουδιών τους και τα παράτησα σχετικά γρήγορα πέρα από τα 2-3 κομμάτια-κράχτες που περιείχαν. Είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι γενικά δεν υπήρχαν αρκετές «κορυφές» που να συγκρατούν την προσοχή σου· ότι γενικά μιλάμε για albums με αρκετά fillers, των οποίων η ροή και δομές των τραγουδιών (τα riffs, οι φωνητικές γραμμές κλπ.) ακολουθούν ένα παρόμοιο μοτίβο χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις.

Κι όμως, τόσα χρόνια μετά, νιώθω ότι εκτιμώ διαφορετικά την ποιότητά τους -βασικά, θεωρώ ότι τελικά οι Slayer «εξελίχθηκαν» με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο που θα μπορούσαν να κάνουν. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η πιο «μοντέρνα» προσέγγιση του ήχου που έχουν κάνει είναι φοβερά επιτυχημένη, εννοώντας τη διαχείριση διαφόρων στοιχείων όπως πιο «μιλητά»/τραγουδιστά φωνητικά, εφέ, αρμονικές και μικροφωνισμοί στις κιθάρες, τα πιο βαρύτοντα riffs και φυσικά το αδιανόητο groove που είναι διάχυτο και στο “Divine…” και στο “Diabolus…” και δε συναντώταν με τέτοιον τρόπο στις πιο thrash ημέρες τους. Επίσης κάτι που βρίσκω φοβερό και δεν είχα προσέξει και τόσο, είναι ο πολύ έξυπνος τρόπος με τον οποίο γίνονται οι ρυθμικές «μεταβάσεις» και αλλαγές όσον αφορά riffs και ρυθμούς. Μιλάμε για ένα αξεδιάλυτο μίγμα hardcore και thrash, του οποίου η ροή είναι πραγματικά αδιάσπαστη και πο-ρω-τι-κή, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο χοροπηδηχτός ρυθμός θα πάει στο γρήγορο beat και τούμπαλιν είναι ανεπανάληπτος και 100% φυσικός.

Από εκεί και πέρα, τι σκασμός από κομματάρες υπάρχει σε καθένα από αυτά τα albums;;; Πρώτα απ’ όλα, ολόκληρο το πρώτο μισό από “Divine…” είναι (πλέον) κλασικούρες: μπάσιμο με “Killing fields” και “Sex. Murder. Art” για να γνωρίσουμε τους «νέους» Slayer, συνέχεια μ’ ένα ψιλο-μέτριο-θα-λέγαμε-αν-δεν-υπήρχε-αυτό-το-τέλειο-ατμοσφαιρικό-αργό-πέρασμα-προς-το-τέλος “Fictional reality”, πάρε ένα “Dittohead” για να τα σπάσεις σε thrash ρυθμούς και ολοκληρώνεσαι με το ομώνυμο του οποίου το riff συνεχίζει επάξια την κληρονομιά των μελωδιών του “South of heaven”, του “Dead skin mask” κλπ. ΟΚ, το 2ο μισό είναι όντως λιγότερο καλό, αλλά και πάλι με κάτι παλιακά “Mind control” ή με κάτι μελωδικούς Araya τύπου “Serenity in murder” ή εισαγωγές τύπου “SS-3” , κρατιέται καλά.

To “Diabolus…”, τώρα, το θεωρώ ακόμα καλύτερο στα πάντα: στον ήχο, στο groove, στη «μοντερνίλα», αλλά κυρίως στις πιο σατανιασμένες μελωδίες -καρφί Hannemann το σκοτάδι και η έντονη ατμόσφαιρα του δίσκου. Χτυπιέσαι ανελέητα με “Stain of mind” και “Death’s head”, το “Love to hate” έχει το πιο εθιστικό, «ανάποδο» riff του δίσκου, το “In the name of god” θα κατατρόπωνε τους Dream Theater στο Same title, different song, ενώ το “Point” παίζει να ‘ναι το πιο υποτιμημένο κομμάτι του δίσκου: τέλειο groove-άτο riff στην αρχή και καταιγιστικός Bostaph προς το τέλος -πραγματικά τα γυρίσματά του τα τελευταία δευτερόλεπτα είναι ανελέητα.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στο “God…” που, ΟΚ, δεν απέχει πολύ από τη συνταγή του “Diabolus…”, θα έλεγα ότι μάλλον την εξελίσσει κι άλλο πατώντας απ’ τη μία πάνω σε αυτήν, κι από την άλλη μπολιάζοντάς τη και με γενναίες δόσεις επιθετικότητας. Δηλαδή έχεις από τη μία κάτι “God send death” (μέχρι και το DeathspellOmega-ικό riff σας εφηύρε ο Hannemann, τι άλλο θέτε…), “Bloodline” ή “Deviance” που «μελωδιάζουν» χωρίς στιγμή να φλωρέψουν, κι από την άλλη σου πετάνε ένα “Payback” στο τέλος και δε με νοιάζει τι λέτε για cheesy, εφηβική στιχουργική, εγώ αυτό θέλω από ΣΛΕΓΙΕΡ, να λένε για γαμημένους καθετήρες στο μυαλό, ότι θα μας βγάλουν τα μάτια και το δέρμα και ότι ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ ΣΑΣ, ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗΔΕΣ.

Ουφ, αυτά, τα είπα και τα έβγαλα από μέσα μου. Είναι δισκάρες και τα 3 και δεν τσιγγουνεύονται ούτε γραμμάριο Slayer-ίλας. Και μετά από τόσα χρόνια ακούγονται ακόμα πιο πορωτικά και θα έκαναν σκόνη οποιονδήποτε τολμούσε να τους εγκαλέσει για nu-metal νερό στο thrash κρασάκι του.

22 Likes