Challenge accepted @Aldebaran.
Στο thread “Μουσική και ιδεολογία” είχα αναφέρει αποσπασματικά το περιστατικό (Μουσική και ιδεολογία) που στάθηκε αφορμή για να διαχωρίσω τον καλλιτεχνικό δημιουργό από το δημιούργημα.
Ήρθε η ώρα να γράψω αναλυτικά τι έγινε εκείνο το βράδυ, κάνοντας μία σύντομη (λέμε τώρα) εισαγωγή.
Περί το 2001 με 2002, όταν όλος ο κόσμος είχε αρχίσει το παραμιλητό μετά την κυκλοφορία του μνημειώδους “Lateralus” των Tool, εγώ αρνιόμουν να παραδεχτώ ότι ολάκερος ο progressive ήχος είχε επαναπροσδιοριστεί κι επιχειρηματολογούσα κατά του συγκροτήματος, θεωρώντας τους Αμερικανούς υπερεκτιμημένους… Για εμένα, κάθε απόκλιση από τις “βασικές γνώσεις” φάνταζε ανούσια, ήτοι το progressive ξεκινούσε και τελείωνε στο “Rage for Order” των Queensrÿche. Μία πενταετία λοιπόν μετά -κι έχοντας ξεπεράσει σε ένα βαθμό την “συντηρητική” αντίληψη της ηλικίας των 16- έχω ήδη καταθέσει τα διαπιστευτήριά μου στο “Lateralus” κι έχω βρεθεί να υπερθεματίζω αναφορικά με τη σπουδαιότητα της μπάντας, εξ αφορμής και της τότε πρόσφατης κυκλοφορίας του “10,000 Days”. Στο μυαλό μου (πρώιμη ενήλικη ηλικιακή φάση πλέον) τα μέλη του συγκροτήματος αποτελούν μία ομάδα new-age φιλοσόφων, οι οποίοι κατέχουν όλα τα μυστικά της ύπαρξης. Είναι αδύνατον, σύμφωνα με την τότε νοοτροπία μου, τέτοια μουσική και τέτοιοι στίχοι να δημιουργούνται από κάτι λιγότερο από αψεγάδιαστα πνευματικά όντα. Εν ολίγοις, υποπίπτω στο ολέθριο σφάλμα να “θεοποιήσω” τους δημιουργούς των έργων τα οποία λατρεύω και ικανοποιούν τα αισθητικά μου κριτήρια. Λίαν συντόμως, θα ερχόμουν αντιμέτωπος με ένα απόλυτα σουρεαλιστικό -αλλά και διδακτικό συνάμα- γεγονός το οποίο θα με βοηθούσε να εκλογικεύσω την παραπάνω διαστρεβλωμένη μου αντίληψη.
Φτάνουμε αισίως στην Παρασκευή, 15 Δεκεμβρίου 2006.
Με κολλητό φίλο, αποφασίζουμε να κατέβουμε Εξάρχεια για μπύρες. Την επομένη εμφανίζονται στο Κτίριο Ξιφασκίας, στο Ελληνικό, οι Tool, με support τους Mastodon. Παρότι ήδη συγκαταλέγομαι στους fan των Tool και στους συμπαθούντες τους Mastodon (τους λάτρεψα σε μεταγενέστερο χρόνο, την περίοδο του “Crack the Skye”), δεν αγοράζω εισιτήριο. Αυτή η απόφασή μου αποδείχθηκε μάλλον σωστή, βάσει τόσο ανταποκρίσεων της συναυλίας, όσο κι εξιστορήσεων γνωστών μου που παραβρέθηκαν. Όπως, λοιπόν, ανηφορίζουμε προς την πλατεία των Εξαρχείων και λίγο πριν φτάσουμε σε αυτήν, παρατηρώ ξαφνικά τον συνοδοιπόρο να έχει εστιάσει προς μία παρέα δύο ατόμων, η οποία βρίσκεται περί τα 10-15 μέτρα από το σημείο που είμαστε εμείς, σε μία εσοχή πεζοδρομίου κεντρικού δρόμου των Αθηνών. Πριν προλάβω να μιλήσω, συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για τους Justin Chancellor και Brann Dailor. Εκστασιασμένοι, και σχεδόν παραμιλώντας, τους πλησιάζουμε και αρχίζουμε κουβέντα. Φυσικά τους αναφέρουμε το πόσο πολύ λατρεύουμε τη μουσική και των δύο συγκροτημάτων και προσπαθούμε να ζήσουμε όσο πιο έντονα το όλο σκηνικό, για να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι αληθινό. Αποδεικνύονται και οι δύο άκρως προσηνείς, ενώ είναι φανερά “ευδιάθετοι” λόγω της -ταυτόχρονης με τη συζήτησή μας- “πρακτικής τους εξάσκησης” πάνω στις ευεργετικές συνέπειες φυτικών προϊόντων της μάνας γης. Παραδόξως, αποχωρούμε μετά από λίγη ώρα, χωρίς να καταστούμε σε καμία περίπτωση φορτικοί, επισφραγίζοντας αυτό το -πέρα από τις προσδοκίες μας- αντάμωμα με την πιο θολή φωτογραφία στην ιστορία (δείτε στο τέλος του post). Απομακρυνθήκαμε ευρισκόμενοι σε άλλη διάσταση, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς είχε μόλις λάβει χώρα.
Συνεχίσαμε τη βόλτα μας κανονικά, συζητώντας, ανά διαστήματα, τις επόμενες ώρες, που πίναμε τις μπύρες μας, για την προαναφερόμενη συνάντηση. Πριν πάρουμε το δρόμο για τα σπίτια μας, αποφασίσαμε να πιούμε μία τελευταία μπύρα σε γνωστό metal club πλησίον της πλατείας (παραλείπεται το όνομα, ως ευκόλως εννοούμενο). Μπαίνοντας, διαπιστώσαμε ότι το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο, το οποίο μας προξένησε εντύπωση. Κινούμενοι ως “αίλουροι”, καταφέραμε να προσεγγίσουμε την μπάρα και να βρούμε ένα σημείο με μικρό άνοιγμα. Αφού παραγγείλαμε, ο κολλητός με σκούντηξε να κοιτάξω δίπλα μου, όπου και καθόταν ο Justin των Tool. Φυσικά -ως “κολλητός” του πλέον-, τού απηύθυνα το λόγο, ρωτώντας τον αν θυμάται τη γνωριμία μας προ ολίγων ωρών. Χαμογέλασε και ψέλλισε κάτι ακατάληπτα, ενώ ταυτοχρόνως προσπαθούσε να χτίσει πύργο, με τα ποτήρια της draft μπύρας που είχε μπροστά του. Κατάλαβα ότι δεν δύναται να υπάρξει καμία συνεννόηση, εφόσον ο άνθρωπος ήταν τελείως off, επομένως, συνέχισα να πίνω την μπύρα μου με τον φίλο μου. Μετά από λίγο, ξαφνικά και χωρίς να έχει προηγηθεί καμία ενέργεια από μέρους μου, νιώθω κάποιον να με αρπάζει από το χέρι, ουρλιάζοντας: “Why did you grab me?”. Είναι ο Justin. Σαστισμένος, κατεβάζω με ηρεμία το χέρι του, απαντώντας του ότι δεν έκανα τίποτα και ούτε τον ενόχλησα. Εκείνη τη στιγμή, αντί να ηρεμήσει η κατάσταση , όπως ανέμενα, ο τύπος “ροπιάζει” επικίνδυνα και συνεχίζει να ουρλιάζει μέσα στο πρόσωπό μου, κατηγορώντας με ότι τον άρπαξα από το χέρι. Κοιτάζω τον φίλο μου, ο οποίος τα “έχει χάσει”, όπως κι εγώ, ενώ αρχίζουμε να ανησυχούμε ότι εντός ολίγων δευτερολέπτων θα αρχίζουμε να “βάζουμε ξύλο και στις τσέπες”, ως παρενοχλήσαντες τον rock star, σε ιδιωτικές στιγμές του. Ταυτοχρόνως, ο σουρεαλισμός “απογειώνεται”, καθώς καταφθάνει στο σημείο ο Danny Carrey, ο οποίος, θυμίζει έντονα στο δέμας και την υποβλητικότητα τον Chief από το “One Flew Over the Cuckoo’s Nest”. “Αυτό ήταν”, σκέφτομαι, “τώρα, με το “θηρίο”, δεν γλιτώνουμε με τίποτα”. Όχι τίποτα άλλο, αλλά με “έτρωγε και το δίκιο”, ότι δεν είχα κάνει κάτι και δεν ήθελα επ’ ουδενί να ζητήσω συγγνώμη ως αναίτιος, απλά και μόνο για να αποκλιμακωθεί η κατάσταση. Παραδόξως, ο Danny “γέρνει” προς το μέρος μου και με ρωτάει, σχετικά ήρεμα, στο αυτί τι συνέβη. Εγώ, με έντονο το συναίσθημα αυτού τον οποίον “πνίγει το δίκιο”, τού εξιστορώ τι έγινε. Μου λέει ότι είναι καλύτερα να αποχωρήσω, διότι ο Justin είναι εκτός εαυτού, είναι μεθυσμένος και δεν καταλαβαίνει τι γίνεται. Στο τέλος, δε, μού ζητάει και συγγνώμη, εκ μέρους του Justin. “Μέγας” ο τύπος, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ασφαλώς και αποχωρούμε άμεσα με τον κολλητό (“ρίξαμε, μάλιστα, και πιστόλι” στο μαγαζί, πάνω στην φόρτισή μας) και βγαίνοντας έξω παίρνουμε μία βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι έχει μόλις συμβεί.
Αυτή ήταν η νύχτα που γνώρισα τρεις rock star και παρ’ ολίγο να “παίξω μπουνιές” με τον έναν από αυτούς τους, τον οποίον και συγχώρεσα μέσω του bandmate του. Αγαπητέ Justin, η σύντομη φιλική μας σχέση πέρασε από “σαράντα κύματα” κι έληξε άδοξα. Your loss, mate. Σε κάποια φαντασίωσή μου, βάζω τον εαυτό μου να αρπάζει εσένα εκείνο το βράδυ, ουρλιάζοντας, μέσα στη μούρη σου: “Who are you to wave your finger? / You must have been out your head”…
Bonus φωτογραφία:
Από αριστερά προς τα δεξιά: BD, φίλος tBL, JC
Φωτογράφος: tBL