Λοιπόν, θα κλέψω λίγο, αλλά μπορώ και οφείλω, και ας είναι ελαφρώς οφτόπικ :
"Transilvanian Hunger"
Εχει φύγει ο Zephyrous και είναι πλέον ντουέτο. Αναλαμβάνει ο Fenriz όλα τα μουσικά όργανα για πρώτη φορά (πέραν των Isengard έως τότε), πάει στο τετρακάναλο Necrohell και ξεκινάει τον δίσκο έτσι. Το riff των riff, η μελαγχολία που βγαίνει πίσω από την παραγωγή και τον εντελώς βινυλιακό ήχο, η ένταση, οι στίχοι, ένα κομμάτι που δεν γίνεται να το ακούσει κάποιος και να μην βουρκώσει, να μην νιώσει το εξώφυλλο να ζωντανεύει*. Τα τύμπανα βαράνε αλύπητα, συντονίζονται με τους παλμούς σου. So pure, so cold.
"Over Fjell Og Gjennom Torner"
Πέρα από τα δάση και μέσα από τα αγκάθια συνεχίζεται η επίθεση, με τον Culto να ισοπεδώνει ττην σύνθεση, η οποία συνειδητά διαθέτει μια μικρότερη έμφαση στη μελωδία αλλά λειτουργεί ως ένας αδυσώπητος άνεμος που διαρκεί μόλις 2μιση λεπτά και επαναφέρει τον πόνο έπειτα από την αρχική βαμπιρική μελαγχολία. Τα τύμπανα, ασταμάτητα.
"Skald Av Satans Sol"
Το αδιανόητο εναρκτήριο riff που χτυπάει όπως οι ακτίνες ενός σατανικού ήλιου την έως τώρα παγωμένη ατμόσφαιρα είναι αρκετό για να δώσει στην ίδια ρυθμική ραχοκοκκαλιά μια ωμή αλλά ανανεωτική πινελιά ώστε αυτό το μονολιθικό αριστούργημα, χωρίς να παρεκκλίνει ελάχιστα από τον στόχο του, που είναι το συναίσθημα, το μίσος, η πραγμάτωση του εξωφύλλου, να βασανίζει. Στα μέσα, η μελαγχολική μελωδία επιστρέφει, ο Fenriz έχει ένα πολύ συνεκτικό και συμπαγές πλάνο στο κεφάλι του, παρουσιάζει ενδοσκόπηση σε μια εποχή που ήταν πραγματικά βασανισμένος. Τα τύμπανα, συνεχίζουν να γεννούν εκατοντάδες απογόνων.
"Slottet I Det Fjerne"
Αυτή τη φορά οι διαρκείς παραλλαγές των black metal riffs του δίσκου φέρνουν το escapism στο τραπέζι, και το κάστρο που αχνοφαίνεται στο βάθος υπενθυμίζει το DND υπόβαθρο της σκηνής, δημιουργώντας μια τεχνητή αίσθηση πως η ατμόσφαιρα και το mid-tempo κυριαρχούν ενώ τα bpm δεν πέφτουν ούτε για nanosecond. Αν ανάμεσα στον χαμό ακούς ένα πιατίνι να λυσσομανά, τότε ίσως αλλάξει η οπτική σου για το συναίσθημα αυτού του κομματιού και της αδιανόητης αποτελεσματικότητάς του. Τα κιθαριστικά τσιτώματα στο τέλος απλά λειτουργούν συμπληρωματικά. Είπα, τα τύμπανα είναι ακάθεκτα.
"Graven Tåkeheimens Saler"
Tα ομιχλιασμένα δώματα ξεπροβάλλουν όπως τα σκαψίματα του (ναι ρε, εύηχου), μπάσου, και ενώ φαινομενικά ο δίσκος φαίνεται να κουράζει, να επανέρχεται στις καθιερωμένες τεχνοτροπίες, το πρώτο κομμάτι του δίσκου με στίχους από τον Varg, επενδύει εκ νέου στην περιγραφικότητα, και στην επαναληψιμότητα που κάνει το black metal να είναι το μήνυμα, όχι το μέσο. Η σύνθεση κόβεται και ηχεί ένα feedback. Φτάνουμε στην κορύφωση του σερί.
"I En Hall Med Flesk Og Mjød"
Μια από τις κορυφές του δίσκου, επειδή ανεβαίνει η ένταση εκ νέου, επειδή το εναρκτήριο riff είναι διαφορετικό κτήνος, επειδή για χίλιους λόγους. Αλλά εδώ θα ασχοληθώ με τον έναν, που είναι το θέμα του τόπικ:
Ο Fenriz καταθέτει συνθετικά τα εσώψυχά του και στον, πιο, λιτό, έως τότε, δίσκο της μπάντας παραδίδει ένα ακλόνητο και ευθύ έπος το οποίο με διαδοχικές συνθέσεις χτίζει πάνω σε έναν ρυθμικό ογκόλιθο που φαντάζει αμετακίνητος. Το σερί όμως, ξεδιπλώνει, σε αυτό το σημείο, τον πραγματικό του σκοπό.
Στα 55 δευτερόλεπτα εμφανίζεται η μόνη αλλαγή tempo σε όλον τον δίσκο, η πρώτη έως τώρα και αυτή που παίρνει όλον τον συσσωρευμένο αρνητισμό και τον βαράει στην μούρη κάθε επίδοξου μελλοντικού usurper που δεν αντιλήφθηκε ποτέ το δόγμα “less is more”. Μια αλλαγή, ένα σερί, μια χρωματισμένη εκφορά στίχων από τον Nocturno Culto, που επανέρχεται στις ράγες μετά και ξαναεμφανίζεται στα 2μιση λεπτά, συνθέτει για μένα ένα από τα πιο αδιανόητα ψυχολογικά σερί που έχουν συμβεί σε δίσκο. Από αυτές τις στιγμές, που το σοκ ξεπερνά την μουσικότητα, τις λεπτομέρειες, γίνεται ιδέα και χάνεται, ή μένει για πάντα. Γίνεται μνήμη και βίωμα. Αυτή η στιγμή είναι στοιχειωτική. Τόσο απλά.
Παραθέτω τα λόγια του ίδιου του Fenriz για το σημείο-κομμάτι όπως αναγράφονται στο “Black Death And Beyond”:
“I En Hall Med Flesk Og Mjød” features the album’s ONLY tempo “change”, a half beat that strikes 55 seconds into the song, but not until the 6th song of the album. I wanted it to be like that, like an experiment to see how effective a half beat could really be. I knew from before it was almost effective anywhere, but figured if you had an album with only the fast pace monotony and then waited till the 6th song you drop the half beat…it would be like uber-UGH!! And the riff that goes with the half beat is also especially “HVASST”. Cool song.
Υπάρχει λόγος που οι Darkthrone είναι η μεγαλύτερη μπάντα του συμπαντος, και μακάρι να μπορούσα να επεκταθώ αναλυτικότερα και όχι τόσο βιαστικά.
*Το εξώφυλλο είναι tribute στο “Live In Leipzig” προφανώς, αλλά για μένα, πάντα, αυτή η διαδικασία που σε υποβάλλουν αυτά τα 5μιση κομμάτια μέχρι το σημείο της αλλαγής, αυτό το σερί, εκτονώνεται όπως η “Κραυγή” του, επίσης Νορβηγού, Munch. Ίσως μπλέκονται κάπως έτσι:
Και δεν είναι καν ο καλύτερος δίσκος τους. Είναι αυτός όμως, και αυτό το σερί είναι για μένα ένας από τους βασικούς λόγους.