Τρομερό άλμπουμ!! Μες την πεντάδα με τα καλύτερα USA power metal όλων των εποχών για μένα.
Tate δε πιάνεται και δε συγκρίνεται με κανέναν εκείνη τη περίοδο, γνώμη μου.
Στο λαιβ του 85 στο Japan και πιο συγκεκριμένα στο take hold νομίζω ότι είναι εξωπραγματικος. Όσες φορές και να δω τη συναυλία τους εκεί δε τη χορταίνω!!
Προσπαθούσα να γράψω ένα κείμενο για πολλή ώρα. Έγραφα, έσβηνα, ξαναέγραφα… κάτι δεν «κολλούσε». Πολύ «πλάτιασμα» κι απομάκρυνση από την ουσία. Μετά θυμήθηκα ότι το θέμα προτρέπει για «λίγα λόγια». Και η αλήθεια είναι ότι το καλλιτεχνικό βάρος του εν λόγω πονήματος «πέφτει» πολύ για τον οποιονδήποτε, αποτρέποντας άσκοπες φλυαρίες.
Δύο μεσήλικες, λοιπόν, παραδομένοι στην ευεργετική κι επουλωτική επίδραση του πανδαμάτορος χρόνου, ανασυνθέτουν τα πρότερα δημιουργήματά τους, τοποθετώντας τα σε νέο πλαίσιο και αναδεικνύοντας την οικουμενικότητά τους, γεγονός που επιστεγάζει την καλλιτεχνική τους ιδιοφυΐα. Κατά μία ερμηνεία, η προσέγγισή τους είναι ταυτόχρονα βαθύτατα φιλοσοφική και διδακτική. Έχοντας οι ίδιοι «καρπωθεί» ό,τι -θεωρητικά πάντα- ονειρεύεται (ή καλύτερα ορέγεται) ο αδηφάγος πολίτης του Δυτικού κόσμου, ήτοι χρήμα, δόξα, επιτυχία, απολαύσεις, καταχρήσεις και larger than life εμπειρίες, ενεργούν ως πρεσβευτές της ένωσης με την Ανατολή, και -όσο και αν φαντάζει οξύμωρο, βάσει του τι απήλαυσαν, ως μέρος της βιομηχανίας, στη Δύση- θέτουν τους όρους της προσέγγισης των δύο μερών, υπό το πρίσμα του αμοιβαίου σεβασμού. Υπερβαίνοντας τα «στεγανά» και τις στρεβλώσεις της χρησιμοθηρικής, μισαλλόδοξης, φοβικής και ισοπεδωτικής εφαρμογής της Παγκοσμιοποίησης, ως γνήσια υπερβατικοί (αλλά και ουσιαστικοί συνάμα) καλλιτέχνες, εμμένουν στην ουσία των πραγμάτων, αναδεικνύοντας τη μόνη ουσιαστική, γνήσια κι ειλικρινή βάση επί της οποίας μπορεί να επιτευχθεί η ένωση φαινομενικά διαφορετικών μερών, ανεξαρτήτως αν αναφερόμαστε σε πολιτισμικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά ή οποιαδήποτε άλλα «παντρέματα». Αυτή του ανθρωπισμού και του σεβασμού στα διακριτά χαρακτηριστικά του έτερου μέρους.
Τα ανωτέρω, εξ αφορμής της εκ νέου ακρόασης, μετά από πολλά χρόνια, του ταξιδιάρικου:
Κι εσύ εστίασες στην ουσία στο πολύ περιεκτικό κείμενο σου φίλε @The_Black_League με το No Quarter να αποτελεί μια ιδανική αφορμή για να επεκταθείς πέραν του ειδικού, στο γενικό!
Να προσθέσω με την σειρά μου ότι η χρησιμοθηρία και η νοησιαρχία, κυρίαρχα σχήματα στην Δυτική σκέψη και γνήσια τέκνα της λατινικής, καταφατικής θεολογίας, επιβλήθηκαν σαν… θέσφατα και στον υπόλοιπο κόσμο, συμπεριλαμβανομένου και του, έτσι κι αλλιώς από ιδρύσεως του μεταπρατικού ιδεολογικά, ελλαδικού κρατιδίου.
Για το ειδικό, τι να πούμε; Έχουν γραφτεί τα πάντα.
Όλο το θέμα και η ουσία είναι η προσέγγιση του δίσκου. Ακουστική, «απογυμνωμένη», καθιστώντας την Ανατολή επί ίσοις όροις συμμετέχοντα και όχι δίνοντάς της το ρόλο του κομπάρσου ή του «βαστάζου» των «δυτικών» (σε πολλά εισαγωγικά) ηχοτοπίων.
Για τα εν Ελλάδι αλλότρια δάνεια που αναφέρεις, όσο και την εν γένει θέση της Ελλάδας στο δίπολο Δύσης-Ανατολής (κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, ιδιοσυγκρασιακά και πάει λέγοντας), θεωρώ ότι είμαστε από τις χώρες που εμπίπτουμε στο μεταίχμιο. Αυτή η θέση έχει παράξει πλήθος οξύμωρων και παράδοξων, τα οποία καλύτερα να μην αρχίσουμε να τα αναλύουμε γιατί δεν εμπίπτουν στο θέμα και θα οδηγήσουν, αναντίρρητα, σε ατραπούς.
Τα γραφετε ωραια ρε μπαγασες…
Τυπικά, μπήκαμε στην Άνοιξη. Υπό κανονικές συνθήκες, η συζήτηση θα είχε ήδη «ανάψει» για τα καλά, αναφορικά με τα festival του καλοκαιριού και τις συναυλίες της επόμενης περιόδου. Η διάθεση θα ανέβαινε σιγά-σιγά -συνεπεία και της βελτίωσης του καιρού- και τα «βαριά», χειμωνιάτικα ακούσματα θα άρχιζαν να παραχωρούν τη θέση τους σε πιο «εύπεπτους» ήχους. Όλα τα προαναφερομένα, υπό την αίρεση ότι θα ήμασταν σε μία κατάσταση κανονικότητας…
Κάπου στα τέλη του 2011, είχα αγοράσει εισιτήριο για τη συναυλία που έμελλε να αποτελέσει την πιο μελιστάλαχτη και γούτσου-γούτσου κατάσταση που έχω βιώσει έως και σήμερα (ή ορθότερα μέχρι και πριν έναν χρόνο και). Όπως και να ‘χει, «φτωχή», πλην τίμια, μπάντα οι Ιταλοί (από τότε τους έχω παρακολουθήσει εντελώς αποσπασματικά, κατά καιρούς), χωρίς να προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο, περνάει ευχάριστα η ώρα (όπως πέρασε κι εκείνο το βράδυ). Ωστόσο, προσωπικά, απήλαυσα πολύ περισσότερο το support group σε εκείνη τη συναυλία, παρά τους headliners.
Είναι πολλές φορές που σκέφτομαι τα “What if…?” ορισμένων album από ελληνικές μπάντες, συγκριτικά με παρόμοιες ηχητικά, αντίστοιχες κυκλοφορίες μπαντών, που προέρχονται από χώρες με μεγαλύτερες αγορές. Υφίσταται ανταγωνισμός επί ίσοις όροις, υπάρχει προκατάληψη βάσει της καταγωγής ενός συγκροτήματος, είναι ζήτημα προώθησης το να κάνεις το breakthrough ή μεμψιμοιρούμε άνευ λόγου και αιτίας, σ’ έναν κόσμο που η αμεσότητα και η καθολική προσβασιμότητα του διαδικτύου αναιρoύν τον προβληματισμό και αναδεικνύουν, απλά, ότι το όλο ζήτημα επαφίεται μόνο στη διάθεση για «ψάξιμο» κι εντέλει στην ποιοτική σύγκριση;
Επιγραμματικά, «εύπεπτος» ήχος και δυνατό support από τους Elysion και μεγάλο “ What if…?” για το:
Προσωπικά, δεν θα κατέτασσα a priori τον ήχο στο φάσμα του goth-metal/rock, εκτός αν κατηγοριοποιούμε αποκλειστικά βάσει του look της μπάντας. Κατ’ εμέ, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα album πιο κοντά σε AOR προσεγγίσεις (υπό την έννοια του «φιλικού» ακούσματος), με εμφανείς επιρροές από Evanescence και λοιπούς συναφείς ήχους. Το album είναι εντελώς εθιστικό, με ρεφραίν που «κολλάνε» στο μυαλό σου, υπέροχες μελωδίες, καίρια solo, παραγωγή «κρύσταλλο» και δίχως ένα filler (ενδεχόμενο πολύ πιθανό ιδίως για τον συγκεκριμένο ήχο, όσο κι εν γένει για έναν δίσκο που περιέχει 11 κομμάτια). Η εναρκτήρια τριάδα κομματιών, απλά, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Προσωπική αδυναμία το “Bleeding”, ωστόσο και όλα τα υπόλοιπα ακολουθούν από κοντά, όντας «καρφωτά» δεκάρια. Ζωντανά, δε, τα κομμάτια ακούγονται ακόμα πιο ευχάριστα και πωρωτικά. Σε κάποια προχωρημένη σκέψη μου, κάπου στα early με mid ‘00s, οι Elysion είναι τόσο μεγάλοι όσο οι Evanescence, παίζουν σε αρένες και το “SILENT SCR3AM” πουλάει σαν «ζεστό ψωμί», λαμβάνοντας ισάξια αναγνώριση με την αντίστοιχη του “Fallen”.
Όσοι δεν έχετε ακούσει τον δίσκο ετοιμαστείτε για περίπου 45 λεπτά που θα παραμείνουν τόσο κολλημένα στο μυαλό σας, όσο και οι τσίχλες που κολλούσαμε παλιά κάτω από τα θρανία του σχολείου. Αυτά στα οποία έγραφε τα «μοιραία» τσιτάτα του/της ο/η goth τύπος/τύπισσα που κοροϊδεύαμε με την παρέα, αλλά στην πραγματικότητα γουστάραμε κάργα. Και ναι, ρε… ακόμη και ο «σκληρός» ήχος χρειάζεται το «μέλι» του και το εύκολό του άκουσμα, το οποίο απολαμβάνουμε απενοχοποιημένα (ή ενοχικά και στα κρυφά), τραγουδώντας πλάι στην/-ον emo looking γκόμενά/-ό μας, ονόματι Vampfairy_95 / Vlad_Blood.
Δισκάρα
Και το επόμενο μου είχε αρέσει πάρα πολύ,
Πριν 4 χρόνια είχα δει τη Χριστιάννα στη συναυλία των Wolfheart στο temple, καταχάρηκα και ζήτησα να βγούμε φωτο, τα είπαμε λίγο, ρώτησα για τον επόμενο δίσκο και μου είπε τότε ότι ήταν 99% έτοιμος, δεν ξέρω τι έγινε και δε βγήκε ποτέ, τελευταία είδα στο φβ ότι έγραψε για κάποια προβλήματα υγείας, ελπίζω να είναι καλά
Κάπου είχε πάρει το μάτι μου φωτογραφίες από studio και ότι θα το είχαμε εντός του 2020 το album. Μακάρι να είναι όλα καλά κι εντέλει να ακούσουμε το νέο υλικό.
Εννοείται και το δεύτερο ωραίο, αλλά το ντεμπούτο άλλο πράγμα!
Στην ανοιξη μπαινουμε τυπικα, ουσιαστικα και πραγματικα, στις 20 Μαρτιου
Χαράς ευαγγέλια για τους απανταχού φίλους του thrash η επαναδραστηριοποίηση των Vektor, με την ευκαιρία πάμε μια “σύνδεση με τα προηγούμενα”…
Η αναβίωση του thrash κατά τα 00s έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και υπήρξαν αρκετά συγκροτήματα που αποθεώθηκαν σαν μεγάλες “ελπίδες για το μέλλον”. Η αμείλικτη πραγματικότητα έδειξε ότι τελικά τα αληθινά σπουδαία ήλθαν από τους λιγότερο προβεβλημένους – όπως άλλωστε συχνότατα συμβαίνει.
Οι Vektor φτάνοντας στον τρίτο τους δίσκο – κατά κανόνα κομβικό σημείο σε μια δισκογραφική καριέρα – βρισκόταν ακόμη στο επίπεδο του “κοινού μυστικού”, αρκετά γνωστοί έξω από το underground μεν, σε καμία περίπτωση όμως ένα mainstream όνομα. Με το “Terminal Redux” απέδειξαν γιατί είναι, αν όχι η καλύτερη, σίγουρα η συναρπαστικότερη μπάντα της γενιάς και τους είδους της.
Κατ’ αρχήν, αυτό καθ’ εαυτό το ύφος τους παρ’ ότι εντάσσεται στο tech thrash (ανιχνεύονται επιρροές από τους Coroner, την λύσσα της πρώιμης γερμανικής σκηνής αλλά και τους Voivod – όχι πάντως όσο το logo και το sci-fi concept μαρτυρούν!) έχει επίσης γερές death και black δόσεις, χωρίς να λείπουν τα 70s progressive περάσματα και αναφορές (έλα τώρα, “Cygnus, bringer of balance”;!).
Ο συνδυασμός όλων αυτών σε ένα ταχύτατο αλλά και ακριβέστατο την ίδια στιγμή αποτέλεσμα, συν τα εντελώς “ιδιαίτερα” φωνητικά του David DiSanto (ένας… blackster Schuldiner εποχής “Sound of Perseverance”) προσδίδουν τον πολυπόθητο προσωπικό χαρακτήρα για να ξεχωρίσουν σε ένα κορεσμένο είδος.
Σημειωτέον ότι ο δίσκος έχει διάρκεια 73 λεπτά και η πλειοψηφία των τραγουδιών τραβάνε πάνω από το επτάλεπτο ή για όσο χρειάζεται προκειμένου να αναπτύξουν τις περιπετειώδεις δομές τους, τις απρόσμενες πολλές φορές αλλαγές, και τα ευφάνταστα solos (τα τελευταία συνεισφορές κυρίως του Erik Nelson στο ως επί το πλείστον γραμμένο από τον DiSanto υλικό). Τα συντομότερα κομμάτια που βρίσκονται στην καρδιά του δίσκου (“Ultimate Artificer”, “Pteropticon”) είναι τα πιο παραδοσιακά thrashers, ενώ το “Pillars of Sand” έχει το πιο… catchy refrain!
Όλα αυτά μέχρι να μπει το “Collapse”, μια… power ballad (μέχρι κάποιο σημείο τουλάχιστον) όπου ο DiSanto φτάνει στο σημείο να τραγουδήσει για πρώτη φορά “κανονικά” και το “Recharging the Void” ένα επικό, 13,5 λεπτών κλείσιμο, που συνοψίζει και περιέχει όλα όσα περιγράφηκαν παραπάνω, γυναικεία χορωδιακά φωνητικά κλπ.
Τέλος, σαν δίσκος που κινείται στο ευρύτερο progressive πεδίο, το“Terminal Redux” διαθέτει ένα ενδιαφέρον concept. Πρόκειται για την ιστορία ενός απότακτου διοικητή ενός διαστημόπλοιου που θα ξανακερδίσει την θέση του χάρη σε ένα ορυκτό που θα βρει, ένα ορυκτό που έχει την ιδιότητα να επιμηκύνει την ανθρώπινη ζωή. Σταδιακά θα αποκτήσει πλήρη εξουσία μετατρεπόμενος σε τύραννο, όμως τελικά η ανεξέλεγκτη ελευθερία χωρίς τους περιορισμούς των γηρατειών και της θνητότητας τον συντρίβει και καταλήγει να αυτοχειριαστεί μαζί με το σκάφος του. Μια οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα αλληγορία για το ανθρώπινο είδος και την εξέλιξη του.
Το θέμα είναι ότι, όπως αποδείχτηκε, αυτό ήταν και το υψηλότερο σημείο και της… εξέλιξης των Vektor, με τα πράγματα έκτοτε να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, μέχρι πρόσφατα που δείχνουν να επανακάμπτουν, μακάρι δριμύτεροι ή κι εξίσου δριμείς, κι αυτό ευπρόσδεκτο είναι!
Η περίοδος που οι AC/DC είχαν βρει τη συνταγή της επιτυχίας και, ευτυχώς για εμάς, την ξετίναξαν δίνοντάς μας τη μια δισκάρα μετά την άλλη.
Ας το βάλω κι εδώ, να μείνει και κάτι. Ο αγαπημένος μου δίσκος από AC/DC. Η τετράδα Let There Be Rock, Powerage, Highway To Hell και Back In Black είναι πραγματικά μυθική κι αν κάποιος δίσκος ξεχωρίζει σε κάποιου το προσωπικό γούστο, πιστεύω είναι με βραχεία κεφαλή. Εδώ οι Αυστραλοί (γελάμε λίγο ) έχουν βρει την τέλεια σύνθεση, με αυτό να είναι το πρώτο τους album μετά την προσθήκη του (Άγγλου) Cliff Williams στο μπάσο και στα τόσο σημαντικά δεύτερα φωνητικά. Ταυτόχρονα, είναι και το τελευταίο τους album με το μαγικό δίδυμο Harry Vanda και George Young (ο τρίτος αδερφός) πίσω από την κονσόλα να συνεχίζει την επιτομή του '70ς ήχου της μπάντας που είχε τελειοποιηθεί στον προηγούμενο δίσκο, Let There Be Rock. Όχι ότι μετά κακόπεσαν, απίστευτες και οι παραγωγές των Highway To Hell και Back In Black από τον John “Mutt” Lange.
Όλα τα τραγούδια εδώ είναι ένα κι ένα.Σαράντα σκάρτα λεπτά που περνάνε πραγματικά μονορούφι. Η απλότητα των riffs είναι σχεδόν συγκλονιστική. Δες Sin City, δες Riff Raff, δες Up To My Neck. Οι ρυθμικές κιθάρες του τεράστιου Malcolm Young σε κάνουν να θέλεις να σπάσεις τις αέρινες χορδές σου. Το drumming του Phil Rudd είναι σεμιναριακό και ενδεικτικό του ότι η πολυπλοκότητα δε χρειάζεται ούτε κατά διάνοια να είναι αυτοσκοπός. Οι μπασογραμμές του Williams πάνε στον δικό τους δρόμο, όπως ας πούμε στο Gimme A Bullet ή στο Riff Raff. Ο μικρός σε δέμας και ηλικία star Angus Young είναι το αξιοθέατο της μπάντας, όπως άλλωστε φαίνεται και εδώ, στο συναυλιακό τους ίσως απώγειο, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, που αποτυπώνεται στο υπέροχο live album If You Want Blood, You’ve Got It. Rock ‘n’ roll σολαρίσματα που πάνε και κουμπώνουν τέλεια πάνω στον ρυθμικό οδοστρωτήρα που οδηγούν οι υπόλοιποι. Και βέβαια, πίσω από το μικρόφωνο ο μεγαλύτερος αλήτης που έχει βρεθεί ποτέ πίσω από μικρόφωνο.
Στο Powerage δε βρίσκω ούτε ένα ψεγάδι, με το ζόρι θα ξεχωρίσω το What’s Next To The Moon λίγο από τα υπόλοιπα, είναι ένας δίσκος που όταν τον βάλω να παίξει ξέρω ότι για τα επόμενα 40 λεπτά θα είμαι φουλ απασχολημένος.
Ή για τα επόμενα 80.
πολύ ωραίος, αλλά δεν παίρνεις καρδούλα γιατί άφησες το dirty deeds στην απ’ έξω
Είναι μισό κλικ πιο κάτω για μένα. Εννοείται ότι είναι αριστούργημα
Είδα ότι επανακυκλοφόρησε το Insomniac από τους Green Day πρόσφατα και έιπα ας γράψω λίγα λόγια για τον πιο αγαπημένο μου δίσκο τους.
Είχα γράψει παλιότερα για το Frogstomp των Silverchair αν θυμάμαι καλά, πως σήμερα δεν έχει καμία μουσική αξία στα αυτιά μου, παρά μόνο όμορφες αναμνήσεις, εικόνες, χρώματα και αρώματα από το τότε. Στην τελική ποιος την χέζει την μουσική αξία όταν ένας δίσκος σου ξυπνάει όλα τα παραπάνω.
Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει και το Insomniac, όπου μπορεί να μην τον ακούω πολύ συχνά πια, αλλά όταν το κάνω, πάντα μου έρχονται εικόνες από το γυμνάσιο, την τότε παρέα στα διαλείμματα να μιλάμε για την πρώτη κυκλοφορία που ζήσαμε των Green Day ως μουσικοί ''οπαδοί" (ενώ είχε προηγηθεί το κατάλληλο λιώσιμο στο Dookie), ανάμεσα στο πρώτο (κρυφό) τσιγάρο, στην πρώτη μπύρα και στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα κλπ. Ανάμεσα σε όλα αυτά λοιπόν κυριαρχούσε και η συζήτηση για τον δίσκο, που αν δεν κάνω λάθος ήταν ο πρώτος που τον ζήσαμε από την πρώτη μέρα, χωρίς να μας περιμένει ήδη όταν αρχίσαμε να δίνουμε σημασία στην μουσική. Από μπάντες που ήδη αγαπούσαμε δηλαδή, όπως Nirvana, GnR, Metallica και Offspring.
Ο δίσκος είχε την ατυχία να διαδεχτεί το Dookie και όλο τον ''κακό" χαμό που δημιούργησε γύρω από το όνομα τους. Η παρέα του Bilie Joe σκλήρυνε λίγο τον ήχο, μείωσε και τις χαρακτηριστικές μελωδίες που είχανε στο Dookie. Οι στίχοι ακολούθησαν και αυτοί τον ίδιο δρόμο, γίνανε πιο σκληροί και πιο σκοτεινοί και αρκετά εξομολογητικοί (όχι όμως στον βαθμό που είχε κάνει ο Cobain στο In Utero π.χ). Φυσικα όλα αυτά μέσα από ένα εφηβικό πρίσμα. Είναι και πιο συμπαγής και πιο ενιαίος, χωρίς να ξεχωρίζουν κάποια τραγούδια από το σύνολο. Το μεγαλύτερο airpaly πάντως, είχανε τα Brain Stew και Jaded.
Τους ακολουθούσα μέχρι και το American Idiot, μετά άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου. Πάντως προσπαθώ να θυμηθώ άλλη μπάντα, που μετά από μια 10ετια από πρώτο τους εμπορικό "μπαμ’’, το Dookie δηλαδή, που ήταν μεγάλο και με μια μικρή καθίζηση ενδιάμεσα, να μπορέσουν να βγάλουν το American Idiot. Ένα άλμπουμ που έκανε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία και να είναι πρώτο όνομα σε πολλά μεγάλα φεστιβάλς. Τους το δίνω αυτό γιατί είναι πολύ δύσκολο.
Αυτο ηταν οντως μεγαλο επιτευγμα, τους εκατσε καλα. Εκαναν δυο πολυ μεγαλες επιτυχιες με 10 χρονια διαφορα. Μου αρεσει και το Nimrod ως δισκος (σιγουρα περισσοτερο απο το Insomniac)!
Αγαπημένος δίσκος!
Ήταν στα 2 πρώτα cd που αγόρασα ποτέ, οπότε έχει τεράστια συναισθηματική αξία για μένα.
Παρόλο λοιπόν το εφηβικό δέσιμο που έχω με τον δίσκο, έχω να πω ότι αν και δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό σαν μουσική πρόταση, ακόμα και τώρα μου φάινεται φρέσκος. Ο ήχος συμπαγής, οι συνθέσεις to the point, ίσως να μου άρεσε περισσότερο λόγω της σκληράδας στον ήχο, αλλά ακόμα και σήμερα τον ακούω πολύ ευχάριστα. Ναι μεν αναμνήσεις κλπ, αλλά ακόμα μου αρέσει.
Ενώ λοιπόν είχα ακούσει τα 3 γνωστά χιτ του MTV τότε, δεν είχα ακούσει ποτέ όλο το Dookie (το οποία αγοράστηκε αργότερα από το Insomniac) και λόγω του λιωσίματος που είχε πέσει τότε, μου αρέσει ακόμα και σήμερα περισσότερο από το Dookie.
Σπάω το κεφάλι μου και δεν μπορώ να βρω ανάλογο παράδειγμα μπάντας!
@Sevek πάρα πολύ καλά τα λες! Δεν έχει χάσει την φρεσκάδα του καθόλου.
Να συμπληρώσω πως έχει και το πιο ενδιαφέρον εξώφυλλο (για μένα) από όλους τους δίσκους τους.
Διαβάζω σε πρόσφατη συνέντευξη του Åkerfeldt, ότι πριν 20 και πλέον χρόνια, ο ίδιος ζούσε υπό δύσκολες συνθήκες οικονομικά, γεμάτος πικρία για το γεγονός ότι δεν είχε ακόμα επιτύχει στην μουσική του καριέρα (εμπορικά περισσότερο, παρά καλλιτεχνικά, θα τονίσω εγώ). Παρατηρώντας με μίσος από το παράθυρό του τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν στην εργασία τους, έγραψε στίχους γεμάτους «δηλητήριο», καταφερόμενος εναντίον της κοινωνίας εν γένει. Λίαν ειρωνικώς (όπως σημειώνει και ο ίδιος), οι στίχοι αυτοί συμπεριελήφθησαν στον δίσκο που θα επέτρεπε στους Opeth να πραγματοποιήσουν το breakthrough τους και να γίνουν διάσημοι στην «τρισκατάρατη κοινωνία». Έτσι, παρά την μεγάλη επιτυχία και τις θετικές εξελίξεις, εμφανίστηκαν και τριβές μεταξύ των μελών της μπάντας, ως αποτέλεσμα της απότομης έκθεσης στην «επαγγελματική» πτυχή της ενασχόλησης με τη μουσική, ήτοι της μετατροπής της σε μία κανονική δουλειά, όπως η αντίστοιχη στην οποία μετέβαιναν οι άνθρωποι που παρατηρούσε έμπλεος μίσους ο Åkerfeldt. Οξύμωρες εμπειρίες, άμεσα συνδεδεμένες με την κυκλοφορία του album-«σταθμού», του μεγαλειώδους:
«Εικονοπλαστικά» ο δίσκος (μουσική και artwork) βρίσκεται κάπου στο τελείωμα του χειμώνα, λίγο πριν μπει η άνοιξη. Αυτή η αίσθηση ενδεχομένως να συνδέεται και με την «άνοιξη» που ήρθε για την μπάντα, μετά την κυκλοφορία του δίσκου, όπως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω. Ως μεγάλο κεφάλαιο καλλιτεχνικά, ο Åkerfeldt παραμερίζει ακόμα περισσότερο τα μονόπλευρα στεγανά κι επιτρέπει, εντελώς απενοχοποιημένα, στο τεράστιο εύρος των επιρροών του να «λάμψουν», δημιουργώντας ένα εθιστικό αμάλγμαμα death, prog και και και… Όχι ότι αυτό δεν είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν (να θυμίσουμε ότι το “Blackwater Park” διαδέχεται το καταπληκτικό “Still Life”, αχ Melinda…), αλλά εδώ έλαβε αποθεωτικές διαστάσεις (και θα τολμήσω να πω τις πιο ισορροπημένες, επιτυχημένες και καίριες, συγκρίνοντας με τις μετέπειτα κυκλοφορίες). Αναντίρρητα, μέγιστη συμβολή στην όλη διαδικασία είχε και το «μαγικό» χέρι του πολύ Stephen Wilson.
Προσωπικά αγαπημένα ήταν, είναι και θα είναι τα “Bleak” (ενδεχομένως το χαρακτηριστικότερο και πιο αντιπροσωπευτικό Opeth κομμάτι της συνολικής δισκογραφίας του συγκροτήματος), “The Drapery Falls” (σπαράξαμε), “Dirge for November” (ελεγεία) και το -εκτός σχολιασμού και συναγωνισμού- ομώνυμο.
Δισκος μνημειο, αριστουργημα. Στο προσωπικο μου top-20 δισκων ανετα και σιγουρα το καλυτερο των Opeth (με τα θεικα Still life και Deliverance να ακολουθουν κατα ποδας). Ειναι απο τους δισκους που οταν πατας το play ειναι σαν να μεταφερεσαι σε μια αλλη διασταση απο την οποια βγαινεις περιπου 66 λεπτα αργοτερα.
Απο κομματια, τα θεωρω ολα ακατεβατα 10αρια. Αν επρεπε να διαλεξω τεσσερα θα ηταν τα drapery falls, dirge for november, funeral portrait και το ανυπερβλητο ομωνυμο. Και μειναν απεξω leper affinity, bleak και harvest που ειναι κομματαρες και τα τρια!
Τους έκανε ανθρώπους ο Wilson