Πόσο γούστο (δεν) είχαν εκείνες οι συζητήσεις τα παλιά τα χρόνια, γύρω από τις αλλαγές στην ηχητική κατεύθυνση ενός συγκροτήματος, τα «ξεπουλήματα», τις «προδοσίες» και τα λοιπά όμορφα; Αν, δε, η ηχητική μεταστροφή συνοδευόταν και από αλλαγή στο image της μπάντας, τότε το όλο σούσουρο ελάμβανε δυσθεώρητα απολαυστικές διαστάσεις, συνοδευόμενο συνήθως από ευφάνταστες κατάρες, συνεπεία της απογοήτευσης του -πρώην πλέον- οπαδού της μπάντας.
Ευτυχώς, με την πάροδο των ετών, τα πνεύματα ηρέμησαν, το επίπεδο ανεκτικότητας στις αλλαγές ανέβηκε κατά πολύ και φαίνεται να έγινε κατανοητό ότι στο τέλος της ημέρας τα συγκροτήματα λογοδοτούν αποκλειστικά στον εαυτό τους, όσον αφορά στο καλλιτεχνικό τους όραμα (ή και την εμπορικότητά τους). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η όποια κίνηση δεν επιδέχεται κριτική και «κατεβαίνουν όλα αμάσητα», ωστόσο, όλα θα πρέπει να γίνονται καλοπροαίρετα και μακριά από φανατισμούς και υποψίες. Και στο τέλος της ημέρας, δεν ξέρω πόσο μεγάλοι τιμητές της ηθικής και της true-ίλας (sic) μπορούμε να είμαστε ακόμα και για περιπτώσεις συγκροτημάτων που η εναλλαγή συνέβη (εκουσίως πιθανότατα, για εμπορικούς σκοπούς) σε περιόδους κυριαρχίας στις τάσεις συγκεκριμένου είδους και ταυτίστηκε (ο νέος ήχος) με αυτό (το δημοφιλές είδος). Κάπου δούλεψε, κάπου όχι. Αλλού γίνανε επιστροφές (στον «παλιό» ήχο), αλλού καταστροφές.
Ας πιάσουμε, λοιπόν, την περίπτωση των μεγάλων Whitesnake.
Η (πάλαι ποτέ) φωνάρα έχει ήδη τελειώσει, από πενταετίας, με την ιστορία των Deep Purple. Ωστόσο, έχει ήδη πάρει ως προίκα στην παρέα του τους παλιούς ομόσταυλους κ.κ. Lord και Paice, πλαισιωμένους από μία τριπλέτα, επίσης, εμβληματικών παικταράδων, ήτοι τους κ.κ. Marsden και Moody στις κιθάρες και τον Neil Murray στο μπάσο. Αν για κάτι έχει να το λέει ο Coverdale, είναι ότι έχει παίξει αποκλειστικά με παίκτες της μεγάλης κατηγορίας και σίγουρα δεν θα μπορούσε διαφορετικά, καθότι ο ίδιος είναι (ανεξαρτήτως των αποδόσεων των πρόσφατων ετών) μέσα στο κλειστό club των σπουδαιότερων rock φωνών όλων των εποχών.
Η παραπάνω παρέα αποτέλεσε -κατά τη γνώμη μου- μία από τις κλασσικότερες συνθέσεις μπαντών στην ιστορία του rock, η οποία θεωρώ ότι είναι κι ελαφρώς υποτιμημένη, δεδομένου του παραπάνω credit που φαίνεται να λαμβάνει η δεύτερη, «λουστραρισμένη» και υπερ-επιτυχημένη εμπορικά περίοδος των Whitesnake (βλ. παρακάτω).
Πίσω στο “Come an’ Get It” (εξαιρετικό, συμβολικό εξώφυλλο παρεμπιπτόντως). 4η κυκλοφορία του συγκροτήματος, η οποία δεν διαφοροποιείται δραματικά από τις προηγούμενες τρεις και αποτελεί αρχέτυπο του blues/hard rock. Πίσω από την κονσόλα κάθεται η «εγγύηση» του Martin Birch, ενώ οι συνθέσεις είναι μία και μία. Αναντίρρητα, υπάρχουν οι Purple αναφορές, αλλά διανθίζονται έξυπνα με αυτό το μοναδικό, sleazy και αλήτικο στοιχείο των Whitesnake, το οποίο επιτρέπει την ξεκάθαρη διάκριση και τους χαρίζει ταυτότητα. Έχω ακούσει/διαβάσει από ορισμένους μετά Χριστόν προφήτες να ισχυρίζονται ότι διακρίνουν ήδη στον εν λόγω δίσκο τα πρώτα ψήγματα του μετέπειτα ήχου του συγκροτήματος. Να με συμπαθάτε, αλλά, προσωπικά, δεν δύναμαι να ακούσω κάτι τέτοιο.
Τον αγαπώ πολύ αυτόν το δίσκο και γουστάρω πολύ την ποικιλία του. Από τραγούδι σε τραγούδι και νότα σε νότα το “Come an’ Get It” «ζέχνει» blues και hard rock από χιλιόμετρα, τοποθετημένο είτε σε κάποιο dive bar κάπου στις Η.Π.Α., είτε σε κάποια live σκηνή σ’ ένα στενοσόκακο του Λονδίνου. Θεωρώ μέχρι και αγενές το να κρίνω τεχνικά τις αποδόσεις όλων των μελών. Εδώ παραδίδονται μαθήματα από τους Καθηγητές του είδους, υπό τη μορφή απόλυτα εθιστικών και διαχρονικών τραγουδιών. Από το χορευτικά “Wine, Women an’ Song” και “Would I Lie to You”, έως τα αληταμπούρικα και άκρως προκλητικά “Come an’ Get It”, “Hot Stuff”, “Girl” και “Hit an’ Run” και το -πιο ‘70s πεθαίνεις- “Till the Day I Die”, ο δίσκος είναι απολαυστικός και ακούγεται με χαρακτηριστική άνεση (χαρακτηριστική, επίσης, και η ευκολία πατήματος του repeat). Προφανώς και υπάρχουν προσωπικές αδυναμίες και αυτές εντοπίζονται στα “Lonely Days, Lonely Nights” (λατρεία / μέγιστη blues κομματάρα, για τελειωμένες νύχτες στον πάγκο κάποιου bar), “Child of Babylon” (ομοίως με το προαναφερθέν) και το “Don’t Break My Heart Again” (μεγάλη μου μαλακία, το ξέρω, αλλά έχω υπερβεί πολλάκις τα όρια ταχύτητας, όταν παίζει το εν λόγω στο αυτοκίνητο / ανατριχίλα και καψούρα).
Δυστυχώς, μέσα στα επόμενα χρόνια η πεντάδα που πλαισιώνει τον Dave θα αρχίσει να «αποσυντίθεται» και ελέω και των συνθηκών της εποχής η τεράστια μουσική κληρονομιά (γενικά αποτελεί έγκλημα να αγνοείται η ’78-’82 περίοδος των Whitesnake) θα μπει στο «ράφι», ή ορθότερα στο hair salon για «ανανέωση»…
Τα φίδια έχουν εξαφανιστεί, ορισμένους τους έχουν ζώσει τα φίδια, αλλά η αλήθεια είναι πως η glam/larger-than-life περίοδος του συγκροτήματος ξεχειλίζει εξίσου από ποιότητα (και βάτες και περμανάντ).
Καλά τα bar και οι σκηνές, αλλά και οι αρένες έχουν άλλο (και πολύ) «μέλι».
Θα περίμενε κανείς να γράψουμε για το ομώνυμο/“1987” για να «πνιγούμε» στην πλατίνα (τόσο των πωλήσεων, όσο και του μαλλιού). Ωστόσο, επειδή έχω ιδιαίτερη αδυναμία (και) στο “Slip of the Tongue” (που ουσιαστικά «κλείνει» και την δεύτερη περίοδο), το οποίο μάλιστα θεωρώ και ολίγον παραγνωρισμένο, για να δούμε τι έχουμε να πούμε…
Και πάλι το team είναι top επιπέδου, με Tommy Aldridge στα τύμπανα και Rudy Sarzo στο μπάσο. Οι κιθάρες έχουν παιχτεί από τον τεράστιο Steve Vai, λόγω αδυναμίας ανταπόκρισης του Adrian Vandenberg (ο οποίος, ωστόσο, συνέθεσε μαζί με τον «Αρχηγό» το album), εξαιτίας τραυματισμού. Επίσης, οι guest συμμετοχές καταγράφονται πλουσιότατες (Airey, Hughes et al.), χωρίς, βέβαια, να υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα του τι μπήκε τελικά στον δίσκο και τι όχι.
Ξεκινώντας από τα εύκολα και διατηρώντας προτίμηση στην πρώτη περίοδο της μπάντας, βρίσκω την «ανανεωμένη», ‘89 εκδοχή του “Fool For Your Loving” ωραία μεν, παντελώς αχρείαστη δε (τουλάχιστον από καλλιτεχνικής άποψης). Πέραν αυτού, δεν θα με πείραζε καθόλου, αν δεν υπήρχε και το “Slow Poke Music”. Πάμε τώρα στην υπόλοιπη λακ…
Ας πούμε ότι δεν τρελαίνομαι ιδιαίτερα για το “The Deeper the Love” και για το “Kittens Got Claws” (λιγότερο αυτό / πιο πολύ μου προκαλεί αμηχανία ο τίτλος, οι στίχοι και τα νιαουρίσματα). Από εκεί και πέρα, όμως, ο δίσκος δεν έχει σταματημό, το κάθε κομμάτι είναι πιο κομματάρα από το άλλο και το over-the-top παίξιμο όλων των οργάνων (κυρίως της κιθάρας) ταιριάζει «γάντι» με την όλη φιλοσοφία/κατεύθυνση του δίσκου και προσωπικά δεν μ’ ενοχλεί καθόλου (αν κι έχει κατηγορηθεί ως υπερβολικά φαντεζί/flashy). Από το καταπληκτικό -ομώνυμο του δίσκου- εναρκτήριο κομμάτι, έως το σπουδαίο “Now You’re Gone” και το αρχοντικό “Judgment Day”, ο δίσκος «στάζει» ποιότητα και ’80s τεστοστερόνη, κατευθείαν βγαλμένη από την Sunset Strip. Κι εδώ υπάρχουν οι δεδομένες αγάπες, ήτοι τα “Cheap an’ Nasty” (μαγκιόρικος κομμάταρος, με τρελό groove), “Wings of the Storm” (ύμνος / άλλο ένα κομμάτι για να «σπάσει» κανείς τα όρια ταχύτητας) και “Sailing Ships” (δεν υπάρχουν λόγια / ένα από τα ομορφότερα τραγούδια που έγραψε ποτέ το συγκρότημα).