..Με λίγα λόγια

Ναι μεν αλλά γαμάει, ανεβάζει πολύ κάθε κομμάτι που συμμετέχει

1 Like

Τι “ναι μεν” εντωμεταξυ, το φλωρικη ειναι κοπλιμεντο για φωνες προφανως.

Όσο και αν μου αρέσει του Σάντερς, του Μπραν μάλλον μου αρέσει περισσότερο.
Το φλωρικη πήγε περισσότερο σαν αντίθεση με το χεσμενη, παρα σαν ουσία. Αν ήθελα να πω κάτι κυριολεκτικό, θα έλεγα την πιο μελωδικη.

Είμαι ο μοναδικός που η φωνή του Hinds του θυμίζει τον Ozzy; Γενικά το θεωρώ το χειρότερο από τους τρεις, μακράν καλύτερος ο Dailor που έχει μια χαρά μελωδική φωνή, μακάρι να τραγουδούσε περισσότερο. Αν και ο Sanders βελτιωνόταν πολύ από δίσκο σε δίσκο.

Φυσικά και όχι, σε σημεία μοιάζει πάρα πολύ. Ο Hinds έχει την χειρότερη φωνή από τους 3, αλλά στο hunter ήταν εκπληκτικός.

Καλά τα album που σε ξανακάνουν πρόσκαιρα 15, αλλά σαν αυτά που σε σημαδεύουν όταν είσαι 15 δεν έχει.

Έχοντας ακολουθήσει αμφότεροι φρενήρεις πορείες στα ‘90s με τις προσωπικές τους μπάντες, αποφασίζουν, κάπου στο 1997, πως επιστέγασμα του καλλιτεχνικού/δημιουργικού τους momentum, της δημοφιλίας τους (η οποία στην Ελλάδα έχει ήδη λάβει διαστάσεις παρανοϊκής λατρείας και για τους δύο), καθώς και της προσωπικής τους φιλίας, θα πρέπει να είναι μία μεταξύ τους συνεργασία. Από τη μία λαμβάνουμε μία από τις ωραιότερες και χαρακτηριστικότερες φωνές του power metal εν προκειμένω και του metal εν γένει και από την άλλη έναν από τους καλύτερους συνθέτες και ρυθμικούς κιθαρίστες που έβγαλε ποτέ το συγκεκριμένο είδος, καθώς και μέγα τεχνίτη του fast galloping/downstroke τρόπου παιξίματος. Τα ευκόλως εννοούμενα συνήθως παραλείπονται, ωστόσο, για όσους δεν κατάλαβαν, αναφερόμαστε στους κ.κ. Hansi Kürsch και Jon Schaffer αντίστοιχα και στο ομώνυμο ντεμπούτο της μπάντας τους, το εκπληκτικό:

image

Η προηγούμενη δεκαετία «κλείνει» -ή η νέα δεκαετία και χιλιετία «ανοίγει», αν προτιμάτε (καθώς το album κυκλοφόρησε στις αρχές του 2000, με το οπισθόφυλλο να αναγράφει 1999)- με ένα κλασσικό power/heavy album, το οποίο εμπεριέχει τα αντιπροσωπευτικότερα στοιχεία των Iced Earth και Blind Guardian, ήτοι το χαρακτηριστικό songwriting και τα trademark riffs και τη φωνή-«χαμαιλέοντα» αντίστοιχα. Το μείγμα «δένει», ο δίσκος «κυλάει» και οι ακροατές βιώνουν καταστάσεις ονείρωξης από το ηχητικό αποτέλεσμα της larger than life συνεργασίας.

Άλλες μπάντες θα «έχτιζαν» ολάκερες καριέρες έχοντας στη «φαρέτρα» τους έστω κι ένα από τα “Heaven Denies”, “Blood on My Hands”, “Winter of Souls”, “The Whistler” ή “My Last Sunrise” (τα οποία αποτελούν, απλά, προσωπικά αγαπημένα, διότι και τα υπόλοιπα κομμάτια «γ@μο#ν και δέρνουν»).

Ωστόσο, υπάρχει και το “Fiddler on the Green”… Αυτό το αισθαντικό έπος επών, οι στίχοι του οποίου παίρνουν «σάρκα και οστά» στο εξώφυλλο του album. Ο Kürsch έχει βγάλει βόλτα το σκύλο του και γίνεται αυτόπτης μάρτυς ενός τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο στερεί τη ζωή ενός μικρού αγοριού που έκανε ποδήλατο. Στο ίδιο σημείο, μία εβδομάδα αργότερα, το συμβάν επαναλαμβάνεται. Ο Hansi, επηρεασμένος από τα τραγικά γεγονότα, μάς διηγείται πως ακόμα και ο ίδιος ο Χάρος, κατανοώντας πως πήρε αδόκητα και πολύ σύντομα τις ζωές των παιδιών, δημιουργεί έναν Παράδεισο, εντός του οποίου το αγοράκι και το κοριτσάκι ενώνονται, όπως ακριβώς προβλεπόταν στη μελλοντική επίγεια ζωή τους, όπου και θα αποτελούσαν ανδρόγυνο. Από μεριάς του, ο Jon τροποποιεί με μαεστρία την εισαγωγή του “Tears of the Dragon” (ναι, του γνωστού) και του προσθέτει δύο ταχύτητες. Εν συνεχεία, «ντύνει» την σπαρακτική ερμηνεία του Hansi με κορυφαίο riffing, φτάνοντας σε απανωτές κορυφώσεις, οι οποίες ολοκληρώνονται με ένα οργιώδες solo. Μιλάμε για μία από τις ωραιότερες power μπαλάντες όλων των εποχών, ένα κλασσικό τραγούδι, το οποίο θα απολαμβάνεται και θα επικροτείται εις τους αιώνας των αιώνων. Για όσους, δε, ανήκουν στην τραγική κατηγορία των γονέων που έχουν χάσει το παιδί τους (γεγονός τόσο ανείπωτο που δεν υφίσταται καν λέξη για να προσδιοριστεί ο γονέας που υφίσταται την απώλεια), το εν λόγω κομμάτι έχει τόση συναισθηματική ένταση και φόρτιση, τόσα αβίαστα δάκρυα και τόση πίεση στην δια βίου πληγή που δεν μπορεί καν να χωρέσει ο κοινός νους…

9 Likes

Ας βάλω κι εγώ μια δυνατή πρόταση στο τραπέζι (στο πικάπ, ακριβέστερα!)

sodom M16

Έχοντας επιβιώσει από τα δύσκολα 90’s με πολύ μικρότερες… απώλειες σε σύγκριση με άλλους, σύγχρονους τους thrashers, οι Sodom επανήλθαν με τον δέκατο δίσκο τους σε μια συγκυρία όπου το λεγόμενο thrash revival έδειχνε να φουντώνει.

Το καινούριο LP θα έπαιρνε τον τίτλο του από το τυφέκιο του Αμερικάνικου Στρατού που χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η νύξη ήταν σαφέστατη: μετά το “Agent Orange”, η συγκεκριμένη διαβόητη σύρραξη θα ήταν το concept σε άλλη μια κυκλοφορία τους. Ως γνωστόν, (αντί)πολεμική στιχουργική και thrash είναι κατά κανόνα ένας συνδυασμός με καλά αποτελέσματα και το “M-16” δεν θα αποτελούσε εξαίρεση.

Η συνταγή από τις ένδοξες ημέρες ήταν γνωστή, αγαπημένη και απολύτως λογικά ο Onkel Tom και η κομπανία κατέφυγαν σ’ αυτή. Ανάμεσα στα κομμάτια βρίσκουμε ίσες δόσεις από mid-paced “ύμνους” και από λυσσαλέες thrash καταιγίδες. Εννοείται ότι ο δίσκος ξεκινάει δυναμικά, με το φρενήρες “Among the Weirdcong” που, μετά από μια εισαγωγή με στρατιωτικού ρυθμού drumming, εκρήγνυται έχοντας όλα τα χαρακτηριστικά ενός thrash δυναμίτη της παλαιάς σχολής. Στο ίδιο κλίμα ακολουθεί το “I Am the War”, όμως το επόμενο, “Napalm in the Morning” (με το χαρακτηριστικό sample από το “Apocalypse Now”) ξεχωρίζει εύκολα έχοντας τη στόφα του κλασικού, με τους στίχους (πάντα σε “φτωχά” αγγλικά) να δένουν άψογα με τις “άρρωστες” μελωδίες.
Στο δεύτερο μισό, συναντάμε το σπουδαίο ομώνυμο, το “Lead Injection” που δικαιολογημένα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια, μιας και διαθέτει αρκετές εναλλαγές και ωραία κιθάρα (γενικά ο Bernemann έχει πολύ καλή παρουσία) και το ατμοσφαιρικό punk (!) του “Marines”. Για το τέλος υπάρχει η επιεικώς ενοχλητική διασκευή του “Surfin’ Bird” των Trashmen που αμβλύνει τις καλές εντυπώσεις. Η δικαιολογία του “κάναμε πλάκα” δεν υφίσταται, μόνη λογική εξήγηση είναι ότι προσπάθησαν να προσδώσουν έναν sixties αέρα!

Το “M-16” κέρδισε τη μάχη της υστεροφημίας, ανεβαίνοντας ψηλά στις εκτιμήσεις στην ιεραρχία (sic) της δισκογραφίας των Γερμανών - άξια, αφού όλα τα κομμάτια του είναι πολύ καλά.

7 Likes

M16 κλασσικό άκουσμα πια. Ίσως το αγαπημένο μου (μετά τα δύο πρώτα) από την αγαπημένη μου γερμανική thrash μπάντα.
Νταξει τι να λέμε τώρα. Παραγωγαρα, ήχος οδοστρωτήρας, κομματαρες, ριφφαρες, ο Angelripper εγγύηση. Η σύνθεση με δύο άλμπουμ ήδη στην πλάτη (code red άλλη δισκαρα) και μια πενταετία μαζί,
νομίζω πιάνει το peak της εδώ.
Το Napalm in the morning με καυλώνει όπου και όποτε το ακούσω.
Εν τω μεταξύ είμαι και σε περίοδο που να ακούω δισκογραφία Sodom.
ΥΓ: Χωρίς να θέλω να προκαλέσω οι Demons n Wizards είναι κατά τη γνώμη μου μεγάλη φούσκα και οι δίσκοι τους δε ακούγονται με εξαίρεση ένα - δύο τραγούδια.
Το είχα αγοράσει κι εγώ τότε πέφτοντας στην παγίδα του Blind Earth (ή Iced Guardian ) ήχου, δύο Τιτάνες μαζί κλπ.ομορφα που διάβαζα στον τύπο τότε.
Είναι νομίζω από τις χειρότερες αγορές που έχω κάνει ever. Απογοήτευση. Μόνο το fiddler ακούω ακόμα. Τα υπόλοιπα μια αδιαφορία.
Γνώμη έτσι…

4 Likes

Προκαταβολικά συγγνώμη από τον @The_Black_League, αλλά ούτε εμένα με άγγιξε ποτέ το Demons & Wizards. Μου είχε φανεί υπερβολικά τζούφιο σε έμπνευση, πολύ επίπεδο, το μόνο που σωζόταν ήταν το γνωστό.

Όσων αφορά τους Sodom, εγώ τους γνώρισα με το εκπληκτικό Code Red. Δεν θυμάμαι πως είχε πέσει στα χέρια μου, αλλα σίγουρα θυμάμαι να κάνω εργασία για την σχολή στις 5 το πρωί (εργαστήριο την επόμενη μέρα και έπρεπε να τελειώσω την εργασία του) και να ακούω το Code Red για να με κρατήσει ξύπνιο. Φοβερό thrash το Code Red, πολύ ωραία και ταιριαστή παραγωγή, εξώφυλλο που αντικατοπτρίζει ακριβώς τι γίνεται μέσα στο δίσκο. Ακόμα και τα mid-tempo κομμάτια είναι απολαυστικότατα. Ξεκάθαρα ο πιο Slayer-ικός δίσκος τους και αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση είναι το πόσο κοντά είναι τα riff των The Vice of Killing με το Payback από το (καταπληκτικό) God Hate Us All.
To Μ-16 από την άλλη ναι μεν το εχω συμπαθήσει, αλλά δεν μου είπε τόσα πολλά όσα το Code Red.

4 Likes

@38aris & @Sevek

Ούτε συγγνώμες χρειάζονται, ούτε απόπειρες προκλήσεων εντοπίζω. Προς Θεού, τα κείμενα είναι τέρμα υποκειμενικά και το τι κάνει κλικ στον καθένα το ορίζει μονάχα ο ίδιος και όχι κάποια παρουσίαση στο παρόν topic.

Μάλλον είχατε αμφότεροι μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες δεν ευοδώθηκαν. Εγώ, πάντως, συνεχίζω να τον λατρεύω τον δίσκο. Όλα καλά… προχωράμε!

1 Like

Ωραιος ο TBL, ακριβως ετσι ειναι.

Κι εμενα μου αρεσει το πρωτο των Demons and Wizards (οπως και τα επομενα), αλλα δεν θα το εβαζα οσο ψηλα βαζω τις κορυφαιες στιγμες των δυο συγκροτηματων ξεχωριστα (Stromrider, Burnt offerings Dark Saga, Something Wicked, Somewhere far beyond, Imaginations, Nightfall και At the Edge με τυχαια σειρα)

1 Like

Και μένα μ’αρέσουν οι D&W, μάλιστα θεωρώ τον κάθε δίσκο τους καλύτερο απ’τον προηγούμενο. Το φετινό ίσως παίξει και για 10άδα.

Πολύ εύστοχη παρατήρηση. Αμφιβάλλω αν έγινε ηθελημένα πάντως, και το Dust In The Wind πχ βασίζεται σε παρόμοιες συγχορδίες. Όσο για τους στίχους και το εξώφυλλο, αφήνω ένα απόσπασμα από συνέντευξή τους που το εξηγεί:

Hansi was out walking his dog and he saw a little boy get killed on a bicycle – hit by a car. Well, it happened again, like a week later – same spot, same place in his neighborhood in a place where something like that would never happen. Over in Germany, the Fiddler is like what we call the Reaper." Sounds like the Demons & Wizards album cover, wouldn’t you agree? In summary, the Fiddler makes a mistake and takes this little boy’s life too soon. Thusly, he promised the boy he’ll create this paradise for him. The girl in this scenario would have been this little boy’s future wife, so the deal is that the Fiddle makes a heaven for this pair as part of the bargain.

Εδώ η συγκλονιστική εκτέλεση στο wacken:

4 Likes

Πιθανόν είχα ακούσει πρώτα το M16 για αυτό μου άρεσε ίσως περισσότερο. Από το εξίσου γαμάτο Code red είχα ακούσει κάποια κομμάτια (visual buggery, the vice of killing, cowardice)* και το άκουσα αργότερα ολόκληρο.
Αν και μπορώ άνετα να καταλάβω κάποιον που του αρέσει περισσότερο, το M16 για μένα ήταν πιο πλήρες και ανωτέρω σε όλα. Ήταν το peak και μετά, αν και δισκογραφουν αξιοπρεπώς, δεν το έχουν πλησίασει.
*Θυμάμαι μου είχε γράψει σε κασσέτα φίλος τότε (2000) συλλογή με best of Sodom. Μετά από χρόνια που άκουσα όλη τη δισκογραφία της μπάντας, για το χρονικό διαστημα μέχρι το 2000, πιστεύω θα έκανα την ίδια επιλογή τραγουδιών και σήμερα.

1 Like

Επανερχόμαστε με early 80s γιατί κρύβουν πολλή “μαγεία” και τα αγαπάμε!

Παρότι και οι δύο πρώτοι δίσκοι τους ήταν τουλάχιστον αξιόλογες προσπάθειες, είναι χάρη στο “Fire Down Under” που οι Riot θεωρούνται “το καλύτερο NWOBHM συγκρότημα εκτός Βρετανίας”. (Για να είμαστε δίκαιοι, αυτοί οι Νεοϋορκέζοι υπήρξαν καλύτεροι κι από τα περισσότερα σύγχρονά τους βρετανικά σχήματα, με τις γνωστές εξαιρέσεις). Γιατί στο “Fire Down Under” έχουμε ένα αντιπροσωπευτικό όσο και γοητευτικό δείγμα hard rock που μεταλλάσσεται σε heavy metal – πιο σωστά, heavy metal με, αναμενόμενα, βαθιές ρίζες στα 70’s.

Το τραγούδι με το οποίο ξεκινάει ο δίσκος ας πούμε, το “Swords and Tequila” είναι ένα καθαρόαιμο metal κομμάτι. Τόσο καθαρόαιμο που το βασικό του riff είναι από τα πιο “πολυφορεμένα” στο είδος, εμφανιζόμενο υπό διαφοερτικό όνομα και σε δίσκους άλλων συγκροτημάτων! Το ομώνυμο επιφυλάσσει μια ακόμη γρηγορότερη συνέχεια, είναι ένας μικρός (μόλις 2,5 λεπτών) πρώιμος speed metal ύμνος! Το “Feel the Same” που σίγουρα δεν συγκαταλέγεται στα κορυφαία, ρίχνει τις ταχύτητες, αντίθετα με το Thin Lizz-ικό “Outlaw” που διηγείται την ιστορία ενός παρανόμου τζογαδόρου, και ήταν σταθερά στο setlist των ζωντανών εμφανίσεων των Riot επί σειράν ετών.

Η αλήθεια είναι ότι οι συνθέσεις που φέρουν την υπογραφή του Mark Reale υπερέχουν. Το “Don’t Hold Back” επανέρχεται στις υψηλές ταχύτητες, όμως ακόμη τρανότερο παράδειγμα είναι το επικό, επηρεασμένο από τους Rainbow, “Altar of the King”. Οι συλλογικές προσπάθειες από την άλλη, όπως το απλοϊκό από κάθε άποψη “Don’t Bring Me Down” και το “Flashbacks” (που δεν είναι ακριβώς τραγούδι, αλλά συρραφή solos, live ήχων και ομιλιών) δεν ξεχωρίζουν. Στο καλό “Run For Your Life” έχουμε και την σπάνια περίπτωση ενός τίτλου που θα ξαναχρησιμοποιηθεί στο μέλλον από το ίδιο συγκρότημα (δεν μοιάζει πάντως καθόλου με αυτό του “Thundersteel”).

Η πορεία των Riot είναι σημαδεμένη με μικρές και μεγάλες τραγωδίες. Το ότι δεν υπήρχε δυνατή δισκογραφική για να προωθήσει έναν τόσο σπουδαίο δίσκο ήταν οπωσδήποτε ατυχία. Η απόφαση του Guy Speranza, που λάμπρυνε με τα φωνητικά του τον δίσκο αυτό και έγραψε τους τόσο ταιριαστούς στίχους (μείγμα νεανικής επιθετικότητας και εφηβικής αφέλειας) να εγκαταλείψει τον χώρο της μουσικής, ήταν ένα πολύ δυνατότερο πλήγμα από το οποίο κάποιος άλλος πλην του Mark Reale ίσως να μην κατάφερνε να ανακάμψει…

5 Likes

Πάντα απορούσα σχετικά με το λόγο που η συγκεκριμένη μπάντα δεν «έπιασε» στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, άλλωστε, φτάσαμε να την δούμε live στα στερνά της και όχι την εποχή που βρισκόταν στο απόγειό της. Αναφέρομαι στους Magnum, τους οποίους παρακολουθήσαμε για πρώτη φορά ζωντανά μόλις το 2018, όταν οι ίδιοι «κουβαλούσαν» ήδη σχεδόν μισό αιώνα καριέρας.

Συγκρότημα ταυτισμένο με την παρουσία των κ.κ. Tony Clarkin και Bob Catley, οι -στην «μεταλλομάνα» του Birmingham σχηματισθέντες- Magnum μετρούν 21 δίσκους, οι οποίοι έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τόσο την καλλιτεχνική και συνθετική ποιότητά τους (τα εύσημα στον Clarkin), όσο και την ιδιαίτερη και «ζεστή» φωνή του Catley (ο οποίος ανέκαθεν λογιζόταν από μέρους μου ως η hard rock μετενσάρκωση του Dio). Μετά από ένα διάλλειμα μεταξύ 1995 και 2000, η μπάντα επανενώθηκε το 2001 και διάγει από τότε μία «δεύτερη νιότη», γνωρίζοντας μάλιστα και αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία σε συγκεκριμένες χώρες της Ευρώπης.

Το αξιοσημείωτο με τους Magnum και ιδιαίτερα τιμητικό γι’ αυτούς είναι το εξής: η πρώτη περίοδός τους τούς οδήγησε στην εμπορική επιτυχία, δίνοντάς τους την ευκαιρία να κάνουν και μία απόπειρα να «πιάσουν» στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ομολογουμένως, η προσπάθεια που έκαναν για καταξίωση στις Η.Π.Α. δεν πέτυχε. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια έγινε χωρίς «έκπτωση» στο καλλιτεχνικό τους όραμα και χωρίς να «μπασταρδέψουν» τις συνθέσεις τους (π.χ. περίπτωση Saxon), γεγονός το οποίο είναι προς τιμήν τους, ιδιαίτερα δε αν συνυπολογίσουμε ποιο ήταν το διακύβευμα του να επιτύχεις εμπορικά στις Η.Π.Α. στα mid και late ‘80s.

Στην τομή της πρώτης περιόδου και της ανωτέρω απόπειρας στέκει υπέρλαμπρο και αιώνιο το αριστουργηματικά αριστουργηματικό:

image

Με ένα καταπληκτικό εξώφυλλο από τον Rodney Matthews, το “On a Storyteller’s Night” αποτελεί τον καλύτερο δίσκο του συγκροτήματος. Υπέροχες συνθέσεις, άρτια δουλειά στην παραγωγή και καίριος ρόλος των πλήκτρων (Mark Stanway). Το ότι τα “Just Like an Arrow”, “Before First Light” (ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια όλων των εποχών) και “Endless Love” δεν έγιναν mega hits παγκοσμίως αποδεικνύει ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά σε τούτον τον πλανήτη. Ίσως να έφταιγε ότι τα προαναφερόμενα πλαισιώνονταν από τα “How Far Jerusalem”, “On a Storyteller’s Night”, “Les Morts Dansants” και “All England’s Eyes” και ο κόσμος δεν μπορούσε να αντέξει τόση ποιότητα. Από την άλλη, μπορεί να κρίθηκε ότι το ΖΖ Top look του Clarkin την εποχή εκείνη ή η elf φιγούρα του Catley δεν ήταν αρκετά eye-friendly για το hairspray κοινό του L.A. Ας είναι… Οι Magnum «καληνύχτισαν» την εν λόγω πόλη λίγα χρόνια αργότερα και συνέχισαν την τίμια και ειλικρινή τους μουσική πορεία.

8 Likes

Πόσες και πόσες συζητήσεις έχουν γίνει γύρω από την έννοια του true στο metal; Τι στα κομμάτια είναι true, πότε είσαι true, πότε παύεις να είσαι true, ποιος βρίσκεται υψηλότερα στο «true-όμετρο» (sic); Αηδίες…

Πραγματικά αυθεντικός είσαι όταν δεν έχεις το άγχος να κατοχυρωθείς ως true, όταν γράφεις πηγαία και δεν προσπαθείς να εκμαιεύσεις με φθηνό τρόπο συναισθήματα. Οι πραγματικά «αληθινές» μπάντες δεν νοιάζονται εάν είναι true και μάλλον καταλαβαίνουν ότι κάτι πάει λάθος όταν αρχίσει να τους αποδίδεται ο όρος.

Μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις της ανωτέρω διαπίστωσης αποτελούν οι Primordial, συγκρότημα του οποίου η μουσική θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει το soundtrack για χώρες με ταραχώδη/τραγική ιστορία, όπως η αντίστοιχη καταγωγής τους ή η δική μας.

Μπάντα δίχως κακό (ούτε καν μέτριο, για fan, όπως εγώ) album, συνεπώς, κρίνεται δύσκολη η επιλογή. Προσωπικό «κόλλημα» και «αρρώστια» το ακόλουθο:

image

Γκρι, μαύρο, μουντάδα, πουλιά να συγκεντρώνονται πάνω από την απεραντοσύνη και η μπάντα σε κατάσταση «φωτιάς». Folk, black, atmospheric ήχοι σε απόλυτη ισορροπία κρατούν την τρίχα «κάγκελο» καθ’ όλη την ακρόαση. Από την άλλη, ο Alan δίνει «λυσσασμένες» ερμηνείες, πότε «κατακεραυνώνοντας» την εξέλιξη του σύγχρονου κόσμου, ο οποίος δεν διδάσκεται τίποτα από τα μαθήματα της ιστορίας, και πότε μοιρολογώντας για τραγικά γεγονότα του παρελθόντος. Πολλά έχουν γραφεί για τον -love or hate- ήχο του δίσκου, όπως αυτός καθοδηγήθηκε από τον Billy Anderson. Προσωπικά, λατρεύω την «σκατένια», «λασπωμένη» και χαοτική ηχητική προσέγγιση (που προσιδιάζει σε παλιό βινύλιο), διότι θεωρώ ότι ταιριάζει με την γενικότερα απαισιόδοξη φιλοσοφία του album και προσθέτει πολύ. But, that’s just me…

Χωρίς τα υπόλοιπα τραγούδια να υστερούν κατά πολύ, δεν μπορεί να μην γίνει ιδιαίτερη μνεία στα δύο πιο επικά και αριστουργηματικά κομμάτια του δίσκου. Το ομώνυμο και το “The Coffin Ships”. Το μεν πρώτο αποτελεί το αγαπημένο μου κομμάτι από την έως τώρα δισκογραφία τους (ο ανταγωνισμός δείχνει και το μέγεθος του πόσο τέλειο είναι), θεωρώντας το μάλιστα και αρκετά παραγνωρισμένο. Το δε δεύτερο είναι μία ελεγεία που «κουβαλάει» τεράστιο συναισθηματικό «φορτίο» και -δικαίως- αναγνωρίζεται ως ορόσημο στη δισκογραφία τους.

Ως κατακλείδα, θα αναφέρω ότι η εμφάνιση των εν λόγω στο An το 2012 συγκαταλέγεται στο προσωπικό μου top-5* των συναυλιών που έχω παρακολουθήσει σε εσωτερικό χώρο. Όσοι ήταν εκεί, θεωρώ ότι θα επικυρώσουν αυτήν μου την επιλογή.

*Οι υπόλοιπες είναι: Anathema@Ρόδον, 2002 / Accept@Gagarin, 2011 / Saxon@Gagarin, 2003 / Rotting Christ@Piraeus 117, 2017

8 Likes

Ο @The_Black_League έπιασε αγαπημένο δίσκο και συγκρότημα, οπότε δεν μπορώ να αντισταθώ από το να συμπληρώσω ότι:

primordial

O Alan Averill έχει επανειλημμένως ισχυριστεί ότι οι στίχοι του είναι στην πραγματικότητα “οικουμενικού” ενδιαφέροντος, παρά την συνήθη ιρλανδική θεματολογία τους, η οποία χρησιμεύει – πάντα κατά τον ίδιο – σαν σημείο αναφοράς για να περάσει το γενικότερο μήνυμα/συμπέρασμα.

Τα παραπάνω, όσο ειλικρινή κι αν είναι, δεν εμπεριέχουν την Αλήθεια ότι το “The Coffin Ships” είναι αδύνατον να το έχει δημιουργήσει κάποιος που δεν είναι Ιρλανδός. Αυτός ο αγέρωχος, αντρίκιος θρήνος για τον Μεγάλο Λιμό που ξεκλήρισε μεγάλο μέρος του πληθυσμού του νησιού κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, θα μπορούσε να προέρχεται μόνο από ανθρώπους που έχουν νοιώσει τον αντίκτυπο αυτού του ορόσημου στην Ιστορία της Ιρλανδίας μέσα από τις ακόμη ζωντανές μνήμες 150 χρόνια αργότερα.
Γι’ αυτό το “The Coffin Ships” είναι ένα από τα 2-3 αληθινά κορυφαία τραγούδια που μπορεί να ελπίζει να γράψει κάποιος κατά τη διάρκεια της καριέρας του – αν είναι πραγματικά ικανός, εννοείται.

Ο υπόλοιπος δίσκος – που αναπόφευκτα δεν γίνεται να στέκεται στο ίδιο επίπεδο – βρίσκει τους Primordial, στο ντεμπούτο τους σε μεγάλη εταιρεία, να συνεχίζουν την αργή μετάλλαξη τους σε κάτι πιο επικό και doom. Χαρακτηριστικότατα παραδείγματα τα πρώτα κομμάτια, το “The Golden Spiral”, και το επιβλητικό ομώνυμο, με την σπαρακτική κιθάρα – σήμα κατατεθέν, και την αντισυμβατική δομή (επίσης trademark του συγκροτήματος, όπως και οι μεγάλες διάρκειες). Το μόνο εξ ολοκλήρου γρήγορο κομμάτι που θα βρούμε εδώ είναι το “Tragedy’s Birth”.

Ας σημειωθεί ότι οι Primordial έχουν καταφέρει αυτό που αποτελεί διακαή πόθο και άπιαστο όνειρο τόσων πολλών: να δημιουργήσουν το δικό τους, άμεσα αναγνωρίσιμο ήχο, την ίδια στιγμή μάλιστα που οι επιρροές τους παραμένουν διακριτές.
Κατά τα λοιπά, το “End of All Times” ξεχωρίζει επίσης, τόσο για τους εμπνευσμένους στίχους του, όσο και για την παθιασμένη ερμηνεία του “Nemtheanga” που βγάζει ανυπόκριτη οργή και πίκρα εδώ. Αυτά τα εκφραστικότατα, ανεπιτήδευτα φωνητικά, είναι μάλλον το μεγαλύτερο ατού του συγκροτήματος από το Δουβλίνο, αλλά και του “The Gathering Wilderness” ειδικότερα.

Οι Primordial ανέκαθεν υπήρξαν ένα συγκρότημα που είχε κάτι να πει, κάτι που θα επαλήθευαν κατ’ επανάληψη και αργότερα

6 Likes

Με ψησατε ρε αλάνια να το ακούσω, με την πρώτη ακρόαση μου φάνηκε εξαιρετικό, θα ακολουθήσουν κι αλλες

3 Likes

Alan-ια. Αποτυχημένο, αλλά δεν κρατήθηκα!

1 Like

Καιρός να αναφερθούμε και σε κανένα live album, μπας και επαναφέρουμε στη μνήμη μας τι σημαίνει metal συναυλία, διότι τείνουμε να το λησμονήσουμε εντελώς την εποχή του κορωνοϊού.

Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, αλλά το συγκεκριμένο live album αποτελεί το δεύτερο αγαπημένο μου όλων των εποχών, μετά το προφανές (“Live After Death”), έχοντας αφήσει πίσω Judas Priest, Iced Earth, Queensrÿche κ.ά.

Fun, πώρωση, διάθεση, μπόλικος ιδρώτας, η μπάντα στο peak της καριέρας της, καταπληκτικό setlist, πολύ καλή απόδοση, full επαφή με το κοινό… τι άλλο να ζητήσει, δηλαδή, κάποιος από μία ζωντανή εμφάνιση ή τι παραπάνω χρειάζεται για να χαρακτηριστεί αυτή μνημειώδης;

Αναφέρομαι στο:

image

«Τρελο»-περίπτωση οι Twisted Sister, μ’ έναν εξαιρετικά χαρισματικό κι επικοινωνιακό frontman (Dee Snider), πλαισιωμένο από ωραίους παίκτες. Κατ’ εμέ, μπορούσαν να πετύχουν ακόμη περισσότερα στην καριέρα τους, αλλά για τους Χ , Υ λόγους αυτό δεν επετεύχθη. Στη συλλογική μνήμη, η μπάντα συνδέεται, εν πολλοίς, με α) το «πετσόκομμα» του Snider στην PMRC στις ακροάσεις των mid-80s, β) το «μπάσιμο» του metal σε αναρίθμητες οικίες ανά τον πλανήτη μέσω των οθονών (βλ. “We’re Not Gonna Take It” και “I Wanna Rock”) και γ) το image τους, στο οποίο χρεώνεται και η λανθασμένη κατηγοριοποίησή τους από πολλούς στο glam.

Πέρα από τα παραπάνω, η μπάντα έχει γράψει μουσικάρες κι αυτό αποτυπώνεται περίτρανα στο περί ου ο λόγος album, το οποίο «στάζει» τεστοστερόνη από μίλια μακριά. Πολύ απλά, δεν υφίσταται περιττή νότα, αλλά εάν επέλεγα κάποιες εντελώς εκρηκτικές και «διεστραμμένες» στιγμές, αυτές σίγουρα θα περιελάμβαναν τα “What You Don’t Know (Sure Can Hurt You)”, “Destroyer”, “Under the Blade”, “Burn in Hell” (έπος) και “S.M.F.”. Οι Αμερικανοί κερδίζουν άνετα το ευρωπαϊκό στοίχημα με την εμφάνισή τους, θέτοντας τους δικούς τους όρους μέσα σ’ ένα ιστορικό venue κι ενώπιον ενός «διαφορετικού» κοινού. Επισημαίνεται ότι το εν λόγω κυκλοφόρησε σε ανενεργή περίοδο της μπάντας, 10 χρόνια μετά την ηχογράφησή του, περιλαμβάνοντας και δύο ζωντανά ηχογραφημένες διασκευές των “Jailhouse Rock” και “Train Kept a-Rollin’” από το 1979.

Υ.Γ.: Καθώς έγραφα τα παραπάνω, θυμήθηκα μία σκηνή από ταινία των ‘80s (μπορεί να ήταν κάποιο από τα “Police Academy”, αλλά δεν είμαι σίγουρος) όπου σ’ ένα πάρτι ρωτάει κάποιος μεταλλάς έναν φλώρο εάν υπάρχει καμία κασσέτα Twisted Sister για ν’ ακούσουν (“Do you have any t(T)wisted s(S)ister?” ή κάτι παρόμοιο). Ο φλώρος κοιτάζει απορημένος και απαντάει κάτι σαν: “No, but I have a cousin that is a little weird!”!!!

Αν κάποιος/-α θυμάται την ταινία και μπορεί να βρει την σκηνή, θα του/της ήμουν εξαιρετικά ευγνώμων.

8 Likes