..Με λίγα λόγια

Αν και προτιμώ και εγώ ως σύνολο το Midian ομολογώ πως ο ήχος του Cruelty μου αρέσει πολύ. Θυμάμαι βέβαια την απογοήτευση του Dani τότε, μάλιστα πρόσφατα διάβασα ξανά την συνέντευξη που είχε δώσει στο Hammer (για το Midian) και έριξε το φταίξιμο για τον ήχο του Cruelty στον ντράμερ (Barker δεν λεγόταν η κάτι τέτοιο ένας τεράστιος τύπος) αφού όπως είπε δεν τολμούσε να του πει όχι. Έτσι και αλλιώς ο ήχος των ντραμς ήταν θεωρητικά το μεγάλο θέμα του άλμπουμ. Αλλά για κάποιο λόγο ο ήχος του Cruelty από τότε ακόμα μου είχε αρέσει πολύ, και στα ντραμς και σε όλα. Το Dusk από την άλλη έχω να το ακούσω πολλά χρόνια.

Κάπου εδώ να πούμε ότι το remaster του cruelty είναι υπέροχο.

2 Likes

Με «γλύτωσες» από το να γράψω για τον εν λόγω δίσκο, καθώς τον είχα στο πλάνο μου.

Πολύ ωραία τα είπες.

Προσωπικά, πάντα τοποθετώ το εν λόγω album ένα σκαλοπάτι μόνο πιο πάνω από το -επίσης αριστουργηματικό- “Midian” (το οποίο, όπως σωστά αναφέρεις, είναι ξεκάθαρα πιο ολοκληρωμένη και ώριμη κυκλοφορία). Και τούτο, διότι αυτή η αίσθηση που σου αφήνει η ακρόαση του “Dusk… and Her Embrace”, απλά, δεν υπάρχει. Αυτή η μουντάδα και η καταχνιά του, σε συνδυασμό με το artwork και τα «ζεστά» (και ολίγον ή πολύ Maiden-ικά (sic)) leads του το καθιστούν ένα από τα πιο «εικονοπλαστικά» album που έχω ακούσει ποτέ και ταυτοχρόνως πλήρως αντιπροσωπευτικό του «ξεχειλωμένου» και παρεξηγημένου προσδιορισμού «ατμοσφαιρικό».

Αυτό το “Malice Through the Looking-Glass”… πόσο ύμνος;

Μία χαρά σήμερα. Συννεφιά και βροχή, ευκαιρία να ξαναθυμηθώ τη δισκάρα.

Υ.Γ.: Για όσους ενδιαφέρονται, την προσωπική μου ιστορία και το λάθος μου αναφορικά με τον συγκεκριμένο δίσκο, μπορείτε να τα βρείτε εδώ.

3 Likes

Πάμε άλλη μια double treat παρουσίαση με αφορμή την 30η επέτειο του…

Παρόλο που υπήρχε μια σαφής, διακριτή γραμμική εξέλιξη των Voivod στα eighties, από το χύμα thrash του “War and Pain” έως την progressive τελειότητα του “Nothingface”, εν τούτοις, η αλλαγή που επήλθε στο “Angel Rat” παραήταν απότομη για να προβλεφθεί. Τα σημάδια βέβαια ήταν εκεί. Το concept με τον Korgull είχε φτάσει στο τέλος του με τον προηγούμενο δίσκο, και από την φωτογραφία της μπάντας απουσίαζε ο Blacky (που έπαιξε πάντως εδώ, αλλά αποχώρησε λίγο πριν την κυκλοφορία).

Στο έκτο τους LP λοιπόν, σε μια κάποια αντιστοιχία με τα άλλα καταξιωμένα thrash σχήματα που αποφάσισαν να ρίξουν τις “εντάσεις” με την νέα δεκαετία, οι Voivod εναγκαλίζονται τόσο την 60s ψυχεδέλεια όσο και τα progressive 70s, τα synthesizers, το ακορντεόν, σε μια “απογυμνωμένη”, απλοϊκότερη και μελωδικότερη προσέγγιση όπου το metal στοιχείο σχεδόν απουσιάζει - για το thrash ούτε λόγος! Μια εντελώς συνειδητή απόφαση παρεμπιπτόντως, αφού ανέθεσαν την παραγωγή στον γνωστό από την συνεργασία του με τους Rush, Terry Brown – για τους οποίους Rush βέβαια δεν έκρυψαν ποτέ τον θαυμασμό τους, χώρια που ήταν και support σε κάποια dates της περιοδείας για το Presto στον Καναδά!

Έτσι, η rock ‘n’ roll ορμή του “Panorama” και το φρενήρες surf rock του “The Prow” (το πρώτο βρέθηκε για αρκετό καιρό στο setlist των ζωντανών τους εμφανίσεων, το δεύτερο εξακολουθεί να είναι) δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών για την κατεύθυνση του νέου δίσκου, όσο κι αν οι prog (παρά την σχετικά μικρή διάρκειά τους) κορυφές “Angel Rat” και “Freedoom” επιχειρούν σε πιο σκοτεινές περιοχές και (το μοναδικό single και βίντεο) “Clouds in my House” μαγνητίζει με τα “αφηρημένα” spacey ηχοτοπία του, σε ένα, κατά τα λοιπά, σύνολο τραγουδιών με παρόμοιο ύφος που δεν στέκονται όλα στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο, παρά τις αδιαμφισβήτητες καλές ιδέες που υπάρχουν.

Το πρόβλημα ήταν ότι, παρά τον πάντα αναγνωρίσιμο Piggy, παρά τον Away που ωρίμασε πανέμορφα, όπως και ο Snake (ίσως ο τελευταίος thrash τραγουδιστής που θα περίμενε κανείς να ωριμάσει!), την απαξία του Blacky για το νέο υλικό συμμερίστηκε και το κοινό των Voivod που τους κατηγόρησε ότι σκόπευαν σε μια μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία. Άλλο αν ο Χρόνος δικαίωσε εν πολλοίς, τόσο το “Angel Rat”, όσο και την ακεραιότητα αυτών των Καναδών.

Το έβδομο LP τους, που παραδόξως φέρει την ένδειξη “Number 8” στο εξώφυλλο (πολύ πριν το, ακόμα πιο άκυρα αριθμημένο, “Katorz”) ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε από το “Nothingface” και συνεχίστηκε με το “Angel Rat”, συνδυάζοντας την progressive νοοτροπία του πρώτου με τις “εμπορικές” τάσεις του δευτέρου, όντας όμως προσανατολισμένο περισσότερο στο hard rock, παρά στο punk.

Αμεσότερο, στο μεγαλύτερο μέρος του τουλάχιστον, από αυτό που θα περίμενε κάποιος ανυποψίαστος, έχει να επιδείξει catchy hard rock κομμάτια που εκπλήσσουν ταυτόχρονα με την ευρηματικότητα τους, όπως το “Fix My Heart” (πως δεν έγινε επιτυχία, απορεί κανείς!), το “Moonbeam Ride” ή το “Time Warp”, αλλά και την σκοτεινή ψυχεδέλεια του “Le Pont Noir” όπως και την διασκευή (μάλλον κλίνει προς την επανεκτέλεση) του “The Nile Song” των Pink Floyd.

Έχει επίσης να καυχιέται για μια εκ των κορωνίδων της Voivod δισκογραφίας, το “Jack Luminous”. Το 17λεπτο έπος-φόρο τιμής στα prog seventies, που πραγματεύεται την ιστορία ενός εξωγήινου που φτάνει στη Γη για να προειδοποιήσει για έναν εισβολέα που έχει ήδη καταλάβει τον πλανήτη του. Μοιραία μετά από έναν τέτοιο κυκεώνα μουσικής πληροφορίας, ο δίσκος κλείνει με δύο πιο απλά τραγούδια, το αισιόδοξο rocker “Wrong-Way Street” και το πιο ορμητικό “We Αre Not Alone”.

Ας σημειώσουμε ακόμη ότι, ως συνήθως, το artwork του Langevin προεξοφλεί τις θετικές εντυπώσεις. Αυτή τη φορά παραπέμπει στις πρώτες sci-fi λογοτεχνικές απόπειρες, με κάθε τραγούδι να έχει την δική του εικαστική απεικόνιση στο εσωτερικό και την πρώτη έκδοση του δίσκου να συνοδεύεται από μπλε/κόκκινα 3D γυαλιά για μέγιστη απόλαυση!

Δυστυχώς όμως, το “Outer Limits” έμελλε να είναι το τελευταίο album για την MCA, συνεπεία της περιθωριοποίησης του metal ήχου εκείνα τα χρόνια. Ακόμη δυστυχέστερα σήμανε την αποχώρηση, μετά τον Blacky δύο χρόνια πριν, και του Snake. Η επόμενη εμφάνιση των Voivod θα τους έβρισκε με εντελώς διαφορετικό πρόσωπο…

15 Likes

Διαβάζω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις τελευταίες ημέρες διάφορα σχόλια και απόψεις, κυρίως στο topic των Metallica. Μοιραία, έρχονται στο νου προβληματισμοί αναφορικά με αντικειμενικές “αλήθειες”, υποκειμενικές “αλήθειες”, αιρετικές απόψεις για την αίρεση κ.λπ. Συχνά φαινόμενα, βέβαια, αυτά για τη φυλή μας εν γένει και τη “φυλή” μας (τη μουσική) εν προκειμένω.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σοφοί της κάθε φυλής προτείνουν να ανατρέχουμε στην αρχή των πραγμάτων, ώστε να αντλούμε διδάγματα από την προαιώνια γνώση. Εξ αυτού ορμώμενος και υιοθετώντας την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, είναι φανερό πού θα πρέπει να κοιτάξουμε, για να εντοπίσουμε την αρχή, στην περίπτωσή μας. Όμως, επειδή επιθυμώ να το πάω ένα -ή ορθότερα δύο- βήματα παραπέρα, θα επιχειρήσω μία παρέκταση του ενός και θα αναφερθώ σε τρεις δίσκους, βάσει και τριών προσωπικών μου εμπειριών.

Εμπειρία #1

Έχω φίλο ο οποίος θεωρεί ότι η πραγματικά άξια λόγου ιστορία των Black Sabbath εκκινεί με την έλευση του Ronnie James Dio. Ο εν λόγω φίλος απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστικά κλειστόμυαλος, “κολλημένος” ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, τόσο γενικά στη ζωή του, όσο και βάσει της οπτικής του στη μουσική. Του περνάει σχεδόν παντελώς αδιάφορη η πρώτη περίοδος της μπάντας, ήτοι ό,τι εμπεριέχει τη συμμετοχή του Ozzy. Ομοίως με τα πρώτα, δεν αλλάζει κάτι αναφορικά με τη στάση του, όσον αφορά και στα στερνά. Επίσης, η εκτίμησή του και για την προσωπική δισκογραφία του Madman, ας πούμε ότι κυμαίνεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα.

Μιλώντας, λοιπόν, για τον μακαρίτη τον κοντό και ταυτοχρόνως πιθανότατα για την -κατ’ εμέ, τουλάχιστον- σπουδαιότερη φωνή στο metal όλων των εποχών, αν ανατρέξουμε στην “Αγία Τριάδα” των παρουσιών του, νομίζω ότι μάλλον θα καταλήξουμε στα “Rising”, “Heaven and Hell” και “Holy Diver”. Ο παραπάνω φίλος “προσκυνά” το δεύτερο ως τα Άγια των Αγίων. Ο γράφων θεωρεί το πρώτο ως την κορυφαία στιγμή του RJD (αν δεν με προλάβει κάποιος, θα αναφερθώ μελλοντικά σε αυτό, ξοδεύοντας περισσότερο μαύρο μελάνι / αποτυχημένο το λογοπαίγνιο, αλλά δεν κρατήθηκα), ωστόσο, θα αναφερθεί στο τρίτο. Go figure…

image

Έχοντας ολοκληρώσει την πρώτη (και καλύτερη) θητεία του στους “Γεννήτορες του Όλου”, ο Padanova πλαισιώνεται από τεράστιους μουσικούς και κυκλοφορεί το ντεμπούτο του προσωπικού του συγκροτήματος, των Dio, απαλλαγμένος, μία δεκαετία σχεδόν μετά, από τις φιγούρες “γιγάντων”, έχοντας την πρωτοβουλία και την ελευθερία των κινήσεων. Υποθέτω ότι αυτό πρέπει να έδωσε στον Ronnie τον “αέρα” που αναζητούσε και η αλήθεια είναι ότι η έμπνευση ήρθε αβίαστα και απλόχερα και μετουσιώθηκε σε 9 κομματάρες που συνθέτουν έναν από τους κορυφαίους metal δίσκους όλων των εποχών. Το να κρίνουμε την απόδοση των μελών και του Ronnie συγκεκριμένα το θεωρώ έως και βλάσφημο. Ας κάνουμε, βέβαια, μία μνεία στον Campbell, ο οποίος πιάνει πραγματικά την τέ-λει-α απόδοση. Αυτό δεν αλλάζει στον αιώνα τον άπαντα, ούτε κηλιδώνεται από τις “ομορφιές” και τα “Γαλλικά” που ακολούθησαν αργότερα, για αρκετά χρόνια μάλιστα, μεταξύ του ιδίου και του Ronnie. Να σημειώσω εδώ ότι η στάση του Dio και τα λόγια του προς τον πρώην κιθαρίστα του (αλλά και προς τους Def Leppard, αν ενθυμούμαι σωστά) δεν αποτέλεσαν και την πιο κολακευτική στιγμή του βίου και της πολιτείας του εκλιπόντος, αλλά ας είναι…

Επιστρέφοντας στα αμιγώς μουσικά, το “Holy Diver” διαθέτει τρία κομμάτια που, δικαίως, γνωρίζουν μέχρι και οι πέτρες (aka φασαίοι), ήτοι το ομώνυμο, το “Rainbow in the Dark” και το “Don’t Talk to Strangers”. Το μέγεθος των προαναφερομένων διαπιστώνεται εύκολα από το γεγονός ότι αφήνουν σε δεύτερη μοίρα κάτι κομματάρες ΝΑ (με το συμπάθιο), όπως τα “Straight Through the Heart” και κυρίως το συγκλονιστικό, αργόσυρτο έπος επών “Shame on the Night”.

Μνημειώδης κυκλοφορία, από όλες τις απόψεις. Δίσκος που “ρίχνει τα τσιμέντα” σε χρόνο dt.

Εμπειρία #2

Είχα έναν παλιό συνάδελφο (ο οποίος πιθανότατα να έχει σερβίρει την μπύρα σε πολλούς εξ υμών σε κάποιο festival), ο οποίος ήταν, είναι και θα είναι “άρρωστος” με την προσωπική δισκογραφία του Ozzy Osbourne. Δεν “πεθαίνει” για την περίοδό του στους Black Sabbath και για η άποψή του για το αντίπαλον δέος εδράζεται στα επίπεδα του ανεκτού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση (δηλαδή του Ozzy), θεωρώ ότι κι εγώ ξεφεύγω από τα όρια του “δόγματος”, καθώς θεωρώ τον Jake E. Lee ως τον κορυφαίο κιθαρίστα που στάθηκε στο πλάι του double O. Επίσης, go figure #2, μιας και αγαπημένος μου δίσκος από τις προσωπικές κυκλοφορίες του Ozzy είναι το “The Ultimate Sin”, αλλά θα γράψω για το:

image

Ο Ozzy έχει ξεπεράσει την δική του αποχώρηση από τους “Γεννήτορες του Όλου”, κυκλοφορώντας δύο εξαιρετικούς δίσκους, έχοντας πετύχει το jackpot με το γεγονός ότι παρουσιάστηκε ο Randy Rhoads στο διάβα του. Ωστόσο, η ζωή επιφυλάσσει διαφορετικά σχέδια και ο ξαφνικός και αδόκητος θάνατος του βιρτουόζου κιθαρίστα θέτει μία τεράστια πρόκληση στον - ούτως ή άλλως, επιρρεπή σε αυτοκαταστροφικές τάσεις και καταχρήσεις- Madman, ο οποίος καλείται να ξεπεράσει την απώλεια του συνοδοιπόρου του τόσο σε μουσικό (κατά τη γνώμη μου το κατάφερε άμεσα), όσο και σε προσωπικό/συναισθηματικό (μάλλον δεν το κατάφερε ποτέ) επίπεδο.

Θεωρώ μέγιστη αδικία ότι η εποχή του Lee συνέπεσε με μία από τις πιο ιδιαίτερες περιόδους για τον Ozzy. Θεωρώ ότι μπορούσαν να γίνουν πολλά πράγματα ακόμα, με την παρουσία του ιδίου, ωστόσο, τα “φεγγάρια” του Madman είναι τόσα και τέτοια που ουδέποτε επέτρεψαν ασφαλείς προβλέψεις και σταθερότητα. Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στα γαυγίσματά του προς το φυσικό μας δορυφόρο.

Ο λόγος που προτιμώ τον διάδοχό του από το συγκεκριμένο album είναι απλός. Στο “The Ultimate Sin” δεν πατάω το skip σε κανένα κομμάτι. Εδώ, αμφότερα τα “So Tired” (περισσότερο) και “Slow Down” (λιγότερο) δεν τα αντέχω. Το ψεγάδι που προκαλούν στη ροή του δίσκου είναι τέτοιο που είναι αδύνατον να περάσει απαρατήρητο από τα αυτιά μου. Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, με τις αδυναμίες ο υπόλοιπος δίσκος είναι ένα καθαρό αριστούργημα. Όπως και στην περίπτωση των Dio, κι εδώ ο άσπονδος φίλος του κοντού, πλαισιώνεται από μουσικούς ύψιστου επιπέδου. Οι ομοιότητες δεν σταματούν εδώ, καθώς και στην περίπτωση του Ozzy υπήρξαν, καιρό μετά την κυκλοφορία του συγκεκριμένου δίσκου, “βολές” εκατέρωθεν με τον αποχωρήσαντα κιθαρίστα, με τον τελευταίο να διεκδικεί (μάλλον δικαίως) καλλιτεχνικά δικαιώματα γραφής των κομματιών (θρυλείται ότι στην εξαφάνιση των Lee και Daisley από τα credits των κομματιών το χεράκι της έβαλε η δαιμόνια μέγαιρα).

Πίσω στα μουσικά, όπως προανέφερα, η απουσία του Rhoads περνάει μάλλον απαρατήρητη (προς αποφυγή παρεξηγήσεων, αναφέρομαι στην κιθαριστική αίσθηση και όχι σε οτιδήποτε άλλο). Και σε αυτήν την περίπτωση έχουμε ένα κομμάτι που γνωρίζουν μέχρι και οι πέτρες (aka φασαίοι), το υπερ-κλασσικό ομώνυμο, η ύπαρξη του οποίου, επίσης, με τη σειρά της “καπελώνει” κάποιες υποτιμημένες κομματάρες, όπως τα “You’re No Different”, “Centre of Eternity” και “Waiting for Darkness” (τεράστια προσωπική αδυναμία).

Α, να μην ξεχάσουμε να πούμε ότι κυκλοφόρησε το 1983, όπως και το “Holy Diver” δηλαδή. Κοίτα να δεις συμπτώσεις και ομοιότητες οι περιπτώσεις των δύο “στρατοπέδων”…

Εμπειρία #3

Έχω συναναστραφεί τύπους που αγνοούν τον Tony Martin. Η αναφορά σε αυτόν τούς φέρνει στο νου τον συνεπώνυμο ηθοποιό ή τον -επίσης, συνεπώνυμο- χαρακτήρα του Police Academy I, που παρίστανε τον Λατίνο, με ψεύτικη προφορά και άλλον τονισμό στο επίθετο Martin (δείξτε επιείκεια σε αυτή την αυθαίρετη σύνδεση, αλλά φαίνεται ότι υπάρχει πολλή, άχρηστη πληροφορία στον εγκέφαλό μου).

Όπως και να 'χει, αξίζει να σημειώσουμε για τα βιβλία ότι ο Martin ουδόλως υπήρξε μία φτωχή, πλην τίμια περίπτωση για τους Black Sabbath (π.χ. περίπτωση Bayley). Ο Βρετανός ξεπερνά άνετα τα στενά όρια της αξιοπρέπειας και για εμένα στέκεται σαν ίσος προς ίσο, τόσο απέναντι στην Ozzy περίοδο, όσο και στην αντίστοιχη Dio (τις θητείες των υπόλοιπων τραγουδιστών που έπιασαν το μικρόφωνο των Sabbath, η δική του θητεία τις “καταπίνει αμάσητες”). Επιπλέον, όσοι εμπαθείς αποπειρώνται να μειώσουν τον Tony, λέγοντας πως αποτελεί μία κόπια του κοντού, ας αρχίσουν καλύτερα το πλέξιμο.

Προσωπικά, είχα την τύχη να “κόβει” το μάτι μου σε παρελθοντική συναυλία των Accept και να εντοπίσω τον Martin στα πλάγια της σκηνής. Αν κάποιοι έχετε μείνει με την εικόνα του προ τριακονταετίας, τότε δύσκολα θα τον γνωρίζατε, καθώς δεν έχει μείνει τρίχα στο κεφάλι του, στο οποίο πολύ συχνά εμφανίζονται μπαντάνες. Το περιστατικό το έχω αναφέρει και παλαιότερα εδώ. Του έγνεψα από μακριά, χαμογέλασε και μου έκανε μία χειρονομία (devil’s horns, thumbs up ? / δεν κατάλαβα ποτέ) και πήρα το θάρρος και πλησίασα για ένα fist-bump, το οποίο μού ανταπέδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ωραίος τύπος, αλλάς ας μιλήσουμε για το μεγάλο του προσόν… Τη φωνάρα του.

Καλοί και άγιοι, όλοι οι δίσκοι των “Γεννήτορων του Όλου” στους οποίους συμμετείχε. Κάποιοι, όμως, ξεχώρισαν άνετα. Εξαιρετικό το “Headless Cross”, δεν λέω, αλλά ο διάδοχός του αποτελεί, κατά την άποψή μου, την κορυφαία στιγμή του Tony.

image

Μιλάμε για δισκάρα από τις λίγες, full στην ατμόσφαιρα και τις κομματάρες. Ομοίως υποτιμημένη κυκλοφορία, όπως και ο ίδιος ο Martin. Εδώ εντοπίζεται το -μάλλον- γνωστότερο Sabbath κομμάτι που έχει τραγουδήσει ο εν λόγω, η αισθαντική, πανέμορφη power ballad “Feels Good to Me” (το έχω χορέψει μπλουζ σε παιδικό party, αν είναι ποτέ δυνατόν, ρε). Συνεπώς, όπως και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις (και τηρουμένων των αναλογιών, θα προσθέσω) αγνοούνται τραγούδια-“ποιήματα”, όπως το “The Sabbath Stones”, το “Valhalla” (μεγάλη αγάπη), το “Anno Mundi”, το “The Law Maker”… όλος ο υπόλοιπος δίσκος, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα. Οι δύο συνονόματοι “κεντάνε” πραγματικά και -ω, τι σύμπτωση και πόσο πρωτότυπο!- το line-up αυτού του δίσκου περιλαμβάνει top-tier παίκτες.

Φανταστικός δίσκος, υπέροχες συνθέσεις, φωνάρα και πανέμορφες ερμηνείες ο Martin. Πραγματικά, όποιος αγνοεί, ακούσια ή εκούσια, την περίοδο Martin στους Sabbath, χάνει πάρα πολλά όμορφα πράγματα.

Κι έτσι, με τα πολλά που γράφτηκαν παραπάνω, φτάνουμε στον επίλογο. Ανατρέξαμε στους σοφούς και μάθαμε (λέμε τώρα). Πάντως, εγώ κλείνοντας τα μάτια, σαν να διέκρινα μία διοπτροφόρο, μαυροφορεμένη μορφή, φέρουσα μύστακα, να χαμογελάει και να αφήνει τη μουσικούλα να ρέει αβίαστα.

18 Likes

που δεν του αρεσει ο Dio αλλα του αρεσει το φραντικ

Kαλά μωρέ, σιγά το περίεργο.
Υπάρχουν ανθρωποι που δεν τους αρέσει ο Dickinson ξερωγω, τι να κανουμε, να αλλάξουμε τα αυτιά τους ή δεν έχουν δικαίωμα να μην τους αρέσει ο Dickinson?

1 Like

Θέλω να πιστεύω ότι δεν απευθύνεις την ερώτηση σ’ εμένα, ειδάλλως, δυστυχώς, δεν κατάλαβες ούτε στο ελάχιστο το πνεύμα του κειμένου.

Μάλλον λάθος reply πάτησα. Στον @Clairvoyant απανταω

1 Like

οχι φυσικα

χαβαλε κανω

1 Like

Ο sevek είναι κοντός, ρίξε flame άφοβα

5 Likes

Χαχαχαχαχαχ

1 Like

Δεν ξερω, μπορει να κανει παρεα με τους ψηλους. Ας ειμαστε προσεκτικοί.

πεθανα

1 Like

Δράττομαι της ευκαιρίας από τις ενθουσιώδεις αναφορές των @martian και @Red_Viper για να δηλώσω κι εγώ τον απεριόριστο θαυμασμό μου για το…

Το “The White Goddess” έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και αποδοχής στους σχετικούς (και όχι μόνο!) κύκλους και “υποχρέωσε” τους Atlantean Kodex να επανέλθουν με ένα album εξίσου καλό, αν όχι καλύτερο! Όντας εμποτισμένοι με την underground νοοτροπία και μακριά από καριερίστικες λογικές, πήραν τον χρόνο τους και έξι χρόνια αργότερα με το “The Course of Empire” μπορούμε να πούμε ότι έβγαλαν την… υποχρέωση με επιτυχία!

Αυτό καθίσταται εμφανές ήδη από τη στιγμή που ο ακροατής θα πάρει στα χέρια του τον δίσκο, θα θαυμάσει το υπέροχο εξώφυλλο αλλά και το όλο artwork που είναι στο ίδιο ύφος με τις παλιότερες κυκλοφορίες, σηματοδοτώντας έτσι και εικαστικά την συνέχεια, το όραμα που διέπει το βαυαρικό συγκρότημα ήδη από τις απαρχές της ύπαρξης του.

Αλλά και σε αυτό καθεαυτό το μουσικό κομμάτι, η μπάντα βαδίζει σταθερά στο “αφιλόξενο”, αλλά γνωστό στους φίλους μονοπάτι που έχει επιλέξει. Επικό doom λοιπόν, με τις επιρροές να αποκαλύπτονται στα special thanks για όσους αμύητους δεν τις αντελήφθησαν από την ακρόαση. Οι Solstice, οι Candlemass και οι Bathory της μεσαίας περιόδου έχουν σημαντικό μερίδιο στην ύφανση του ήχου των Atlantean Kodex, όπως και οι πρώιμοι Manowar που ρίχνουν βαριά την σκιά τους και στο “The Course of Empire” – άλλο αν θα σκότωναν για να έχουν γράψει κάποιο από τα τραγούδια του τα τελευταία, πολλά δυστυχώς, χρόνια!

Η φόρμουλα οικεία λοιπόν, μακρόσυρτα κομμάτια που αποκαλύπτουν το μεγαλείο τους μέσα από επιβλητικούς ρυθμούς, εμπνευσμένα leads και μελωδίες με “τόνους” συναισθήματος (τόσο στα πολυφωνικά σημεία όσο και από τον Becker που υπερβάλλει εαυτόν εδώ), και συντομότερα να παρεμβάλλονται, εξυπηρετώντας μια πραγματικά άψογη ροή σε ένα σύνολο που, παρόλο που διαθέτει εντυπωσιακά υψηλά σημεία, αξίζει και του πρέπει να ακουστεί ολόκληρο από την αρχή έως το τέλος.

Θα ήταν ολότελα άδικο να μην γίνει ειδική μνεία και στο στιχουργικό σκέλος που σε πλήρη σύμπνοια με τα παραπάνω, επίσης διακρίνεται για την υψηλή αισθητική του. Εδώ λοιπόν οι Βαυαροί πραγματεύονται την αέναη άνοδο και πτώση όλων των αυτοκρατοριών που υπήρξαν, σε μια δυτικόστροφη (όπως θεωρούν) διαδοχική πορεία, αντλώντας παραδείγματα από τη μυθολογία και την Ιστορία της οποίας το βιβλίο, παρότι αριθμεί τόμους, “έχει μόνο μια σελίδα”.
Αν ανατρέξουμε και σε παλιότερες στιγμές τους, μπορούμε ασφαλώς να συμπεράνουμε ότι οι Atlantean Kodex έλκονται όχι ακριβώς από την “γοητεία της παρακμής” και την επίκληση ενός ένδοξου παρελθόντος, αλλά επιδιώκουν, μέσα από την αναπόφευκτη ηρωοποίηση μιας παλιάς επίγειας δόξας, να μεταλαμπαδεύσουν τα καλύτερα στοιχεία της και να κρατήσουν ζωντανές τις μνήμες όπως και την ουσία της παράδοσης, κάνοντας ταυτόχρονα μια υπόμνηση για την προσωρινότητα των ανθρώπινων επιτευγμάτων οιασδήποτε φύσης. Ταυτόχρονα, δεν παραλείπουν να αναρωτηθούν για το τι ωθεί τους ανθρώπους στην απέλπιδα προσπάθεια “να φτάσουν στα αστέρια”, να αφήσουν το αποτύπωμα τους στην συλλογική μνήμη των μελλοντικών γενεών (“He Who Walks Behind the Years”).

Στο “The Course of Empire” οι Atlantean Kodex αξιοποιούν όλες τις προηγούμενες εμπειρίες τους για να τελειοποιήσουν (μέχρι τον επόμενο δίσκο;) το ξεχωριστό πια, ύφος τους, παραδίδοντας ένα κλασικό για το είδος του LP, πιθανόν ότι καλύτερο έχει να επιδείξει το μη extreme metal την προηγούμενη δεκαετία, όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό.
Παρά την απώλεια του Michael Koch που αποχώρησε εν μέσω ηχογραφήσεων και αντικαταστάθηκε από την Coralie Baier (αμφότεροι συμμετέχουν στο δίσκο), οι ελπίδες για ανάλογη συνέχεια παραμένουν ακμαίες.

16 Likes

Υπεροχος. Αυτη η μπαντα εμπνεει

2 Likes

αυτή η μπάντα αναζωπυρώνει την αγάπη για το επικό , παντρεύει 3 σχολές επικού μεταλ τόσο όμορφα ενώ έχουν διαφορές μεταξύ τους

2 Likes

Σιγά που ακούγεται βαρύ, είναι η απόλυτη μέταλ μπάντα των 10ς οι AK. Δικαιωματικά και με την βούλα.

3 Likes

Πάνω σ’ αυτό που λες, διάβαζα σε ένα σχετικά πρόσφατο (φετινό) τεύχος του Hammer, σε ένα αφιέρωμα, όπου χαρακτήριζε τους AK ως “την μπάντα που μαζί με τους Eternal Champion είναι οι σύγχρονοι ηγέτες του επικού metal” ή κάπως έτσι, με αυτό ακριβώς το νόημα πάντως, και με ξένισε αρκετά αυτή η παρατήρηση.

Δεν λέω, ωραίοι οι Eternal Champion, πολύ καλά “διαβασμένοι” (με όλη την καλή έννοια), καταφέρνουν να αναπαράγουν άριστα τον συγκεκριμένο ήχο (ξανά, με την καλή έννοια!) αλλά μέχρι εκεί.
Δεν έχουν την προσέγγιση που έχουν απέναντι στην τέχνη τους οι Atlantean Kodex, ούτε έχουν να επιδείξουν παραπλήσιας αξίας κατορθώματα.

(Τα γνωστά ευκόλως εννοούμενα, “για μένα”, “για σένα”, “για όλους μας” κλπ κλπ παραλείπονται!)

1 Like