Τι εστί Ελληνική σκηνή;
Όχι, δεν αποτελεί η ανωτέρω ερώτηση μέρος ενός μουσικού λευκώματος (σαν αυτό που συμπληρώνατε στα κρυφά, με γελοία παρατσούκλια, κατά τα σχολικά σας χρόνια, για να τσεκάρετε απαντήσεις και να κάνετε το χατίρι στην ωραία της τάξης / τι εστί έρως, τι εστί αγάπη κ.ο.κ.), αλλά μία καλή αφορμή για την παράθεση κάποιων περιληπτικών, προσωπικών σκέψεων επί της ιστορικής πορείας αυτής (της σκηνής), σε συνάρτηση και με την αναφορά στην ακόλουθη κυκλοφορία.
Θα έλεγα ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, όταν αναφερόμασταν σε Ελληνικά συγκροτήματα τα οποία ξεπερνούν τον «μέσο όρο» (θα μπορούσα να βάλω πάρα πολλά εισαγωγικά ακόμα) ή -αν προτιμάτε- πλησιάζουν περισσότερο στην προσέγγιση των εκ των εξωτερικού ορμώμενων μπαντών, υπήρχε μία γενική παραδοχή/αίσθηση ότι αυτές δεν ξεπερνούσαν σε αριθμό τα δάκτυλα του ενός χεριού. Προϊόντος του χρόνου, και καθώς το είδος υποχωρούσε σε δημοφιλία και πλήθος μουσικού ακροατηρίου, συνέβησαν, κατά την άποψή μου, τα εξής κομβικά:
Η γενιά των σημερινών 35-45 που «έμεινε» ή/και μπήκε στην ιστορία του -ομολογουμένως δύσκολου- project Ελληνική μπάντα, θεωρώ ότι παραμέρισε «χίμαιρες» καριέρας κ.λπ., εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο της τεχνολογικές εξελίξεις, ήτοι τις αρτιότερες υλικοτεχνικές παροχές, όπως και την όλο και πιο αυξανόμενη τεχνογνωσία κι επαγγελματική προσέγγιση των λοιπών εμπλεκομένων (studio, παραγωγών κ.λπ.) και κατάφερε εν πολλοίς να παρουσιάσει δουλειές οι οποίες δεν απείχαν -τουλάχιστον τεχνικά, σε πρώτο βαθμό- από τις αντίστοιχες του εξωτερικού.
Παράλληλα, η εσωτερική κάψα για τη μουσική και η ψυχική κάθαρση που προσφέρει η ενασχόληση με αυτή, ιδιαίτερα στα συνεργατικά πλαίσια ενός συγκροτήματος, διατηρήθηκαν στο ακέραιο. Επιπροσθέτως, η συγκεκριμένη γενιά απαλλάχθηκε σιγά-σιγά από τις «παρωπίδες» και τα όρια, άκουσε πολλή μουσική και αυτό μόνο θετικά επέδρασε στην ποιότητα των κυκλοφοριών.
Για να μην σας κουράζω, όπως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν, πιστεύω ότι έγινε ένα είδος «απόσταξης», όσο το είδος έχανε σε δημοφιλία, όπου οι δεδομένα λιγότεροι ακροατές που έμειναν στο χώρο ανέβηκαν επίπεδο και είχαν πλέον πιο αυστηρά κριτήρια, γεγονός που δεν μπορούσε παρά να συμπαρασύρει και τις προσεγγίσεις των συγκροτημάτων πάνω στη δουλειά τους. Ανεξαρτήτως των επιμέρους υπο-κατηγοριών, όσο και των επιλογών του καθενός μας βάσει των αισθητικών κριτηρίων του, ο όρος Ελληνική σκήνη (εν συνόλω) απέκτησε ένα δεδομένο κύρος και δημιούργησε ένα μικρό, αλλά υπαρκτό, κοινό, το οποίο στήριζε και στηρίζει ενεργά τη σκηνή. Άρα, μόνο ως πρόοδος μπορεί να λογίζεται το γεγονός ότι πλέον δεν ξέρουμε πόσα δάκτυλα θα ήταν αρκετά για να μετρήσουμε τα Ελληνικά συγκροτήματα που «κοιτάνε στα μάτια» τα αντίστοιχα ανά την υπόλοιπη υφήλιο.
Στο δια ταύτα τώρα, αν συμφωνήσουμε ότι το μεγαλύτερο γκελ την τελευταία δεκαετία το έκανε το stoner στη χώρα μας (δικαίως μεν, λόγω της μεγάλης εμπλοκής πολλών «φασαίων» δε), παράλληλα, «έτρεχε» (και «τρέχει») μία σκηνή με μπάντες ατμοσφαιρικής/progressive κατεύθυνσης, η οποία θα έλεγα ότι ενδέχεται να είναι και ελαφρώς παραγνωρισμένη.
Χωρίς να αναφερθούμε διεξοδικά σε περαιτέρω ονόματα (εν καιρώ, θα γίνει και αυτό), ας δούμε –επιτέλους!- σε ποιους αφιερώνω το σημερινό χώρο:
Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τους MoM, ήταν στο Τριανόν (καθήμενος, μάλιστα), σε μία κοινή τους εμφάνιση με τους λατρεμένους μου Universe217. Έρωτας… Μπάντα με πολύ πάθος, μουσικάρες, τρομερός ήχος… τι άλλο να ζητήσει κανείς; Έκτοτε, τους έχω παρακολουθήσει αρκετές φορές ζωντανά, μόνους τους, αλλά και ως support (στους Oceans of Slumber , μάλιστα, η χαμηλή προσέλευση του κόσμου θα μπορούσε να τους προκαλέσει τεράστια αμηχανία / εδώ αισθανόμουν εγώ περίεργα). Πάντα σταθεροί και άψογοι, πάντα ακριβείς, πάντα τίμιοι (με την ουσιαστική έννοια του όρου, όχι τη συγκαταβατική/μίζερη). Ακόμα και τη νύχτα που δάκρυσαν και τα τσιμέντα.
Είχα κάποτε την τύχη να τους συναντήσω πριν μία πρόβα τους (πριν το μοιραίο). Τους δήλωσα το πόσο fan είμαι και όλα τα παιδιά κοκκίνησαν. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η μετριοφροσύνη και η ταπεινότητά τους και το αξιολόγησα πάρα πολύ θετικά αυτό, βάσει της δικής μου οπτικής.
Εν προκειμένω τώρα, το “Sigma” αποτελεί για εμένα ό,τι αρτιότερο έχουν κυκλοφορήσει έως σήμερα. Η συγκεκριμένη κυκλοφορία ταράσσει το «είναι» σου, με κάθε νότα και στιγμή να προκαλούν ανατριχίλα. Και αν οι επιρροές είναι εμφανείς, το μεγαλείο (και η ιδιοφυΐα, θα προσέθετα) της μπάντας καταφέρνει να καταστήσει τον ήχο διακριτό και «αυτόφωτο», σε τέτοιο σημείο που θα ισχυριζόμουν ότι έτερες προσεγγίσεις ακούγονται σαν MoM και όχι το αντίστροφο. Επίσης, το «Δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι» δεν θα μπορούσε να καλύψει περισσότερο επαρκώς το ζήτημα του ποιού της μπάντας, κρίνοντας από τη συμμετοχή του εξαίρετου Δ. Καταλειφού στο video του συγκλονιστικού “Collision”. Το album αντιμετωπίζεται ως ολότητα (θεματικό, γαρ) και «κυλάει» αβίαστα, ωστόσο, ο καθένας θα εντοπίσει τις μικρές στιγμές μεγαλείου για το προσωπικό του αρχείο. Άλλος θα επιλέξει το σπαρακτικό outro του “Shine” (τι lead είναι αυτό ρε πούστη μου, σε συνδυασμό με το πιάνο), άλλος ολόκληρο το “Silence”, άλλος το μήνυμα του “Rome”, άλλος το προαναφερθέν (“Collision”)… Όρεξη να ‘χετε, να ψάχνε(σ)τε. Για να μην παρεξηγηθώ, είναι προφανές ότι και οι υπόλοιπες κυκλοφορίες της μπάντας (“Human” και “Artifacts”) συστήνονται ανεπιφύλακτα, αλλά το “Sigma” είναι αριστουργηματικό, πέρα ως πέρα…
Και τούτο, διότι θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι, επιπροσθέτως της μουσικής της αξίας, η μπάντα διαθέτει ισχυρή κοινωνικοπολιτική άποψη -ασχέτως αν κανείς συμφωνεί ή όχι με αυτήν- και διατυπώνει προβληματισμούς, αμφότερα εκ των οποίων εκφράζονται μέσω των λίαν αιχμηρών και αλληγορικών στίχων της. Και αν κάποτε τέτοιοι στίχοι ενδεχομένως να μας προβλημάτιζαν σ’ ένα πλαίσιο «φιλοσοφικών» συζητήσεων και αντεγκλήσεων γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο με μπύρες, στους ιδιαίτερα χαλεπούς και περίεργους καιρούς που βιώνουμε στο παρόν, καθίστανται εξαιρετικά επίκαιροι, «θέτοντας το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων». Και όλα αυτά προερχόμενα από μία γενιά που εδώ και 15 έτη βιώνει στο πετσί της μία τεράστια κοινωνικοοικονομική κρίση και μία πανδημία. Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε σχετικά με το πώς μεταβλήθηκε βίαια το «ροζ συννεφάκι» που ζήσαμε όλοι μας μέχρι τα 20 έως τα 30 μας και για να αποτινάξουμε από πάνω μας τον προσδιορισμό των καλομαθημένων και καλοζωισμένων. Εκτός και αν κάποιοι καταφέρουν να μας γυρίσουν τα (δανεικά), καλύτερά μας χρόνια πίσω. Απ’ όσο γνωρίζω εγώ τουλάχιστον, τα χρόνια που φεύγουν, δεν ξανάρχονται. “Sentence me to real life…”, που λέει και η μπάντα.
Δυστυχώς, το στοιχείο του προσωπικού δράματος «συνάντησε» τους MoM, ακριβώς πάνω στο σημείο της πορείας τους που τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε σε άλλο επίπεδο. Η αδόκητη απώλεια του Μάκη, αναμφίβολα έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στους συνοδοιπόρους του. Ωστόσο, φαίνεται ότι τα παιδιά θα συνεχίσουν τελικά, καθώς όπως δημοσιεύουν “New stories are on the way”, ενώ προγραμματίζουν και εμφανίσεις για το 2022. Σίγουρα και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι αυτή είναι η ορθότερη προσέγγιση και η μεγαλύτερη τιμή στην παρακαταθήκη του εκλιπόντος. Άλλωστε, όλοι μαζί το είχαν διατυπώσει το μήνυμα:
Rise Evolve