Μεταλλική νοσταλγία: Θύμησες, εμπειρίες και λοιπά ευτράπελα από την ελληνική, metal καθημερινότητα

Παιδιά, έχω πάθει το ίδιο με γαμήλιο γλέντι! Το ξέρω ότι φαίνεται απίθανο, κι εγώ έτσι πίστευα μέχρι που μου έτυχε!

2001 λοιπόν (20 χρόνια πριν, πω ρε φίλε!), είχαμε πρόσκληση σε γάμο, και φτάνοντας στο χώρο της δεξίωσης καθίσαμε σε ένα τραπέζι, όπου όμως δεν γνωρίζαμε κανέναν, ούτε και από τον άμεσο περίγυρο. Λογικά θα είναι από το άλλο σόι, υποθέσαμε! Ξεκίνησαν να σερβίρονται τα ορεκτικά κλπ, μόλις όμως έφτασε το νεόνυμφο ζευγάρι και διαπιστώσαμε από μακριά ότι έχουν… μεγάλη διαφορά ύψους συνεπώς δεν ήταν αυτοί που ξέραμε, φύγαμε διακριτικά αλλά τροχάδην κάτω από τα συγκαταβατικά χαμόγελα των μέχρι εκείνη τη στιγμή ομοτράπεζων μας, για να ανακαλύψουμε ότι το κέντρο είχε και έναν υπόγειο χώρο, όπου ήταν το γλέντι στο οποίο ήμασταν καλεσμένοι!

Εντάξει όχι ακριβώς “μεταλλική νοσταλγία”, μάλλον νοσταλγία σκέτη, αλλά αφού μπήκαμε σε τέτοιες κουβέντες…

…για να μην ξεφύγουμε όμως εντελώς εκτός θέματος, χοντρή ματαίωση ήταν στο Rockwave του 2000 που δεν εμφανίστηκαν οι Maiden λόγω του τραυματισμού του Gers. Διένυα τις τελευταίες μέρες της στρατιωτικής μου θητείας, το υπόλοιπα αδείας βασικά, είχα αγοράσει εγκαίρως εννοείται εισιτήριο, και ήμουν ήδη στην Αθήνα όταν το έμαθα! Εντάξει, ήταν μια περίοδος που τίποτε δεν με χάλαγε, αλλά όσο να 'ναι μια απογοήτευση την ένιωσα!

11 Likes

Χοντρή ματαίωση για μένα κάνα χρόνο αργότερα, φθινόπωρο 2001, έχω εξασφαλίσει λόγω απροσδόκητου κονέ πρόσκληση & backstage pass για SLAYER/PANTERA, τότε μιλάμε ό,τι τους είχα και τους 2 για θεούς, δηλαδή τι θεους… ημίθεους και βάλε :exclamation:

Γίνονται οι γαμημένοι οι δίδυμοι πύργοι ενώ οι μπάντες είναι ήδη on tour, για καμιά βδομάδα σέρνεται ένα αδυσώπητο “will they, won’t they…”, τελικά τρώμε την ξενέρα η οποία άντε να ήταν λίγο μικρότερη από το γκολ του Κόντε.

Τελικά PANTERA δε θα βλέπαμε ποτέ, τουλάχιστον SLAYER, μετά από άλλη μια ξενέρα με την κωμικοτραγική ιστορία του Rockwave 2002, μας αποζημίωσαν με το παραπάνω (και με Λομπάρντο) το '05.

9 Likes

Νομιζω η μεγαλυτερη συναυλιακη ξενερα της ζωης μου και εμενα. Pantera και Slayer ρε φιλε.

6 Likes

Η δικια μου ξενερα ηταν η ακυρωση Demons and Wizards την πρωτη φορα που θα επαιζαν εδω. Ως εφηβος σε τεραστια πορωση με BG και Iced Earth εκεινη την εποχη, και με το ντεμπουτο τους να με εχει σκαλωσει τρελα, το περιμενα πραγματικα πως και πως (ναι ημουν ΚΑΙ στο καταραμμενο sign session τους Hansi και του αλλου του βλακα στο Rock City που επεσε η τζαμαρια). Αν θυμαμαι καλα ηταν να παιξουν Λυκαβηττο και ματαιωθηκε γιατι εγιναν κατι επεισοδια με Μολοτωφ 1-2 μερες πριν σε Συναυλια Motorhead αν δεν κανω λαθος. Παιδικο τραυμα μου αφησε.

5 Likes

Χαχαχαχαχα! Μία κατηγορία μόνος σου! χαχαχα

Λοιπόν, μια και το φέραμε από, το φέραμε από ‘κει… θα κλέψω το thread για άλλη μία άσχετη ιστορία μίας φίλης που έχει μείνει αξέχαστη από τότε που μας την είπε (και σχετική με τη δική σου αδελφέ μου, σχεδόν).
Ήμασταν μαζί στη σχολή και βρισκόμασταν στο κυλικείο μέχρι να πάμε στο επόμενο μάθημα. Οπότε και μας διηγείται το επικό σκηνικό που έκανε λίγες μέρες πριν: Σηκώνεται ένα πρωί και αρχίζει να ετοιμάζεται. Ανάβει φως και ντύνεται. Την πετυχαίνει η μάνα της αγουροξυπνημένη και τη ρωτάει που πάει τέτοια ώρα για να της απαντήσει “στο πανεπιστήμιο”. Η μάνα της στο μεθόριο ύπνου και ξύπνιου, το άφησε και πήγε να ξανακοιμηθεί. Εκείνη, αφού ετοιμάστηκε, πάει στη στάση, παίρνει το λεωφορείο και φτάνει στη σχολή. Πάει, όμως, από πάνω (Θεολογική σχολή, στην πίσω πλευρά με τα χορτάρια και για δρομάκια μεταξύ ιστορικού και νομικής). Κάθεται σ’ ένα παγκάκι και παραξενεύεται που οι πόρτες είναι ακόμα κλειστές. Και φτάνει η στιγμή, όπου… συνειδητοποιεί ότι είναι 6 το πρωί και ημέρα Σάββατο. Και είχε σηκωθεί από τις 5 με όρεξη για μάθημα.

6 Likes

αυττο με το λαιβ pantera/slayer νομιζω οτι θα μεινει στην ιστορια σαν το μεγαλυτερο συναυλιακο ξενερωμα…

περι γάμων το έχω παθει κ εγώ, παντρευεται φιλος, με καλεί, σκαω εκκλησια μόνος μου , γενικα δεν τα παω καλα με αυτα οποτε παντα καθομαι εξω και περιμενω να τελειωσει η φαση κ μονο τοτε παω μεσα για τις ευχες στο ζευγαρι και ειναι η στιγμη που καταλαβαινω οτι εχω παει σε λαθος γαμο, σε λαθος εκκησια, σε λαθος ζευγαρι και καλα τοση ωρα καθομαι στην αυλή και περιμενω να τελειωσει άδικα, ενώ ο φίλος παντρεύεται εκείνη την στιγμή αλλού…!

6 Likes

Εγώ μια μέρα πήγα στην δουλειά 6 η ώρα αλλά ήμουν απογευματινος.

Τι βαρετή ζωή έχω ο μαλακας σε σχέση με άλλους εδω μέσα!

6 Likes

Κάτι παρόμοιο και γω!! Πριν 20 χρόνια σχεδόν, ο κουμπάρος μου έκανε το bachelor του και καλά. Επειδή δούλευα πήγα να τους βρω πιο αργά. Δεν έχουμε μιλήσει για λεπτομέρειες όμως. Μόλις σχολάω λοιπόν του τηλεφωνώ…που είστε; Στις Μούσες μου λέει. Οκ, έρχομαι. Φτάνω λοιπόν στις Μούσες τότε στις Τζιτζιφιές. Γνωστό κωλαδικο της εποχής πίσω από τον παλιό ιππόδρομο. Μπαίνω μέσα λοιπόν και ανάμεσα σε σκοτάδια, σύννεφα καπνού και τουρλωμένους κώλους ψάχνω να βρω την παρέα. Από εδώ, από εκεί… τίποτα! Όσο μπορούσα πιο διακριτικά (:stuck_out_tongue_winking_eye:) άνοιγα…χώρους στα τραπέζια μπας και διακρίνω καμιά γνωστή φιγούρα! Μάταια. Σε κάποια φάση με κοζαρει ένας φουσκωτός του μαγαζιού. Ψάχνετε κάτι μου λέει φορτωμένος. Μία παρέα που κάνει bachelor ρε φίλε του λέω. Α, να εκεί μου κάνει είναι κάποιοι τέτοιοι. Πάω στην γωνία που μου δείχνει…4 κοπέλες καβάλα σε 4 μαντραχαλους… που να δω φάτσες… πάω πιο κοντά… βλέπω με τα πολλά έναν, δύο… άγνωστοι. Τι στον κόρακα λέω. Βγαίνω έξω και παίρνω τηλέφωνο. Που είστε ρε μαλάκες;;;; Στις Μούσες μου λέει. Και γω εκεί είμαι αλλά δεν σας βλέπω. Μέσα ρε μου λέει στο βάθος. Ποιο βάθος ρε παπάρα… Ξαφνικά ακούω στο background μπουζούκια!!! Ρε ταγάρια που σκατά είστε σε ποιο μαγαζί του λέω… στις Μούσες μου κάνει στο μπουζουξιδικο τέρμα Συγγρού!!! Κόκκαλο και γέλια μέχρι δακρύων. Ρε σεις τους λέω με πέρασαν για ματάκια και θα με μπαουλιάζαν στο ξύλο. Άκου bachelor στα μπουζούκια. Βέβαια μετά να πω την αλήθεια… πήγαμε και σε strip show οπότε δεν πήγε χαμένη η περιπέτεια και η καζούρα.

14 Likes

Ξεκίνησε για το «Τι ακούτε τώρα» θέμα, αλλά πήρε μεγάλες διαστάσεις και ετούτος ο χώρος φαντάζει ως καταλληλότερος για να χωρέσει το ακόλουθο κείμενο.

Όχι, δεν είναι κάποια επέτειος. Απλά, εκεί που χάζευα στο YT, μού πέταξε ως προτεινόμενο ένα video από την ακόλουθη συναυλία. Προφανώς κι έχω δει όλα όσα υπάρχουν (ή υπήρχαν και διεγράφησαν), κατά τη διάρκεια των 11 ετών που έχουν μεσολαβήσει. Όχι μία, δύο ή τρεις φορές. Αμέτρητες. Γιατί; Πολύ απλά, διότι, όπως έχω αναφέρει κι εδώ (στη σημείωση), αυτό δεν ήταν συναυλία, ήταν βίωμα. Ναι, ακόμα και χωρίς το «σκυλί του πολέμου» στο μικρόφωνο. Ήταν η μέρα που ο Tornillo έτριψε τα @@@δια του στη μούρη κάθε αμφισβητία. Και τι και αν φέρνει η φωνή του στον UDO; Εκείνη την ημέρα, μικρή σημασία είχαν όλα. Μέχρι και τα τσιμέντα ένιωσαν (και με τι δισκάρα να έχει κυκλοφορήσει λίγο καιρό πριν, ε;), μέχρι και οι σεκιουριτάδες χτυπιόντουσαν (που είχαν και πολλή δουλειά εκείνο το βράδυ).

Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία εικόνα ενός οπαδού (θα ήταν 35-40 τότε), ο οποίος στεκόταν στο σκαλοπατάκι δίπλα από την κονσόλα στον εξώστη και στην έναρξη του “Midnight Mover” τραβούσε (δεν παρίστανε ότι το έκανε, τα τραβούσε στα όρια του ξεριζώματος) τα μαλλιά του κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Αν και ήμουν ήδη αρκετά χρόνια θεατής συναυλιών τότε, αυτή η εικόνα έχει μείνει χαραγμένη ξεκάθαρα στη μνήμη μου, ακόμα και συγκριτικά με ό,τι είδα και τα επόμενα χρόνια.

Σημειωτέον ότι πήγα μόνος μου στη συναυλία κι ευτυχώς δεν έκανα πίσω, λόγω της έλλειψης παρέας. Τι θα έχανα, Θεέ και Κύριε;

Όπως πολύ σωστά κι εύγλωττα θέτει τα πράγματα και το πιο εύστοχο και καίριο σχόλιο σε κάποιο από τα ακόλουθα video: Accept ρε μο#ν@ρες!

Όποιος/-α ήταν μέσα, τον/την προκαλώ να αμφισβητήσει τα παραπάνω, ειδάλλως, απλά, επιβεβαιώστε βάσει των ακολούθων:

Το setlist-ονείρωξη

Έναρξη-ολοκαύτωμα

Πουταναριό από κάτω

1/3 του set κι ετοιμαζόμαστε να παραδώσουμε

Αυτή η εισαγωγή…

Κλάμα μόνο. Πήρα τηλέφωνο τον έναν αδερφό και του ούρλιαζα: «Άκου, μαλάκα, τι χάνεις» (είναι το αγαπημένο του Accept κομμάτι)

Το 10 το καλό

Losers όσοι δεν ήταν εκεί, προφανείς οι Winners

Τι παίζουν, ρε;;;

Ωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω

Τα Σαγόνια του Καρχαρία

Οι μπάλες μας μέσα στο στόμα σας και στους τοίχους του Gagarin

9 Likes

Εξοδούχοι στην Καστοριά πριν 15 χρόνια και ετοιμαζόμαστε να βγούμε απο την πύλη 5,6 φαντάροι. Εγώ με μαύρα και ο ένας φίλος μου με Bathory μπλούζα. Μας σταματάει ο επόπτης (κάπως έτσι λέγεται νομίζω) γιατι του φανήκαμε περίεργα ντυμένοι …

  • Πού πάτε έτσι εσείς ;
  • Να βγούμε , τι έγινε ;
  • Τι μπλόυζα είναι αυτή ; (στον φίλο μου)
  • Γιατί τι έγινε είναι το ζώδιό μου , κριός.
20 Likes

10 καρδούλες και 10 γλωσσοφιλα για το post σου!!
Η βραδιά ήταν όντως τέλεια, από την αρχή ως το τέλος… Ήχος, set list, απόδοση μπάντας, συγκίνηση στο support γιατί ήταν η τελευταία συναυλία του Μπάμπη Αλεξανδρόπουλου με τους Innerwish, πιάσαμε πένα Wolf (κάγκελο γαρ, τσάμπα περίμενα από τις 16 το μεσημέρι;;:wink: )

2 Likes

Τώρα μου θυμίσες το bulling που έφαγα από φίλους γιατί προτίμησα συναυλία Guns n Roses από Accept Το 93 πρέπει να τανε

Με το χέρι στην καρδιά, ποιοι ήσασταν μέσα σε αυτό το live? Πόσο συναυλιάρα!

3 Likes

:raised_hand:

1 Like

Σημερινή “συνάντηση”, στα πλακάκια μίας υπόγειας διάβασης, κάπου στην Κηφισίας.

Κι έτσι πλέον αποκτά νόημα ο στίχος: “Seven holy paths to hell / And your trip begins”

9 Likes

Ευκαιρίας δοθείσης λοιπόν, ας θυμηθούμε πως πολλοί από εμάς, μέσα στον εφηβικό ενθουσιασμό και την πώρωση για το αγαπημένο μας συγκρότημα, θεωρούσαμε τω καιρώ εκείνο ότι το σηματάκι που εμφανιζόταν στο εξώφυλλο όλων των (μέχρι τότε) δίσκων των Maiden ήταν το έμβλημα τους και όχι η μονογραφή του τύπου που φιλοτέχνησε το artwork!

Έτσι, κάθε φορά που σχεδιάζαμε το λογότυπο των Irons σε τετράδια, βιβλία, θρανία κλπ κοτσάραμε από δίπλα και την καλλιτεχνική υπογραφή του Derek Riggs! Εκείνες βέβαια ήταν “άλλες εποχές” με λιγοστή και με χρονοκαθυστέρηση πληροφόρηση, απ’ ότι βλέπω όμως εξακολουθεί να συναντάται το ίδιο φαινόμενο, εκτός κι αν υποθέσουμε ότι ο Dr Death πήγε στην Αθήνα και, για κάποιο λόγο, θέλησε να αφήσει το σημάδι του σε μια υπόγεια διάβαση!

4 Likes

Αυτός που έχει το κ@λαδικό, είναι μεταλλάς.

Άσχημη η συγκυρία, με την επικαιρότητα να μονοπωλείται από τις εξελίξεις της πολεμικής σύρραξης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Κι αν πολλοί απλοί παρατηρητές έχουν άξαφνα μετατραπεί σε υπερασπιστές των «ίσων αποστάσεων», έχοντας οι ίδιοι υπάρξει στο παρελθόν λάβροι εναντίον τρίτων που υιοθέτησαν την εν λόγω προσέγγιση σε έτερα θέματα, εκεί που αναμφίβολα εντοπίζεται μέγιστος βαθμός αμηχανίας είναι στα εμπλεκόμενα μέρη με αξιωματικό/θεσμικό ρόλο, τα οποία και καλούνται να λάβουν αποφάσεις που θα επηρεάσουν μία -εκ των πραγμάτων- εξαιρετικά «λεπτή», όσο και δύσκολη, «εξίσωση».

Αποφεύγοντας τις περαιτέρω προφανείς αναλύσεις του ποιος βγαίνει μόνιμα χαμένος από μία πολεμική κατάσταση, ας αναφέρω απλά ότι, βάσει της προσωπικής μου οπτικής, η υιοθέτηση πολεμικών πρακτικών ανά τους αιώνες, πέραν των εδαφικών κι οικονομικών οφελών στα οποία αποσκοπεί, φαίνεται να συνδέεται και με εγγενή χαρακτηριστικά του ανθρωπίνου είδους (σε άλλους -δυστυχώς- περισσότερο ανεπτυγμένα και προφανή, σε άλλους -ευτυχώς- σε λανθάνουσα μορφή). Ίσως κάποιος ψυχολόγος ή/και κοινωνιολόγος/ανθρωπολόγος να μπορούσε να αναπτύξει περισσότερο την εν λόγω υπόθεση.

Γιατί αναφέρονται τα ανωτέρω και μάλιστα σε αυτό το νήμα; Διότι πέραν των αμιγώς πολεμικών συρράξεων, ας μη λησμονούμε ότι πολλοί (αν όχι όλοι) εξ ημών εμπλεκόμαστε -ή έχουμε εμπλακεί- σε καθημερινές διαμάχες για ζητήματα ήσσονος σημασίας, πολλά εκ των οποίων μάλιστα θα έπρεπε να ενώνουν τους ανθρώπους και όχι να τους διχάζουν. Ένα εξέχον παράδειγμα αφορά και τη μουσική. Και ίσως αυτό το γεγονός να επαληθεύει και την προσωπική μου οπτική που προαναφέρθηκε.
Ευχόμενοι να πρυτανεύσει γρήγορα η λογική και να μη συνεχίσουν να αγνοούνται επιδεικτικά τα ιστορικά διδάγματα, ας «ελαφρύνουμε» την ατμόσφαιρα, αναφέροντας μία ευτράπελη, παρελθοντική, μουσική «σύρραξη», η οποία έληξε -ευτυχώς- αναίμακτα.

Όσοι με παρακολουθείτε στενά (βοήθειά σας και περαστικά σας, ταυτοχρόνως!), μέσω των αναρτήσεων μου, πιθανόν (λέμε τώρα…) να θυμάστε ότι έχω κάνει μία σύντομη αναφορά στο εν λόγω γεγονός στο παρελθόν, σε άλλα topic.

Η ειδική αναφορά έγινε εδώ (3ο bullet), ενώ χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα και σε άλλη συζήτηση, στην οποία -τώρα που το σκέφτομαι- αναφέρονται διάφορα ευτράπελα τα οποία θα μπορούσαν να βρουν άνετα μία θέση και στο παρόν topic.

Άρα, όπως αναφέρει και το 3ο bullet της πρώτης παραπομπής, το ρεζουμέ είναι: “Tο προηγούμενο καλοκαίρι (’98), υπήρξα αυτόπτης μάρτυς «ξύλου» μεταξύ οπαδού της rave/electronica κ.λπ. και μεταλλά, αναφορικά με την αυθεντικότητα της τέχνης του κάθε είδους. Αυτό συνέβη μεταξύ δύο αγνώστων (ο ένας είχε καταγωγή από εκεί, ο άλλος είχε έρθει για διακοπές, ως φιλοξενούμενος) στην πλατεία του χωριού μου, κατά τη διάρκεια θερινών διακοπών. Επαναλαμβάνω: στην πλατεία του ΧΩΡΙΟΥ μου.”. Μιλάμε για το ίδιο, ιστορικό χωριό που έχει «ξανατιμήσει» το νήμα.

Η τότε βραδινή έξοδός μας γινόταν στην πλατεία του χωριού μου, όπως αναφέρεται παραπάνω, όχι όμως στο καφενείο του χωριού, αλλά στη στάση του ΚΤΕΛ, η οποία και βρισκόταν στην άλλη πλευρά του δρόμου (μη φανταστείτε καμία μεγάλη απόσταση / το πολύ 10 μέτρα από τα πρώτα τραπεζοκαθίσματα της κεντρικής πλατείας). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλιζόταν α) η διακριτική επιτήρηση εκ μέρους των γονέων, β) η άμεση πρόσβασή μας στα σουβλάκια τα οποία παραγγέλνονταν εκ μέρους των γονέων και της παρέας τους, και γ) η εφηβική ικανοποίηση της ανάγκης για ανεξαρτησία. Η τότε δική μας παρέα πολυπληθής και σχετικά όμοια ηλικιακά, μεταξύ 12-16 ετών.

Ο μεταλλάς συγχωριανός και φίλος μου, στα 15 τότε, ήδη κιθαρίστας σε μπάντα και με παρουσία σε live ως οπαδός, να «σκάει» με metal t-shirts στην πλατεία, κυρίως προερχόμενα από thrash μπάντες. Πειραιώτης, αλανάκος, μπαλαδόρος και χαρακτηριστική φάτσα. Από την άλλη πλευρά, μία κοπέλα με καταγωγή από το χωριό μας φιλοξενούσε μία συμμαθήτριά της από την Αθήνα για το καλοκαίρι και τον αδερφό της. Ο αδερφός στην ίδια ηλικία με το αντίπαλον δέος, ωστόσο, όντας σχεδόν δίμετρος, του έριχνε 1,5-2 κεφάλια. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το παιδί έμενε Πετρούπολη ή σε κάποιον όμορο δήμο.

Εκείνο ήταν το πρώτο βράδυ που εμφανίστηκαν στην πλατεία τα «ξένα» αδέρφια (η αδερφή πανέμορφη, εν τω μεταξύ, «αγγελικό» πρόσωπο, γαλάζια μάτια, ξανθά μαλλιά / αυτής η μορφή κι αν δεν ξεχνιέται!). Χαρακτηριστικό των μουσικών φυλών της εποχής (σύμφωνα και με τη συζήτηση του θέματος της 2ης παραπάνω παραπομπής) ήταν να κάνουν εμφανώς δηλωτικές τις προτιμήσεις τους, κυρίως μέσω ενδυματικών επιλογών, μεταξύ και άλλων αξεσουάρ. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιας μπάντας μπλούζα φορούσε ο συγχωριανός, πάντως καθίστατο πασιφανές ότι επρόκειτο για οπαδό του metal. Αντιστοίχως, ο ψηλέας «αλλόθρησκος» είχε τέζα καρφάκι –«βίδα» το μαλλί και φορούσε βερμούδα, με την χαρακτηριστική πολύχρωμη μπλούζα δίχτυ, η οποία έφερε τους κύκλους στο κέντρο (θεωρώ ότι καταλάβατε σε ποια αναφέρομαι / πιο κλασσική, πεθαίνεις). Δεν ήθελε και πολύ για να κατανοήσει κανείς ότι επρόκειτο για φίλο της rave/trance και των λοιπών συγγενικών ειδών.

Τα δύο «στρατόπεδα» είχαν καταστήσει φανερά εξ αρχής τα «οπλοστάσιά» τους και οι τυπικές, πρώτες συστάσεις έγιναν σ’ ένα φαινομενικά καλό και ειρηνικό κλίμα, το οποίο μάλλον εμπεριείχε μία εκατέρωθεν επιφύλαξη. Κάτι σαν την «ηρεμία πριν την καταιγίδα» ή αντίστοιχα τις διπλωματικές επαφές που προηγούνται των ενάρξεων των πολεμικών επιχειρήσεων. Η ώρα κυλούσε και τίποτα δεν προμήνυε ό,τι θα επακολουθούσε, μέχρι που κάποια στιγμή η κεντρική συζήτηση της παρέας (καθώς υφίσταντο και διαφορετικές κουβεντούλες σε επιμέρους «πηγαδάκια») έφτασε στη μουσική. Εκεί κατέστη φανερό ότι το θέμα θα μονοπωλείτο από τα δύο εν λόγω άτομα και οι υπόλοιποι θα είχαμε «διακοσμητικό» ρόλο (soon to be ειρηνευτικό), ανεξαρτήτως του ποια άποψη ήταν περισσότερο αρεστή στον καθένα μας. Ακόμα κι εγώ, που προφανώς ήμουν στο ίδιο «μήκος κύματος» με το συγχωριανό μου, δεν παρενέβην στη διένεξη (ως ειρηνοποιός εκ φύσεως πρωτίστως και λόγω του ότι η «εκτράχυνση» έγινε τόσο απότομα που μας έπιασε εξ απήνης).

Εν αρχή, έγινε η κλασσική ερώτηση «Τι μουσική ακούς», ώστε, απλά, να επιβεβαιωθούν τα προφανή για αμφότερα τα μέρη. Εν συνεχεία, ακολούθησε η επίδειξη των «παρασήμων» του καθενός, στα πλαίσια του «Βγαλ’ τα έξω, να τα μετρήσουμε», εν είδει επιβεβαίωσης της εμπράγματης αφοσίωσης στο κάθε είδος. «Εγώ έχω τόσους δίσκους», «Εγώ συχνάζω σε αυτά τα club», «Εγώ έχω δει αυτές τις μπάντες live» κ.ο.κ., έδιναν κι έπαρναν, καθώς η ένταση άρχιζε να γίνεται όλο και πιο αυξανόμενη, αντιστρόφως ανάλογη της πορείας της ανοχής και της υπομονής που επιδείκνυαν αμφότεροι προς το έτερο μέρος.

Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν η στιχομυθία η οποία επέφερε την έκρηξη. Ακούγεται (και είναι) γραφική και παιδική τώρα πια, όπως και αδύναμη σαν επιχείρημα, αλλά τότε φάνταζε σαν το πιο χρήσιμο όπλο στη «φαρέτρα» του καθενός. Και όπως καταδεικνύεται από όσα ακούγονται στο υπό συζήτηση ντοκιμαντέρ της δεύτερης παραπομπής του παρόντος, κάποιοι δεν απέχουν ακόμη και σήμερα από τέτοιες θεωρήσεις.

Μεταλλάς: «Η μουσική σας είναι για τα σκουπίδια. Κατ’ αρχάς, δεν είναι πραγματική μουσική. Δεν ξέρετε όργανα και απλά κάθεστε σ’ ένα κομπιούτερ, πατώντας κουμπάκια».

Rave-ας: «Μαλακίες λες. Είστε ξεπερασμένοι. Είστε και γελοίοι και βρωμιάρηδες».

Μεταλλάς: «Ποιον βρίζεις, ρε; Στο χωριό μου ήρθες για μαγκιές;».

Rave-ας: «Εσύ δεν ξέρεις να φέρεσαι, που με προσβάλλεις χωρίς να με ξέρεις!».

Μεταλλάς: «Τι είπες, ρε;».

Rave-ας: «Εγώ τι είπα, ρε;».

Οι δύο τελευταίες -ρητορικές, προφανώς- ερωτήσεις συνοδεύτηκαν από απότομες κινήσεις προς σωματική προσέγγιση, οι οποίες οδήγησαν σε εναπόθεση αμφοτέρων των ζευγών των χειρών στις δύο μπλούζες και σε μετά μανίας τραβήγματα αυτών, ουχί για τη διαπίστωση της ελαστικότητάς των. Όλα αυτά εν μέσω εκατέρωθεν ανταλλαγής «κοσμητικών» χαρακτηρισμών, όσο κι έντονων προσπαθειών για επιτυχές κεφαλοκλείδωμα και διατήρησης αυτού, το οποίο τότε ισοδυναμούσε με ακλόνητο πειστήριο νίκης επί του αντιπάλου. Στο τελευταίο, ομολογουμένως, ο φιλοξενούμενος τα κατάφερε καλύτερα, λόγω του πλεονεκτήματος της υψομετρικής διαφοράς. Όλο αυτό το σκηνικό που περιγράφεται (συμπεριλαμβανομένου του «ξύλου») δεν διήρκεσε πάνω από 1 με 1,5 λεπτό, καθότι οι υπόλοιποι αναλάβαμε άμεσα το ρόλο του ειρηνοποιού και μπήκαμε στη μέση να χωρίσουμε (πάντα άξια συγχαρητηρίων κίνηση, που ενέχει, ωστόσο, τον κίνδυνο να δεχτείς εσύ την «ψιλή» πάνω στην αντάρα). Το κλίμα χάλασε και η υπόλοιπη βραδιά κύλησε «παγωμένα».

Την επομένη, ξημέρωσε μία νέα ημέρα και μαζευτήκαμε το πρωί στην ίδια στάση του ΚΤΕΛ, ώστε να κατευθυνθούμε προς συγκεκριμένη παραλία. Παρόντες και οι δύο χθεσινοβραδινοί εχθροί. Αφού φτάσαμε στην παραλία, πήγαμε σε café-bar-«ουφάδικο»-μπιλιαρδάδικο πάνω στο κύμα, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση μας για τις βουτιές, τη χαλάρωση και τη διασκέδαση εν γένει. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο εννιάμπαλο, το “Double-Dragon” και το “Bubble-bubble” έγινε το «θαύμα». Τα δύο μέρη ήρθαν κοντά, δόθηκαν οι αμοιβαίες εξηγήσεις, ζητήθηκαν οι συγγνώμες, αναγνωρίστηκε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει ό,τι έγινε και το κλίμα έφτιαξε εν ριπή οφθαλμού, με την αμηχανία να εξαφανίζεται μονομιάς.

Happy end!

Με τα χρόνια ο συγχωριανός και φίλος μου απομακρύνθηκε αρκετά από το metal (τουλάχιστον ως κύριο άκουσμα), έμαθε πολλά ακόμη όργανα κι εντέλει βρήκε την Εδέμ του -τόσο οργανοπαικτικά, όσο και ως άκουσμα- στο ρεμπέτικο (συνεχίζει να διατηρεί τις ηλεκτρικές του, τα drums του και να πηγαίνει σε επιλεκτικές συναυλίες). Εικάζω και θέλω να πιστεύω ότι και το έτερο μέρος δεν θα ενεπλάκη εκ νέου σε παρόμοιο γεγονός. Όπως και να ‘χει, παραδειγματική και διδακτική η συγκεκριμένη εφηβική ιστοριούλα.

14 Likes

np βεργούλες.

Οι υποσχέσεις οφείλουν να τηρούνται part 2 / εστιάζουμε στο 5o σημείο (για το part 1, βλ. εδώ).

Μεταφερόμαστε για τρίτη φορά στο “γνωστό” χωριό της Στερεάς Ελλάδας (βλ. πρώτη φορά / βλ. δεύτερη φορά), όχι σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικά σημείο, αλλά σε οποιοδήποτε από τα έτη μεταξύ 1990 και 1999. Και τούτο διότι στις αρχές του 2000 χάθηκε ο παππούς (ακολούθησε και η γιαγιά 3,5 χρόνια αργότερα), επομένως, δεν υπήρχαν πλέον βασικά στοιχεία της εξίσωσης. Η συνήθεια που θα περιγραφεί ακολούθως προφανώς και συνεχίστηκε, καθότι “Έξις δευτέρα φύσις”, αλλά δεν υπήρχε πια η ίδια μαγεία.

Όπως έχω αναφέρει στο παρελθόν, οι big brothers ήταν ήδη στην εφηβεία κι ενεργοί μεταλλλάδες, όταν εγώ ήμουν στα χρόνια του Νηπιαγωγείου και στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, επομένως, θέλοντας και μη, η καθημερινή ακρόαση και μύηση στα “σκληρά” ήταν δεδομένες. Την περίοδο του Πάσχα την περνούσαμε πάντα οικογενειακά στο χωριό. Οι πρώτες μου μνήμες εκκινούν από το 1990 κι εντεύθεν. Για κάποιον λόγο, οι bbs είχαν συνδέσει την πολυήμερη εκεί παρουσία μας με την ακρόαση των κασσετών των “Somewhere in Time” και “Seventh Son of a Seventh Son”, σε κασσετόφωνο το οποίο μεταφερόταν εξ Αθηνών (μαζί με το υπόλοιπο μισό νοικοκυριό στο αμάξι). Ο μεγάλος δε μού διευκρίνισε, αρκετά χρόνια αργότερα, ότι η ατμόσφαιρα των δύο προαναφερθέντων πονημάτων ταίριαζε τόσο πολύ με τη μυσταγωγία και την κλιμάκωση της Μ. Εβδομάδος, που του ήταν αδύνατο να μην τα ακούει καθημερινά τις συγκεκριμένες ημέρες. Αναμφίβολα, η ύπαρξη των synths, σε τόσο ισχυρό και ξεκάθαρο βαθμό, συνετέλεσε σε αυτήν την επιλογή-εμμονή. Μία πιθανή, ασυνείδητη “παρενέργεια” αυτής της διαδικασίας ήταν τα “Seventh Son…” και “Somewhere…” να καταλαμβάνουν άνετα -με τη σειρά που αναφέρονται- τις δύο πρώτες θέσεις στην προσωπική μου λίστα κατάταξης του συνόλου των Maiden κυκλοφοριών.

Πάμε για λίγο στον παππού και στη γιαγιά. Ιδιαίτεροι άνθρωποι, “παλαιάς κοπής”, γεννημένοι στις αρχές του 20ου αιώνα, με πολλές εμπειρίες (κυρίως κακές και τραυματικές), πολλή δουλειά στις πλάτες τους και αρκετά “μορφωμένοι” (ήτοι ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν) και “περπατημένοι” (ήτοι είχαν έρθει στην Αθήνα και είχαν ταξιδέψει σε κάποια μέρη της Ελλάδος, αλλά και στις Η.Π.Α.!), αν κρίνουμε από την μέση κατάσταση των υπολοίπων συγχωριανών. Αυτό, όμως, που μου έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση ήταν ότι δεν μπορούσες να τους κοροϊδέψεις με τίποτα! Μιλάμε για “γάτες” ολκής και τρελά troll (ιδιαίτερα η -μικρή το δέμας- γιαγιούλα), όπως θα αποδειχτεί κατωτέρω.

Το ζήτημα ήταν ότι τα δύο album έπαιζαν κυρίως όση ώρα βρισκόμασταν σπίτι (και δεν ήταν και πολύς αυτός ο χρόνος), η οποία περιοριζόταν κατά βάση στο μεσημέρι, δηλαδή όταν οι ηλικιωμένοι παππούδες ήθελαν να ξεκουραστούν για λίγες ώρες. Προφανώς και δεν σκαμπάζαμε πολλά εμείς από την επίδραση του χρόνου τότε και την ανάγκη για ανάπαυση, επομένως ο παππούς και η γιαγιά ήταν αναγκασμένοι να υπομείνουν στωικά το προσωπικό τους “μαρτύριο”. Αναντίρρητα, πρέπει να το βίωναν το Πάσχα σε όλη του την ουσία, υπομένοντας αρχικά τα Μαρτύρια και φτάνοντας εντέλει στην Ανάσταση, κατά την αναχώρησή μας για την Αθήνα. Στην καθημερινή μεσημεριανή ακρόαση, θα πρέπει να προσθέσουμε και κάποιες άλλες ευφάνταστες επιχειρήσεις μας, οι οποίες περιελάμβαναν μεταξύ άλλων: α) την επιστημονική παρατήρηση του trajectory μιας αναποδογυρισμένης κατσαρόλας μετά από την έκρηξη μίας αναμμένης “γουρούνας”, η οποία έχει σκεπαστεί σβέλτα από το μαγειρικό σκεύος, β) την επιστημονική παρατήρηση του βαθμού καταστροφής των τούβλων της παλιάς, εξωτερικής τουαλέτας, όταν εισέρχεται στις εσοχές τους μία αναμμένη “γουρούνα”, γ) την επιστημονική παρατήρηση των συνεπειών της έκρηξης μίας αναμμένης “γουρούνας” ή “μινέρβας” εντός ενός κοτετσιού γεμάτου κότες, είτε στην παραγωγή αυγών, είτε στην εν γένει συμπεριφορά και κίνησή τους (μάλιστα, σε αυτό το “πείραμα” κρατάγαμε και χρόνο για να δούμε πότε θα ακουστούν οι κότες μετά την έκρηξη και πότε θα εξέλθουν του στεγασμένου μέρους για προαυλισμό), δ) την επιστημονική παρατήρηση του χρόνου αντίδρασης ηλικιωμένων ανθρώπων σε απόπειρα να πάρουμε για βόλτα το βαν του παππού (θα εκπλαγείτε από το πόσο σύντομος απεδείχθη), ε) την επιστημονική παρατήρηση της αντίδρασης ηλικιωμένων ανθρώπων στην καταστροφή χειροποίητης σίτας διαχωρισμού ελαιοκάρπου και φύλλων ελιάς στην αυλή, διά της πρόσκρουσης (με την όπισθεν) σε αυτήν του βαν του παππού και στ) την επιστημονική παρατήρηση της αντίδρασης ηλικιωμένων ανθρώπων κατά την ούρηση, από εξέχοντα δείγματα του Homo neanderthalensis είδους, στη θράκα εντός του σκαμμένου λάκκου για το ψήσιμο του αμνοεριφίου (μετά το πέρας της διαδικασίας).

Επιστρέφοντας στο μουσικό βασανιστήριο, πολλές φορές πατούσαμε το play στις κασσέτες, χωρίς οι παππούδες να έχουν αντιληφθεί την παρουσία μας και όντας ήδη κοιμισμένοι, έχοντας φροντίσει να έχουμε εκ των προτέρων επιλέξει τη μέγιστη δυνατή ένταση στα κασσετόφωνα. Το απότομο και βασανιστικό ξύπνημα συνοδευόταν από ακατάληπτες φράσεις και λίαν ενδιαφέροντες μορφασμούς. Σε κάθε περίπτωση, η ακρόαση επαναλαμβανόταν καθημερινά, επομένως, θεωρώ πως οι παππούδες είχαν σκεφτέι το ενδεχόμενο ότι στο επόμενο θερινό πανηγύρι ενδέχεται και να εμφανίζονταν οι Maiden στην πλατεία και όχι κάποιος δημοτικός τραγουδιστής. Και σαν μην έφτανε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να υπομείνουν την ακρόαση (στη διαπασών) ενός είδους μουσικής το οποίο τους φαινόταν τόσο ξένο (θυμάμαι ότι μας ρωτούσαν με αγνή απορία: “Μα, τι είναι αυτό το πράγμα που ακούτε, βρε μαναράκια μου;”), κατά την ώρα που επιθυμούσαν να αναπαυθούν, είχαν να υποστούν και τις εξυπνακίστικες αηδίες μας, τις δήθεν troll ερωτήσεις, του τύπου: “Γιαγιά, πώς κρίνεις τη μεταστροφή των Maiden και την ένταξη των synths στον ήχο τους, σε αυτήν την περίοδό τους;”, “Παππού, πιστεύεις ότι ο Dickinson κάνει τις καλύτερες ερμηνείες του στους συγκεκριμένους δίσκους;”, “Ήταν μεγάλο λάθος η συμπερίληψη του “Can I Play…” στο “Seventh Son…”;” και άλλες μη συναφείς με τους δίσκους μπούρδες, όπως “Θα ανταποκριθεί ο Bayley στη θέση του τραγουδιστή;”, “Πώς σας φαίνεται η απλή, τραχιά προσέγγιση των “No Prayer…” και " Fear Of…”;", “Θα ξαναγυρίσει ο Dickinson;”, “Bayley ή Dickinson;” κ.ο.κ. Αυτό, όμως, στο οποίο δεν υπολογίζαμε ήταν ότι με την πάροδο των ετών, οι γέροι άρχισαν να απαντάνε με σοβαρό ύφος στις ερωτήσεις μας και κάπου άρχισαν να κόβονται τα γελάκια μας, καθότι η καλύτερη άμυνα απέναντι σ’ ένα troll είναι να αποδειχτείς περισσότερο troll εσύ (όπως μας δίδαξαν σοφά οι παππούδες). Πόσο γαμάτο ήταν να βλέπουμε τη γιαγιάκα, με το τσεμπέρι στο κεφάλι, να μας λέει “Προτιμώ Dickinson” και να μας προτρέπει να πάμε να παίξουμε μετά ή τον παππού να ισχυρίζεται ότι “Το “Can I Play…” δεν μπορούσε να λείπει από τον δίσκο” και να γελάει με την ψυχή του εκ των υστέρων. Η αλεπού εκατό και το αλεπουδάκι εκατόν δέκα, εν ολίγοις. Όμορφες και αλησμόνητες εμπειρίες.

Ακούστε για πολλοστή φορά τα “Somewhere…” και “Seventh Son…”! Κάνει καλό!

Υ.Γ.: Και παρά τα όσα αναφέρονται παραπάνω (και άλλα πολλά που παραλείπονται για ευνόητους λόγους ντροπής), οι δύο ψυχούλες δεν έβλεπαν την ώρα να αφιχθούμε στο χωριό, να μας σφίξουν στην αγκαλιά τους, να μας βάλουν έναν “Κολοκοτρώνη” στην τσέπη και να μας κεράσουν πορτοκολάδα στην πλατεία, γεμάτοι υπερηφάνεια στα μάτια τους. Γ@μώ την κοινωνία μου, με πήραν τα ζουμιά… Να αγαπάτε τους δικούς σας, ρε, και να μην τους ταλαιπωρείτε (πάρα πολύ τουλάχιστον)! Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση σε όλους!

36 Likes