Άσχημη η συγκυρία, με την επικαιρότητα να μονοπωλείται από τις εξελίξεις της πολεμικής σύρραξης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Κι αν πολλοί απλοί παρατηρητές έχουν άξαφνα μετατραπεί σε υπερασπιστές των «ίσων αποστάσεων», έχοντας οι ίδιοι υπάρξει στο παρελθόν λάβροι εναντίον τρίτων που υιοθέτησαν την εν λόγω προσέγγιση σε έτερα θέματα, εκεί που αναμφίβολα εντοπίζεται μέγιστος βαθμός αμηχανίας είναι στα εμπλεκόμενα μέρη με αξιωματικό/θεσμικό ρόλο, τα οποία και καλούνται να λάβουν αποφάσεις που θα επηρεάσουν μία -εκ των πραγμάτων- εξαιρετικά «λεπτή», όσο και δύσκολη, «εξίσωση».
Αποφεύγοντας τις περαιτέρω προφανείς αναλύσεις του ποιος βγαίνει μόνιμα χαμένος από μία πολεμική κατάσταση, ας αναφέρω απλά ότι, βάσει της προσωπικής μου οπτικής, η υιοθέτηση πολεμικών πρακτικών ανά τους αιώνες, πέραν των εδαφικών κι οικονομικών οφελών στα οποία αποσκοπεί, φαίνεται να συνδέεται και με εγγενή χαρακτηριστικά του ανθρωπίνου είδους (σε άλλους -δυστυχώς- περισσότερο ανεπτυγμένα και προφανή, σε άλλους -ευτυχώς- σε λανθάνουσα μορφή). Ίσως κάποιος ψυχολόγος ή/και κοινωνιολόγος/ανθρωπολόγος να μπορούσε να αναπτύξει περισσότερο την εν λόγω υπόθεση.
Γιατί αναφέρονται τα ανωτέρω και μάλιστα σε αυτό το νήμα; Διότι πέραν των αμιγώς πολεμικών συρράξεων, ας μη λησμονούμε ότι πολλοί (αν όχι όλοι) εξ ημών εμπλεκόμαστε -ή έχουμε εμπλακεί- σε καθημερινές διαμάχες για ζητήματα ήσσονος σημασίας, πολλά εκ των οποίων μάλιστα θα έπρεπε να ενώνουν τους ανθρώπους και όχι να τους διχάζουν. Ένα εξέχον παράδειγμα αφορά και τη μουσική. Και ίσως αυτό το γεγονός να επαληθεύει και την προσωπική μου οπτική που προαναφέρθηκε.
Ευχόμενοι να πρυτανεύσει γρήγορα η λογική και να μη συνεχίσουν να αγνοούνται επιδεικτικά τα ιστορικά διδάγματα, ας «ελαφρύνουμε» την ατμόσφαιρα, αναφέροντας μία ευτράπελη, παρελθοντική, μουσική «σύρραξη», η οποία έληξε -ευτυχώς- αναίμακτα.
Όσοι με παρακολουθείτε στενά (βοήθειά σας και περαστικά σας, ταυτοχρόνως!), μέσω των αναρτήσεων μου, πιθανόν (λέμε τώρα…) να θυμάστε ότι έχω κάνει μία σύντομη αναφορά στο εν λόγω γεγονός στο παρελθόν, σε άλλα topic.
Η ειδική αναφορά έγινε εδώ (3ο bullet), ενώ χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα και σε άλλη συζήτηση, στην οποία -τώρα που το σκέφτομαι- αναφέρονται διάφορα ευτράπελα τα οποία θα μπορούσαν να βρουν άνετα μία θέση και στο παρόν topic.
Άρα, όπως αναφέρει και το 3ο bullet της πρώτης παραπομπής, το ρεζουμέ είναι: “Tο προηγούμενο καλοκαίρι (’98), υπήρξα αυτόπτης μάρτυς «ξύλου» μεταξύ οπαδού της rave/electronica κ.λπ. και μεταλλά, αναφορικά με την αυθεντικότητα της τέχνης του κάθε είδους. Αυτό συνέβη μεταξύ δύο αγνώστων (ο ένας είχε καταγωγή από εκεί, ο άλλος είχε έρθει για διακοπές, ως φιλοξενούμενος) στην πλατεία του χωριού μου, κατά τη διάρκεια θερινών διακοπών. Επαναλαμβάνω: στην πλατεία του ΧΩΡΙΟΥ μου.”. Μιλάμε για το ίδιο, ιστορικό χωριό που έχει «ξανατιμήσει» το νήμα.
Η τότε βραδινή έξοδός μας γινόταν στην πλατεία του χωριού μου, όπως αναφέρεται παραπάνω, όχι όμως στο καφενείο του χωριού, αλλά στη στάση του ΚΤΕΛ, η οποία και βρισκόταν στην άλλη πλευρά του δρόμου (μη φανταστείτε καμία μεγάλη απόσταση / το πολύ 10 μέτρα από τα πρώτα τραπεζοκαθίσματα της κεντρικής πλατείας). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλιζόταν α) η διακριτική επιτήρηση εκ μέρους των γονέων, β) η άμεση πρόσβασή μας στα σουβλάκια τα οποία παραγγέλνονταν εκ μέρους των γονέων και της παρέας τους, και γ) η εφηβική ικανοποίηση της ανάγκης για ανεξαρτησία. Η τότε δική μας παρέα πολυπληθής και σχετικά όμοια ηλικιακά, μεταξύ 12-16 ετών.
Ο μεταλλάς συγχωριανός και φίλος μου, στα 15 τότε, ήδη κιθαρίστας σε μπάντα και με παρουσία σε live ως οπαδός, να «σκάει» με metal t-shirts στην πλατεία, κυρίως προερχόμενα από thrash μπάντες. Πειραιώτης, αλανάκος, μπαλαδόρος και χαρακτηριστική φάτσα. Από την άλλη πλευρά, μία κοπέλα με καταγωγή από το χωριό μας φιλοξενούσε μία συμμαθήτριά της από την Αθήνα για το καλοκαίρι και τον αδερφό της. Ο αδερφός στην ίδια ηλικία με το αντίπαλον δέος, ωστόσο, όντας σχεδόν δίμετρος, του έριχνε 1,5-2 κεφάλια. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το παιδί έμενε Πετρούπολη ή σε κάποιον όμορο δήμο.
Εκείνο ήταν το πρώτο βράδυ που εμφανίστηκαν στην πλατεία τα «ξένα» αδέρφια (η αδερφή πανέμορφη, εν τω μεταξύ, «αγγελικό» πρόσωπο, γαλάζια μάτια, ξανθά μαλλιά / αυτής η μορφή κι αν δεν ξεχνιέται!). Χαρακτηριστικό των μουσικών φυλών της εποχής (σύμφωνα και με τη συζήτηση του θέματος της 2ης παραπάνω παραπομπής) ήταν να κάνουν εμφανώς δηλωτικές τις προτιμήσεις τους, κυρίως μέσω ενδυματικών επιλογών, μεταξύ και άλλων αξεσουάρ. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιας μπάντας μπλούζα φορούσε ο συγχωριανός, πάντως καθίστατο πασιφανές ότι επρόκειτο για οπαδό του metal. Αντιστοίχως, ο ψηλέας «αλλόθρησκος» είχε τέζα καρφάκι –«βίδα» το μαλλί και φορούσε βερμούδα, με την χαρακτηριστική πολύχρωμη μπλούζα δίχτυ, η οποία έφερε τους κύκλους στο κέντρο (θεωρώ ότι καταλάβατε σε ποια αναφέρομαι / πιο κλασσική, πεθαίνεις). Δεν ήθελε και πολύ για να κατανοήσει κανείς ότι επρόκειτο για φίλο της rave/trance και των λοιπών συγγενικών ειδών.
Τα δύο «στρατόπεδα» είχαν καταστήσει φανερά εξ αρχής τα «οπλοστάσιά» τους και οι τυπικές, πρώτες συστάσεις έγιναν σ’ ένα φαινομενικά καλό και ειρηνικό κλίμα, το οποίο μάλλον εμπεριείχε μία εκατέρωθεν επιφύλαξη. Κάτι σαν την «ηρεμία πριν την καταιγίδα» ή αντίστοιχα τις διπλωματικές επαφές που προηγούνται των ενάρξεων των πολεμικών επιχειρήσεων. Η ώρα κυλούσε και τίποτα δεν προμήνυε ό,τι θα επακολουθούσε, μέχρι που κάποια στιγμή η κεντρική συζήτηση της παρέας (καθώς υφίσταντο και διαφορετικές κουβεντούλες σε επιμέρους «πηγαδάκια») έφτασε στη μουσική. Εκεί κατέστη φανερό ότι το θέμα θα μονοπωλείτο από τα δύο εν λόγω άτομα και οι υπόλοιποι θα είχαμε «διακοσμητικό» ρόλο (soon to be ειρηνευτικό), ανεξαρτήτως του ποια άποψη ήταν περισσότερο αρεστή στον καθένα μας. Ακόμα κι εγώ, που προφανώς ήμουν στο ίδιο «μήκος κύματος» με το συγχωριανό μου, δεν παρενέβην στη διένεξη (ως ειρηνοποιός εκ φύσεως πρωτίστως και λόγω του ότι η «εκτράχυνση» έγινε τόσο απότομα που μας έπιασε εξ απήνης).
Εν αρχή, έγινε η κλασσική ερώτηση «Τι μουσική ακούς», ώστε, απλά, να επιβεβαιωθούν τα προφανή για αμφότερα τα μέρη. Εν συνεχεία, ακολούθησε η επίδειξη των «παρασήμων» του καθενός, στα πλαίσια του «Βγαλ’ τα έξω, να τα μετρήσουμε», εν είδει επιβεβαίωσης της εμπράγματης αφοσίωσης στο κάθε είδος. «Εγώ έχω τόσους δίσκους», «Εγώ συχνάζω σε αυτά τα club», «Εγώ έχω δει αυτές τις μπάντες live» κ.ο.κ., έδιναν κι έπαρναν, καθώς η ένταση άρχιζε να γίνεται όλο και πιο αυξανόμενη, αντιστρόφως ανάλογη της πορείας της ανοχής και της υπομονής που επιδείκνυαν αμφότεροι προς το έτερο μέρος.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν η στιχομυθία η οποία επέφερε την έκρηξη. Ακούγεται (και είναι) γραφική και παιδική τώρα πια, όπως και αδύναμη σαν επιχείρημα, αλλά τότε φάνταζε σαν το πιο χρήσιμο όπλο στη «φαρέτρα» του καθενός. Και όπως καταδεικνύεται από όσα ακούγονται στο υπό συζήτηση ντοκιμαντέρ της δεύτερης παραπομπής του παρόντος, κάποιοι δεν απέχουν ακόμη και σήμερα από τέτοιες θεωρήσεις.
Μεταλλάς: «Η μουσική σας είναι για τα σκουπίδια. Κατ’ αρχάς, δεν είναι πραγματική μουσική. Δεν ξέρετε όργανα και απλά κάθεστε σ’ ένα κομπιούτερ, πατώντας κουμπάκια».
Rave-ας: «Μαλακίες λες. Είστε ξεπερασμένοι. Είστε και γελοίοι και βρωμιάρηδες».
Μεταλλάς: «Ποιον βρίζεις, ρε; Στο χωριό μου ήρθες για μαγκιές;».
Rave-ας: «Εσύ δεν ξέρεις να φέρεσαι, που με προσβάλλεις χωρίς να με ξέρεις!».
Μεταλλάς: «Τι είπες, ρε;».
Rave-ας: «Εγώ τι είπα, ρε;».
Οι δύο τελευταίες -ρητορικές, προφανώς- ερωτήσεις συνοδεύτηκαν από απότομες κινήσεις προς σωματική προσέγγιση, οι οποίες οδήγησαν σε εναπόθεση αμφοτέρων των ζευγών των χειρών στις δύο μπλούζες και σε μετά μανίας τραβήγματα αυτών, ουχί για τη διαπίστωση της ελαστικότητάς των. Όλα αυτά εν μέσω εκατέρωθεν ανταλλαγής «κοσμητικών» χαρακτηρισμών, όσο κι έντονων προσπαθειών για επιτυχές κεφαλοκλείδωμα και διατήρησης αυτού, το οποίο τότε ισοδυναμούσε με ακλόνητο πειστήριο νίκης επί του αντιπάλου. Στο τελευταίο, ομολογουμένως, ο φιλοξενούμενος τα κατάφερε καλύτερα, λόγω του πλεονεκτήματος της υψομετρικής διαφοράς. Όλο αυτό το σκηνικό που περιγράφεται (συμπεριλαμβανομένου του «ξύλου») δεν διήρκεσε πάνω από 1 με 1,5 λεπτό, καθότι οι υπόλοιποι αναλάβαμε άμεσα το ρόλο του ειρηνοποιού και μπήκαμε στη μέση να χωρίσουμε (πάντα άξια συγχαρητηρίων κίνηση, που ενέχει, ωστόσο, τον κίνδυνο να δεχτείς εσύ την «ψιλή» πάνω στην αντάρα). Το κλίμα χάλασε και η υπόλοιπη βραδιά κύλησε «παγωμένα».
Την επομένη, ξημέρωσε μία νέα ημέρα και μαζευτήκαμε το πρωί στην ίδια στάση του ΚΤΕΛ, ώστε να κατευθυνθούμε προς συγκεκριμένη παραλία. Παρόντες και οι δύο χθεσινοβραδινοί εχθροί. Αφού φτάσαμε στην παραλία, πήγαμε σε café-bar-«ουφάδικο»-μπιλιαρδάδικο πάνω στο κύμα, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση μας για τις βουτιές, τη χαλάρωση και τη διασκέδαση εν γένει. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο εννιάμπαλο, το “Double-Dragon” και το “Bubble-bubble” έγινε το «θαύμα». Τα δύο μέρη ήρθαν κοντά, δόθηκαν οι αμοιβαίες εξηγήσεις, ζητήθηκαν οι συγγνώμες, αναγνωρίστηκε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει ό,τι έγινε και το κλίμα έφτιαξε εν ριπή οφθαλμού, με την αμηχανία να εξαφανίζεται μονομιάς.
Happy end!
Με τα χρόνια ο συγχωριανός και φίλος μου απομακρύνθηκε αρκετά από το metal (τουλάχιστον ως κύριο άκουσμα), έμαθε πολλά ακόμη όργανα κι εντέλει βρήκε την Εδέμ του -τόσο οργανοπαικτικά, όσο και ως άκουσμα- στο ρεμπέτικο (συνεχίζει να διατηρεί τις ηλεκτρικές του, τα drums του και να πηγαίνει σε επιλεκτικές συναυλίες). Εικάζω και θέλω να πιστεύω ότι και το έτερο μέρος δεν θα ενεπλάκη εκ νέου σε παρόμοιο γεγονός. Όπως και να ‘χει, παραδειγματική και διδακτική η συγκεκριμένη εφηβική ιστοριούλα.