Οι υποσχέσεις οφείλουν να τηρούνται part 2 / εστιάζουμε στο 5o σημείο (για το part 1, βλ. εδώ).
Μεταφερόμαστε για τρίτη φορά στο “γνωστό” χωριό της Στερεάς Ελλάδας (βλ. πρώτη φορά / βλ. δεύτερη φορά), όχι σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικά σημείο, αλλά σε οποιοδήποτε από τα έτη μεταξύ 1990 και 1999. Και τούτο διότι στις αρχές του 2000 χάθηκε ο παππούς (ακολούθησε και η γιαγιά 3,5 χρόνια αργότερα), επομένως, δεν υπήρχαν πλέον βασικά στοιχεία της εξίσωσης. Η συνήθεια που θα περιγραφεί ακολούθως προφανώς και συνεχίστηκε, καθότι “Έξις δευτέρα φύσις”, αλλά δεν υπήρχε πια η ίδια μαγεία.
Όπως έχω αναφέρει στο παρελθόν, οι big brothers ήταν ήδη στην εφηβεία κι ενεργοί μεταλλλάδες, όταν εγώ ήμουν στα χρόνια του Νηπιαγωγείου και στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, επομένως, θέλοντας και μη, η καθημερινή ακρόαση και μύηση στα “σκληρά” ήταν δεδομένες. Την περίοδο του Πάσχα την περνούσαμε πάντα οικογενειακά στο χωριό. Οι πρώτες μου μνήμες εκκινούν από το 1990 κι εντεύθεν. Για κάποιον λόγο, οι bbs είχαν συνδέσει την πολυήμερη εκεί παρουσία μας με την ακρόαση των κασσετών των “Somewhere in Time” και “Seventh Son of a Seventh Son”, σε κασσετόφωνο το οποίο μεταφερόταν εξ Αθηνών (μαζί με το υπόλοιπο μισό νοικοκυριό στο αμάξι). Ο μεγάλος δε μού διευκρίνισε, αρκετά χρόνια αργότερα, ότι η ατμόσφαιρα των δύο προαναφερθέντων πονημάτων ταίριαζε τόσο πολύ με τη μυσταγωγία και την κλιμάκωση της Μ. Εβδομάδος, που του ήταν αδύνατο να μην τα ακούει καθημερινά τις συγκεκριμένες ημέρες. Αναμφίβολα, η ύπαρξη των synths, σε τόσο ισχυρό και ξεκάθαρο βαθμό, συνετέλεσε σε αυτήν την επιλογή-εμμονή. Μία πιθανή, ασυνείδητη “παρενέργεια” αυτής της διαδικασίας ήταν τα “Seventh Son…” και “Somewhere…” να καταλαμβάνουν άνετα -με τη σειρά που αναφέρονται- τις δύο πρώτες θέσεις στην προσωπική μου λίστα κατάταξης του συνόλου των Maiden κυκλοφοριών.
Πάμε για λίγο στον παππού και στη γιαγιά. Ιδιαίτεροι άνθρωποι, “παλαιάς κοπής”, γεννημένοι στις αρχές του 20ου αιώνα, με πολλές εμπειρίες (κυρίως κακές και τραυματικές), πολλή δουλειά στις πλάτες τους και αρκετά “μορφωμένοι” (ήτοι ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν) και “περπατημένοι” (ήτοι είχαν έρθει στην Αθήνα και είχαν ταξιδέψει σε κάποια μέρη της Ελλάδος, αλλά και στις Η.Π.Α.!), αν κρίνουμε από την μέση κατάσταση των υπολοίπων συγχωριανών. Αυτό, όμως, που μου έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση ήταν ότι δεν μπορούσες να τους κοροϊδέψεις με τίποτα! Μιλάμε για “γάτες” ολκής και τρελά troll (ιδιαίτερα η -μικρή το δέμας- γιαγιούλα), όπως θα αποδειχτεί κατωτέρω.
Το ζήτημα ήταν ότι τα δύο album έπαιζαν κυρίως όση ώρα βρισκόμασταν σπίτι (και δεν ήταν και πολύς αυτός ο χρόνος), η οποία περιοριζόταν κατά βάση στο μεσημέρι, δηλαδή όταν οι ηλικιωμένοι παππούδες ήθελαν να ξεκουραστούν για λίγες ώρες. Προφανώς και δεν σκαμπάζαμε πολλά εμείς από την επίδραση του χρόνου τότε και την ανάγκη για ανάπαυση, επομένως ο παππούς και η γιαγιά ήταν αναγκασμένοι να υπομείνουν στωικά το προσωπικό τους “μαρτύριο”. Αναντίρρητα, πρέπει να το βίωναν το Πάσχα σε όλη του την ουσία, υπομένοντας αρχικά τα Μαρτύρια και φτάνοντας εντέλει στην Ανάσταση, κατά την αναχώρησή μας για την Αθήνα. Στην καθημερινή μεσημεριανή ακρόαση, θα πρέπει να προσθέσουμε και κάποιες άλλες ευφάνταστες επιχειρήσεις μας, οι οποίες περιελάμβαναν μεταξύ άλλων: α) την επιστημονική παρατήρηση του trajectory μιας αναποδογυρισμένης κατσαρόλας μετά από την έκρηξη μίας αναμμένης “γουρούνας”, η οποία έχει σκεπαστεί σβέλτα από το μαγειρικό σκεύος, β) την επιστημονική παρατήρηση του βαθμού καταστροφής των τούβλων της παλιάς, εξωτερικής τουαλέτας, όταν εισέρχεται στις εσοχές τους μία αναμμένη “γουρούνα”, γ) την επιστημονική παρατήρηση των συνεπειών της έκρηξης μίας αναμμένης “γουρούνας” ή “μινέρβας” εντός ενός κοτετσιού γεμάτου κότες, είτε στην παραγωγή αυγών, είτε στην εν γένει συμπεριφορά και κίνησή τους (μάλιστα, σε αυτό το “πείραμα” κρατάγαμε και χρόνο για να δούμε πότε θα ακουστούν οι κότες μετά την έκρηξη και πότε θα εξέλθουν του στεγασμένου μέρους για προαυλισμό), δ) την επιστημονική παρατήρηση του χρόνου αντίδρασης ηλικιωμένων ανθρώπων σε απόπειρα να πάρουμε για βόλτα το βαν του παππού (θα εκπλαγείτε από το πόσο σύντομος απεδείχθη), ε) την επιστημονική παρατήρηση της αντίδρασης ηλικιωμένων ανθρώπων στην καταστροφή χειροποίητης σίτας διαχωρισμού ελαιοκάρπου και φύλλων ελιάς στην αυλή, διά της πρόσκρουσης (με την όπισθεν) σε αυτήν του βαν του παππού και στ) την επιστημονική παρατήρηση της αντίδρασης ηλικιωμένων ανθρώπων κατά την ούρηση, από εξέχοντα δείγματα του Homo neanderthalensis είδους, στη θράκα εντός του σκαμμένου λάκκου για το ψήσιμο του αμνοεριφίου (μετά το πέρας της διαδικασίας).
Επιστρέφοντας στο μουσικό βασανιστήριο, πολλές φορές πατούσαμε το play στις κασσέτες, χωρίς οι παππούδες να έχουν αντιληφθεί την παρουσία μας και όντας ήδη κοιμισμένοι, έχοντας φροντίσει να έχουμε εκ των προτέρων επιλέξει τη μέγιστη δυνατή ένταση στα κασσετόφωνα. Το απότομο και βασανιστικό ξύπνημα συνοδευόταν από ακατάληπτες φράσεις και λίαν ενδιαφέροντες μορφασμούς. Σε κάθε περίπτωση, η ακρόαση επαναλαμβανόταν καθημερινά, επομένως, θεωρώ πως οι παππούδες είχαν σκεφτέι το ενδεχόμενο ότι στο επόμενο θερινό πανηγύρι ενδέχεται και να εμφανίζονταν οι Maiden στην πλατεία και όχι κάποιος δημοτικός τραγουδιστής. Και σαν μην έφτανε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να υπομείνουν την ακρόαση (στη διαπασών) ενός είδους μουσικής το οποίο τους φαινόταν τόσο ξένο (θυμάμαι ότι μας ρωτούσαν με αγνή απορία: “Μα, τι είναι αυτό το πράγμα που ακούτε, βρε μαναράκια μου;”), κατά την ώρα που επιθυμούσαν να αναπαυθούν, είχαν να υποστούν και τις εξυπνακίστικες αηδίες μας, τις δήθεν troll ερωτήσεις, του τύπου: “Γιαγιά, πώς κρίνεις τη μεταστροφή των Maiden και την ένταξη των synths στον ήχο τους, σε αυτήν την περίοδό τους;”, “Παππού, πιστεύεις ότι ο Dickinson κάνει τις καλύτερες ερμηνείες του στους συγκεκριμένους δίσκους;”, “Ήταν μεγάλο λάθος η συμπερίληψη του “Can I Play…” στο “Seventh Son…”;” και άλλες μη συναφείς με τους δίσκους μπούρδες, όπως “Θα ανταποκριθεί ο Bayley στη θέση του τραγουδιστή;”, “Πώς σας φαίνεται η απλή, τραχιά προσέγγιση των “No Prayer…” και " Fear Of…”;", “Θα ξαναγυρίσει ο Dickinson;”, “Bayley ή Dickinson;” κ.ο.κ. Αυτό, όμως, στο οποίο δεν υπολογίζαμε ήταν ότι με την πάροδο των ετών, οι γέροι άρχισαν να απαντάνε με σοβαρό ύφος στις ερωτήσεις μας και κάπου άρχισαν να κόβονται τα γελάκια μας, καθότι η καλύτερη άμυνα απέναντι σ’ ένα troll είναι να αποδειχτείς περισσότερο troll εσύ (όπως μας δίδαξαν σοφά οι παππούδες). Πόσο γαμάτο ήταν να βλέπουμε τη γιαγιάκα, με το τσεμπέρι στο κεφάλι, να μας λέει “Προτιμώ Dickinson” και να μας προτρέπει να πάμε να παίξουμε μετά ή τον παππού να ισχυρίζεται ότι “Το “Can I Play…” δεν μπορούσε να λείπει από τον δίσκο” και να γελάει με την ψυχή του εκ των υστέρων. Η αλεπού εκατό και το αλεπουδάκι εκατόν δέκα, εν ολίγοις. Όμορφες και αλησμόνητες εμπειρίες.
Ακούστε για πολλοστή φορά τα “Somewhere…” και “Seventh Son…”! Κάνει καλό!
Υ.Γ.: Και παρά τα όσα αναφέρονται παραπάνω (και άλλα πολλά που παραλείπονται για ευνόητους λόγους ντροπής), οι δύο ψυχούλες δεν έβλεπαν την ώρα να αφιχθούμε στο χωριό, να μας σφίξουν στην αγκαλιά τους, να μας βάλουν έναν “Κολοκοτρώνη” στην τσέπη και να μας κεράσουν πορτοκολάδα στην πλατεία, γεμάτοι υπερηφάνεια στα μάτια τους. Γ@μώ την κοινωνία μου, με πήραν τα ζουμιά… Να αγαπάτε τους δικούς σας, ρε, και να μην τους ταλαιπωρείτε (πάρα πολύ τουλάχιστον)! Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση σε όλους!