Κάπου 13 χρόνια πριν…
Διανύω αισίως το δεύτερο τρίμηνο της στρατιωτικής μου θητείας, η οποία -μέσα στην απλοχεριά της- μού έχει ήδη προσφέρει ένα φυλάκιο στη μέση του πουθενά, κάπου στο Αιγαίο, ως πρώτη τοποθέτηση. Σήμα κινητού μόνο σ’ ένα σημείο, εμβαδού 0,5 τ.μ., κάπου στο χιλιόμετρο (όλο ανηφόρα) από το κεντρικό κτήριο, γεννήτριες να βαράνε επί 24ωρου βάσεως, μυρωδιά πετρελαίου και αναθυμιάσεις παντού (ακόμα και στους κοιτώνες), οι υπόλοιποι να βαριούνται να μαγειρέψουν και ως εκ τούτου η κονσέρβα (aka σκορβούτο) να πηγαίνει «σύννεφο», μπάνιο με καταμετρημένο χρόνο και ροή που να προσιδιάζει στο κινέζικο μαρτύριο της σταγόνας, 10+ ώρες υπηρεσίας σε καθημερινή βάση, με ποδαράτη την προαναφερόμενη, ανηφορική διαδρομή. Από την άλλη, βέβαια, απέραντο γαλάζιο μέχρι όπου φτάνει το μάτι σου, ελεύθερα αιγοπρόβατα να εμφανίζονται από το πουθενά, απίστευτη ηρεμία (εκτός κτηρίου), μπάνιο σε ιδιωτική παραλία-όρμο με κρυστάλλινα νερά, μόνιμοι να εμφανίζονται σε αρκετά αραιά χρονικά διαστήματα, ελεύθερη διαχείριση εβδομαδιαίας τροφοδοσίας (τι ζυγούρι στα κάρβουνα έπαιξε, όταν υπήρχε κέφι και διάθεση, άλλο πράγμα) κι ένα laptop φουλ από μουσική μπας και «σκοτωθεί» ο χρόνος λίγο ευκολότερα.
Pas mal, λοιπόν. Τώρα που το σκέφτομαι, αν είχε συμβεί κάτι ή εάν κάποιος από την πεντάδα είχε ήδη, ή αποκτούσε, Jack “The Shining” Nicholson διαθέσεις, μάλλον θα ανακάλυπταν (ή και όχι) τα κουφάρια των υπολοίπων καμιά βδομάδα από το πετσόκομμα, οι δημοσιογράφοι θα αποκτούσαν θεματολογία για τον επόμενο μήνα και οι καθηγητές Εγκληματολογίας ένα συμβάν αναφοράς για τα βιβλία. Σκηνικό για θρίλερ, για stress test του mindset και λοιπών ομορφιών. Μόνο ο Ε.Σ., ρε, τα προσφέρει αυτά!
Anyway, ένα μεσημέρι, μετά τη λήξη της υπηρεσίας και την καθοδική πορεία του χιλιομέτρου (φουλ φορτωμένος, ε) μέσα στο λιοπύρι, μπαίνω στο κτήριο. Οι ένδοξες ένοπλες δυνάμεις μας είχαν φροντίσει ώστε τα κακομαθημένα θρεφτάρια της (εμείς) να έχουμε Nova (μπορεί να λεγόταν και Filmnet ακόμα, δεν το θυμάμαι) στο χώρο του μαγειρείου (ήταν-δεν ήταν 15 τ.μ.), full-pack παρακαλώ (μην ανησυχείτε, δεν υπήρχε κίνδυνος για παρά φύσει «εκτροπές», λόγω του adult pack, καθώς τσάι-αντικούκου αφού). Μπαίνοντας μέσα κάθιδρος, βλέπω τους επίλοιπους να έχουν αράξει και μία γνώριμη φωνή να ακούγεται από τα ηχεία της τηλεόρασης. James -fuckin’- Hetfield και δεν είμαι καλά, λέμε.
Πεζοναύτες, και όπλα στις οθόνες… «Τι στο πέος συμβαίνει εδώ;», αναρωτιέμαι. Ήρθε το ΥΠΕΘΑ σε συμφωνία με την μπάντα, για συνεργασία προς ενίσχυση της ψυχολογίας των στρατευμένων; OK, παρακολουθούμε το βίντεο του “The Day That Never Comes”. Όσο το κομμάτι προχωράει, νιώθω ανατριχίλες και αρχίζει να σχηματίζεται η εντύπωση ότι κάτι πάει πολύ καλά εδώ… ιδιαίτερα δε αν συνυπολογίσουμε πως ό,τι είχε προηγηθεί καλείται “St. Anger”. Όταν, δε, η ιστορία έφτασε στο σημείο με το διπλό, μελωδικό lead, χαμογέλασαν και τα κωλομέρια μου. Έλα, όμως, που στην ομήγυρη υπήρχε ο ξερόλας… «Τι μαλακία είναι αυτό», «Προσπαθούν να παίξουν, όπως στα παλιά και ξεφτιλίζονται», «Το lead είναι κόπια Maiden”, «Έκτρωμα, έκτρωμα, έκτρωμα»! «Ρε, γαμώτο», σκέφτηκα… «λες να τα λέει σωστά ο φίλος και απλά να έχω πάθει στέρηση, λόγω της παραζάλης της θητείας, και να μην κατανοώ τι ακούω;».
“Death Magnetic”, λοιπόν.
Το αστείο είναι ότι μία εκ των ανωτέρω κατηγοριών που εξαπέλυσε εκείνο το μεσημέρι η σειρούλα, αποτελεί έως και σήμερα το σημαντικότερο «επιχείρημα» στη φαρέτρα των πολέμιων της εν λόγω ΔΙ-ΣΚΑ-ΡΑΣ. Προσπαθούν, λέει, επιτηδευμένα οι Metallica (επαναλαμβάνω: οι Metallica) να ξαναπαίξουν όπως στα παλιά τους και το αποτέλεσμα ακούγεται αμήχανο, αν όχι γελοίο και παράταιρο. Η ακυρότητα αυτού του συλλογισμού δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Οι δημιουργοί του όλου θέματος, καθίστανται «γελοίοι» (ω θεοί!) όταν απλά και μόνο διδάσκουν πώς δημιουργείς ένα album-εθισμό, το οποίο αποτελεί το ιδανικότερο αμάλγμα όλων όσων έχουν παράξει από την αρχές της δεκαετίας του ’90 κι εντεύθεν. Εντελώς υποκειμενικά, θεωρώ ότι το “Death Magnetic” είναι το τέλειο αποτέλεσμα, όπως αυτό προέκυψε, όταν ανακατεύθηκαν στη «μαρμίτα» τα ωραιότερα στοιχεία των “Metallica” (ω, ναι!) και των “Load” (περισσότερο) και “Reload” (λιγότερο). Αναντίρρητα, η συγκεκριμένη κυκλοφορία ενέχει και μία τεράστια συμβολική σημασία, καθώς τερματίζει την ταραχώδη περίοδο εσωστρέφειας της μπάντας και διαγράφει μονοκοντυλιά την ντροπή του προηγούμενου δίσκου. Οι τεράστιοι Αμερικανοί αντικρύζουν ξανά στον καθρέφτη το πραγματικό τους πρόσωπο και το μέγεθός τους και πάνε με «σπασμένα φρένα» την επόμενη περίοδο, επισφραγίζοντας την θηριώδη επιστροφή τους με το επετειακό live-ονείρωξη στο Fillmore, τον Δεκέμβρη του 2011 (τι δεν θα ‘δινα, να ήμουν εκεί μέσα).
Όσο για τον δίσκο, έχουμε ακούσει σχόλια για την παραγωγή και λοιπά καλούδια. Πραγματικά, ποιος νοιάζεται, όταν οι άρχοντες γράφουν την μία κομματάρα μετά την άλλη; Μαλάκα μου, μιλάμε για δίσκο που διαρκεί σχεδόν όσο μία ταινία μεγάλου μήκους και ακούγεται μονορούφι, χωρίς να βαριέσαι ούτε ένα δευτερόλεπτο (άντε, για να μη βαράτε, ας πούμε ότι το “My Apocalypse” θα μπορούσε και να λείπει, αλλά είναι το τελευταίο, επομένως, δεν χαλάει η ροή και δεν χρειάζεται skip… σας την έφερα). Για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, τον προαναφερθέντα άθλο (ήτοι το να έχει ο δίσκος Ben-Hur διάρκεια και να μην καταντάει βαρετός σε σημεία), ενδέχεται να τον έχει πετύχει μόνο το “Death Magnetic”, συγκρινόμενο ακόμα και με δίσκους με μεγάλες διάρκειες από άλλες τεράστιες μπάντες (τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται / καμία διάθεση να προκαλέσω flame, την προσωπική μου άποψη καταθέτω). Προσωπικά μου αγαπημένα αποτελούν τα “The End of the Line”, “The Day That Never Comes” (ψιτ, σειρούλα, δεν ξέρεις πού πάνε τα τέσσερα), “All Nightmare Long” (ύμνος), “The Unforgiven III” (πανάξιο και καλύτερο από το II για εμένα), “The Judas Kiss” (λατρεία) και “Suicide & Redemption”. Όχι ότι τα υπόλοιπα υστερούν, απλά τονίζω αυτά στα οποία στάζει το σαλάκι.
Α, και μεταξύ μας, εντελώς β(λ)αμμένα (ή και όχι), το “Death Magnetic” το ψιλο-κατουράει, για την πλάκα του, το “Hardwired… to Self-Destruct”, αλλά μην το λέτε παραέξω…